π. Γέροντας Ζαχαρίας , Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας
….«Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νούν εις ουρανόν μεταθέντες» [οίκος 14ος]. Θα γίνουμε ξένοι στη ματαιότητα του πονηρού αυτού κόσμου, μόνο όταν μεταθέσουμε τον νού μας στον ουρανό, γιατί «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» [Φιλιπ. 3,20], εκεί όπου είναι ο Χριστός, εκεί όπου είναι κρυμμένη η ζωή μας.
Ο μέγας Παύλος λέει: «αδελφοί, όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν Αυτώ φανερωθήσεσθαι εν δόξη» [Κολ. 3,4]. Με άλλα λόγια, τώρα πρέπει να κρύψουμε τη ζωή μας μέσα στον Χριστό. Με το σώμα μας, δηλαδή, να διάγουμε μέσα στον πρόσκαιρο αυτόν κόσμο, αλλά με τον νού μας να μεταφέρουμε όλη μας τη ζωή στον Ουρανό…
....Η καρδιά του ανθρώπου δεν πρέπει να χωρισθεί από τον Θεό ούτε με ένα μάταιο λογισμό.
Αυτό εργάσθηκαν στη ζωή τους οι Άγιοι με την καλλιέργεια της αδιάλειπτης νοεράς προσευχής. Με την ευχή βρήκαν τον πρακτικό τρόπο να ζούν συνέχεια στη ζωντανή Παρουσία του Θεού με όλο τους το είναι και να παραμένουν αχώριστοι από Αυτόν.
Με τη συνεχή και τη διηνεκή στροφή προς τον Ουρανό η καρδιά καθαρίζεται και βλέπει τον Θεό. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» [Ματθ. 5,8]. Αλλά που βλέπουν τον Θεό; Όχι στις εικόνες, ούτε στη φύση και στις αστραπές, όχι στα σημεία και τέρατα των καιρών, αλλά κυρίως και εναργώς μέσα στην καρδιά τους. Όσο πιο διάφανη θα γίνεται η καρδιά, τόσο πιο ευδιάκριτη θα γίνεται η μορφή της εικόνας του Ιησού μέσα της. Διότι, όπως το καθαρό νερό και το λαμπρό κρύσταλλο αντανακλούν τον ήλιο, όμοια και η καρδιά του ανθρώπου ως καθαρός καθρέφτης αντανακλά την δόξα του μεγάλου Βασιλέως, τη μορφή του Χριστού.
***
Η επαγγελία του Πατρός από την Ανάληψη στην Πεντηκοστή
Ο Κύριος Ιησούς για σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση «ην οπτανόμενος τοις μαθηταίς Αυτού»[1]. Χαροποιούσε τις καρδιές των μαθητών Του με την Παρουσία Του και τους μυσταγωγούσε στα μυστήρια της Βασιλείας. Ο Χριστός τους εμφανιζόταν και διάνοιγε τον νου τους να κατανοήσουν τις Γραφές. Ταυτόχρονα όμως και οι Απόστολοι ζούσαν με τέτοια ένταση προσευχής στην Παρουσία Του, που οι λόγοι Του αποτυπώνονταν στην καρδιά και στη μνήμη τους.
Μολονότι ο Κύριος τους είχε υποσχεθεί ότι δεν θα τους αφήσει ορφανούς, την τεσσαρακοστή ημέρα αναλήφθηκε στον Ουρανό. Η Ανάληψη αποτελεί το τελευταίο γεγονός της επίγειας ζωής του Χριστού. Η λαμπρότητα της εορτής είναι τόσο μεγάλη, διότι αναλαμβανόμενος ο Κύριος στον Ουρανό ανύψωσε στον θρόνο της μεγαλωσύνης του Θεού την ανθρώπινη φύση άμεμπτη και άσπιλη. Ο Θεός Πατέρας ευφράνθηκε να δει τον αληθινό Άνθρωπο, όπως τον είχε συλλάβει προ καταβολής κόσμου και κατέπεμψε στη γη το Πνεύμα το Άγιο, για να σφραγίσει τη συμφιλίωση του Θεού με τον άνθρωπο, ότι τα διεστώτα ενώθηκαν. Στο Πρόσωπο του Χριστού ο Θεός δέχθηκε όλη την ανθρωπότητα.
Ο Κύριος άρχισε να ανεβαίνει «σχολή και βάδην και ουκ αθρόον» στον Ουρανό, για να αγιάσει και τους αιθέρες και να εμπλήσει όλη την οικουμένη με τη θεουργική Του ενέργεια. Οι Απόστολοι παρέμειναν να Τον κοιτάζουν με απορία και χαρμολύπη. Ο Θεός έστειλε δύο Αγγέλους, για να δώσουν εσχατολογική διάσταση στους λογισμούς των Αποστόλων, να τους υπενθυμίσουν τον δεύτερο ερχομό Του και έτσι να εντείνουν την προσμονή τους γι’ Αυτόν.
Κατ’ ουσίαν, η Ανάληψη του Κυρίου συνιστά προφητικό γεγονός της Δευτέρας Παρουσίας Του και ο Ίδιος ο Κύριος είναι ο Προφήτης που την αναγγέλλει.
Ο Χριστός κατά τη διάρκεια της επί γης επιδημίας Του έκρυβε τη δόξα Του για να μην τρομάξει τον άνθρωπο. Τώρα, στο τέλος της επίγειας ζωής Του παρουσιάσθηκε απροκάλυπτα ως ο Υιός του Θεού περιβεβλημένος με δόξα. Στα τέλη των αιώνων, πάλι θα έλθει «μετά δυνάμεως και δόξης πολλής»[2] και ο πιο δοξασμένος τρόπος αναμονής Του είναι όταν προσεδρεύουμε εν Ιερουσαλήμ[3], δηλαδή όταν παραμένουμε ενεργά και γνήσια μέλη της Εκκλησίας και μέσα από τα Μυστήριά της Του αποδίδουμε αίνο και ευχαριστία.
Η Γραφή προειδοποιεί ότι τα αλλότρια πνεύματα θα προσπαθήσουν να μας πείσουν για κάποιον ψευδο-μεσσία, κρυμμένο είτε εδώ είτε εκεί, ώστε να μας πλανήσουν. Η Δευτέρα Παρουσία όμως δεν θα είναι μυστηριώδης και κρυφή, ούτε θα λάβει χώρα σε έναν απομονωμένο χώρο. Θα είναι δοξασμένη και πανταχόθεν εμφανής σαν αστραπή που λάμπει από ανατολών μέχρι δυσμών.
Ο Χριστός αναλήφθηκε «εν τω ευλογείν»[4] τους δικούς Του. Η ευλογία αυτή επαναπαύθηκε στους Αποστόλους και παραμένει ως πολύτιμη κληρονομιά στους κόλπους της Εκκλησίας, όπου δια των λειτουργών της μεταδίδεται σε όλα τα μέλη της. Επιπλέον, εφόσον ο Θεός σε κάθε πτυχή της Οικονομίας Του ενεργεί από αγάπη, η ευλογία αυτή γεννά μεγάλες ελπίδες ότι και τη μεγάλη και επιφανή Ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας Του, θα έλθει ευλογώντας και η κρίση Του θα είναι αναμεμιγμένη με την αγάπη και το έλεός Του.
Περίοδος μεταξύ Αναλήψεως και Πεντηκοστής
Μετά την Ανάληψη οι Απόστολοι με την προσδοκία της επαγγελίας του Πατρός να φλέγει την καρδιά τους, ζούσαν με μεγάλη ένταση, «προσκαρτερούντες τη προσευχή και τη κλάσει του άρτου»[5]. Για δέκα ημέρες βίωσαν τον πόνο της στερήσεως του αγαπημένου Διδασκάλου τους. Τη θλίψη τους όμως τη μετέτρεψαν σε πύρινη προσευχή, και αυτό τους ενίσχυσε και τους έκανε δεκτικούς στο χάρισμα του Παρακλήτου, που την ημέρα της Πεντηκοστής ενήργησε εντός τους έκρηξη θεογνωσίας και τους οδήγησε «εις πάσαν την αλήθειαν»[6] της άμωμης αγάπης του Χριστού.
Σκοπός της περιόδου του Πεντηκοσταρίου και ιδιαιτέρως των τελευταίων δέκα ημερών είναι να διεγείρει μέσα μας την αποστολική αυτή ένταση, να ανάψει τον πόθο για το χάρισμα της Πεντηκοστής, ώστε να δεχθούμε και εμείς μικρή πύρινη φλόγα του Πνεύματος, η οποία θα μας καταστήσει ικανούς να επικαλούμαστε «στεναγμοίς αλαλήτοις» το άγιο Όνομα του Κυρίου Ιησού και θα ενισχύσει τη φύση μας να βαστάσει το πλήρωμα της θείας αγάπης. Άλλωστε, ο προαιώνιος προορισμός για τον οποίο δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, είναι να γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος και εν Αυτώ να δοξάζει τον Θεό και να δοξάζεται από Εκείνον….
…Όταν έλθει ο Βασιλεύς των αγαθών να σκηνώσει στην καρδιά, μόνο τότε γνωρίζουμε τη γνήσια, την πνευματική ελευθερία.
Κάθε Χριστιανός έχει εν δυνάμει τη δυνατότητα να επαναλάβει την Πεντηκοστή στη ζωή του. Ωστόσο, προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η δίψα για το «ύδωρ το ζων» που προσφέρει ο Κύριος, και η είσοδος στο υπερώο της καρδιάς, όπου με επιμονή και υπομονή θα προσκαρτερήσει ο πιστός με την επίκληση του Ονόματος του Ιησού Χριστού και την αναμονή του ερχομού Του. Η δωρεά της Πεντηκοστής καθιστά τον άνθρωπο ικανό να επικαλείται θεοπρεπώς το Όνομα του Κυρίου Ιησού, στο Οποίο βρίσκεται η χάρη της σωτηρίας.
Ας προσεγγίσουμε αυτή τη μεγάλη και τελευταία εορτή της Πεντηκοστής με την πίστη ότι και εμάς ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν θα μας παρίδει, αλλά θα μας επισκεφθεί. Και σε εμάς θα εξαποστείλει τα δόματα της αγαθότητάς Του. Όπως λέει ο Ίδιος στο Ευαγγέλιό Του: «Ει ουν υμείς, υπάρχοντες πονηροί, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο Πατήρ ο εξ ουρανού δώσει Πνεύμα αγαθόν τοις αιτούσιν αυτόν»[11], ώστε να τους οδηγήσει «εν τη ευθεία γη»[12] της σωτηρίας. Με την υπόσχεση του Κυρίου και τον άψευστο λόγο Του ως «άγκυραν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν»[13], ας παραδοθούμε στον συσσεισμό της ενέργειας του Πνεύματός Του και ας αποτινάξουμε από επάνω μας τα λέπια της αμαρτίας και τη φθορά του θανάτου, ώστε με όλη μας την καρδιά στραμμένη προς τον Κύριο να δεχθούμε και εμείς το «φλογίζον και υετίζον» χάρισμα του Μεγάλου Θεού μας, το οποίο θα μας μεταβιβάσει από τα εφήμερα και απατηλά στα αιώνια και αληθινά. Τότε θα γνωρίσουμε ότι είμαστε παιδιά του Ουρανίου Πατρός, και το Πνεύμα μέσα στην καρδιά μας θα κράζει ακατάπαυστα, «Αββά, ο Πατήρ». Για εμάς έχει ετοιμάσει μεγάλη κληρονομιά, τη Βασιλεία των Ουρανών. Σε εμάς η επαγγελία[14],του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Αμήν».
Παραπομπές[1]Βλ. Πράξ. 1,3.
[2]Ματθ. 24,30.
[3]Πρβλ. Λουκ. 24,49.
[4]Βλ. Λουκ. 24,51.
[5]Πράξ. 1,14.
[6]Ἰωάν. 16,13.
…[11]Λουκ. 11,13.
[12]Βλ. Ψαλμ. 142,10.
[13]Ἑβρ. 6,19.
[14]Βλ. Πράξ. 2,39
iconandlight
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου