Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ (2)

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ:Τρίτη 2 Ιουνίου 2020 

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ENRICO BERTI
            Η ίδια ακριβώς πρόοδος αναπτύσσεται και σχετικά με την αναπαράσταση του γίγνεσθαι: αυτή λοιπόν, αναλύεται απο την νόηση και απο αυτή την ανάλυση αντλούνται οι έννοιες άμεσα, του είναι και του μηδενός. Πρόκειται για μία ανάλυση βεβαιώνει ο Hegel χωρίς καμμιά αμφιβολία ακριβέστατη: και όμως δέν ανήκει ακόμη στήν γνώση. Διότι σ'αυτή, η σχέση ανάμεσα στο είναι και στο μηδέν δίνεται σαν  κάτι άμεσο. Όμως, «η σχέση η οποία περιέχεται σε μία συνθετική ενότητα, είναι μία αναγκαία σχέση μόνον εφόσον δέν ανακαλύπτεται, αλλά δημιουργείται μέσω της κινήσεως των στιγμών της, λόγω της οποίας (κινήσεως) επιστρέφουν (οι στιγμές) στην εν λόγω ενότητα - μία κίνηση η οποία είναι το αντίθετο της αναλυτικής προόδου, μίας εξωτερικής δηλαδή διαδικασίας στο ίδιο το πράγμα» (Επιστήμη της λογικής Ι σελ. 60).
            Δέν μπορεί να είναι λοιπόν η αναπαράσταση τού γίγνεσθαι αυτό που θεμελιώνει την ενότητα είναι και μηδενός, αλλά θα είναι αντιθέτως η σκέψη, δηλαδή η έννοια αυτής της ενότητος, η οποία θα αντληθεί απο την μεσολάβηση της αμεσότητος εκείνων, αυτό που θα καταστήσει αληθινή, δηλαδή θα μεταμορφώσει σε έννοια, την εν λόγω αναπαράσταση.  Η έννοια του γίγνεσθαι, όπως επίσης και πρίν απο αυτή, οι έννοιες τού είναι και του μηδενός, προϋποθέτει λοιπόν την αισθητή αναπαράσταση του γίγνεσθαι, όχι όμως με την σημασία πώς έχει σ’αυτή, την συνθήκη της δικής της αλήθειας, αλλά μόνον με την σημασία, πώς για την συνείδηση η οποία είναι έξω απο την γνώση, η αναπαράσταση προηγείται.
            Το είναι και το μηδέν, παρότι προϋποθέτουν την αναπαράσταση του γίγνεσθαι, είναι, από απόψεως λογικής, χωρίς προϋποθέσεις, με την σημασία πώς δέν προέρχονται απο καμμία προηγούμενη έννοια, δηλαδή είναι οι πρώτες έννοιες με την απόλυτη σημασία δηλ. είναι άμεσες. Ο Hegel γνωρίζει πολύ καλά πώς μία τέτοια αρχή, απο μία άλλη άποψη δέν είναι ακριβώς ένα ξεκίνημα, μία αρχή, δηλαδή αυτό το ξεκίνημα δέν είναι άμεσο. «Το ξεκίνημα –δηλώνει ο ίδιος είναι λογικό, καθότι πρέπει να δημιουργηθεί μέσα στο στοιχείο της σκέψης που είναι ελεύθερο, καθ’εαυτό, δηλ. μέσα στην καθαρή γνώση. Είναι λοιπόν διαμεσολαβημένο ώς πρός το γεγονός πώς η καθαρή σκέψη είναι η τελευταία, απόλυτη αλήθεια της συνειδήσεως... Η λογική έχει λοιπόν για προϋπόθεση την επιστήμη του πνεύματος η οποία φανερώνεται (η φαινομενολογία)... Στην λογική αυτό που προϋποτίθεται, αυτό που προηγείται είναι εκείνο που απο αυτή την εννοιολόγηση έφτασε να αποδειχθεί αποτέλεσμα - η ιδέα σαν καθαρή γνώση». Δηλαδή η ενότης γνώσεως και αντικειμένου, βεβαιότητος και αλήθειας. Αλλά «καθόσον τελικώς θεμελιώθηκε σ’αυτή την ενότητα, η καθαρή γνώση αφαίρεσε κάθε σχέση με κάθε άλλο και με κάθε μεσολάβηση... Αυτό που έχουμε απέναντι μας δέν είναι παρά μία απλή αμεσότης» (Επιστ. Λογικής Ι σελ. 53-54). Δηλαδή το λογικό ξεκίνημα σε σχέση με την συνείδηση είναι μεσολαβημένο, αλλά σχετικά με την αλήθεια, δηλ. σαν έννοια, είναι η πρώτη απο όλες τις έννοιες, δηλ. είναι άμεσο.
            Είναι φανερό όμως επίσης πώς μία τέτοια αμεσότης δέν μπορεί παρά να είναι απολύτως ακαθόριστη : διότι κάθε καθορισμός φέρει σχέση με άλλο και επομένως μεσολάβηση. Αυτό δέν μπορεί παρά να είναι το καθαρό Είναι, κενό κάθε καθορισμού ή πράγμα που είναι το ίδιο, το καθαρό μηδέν. Αυτό λοιπόν το απόλυτα ακαθόριστο, ή η απόλυτη αμεσότης, είναι ο λόγος για τον οποίο ο Hegel προσλαμβάνει σαν ξεκίνημα της λογικής το καθαρό Είναι και το καθαρό μηδέν, και αυτός ο λόγος δέν επιβαρύνεται καθόλου απο το γεγονός πώς το Είναι και το μηδέν αντλούνται μέσω αφαιρέσεως απο την αισθητή αναπαράσταση του γίγνεσθαι (Επιστ. της λογικής Ι σ.80).
            Όσον αφορά τώρα την παρατήρηση τού Τρεντέλενμπουργκ πώς απο την ενότητα δύο πραγματικοτήτων σε ακινησία δέν μπορεί να γεννηθεί εκείνη η κίνηση που είναι το γίγνεσθαι, τής διαφεύγει η πιό ουσιώδης πλευρά τής επιχειρηματολογίας του Hegel, ακριβώς δηλαδή η διαλεκτική θεμελίωση τού γίγνεσθαι. Δέν είναι αλήθεια πώς το Είναι και το μηδέν (το τίποτα) είναι απλώς το καθένα τους ταυτόσημο με τον εαυτό του και γι’αυτό ακίνητα. Η απόλυτη απροσδιοριστία τους, αναγκαία για να είναι αληθινά άμεσα κάνει ώστε, αντιθέτως, αυτή η ταυτότης του καθενός με τον εαυτό του να είναι ταυτοχρόνως και η λύση του καθενός στο αντίθετό του, και γι’αυτό άρνηση του καθενός εξ’αιτίας του εαυτού του. Έτσι λοιπόν, αυτή η άρνηση του εαυτού του την οποία πραγματοποιεί ο καθένας είναι κίνηση και συγκεκριμένα αυτή η κίνηση, δηλαδή η άρνηση της αμεσότητος, η μεσολάβηση, η παρέμβαση είναι το γίγνεσθαι. «Το αληθινό -ξαναλέει ο Hegel- δέν είναι ούτε το Είναι ούτε το μηδέν, αλλά το γεγονός πώς το Είναι –δέν περνά αλλά πέρασε, στο μηδέν, και το μηδέν στο Είναι. Ταυτοχρόνως όμως το αληθινό δέν είναι το δικό τους αδιαφοροποίητο, η ατομικότητα τους, αλλά είναι αντιθέτως το γεγονός πώς αυτά δέν είναι ίδια, ότι αυτά είναι απολύτως διαφορετικά, αλλά ταυτοχρόνως και αδιαχώριστα και αδιαχωριζόμενα, και πώς αμέσως καθένα απο αυτά εξαφανίζεται στο αντίθετο του. Η αλήθεια του Είναι και του τίποτα είναι λοιπόν αυτή η κίνηση, συνιστάμενη στην άμεση εξαφάνιση του ενός απο αυτά στο άλλο: το γίγνεσθαι». (Επιστ. της λογικής Ι σ. 67).
            Η κίνηση δέν βεβαιώνεται επομένως με προχειρότητα ή αθέμιτα, αλλά είναι αποτέλεσμα τής ανάγκης τού ξεκινήματος, το οποίο για να είναι πραγματικά ξεκίνημα, πρέπει να είναι απολύτως άμεσο και για να είναι απολύτως άμεσο πρέπει να είναι απολύτως απροσδιόριστο: διότι το απολύτως απροσδιόριστο, καθότι ταυτόσημο με τον εαυτό του, είναι, αλλά εφόσον είναι και απολύτως απροσδιόριστο, είναι μηδέν, δηλαδή αυτοαναιρείται. Έτσι λοιπόν το ξεκίνημα δέν μπορεί να είναι παρά άμεσο, αλλά εάν είναι άμεσο, δέν μπορεί παρά να αναιρείται. Το γίγνεσθαι δέν είναι λοιπόν μία κίνηση η οποία προστίθεται στο είναι και στο μηδέν σαν σε δύο πραγματικότητες σε στάση, αλλά είναι η κίνηση η ίδια που περιέχεται στο είναι και στο μηδέν λόγω του γεγονότος πώς καθένα απο τα δύο μεταλλάσσεται στο άλλο : «καθένα χάνεται στον εαυτό του -λέει ο Hegel- και στον εαυτό του είναι ακριβώς το αντίθετο του» (Επιστ. της λογικής Ι σ. 93).
            Αυτή η κίνηση δέν είναι οπωσδήποτε η κίνηση μέσα στον χώρο, είναι η κίνηση της σκέψης, η οποία σύν τοις άλλοις είναι ταυτόσημη με την πραγματικότητα. Συνίσταται ουσιαστικά στην άρνηση : «η σκέψη -επιμένει ο Hegel- είναι ουσιαστικά η άρνηση ενός άμεσου δεδομένου» (Εγκυκλ. Παράγρ. 12) . Και καθότι άρνησις του άμεσου δεδομένου, είναι αυτή η ίδια η μεσολάβηση ή παρέμβαση, διότι «η μεσολάβηση είναι σημαντική λόγω της αναφοράς του ενός σε ένα άλλο, και γι’αυτό είναι άρνηση» (Επιστ. της λογικής Ι σ. 69).
         Μ’αυτόν τον τρόπο λοιπόν το γίγνεσθαι δέν θεμελιώνεται μόνον διαλεκτικά, αλλά τελικώς βρίσκεται θεμελιωμένο, αλλά βρίσκεται και αυτοθεμελιωμένη η ίδια η διαλεκτική, η οποία είναι ακριβώς αυτή η ίδια η κίνηση : «εμείς ονομάζαμε διαλεκτική την ανώτερη νοητική κίνηση, όπου αυτά τα δύο, που φαίνονται σαν απολύτως ξεχωριστά, περνούν το ένα μέσα στο άλλο απο τον εαυτό τους, λόγω αυτού που είναι και όπου η υπόθεση αφαιρείται. Είναι ακριβώς η ενυπάρχουσα διαλεκτική φύσις του είναι και του μηδενός, με την οποία φανερώνουν την ενότητα τους, το γίγνεσθαι, σαν την αλήθεια τους» (Επιστ. της Λογικής Ι σ. 92) .
            Σαν θεμελίωση τής διαλεκτικής του γίγνεσθαι και της διαλεκτικής, εννοείται η απόδειξη της αναγκαιότητός των η οποία συνίσταται όχι στην απαγωγή του συμπεράσματος απο προηγούμενες προϋποθέσεις στις οποίες, το συμπέρασμα υπονοείται ότι περιέχεται όπως στην αναλυτική απόδειξη, αλλά στην απόδειξη της αλήθειας του συμπεράσματος μέσω της αρνήσεως των προϋποθέσεων απο τις οποίες προκύπτει. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι το Είναι και το Μηδέν, δηλ. το άμεσο. Έχοντας αποδείξει λοιπόν πώς το γίγνεσθαι προκύπτει απο την άρνησή τους, μάλιστα δέ ότι είναι αυτή η ίδια η άρνηση, ο Hegel το κατέστησε αναντίρρητο, καθότι η άρνηση της αρνήσεως είναι με την σειρά της άρνηση, ακριβώς όπως η άρνηση του γίγνεσθαι είναι με την σειρά της γίγνεσθαι. Μ’αυτόν τον τρόπο δέν είναι το άμεσο, αλλά η μεσολάβηση ή παρέμβαση, δηλαδή η άρνηση το αυθεντικό θεμέλιο (Grund) της λογικής όπου όμως επίσης το άμεσο παραμένει αναγκαίο ακριβώς για να υποστεί την άρνηση, για να αφαιρεθεί στην μεσολάβηση. Αυτό εκφράζεται ξεκάθαρα απο τον Έγελο σε ένα σημαντικό σημείο της φαινομενολογίας το οποίο λέει: «είναι, με την αληθινή σημασία της λέξης, θετική, εκείνη η πραγματοποίηση τού ξεκινήματος η οποία αντιστρόφως δημιουργεί προς αυτό μία στάση, άλλο τόσο αρνητική. Και πιό συγκεκριμένα, μία αρνητική στάση προς εκείνη την μονοδιάστατη μορφή λόγω της οποίας αυτό είναι μόνον αμέσως. Η πραγματοποίηση μπορεί επομένως να εκληφθεί και σαν ανασκευή αυτού που αποτελεί το θεμέλιο του συστήματος. Καλύτερα όμως εάν την εκλάβουμε σαν δείγμα πώς το θεμέλιο ή η αρχή του συστήματος είναι στην πραγματικότητα, μόνον το ξεκίνημα του!» (Φαινομεν. σελ.23-24) .
            Οι πρώτες κατηγορίες τής λογικής λοιπόν συστήνουν το ξεκίνημα τής διαλεκτικής, καθότι εκφράζουν την χρείαν ενός αμέσου ξεκινήματος και φανερώνουν πώς το άμεσο αναγκαίως μεταφέρεται και διαλύεται στην άρνησή του, δίνοντας τοιουτοτρόπως μία αρχή σε μία κίνηση προορισμένη να καλύψει ολόκληρη την πραγματικότητα, εκείνη που ονομάζει ο Hegel «ολότητα» και αποκαλύπτει ταυτοχρόνως το αναντίρρητο και την κινητικότητα, δηλαδή όπως θα δούμε την μή απολυτότητα! Η κριτική του Τρεντέλενμπουργκ, η οποία έγινε αποδεκτή σχεδόν απο όλους όσους επέστρεψαν στο πρόβλημα, γεννιέται απο μία στάση διανοητική, η οποία καθηλώνει το άμεσο στην εσωτερική του αντίθεση και δέν αφήνει ελεύθερη την σκέψη να εφαρμοστεί στην διαλεκτική του άρνηση. Σ’ ένα ανάλογο λάθος περιέπεσε και ο Φόϋερμπαχ, ο οποίος κατενόησε το τίποτα για το οποίο μιλά ο Hegel σαν ένα στατικό όρο, δηλαδή την απλή απουσία κάθε πραγματικότητος. Είναι δυνατόν όμως αυτό το τίποτα να ερμηνευθεί σαν την μεσολαβητική ενέργεια της συνειδήσεως, την εσωτερική πρόοδο της αρνήσεως, δηλαδή της αρνητικότητος τής σκέψης. Μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή, πώς η κατανόηση τής ολοκλήρωσης της Εγελιανής διαλεκτικής εξαρτάται απο την διαύγεια αυτής της ανάγκης της αμεσότητος και της αρνήσεως της.
(Συνεχίζεται)

Ο "Κάθε Ενδιαφερόμενος" μπορεί νά ρίξει μιά ματιά καί στίς δύο αναρτήσεις τού θέματος :
Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΖΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ F.A TRENDELENBURG. ΚΑΙ Η ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ.
Σ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΠΑΖΟΛΕΦΑΛΙΑ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ: "Ονομάζουμε οντολογικό πρόβλημα τήν αναζήτηση ερμηνείας (λόγου) τής ύπαρξης τών όντων. Καί η απορία πού καλεί σέ λύση: Ποιά η αιτία καί ποιός ο σκοπός τής λογικότητος τού ανθρώπου; Εχει λόγο η λογικότητα; Είναι επαρκής γιά τήν ερμηνεία τού υπαρκτικού γεγονότος; Γιά τήν αρχαιοελληνική εμπειρία μόνο μέ τό νοείν εντοπίζουμε τό είναι. Ο νούς είναι ο τόπος τής γνώσεως τού είναι καί τών όντων". 

[Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Ο ΝΟΥΣ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ "ΕΙΝΑΙ' ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΙΣΟΥΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΝΑ, ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ]. 

"ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ. ΟΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ. ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΧΕΣΗΣ".
"Οντολογία τής σχέσης"

Αμέθυστος.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

!!!!!!!!!!!!!!!