Kώστας Ζουράρις
«…οι συνήθεις χάσκακες, έχαινον ακούοντες την καινήν διδασκαλίαν, και προς αυτήν τον βίον ρυθμίζοντες, εζήτουν? να ζώσιν ελεύθεροι των από της θρησκείας δεσμών, φυσικήν ζώντες ζωήν, φυσικόν νόμον ακούοντες, ή μη ακούοντες ουδένα•» Μανουήλ Γεδεών: «Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα». (Ερμής, 1976).
«…Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν απ\’ την μεριά τους οι νικητές: να αλλοιώσουν τους νικημένους, να τους διδάξουν τα δικά τους, με σκοπό όχι βέβαια την απελευθέρωσή τους, αλλά για να εμφυσήσουν στους υποτελείς ένα μόνιμο αίσθημα θαυμασμού προς τους νικητές τους, δηλαδή ένα οριστικό σύνδρομο μειονεξίας…»
OI ΣΥΝΗΘΕΙΣ χάσκακες ξαναχτύπησαν. Ποιοί είναι όμως οι συνήθεις χάσκακες;
Τους γνωρίζουμε από την συνήθη ανελλήνιστη και ματαιόσπουδη κόψη τους: είναι οι «πεπολιτισμένοι» οι κατ’ επάγγελμα ενάρετοι, οι τα φώτα της Εσπερίας φέροντες. Οι συνήθεις χάσκακες, πλοηγοί της ευρωπαϊκής χρηστομάθειας, ουραγοί της ελληνικής μαρτυρίας, χάσκακες μπροστάρηδες της αφασίας.
Κι αφού έως άρτι, ουκ ολίγον κενοσπουδάζοντας, μας νουθέτησαν ως πολύ μορφωμένοι, παρα-μορφωμένοι μάλιστα, πως υπάρχουν πολλές Μακεδονίες και πολλά ονόματα – Μακεδονίες κι ότι τα Λακόστ είναι πιο ιερά πράγματα από την Μακεδονία και γι’ αυτό τα Λακόστ έχουν ονομασία προελεύσεως κατωχυρομένη, ενώ το κτιτορικόν όνομα ενός Λαού, η Μακεδονία του, αυτό είναι αδέσποτον και κοινόν τοις πάσι, μετά απ’ αυτό, ξαναχτύπησαν.
Σε περισπούδαστη και ως συνήθως ημι-εγγράμματη ανακοίνωση, οι συνήθεις ευρωφρενείς χάσκακες, προφασιζόμενοι εγκρατή οργήν για τις ταυτότητες όπου θα υπάρχει ή όχι ένδειξη θρησκεύματος, ζητούν χωρισμό, λέει, εδώ στην Ελλάδα, Εκκλησίας και Κράτους.
Και για μεν τα περί υποχρεωτικής αναγραφής, τα πράγματα είναι απλούστατα και τα είπαμε, όλοι όσοι ανήκουμε στην Ευχαριστιακή Σύναξη και δεν χάσκουμε: δεν είναι ορθόδοξο αυτό που είναι υποχρεωτικό. Το υποχρεωτικό είναι δυτική νεύρωση, διότι παράγεται από δουλοκτήτες και απευθύνεται σε δουλοπρεπείς.
Ολόκληρη η Εκκλησία μας δοξολογεί το Εκούσιον Πάθος. Θέλων, λέει, πηγαίνει ο Χριστός στον Γολγοθά. Αλλοιώς, δεν έχει αξία. Εκουσία πρέπει να είναι η νέκρωσις του εγωισμού μας, όπως και η δική του. Αλλοιώς, δεν είμαστε λογικά πρόβατα, όπως μας θέλει ο συλλογικός εαυτός μας όταν ψάλλουμε στον Ακάθιστο: χαίρε, αυλή λογικών προβάτων! Λογικών, διότι αλλοιώς είμαστε σκέτα πρόβατα. «Λογικών προβάτων», για να είμαστε ελεύθεροι αριστοκράτες που, Εθελούσιοι, καταργούμε το Εγώ μας, ώστε να ζήσει το Κοινόν (όπως έδειξα στο προηγούμενο τεύχος των 4T με το Δ,10 του Θουκυδίδη).
Επομένως, για τους γνωρίζοντες τα καθ\’ ημάς και μη χάσκακας κατά τας Ευρώπας, το δελτίο ταυτότητας, αλλά και η παρούσα οργάνωση της Διοικούσης Εκκλησίας, σήμερα, είναι προϊόν της Βαυαροκρατίας και της υποτέλειας του καθ\’ ημάς Κρατιδίου στην πανεπόπτρια Δύση.
Λάθος καυγάς, δηλαδή, για λάθος θέμα.
Ό,τι είναι υποχρεωτικό, δεν είναι ορθόδοξο και πάμε παρακάτω. Πριν όμως καταδείξω το γελοίο και το αναλφάβητο της θέσης που προτείνουν οι συνήθεις χάσκακες, δηλαδή, τον διαχωρισμό, όπως αυτοί λένε, της Εκκλησίας από το Κράτος, θα αναλύσω τον μηχανισμό, ο οποίος παράγει τον συνήθη χάσκακα, δηλαδή τον πάλαι αποκαλούμενο γενίτσαρο και νεωστί ευρωλιγούρη. Θα δείξω, πως χάνεις την ταυτότητα.
Ως γνωστόν ή άγνωστον, τέκνο κι εγώ της ελληνικής περιπέτειας, υπήρξα στην προσφυγιά, επί εικοσιτρία έτη συναπτά, αθέλητα στα πρώτα επτά, σχεδόν ηθελημένα στα υπόλοιπα.
Έζησα το συναμφότερον, δηλαδή έζησα εύκολα μέσα στα δύσκολα: έχασα τα στηρίγματά μου, αλλά ήμουν πλούσιος: ήμουν πρόσφυγας πολυτελείας. H ανακύκλωση της ελληνικής υποτέλειας με παίδευε, αλλά, με τα κριτήρια τα ισχύοντα, ήμουν «πεπαιδευμένος»: εν μέσω διωγμών και φυλακισμένων και καταδικασμένων δικών μου, είχα μεγαλώσει με πιάνο, γαλλικά, γερμανίδες γκουβερνάντες, εγκρατής της δυτικής μούσας, με πτυχία και σπουδές στο Μοτσαρτέουμ του Σαλτσβούργου και όσες σάλτσες απαιτεί η λεοντή του παρφέ ευρωλιγούρη.
Και ξέχασα: λάστ μπατ νοτ λιστ, εκτός του Λιστ, είχα οδηγήσει, τότε, όλα σχεδόν τα σπορ αυτοκίνητα που παρήγαγε η Εσπερία, με προτίμηση βέβαια, γι’ αυτά τα υπέροχα που τεχνουργούσε η Λιγουρία, στο Μαρανέλλο και αλλού. Ευρωλιγούρης λαγνουργών εν Λιγουρία, τί το βέλτιον;
Συμπέρασμα: υπήρξα πρόσφυξ ενοφθαλμισμένος. Στραβάδι μεν ήμουν, ως Έλλην, τότε, πλην όμως είχα τις προδιαγραφές για μια πλήρη συσσωμάτωσή μου, στον ιδεολογικό και κοινωνικό μηχανισμό της Δύσης.
Μικρή λεπτομέρεια: τις εγκύκλιες μου σπουδές, τις είχα παιδευτεί, άριστα, και με είχαν παιδέψει άριστα, τότε, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Όταν τέλειωσα, θυμάμαι ότι ήμουν μεν φανατικός φωταδιστής, πάσχων την ευκοιλιότητα της προόδου, και χλεύην προσφέρων προς την Μάνα Εκκλησία, τυρβάζων ψιμμυθιωμένες μαλακίες για τα Αγια Λείψανα, διάβαζα όμως, στο πρωτότυπο, όλη την αρχαία Γραμματεία μας, πλην Ομήρου, όπου είχα δυσκολίες και, θυμάμαι, πως, τότε, τα Λατινικά μου ήταν εξ ίσου καλά και κακά με τα Γαλλικά μου.
Μετά, και λόγω, επιλογών, τεμπελιών και επιρροών, ξέχασα και την γλώσσα μου και τα Λατινικά μου και αγωνίζομαι – νωχελώς – να ξαναβρώ την πρώτη, χωρίς όμως να ψάχνω για τα δεύτερα.
Αυτό το χάϊ προφάϊλ, μου δημιούργησε τα εξής περίτρανα: μεγαλούργησα στην Εσπερία, όπου ως γνήσιος Γκρεκ, (δηλαδή απατεών και λαθροβίοτος, κατά τα Δυτικά Λεξικά του 18ου αιώνος και εφεξής), βρήκα, χωρίς να ψάξω, συμπαθή αργομισθία στο Παρίσι, όπου, επί είκοσι και εν έτη συναπτά, με πληρώνανε οι κουτόφραγκοι, για να κάθομαι: προσπαθούσα, δηλαδή, να εκδικηθώ για το πάρσιμο της Πόλης στα 1204, για την Απτερον Νίκη, για την Αφροδίτη, που οι κλέφτες Γάλλοι αξιωματικοί, στα 1803 ή τέσσερα, δεν θυμάμαι πια, της έσπασαν το χέρι, για να την κλέψουν, διότι τότε βέβαια δεν είχαμε τίποτε, παρά μόνον αξιοπρέπεια και παπάδες που βρίζανε και δέρνανε τους Γάλλους φωταδιστές και «πεπολιτισμένους» που κλέβανε, ενώ εμείς, λαός αριστοκράτης – πένης, «γι’ αυτά πολεμήσαμε»: υπέρ πίστεως και πατρίδος και προγόνων απάντων, δηλαδή για τα κωλομέρια μιας πέτρινης, ψεύτικης θεάς… Ψεύτικης τόσο, όσο κι η αλήθεια μας: νεφέλης πέρι, για ένα αδειανό πουκάμισο, για μιαν Ελένη πολεμούμε… για ένα όνομα, για μια Μακεδονία χαμένη στην Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν Απόλλων οικείν…
Εκεί όμως στο διάσημο Πανεπιστήμιο Παρίσι 8, στην περιώνυμον Βενσέν, όλων των επαναστατικών ονείρων της Υφηλίου, εκεί, χωρίς να το θέλω έκανα και μια άλλη θητεία: ανακάλυψα το πως γίνεται η αλλοτρίωση ενός προσώπου, δηλαδή πως ένα κυρίαρχο σύστημα πετυχαίνει την αναπαραγωγή του, διαλέγοντας τα καλύτερα παιδιά των υποτελών – νικημένων και μετατρέποντας τον υποτελή ταλαντούχο μαθητή σε εθελοντή και φανατικό, διότι νεοφώτιστο, γενίτσαρο.
H συνταγή είναι απλή και την έχουν εφαρμόσει όλες ου εν τω κόσμω αυτοκρατορίες, οι οποίες γνωρίζουν ότι η κυριαρχία δεν εξασφαλίζεται μόνον με την κυριαρχία επί των σωμάτων, αλλά κυρίως, με την άλωση των ψυχών. H ηγεμονία, όπως το διαπιστώνει ο Πλάτων, ασκείται πειθοί τε και βία. Κι εδώ, το καθ\’ ημάς συναμφότερον!
H συνταγή, η απλή.
α) Παίρνεις, ένα παιδί, που τόχεις διαλέξει ταλαντούχο ή το έχεις διακρίνει μέσα από τα συστήματα επιλογής-απορρίψεως (το Σχολείο). Το παιδί που έρχεται από μια νικημένη κοινωνία, όπως η ελληνική από το 1204 ή οι αφρικανικές, ασιατικές, λατινο-αμερικανικές κ.λπ., το παιδί λοιπόν αυτό έχει συνήθως «βγάλει» ένα κακό σχολείο, το οποίο λειτουργεί κακήν κακώς σε μια ξεχαρβαλωμένη, λόγω της ήττας, κοινωνία.
β) H νικημένη κοινωνία και ιδιαίτερα οι αρχηγοί της, έχουν ένα βαθύτατο αίσθημα κατωτερότητας έναντι του νικητή και προσπαθούν, για να απαλλαγούν από την ήττα τους, να δουν, και πολύ σωστά, για ποιούς λόγους υπερέχει ο νικητής.
Συνήθως, και αυτό είναι νόμος των κοινωνιών, εκτός των υλικών συνθηκών, ως κύρια αιτία της υπεροχής των νικητών αναγορεύεται το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Κι αυτό, πολλές φορές έχει ψήγματα αλήθειας. H παιδεία, ναι, παράγει Ισχύν.
Αρα:
γ) Σύσσωμη η νικημένη ηγεσία, αλλά και σύσσωμη -με καθυστέρηση- η νικημένη κοινωνία, προσπαθεί να διδαχθεί, να μιμηθεί και να πραγματοποιήσει τις γνώσεις, τις συνήθειες, τα ήθη και την ψυχαγωγία των νικητών. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν απ’ την μεριά τους οι νικητές: να αλλοιώσουν τους νικημένους, να τους διδάξουν τα δικά τους, με σκοπό όχι βέβαια την απελευθέρωσή τους, αλλά για να εμφυσήσουν στους υποτελείς ένα μόνιμο αίσθημα θαυμασμού προς τους νικητές τους, δηλαδή ένα οριστικό σύνδρομο μειονεξίας.
δ) Το ταλαντούχο παιδί των νικημένων, το παραλαμβάνει ένα κατά τεκμήριον -προσοχή όχι ανώτερο- αλλά ένα δυνατώτερο σύστημα. Το σύστημα το αμερικανο-αγγλο-γαλλο-γερμανικό γυαλίζει για το παιδί της Ψωροκώσταινας. Το ελληνάκι μου, ή το αφρικανάκι μου φτάνει στις «πρωτεύουσες» των επιστημών και των γραμμάτων, χωρίς να ξέρει καλά-καλά την γλώσσα του, τον πολιτισμό του, το παιδί μου είναι συνήθως φτωχόπαιδο, φτωχής οικογένειας, φτωχής εξαρτημένης περιφερειακής κοινωνίας, ενώ το κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα ΓΥΑΛΙΖΕΙ. Οι «πνευματικές» αποικιοκρατικές πρωτεύουσες ΛΑΜΠΟΥΝ.
ε) Το νικημένο μου φτωχόπαιδο έχει ηλικία ανάμεσα στα 18 και 22. Είναι άπραγο και άβγαλτο βλαστάρι. Φτωχό, νικημένο, άγλωσσο και ξενιτεμένο, ξερριζωμένο.
στ) Το παραλαμβάνουν δάσκαλοι που γυαλίζουν, πανεπιστήμια που γυαλίζουν, ήθη που γυαλίζουν, διασκεδάσεις που γυαλίζουν.
Οικογένεια εκεί κοντά δεν υπάρχει, κοινωνία συγκροτημένη είναι μόνον η ξένη. Και η γλώσσα γύρω-γύρω, το περικυκλώνει, ξένη. Και έτσι λοιπόν, το παιδί μου χωρίς στηρίγματα, το βλαστάρι μου ανάμεσα στα μικρά του δεκαοχτώ χρόνια και τα άπραγα εικοσιδυό του, δεν μπορεί να ξεχωρίσει τί απ’ όσα γυαλίζουν είναι ντενεκές και τί είναι χρυσός. Το άπραγο παιδί μου, δηλαδή, δεν μπορεί να ασκήσει Διάκρισιν. Παίρνει ό,τι του προσφέρει η μηχανή που το κατασκευάζει, βγαίνει τέτοιος κιμάς, όπως τον έκοψε η πνευματική κρεατομηχανή που τον αλέθει.
Όταν μάλιστα το νικημένο παιδάκι μου το ξεχωρίσει ο ινστρούχτοράς του, το καλέσει σπίτι του και, έξω από τα μαθήματα, του «χαρίσει την εύνοια» του, δείχνοντάς του το πως ο ινστρούχτορας ζει, με τί ψυχαγωγείται, τί μουσική τον θέλγει και πως γαστρονομεί τον λόγον της αληθείας του, τότε σιγά – σιγά, μαγεμένο και εκμαυλισμένο, το παιδί του παιδομαζώματος, μεταμορφώνεται, ελευθέρως(;) και αβιάστως(;) σε εν ενεργεία γενίτσαρο και σε συνήθη χάσκακα.
Χάσκει σε ό,τι χαίνει λαμπερά μπροστά στην άδολη μύτη του και βεβαίως δεν βλέπει πέρα από την χάσκουσα μύτη του. Το παιδί μου του παιδομαζώματος είναι πάντοτε μόνο του στην ξενιτειά, μέσα στα ξένα ήθη, στην ξένη γλώσσα και στην ξένη επικυριαρχία. Το βλαστάρι μου ξεραίνεται. στ) Το παιδί μου του παιδομαζώματος, αποξενωμένο από την μήτρα του και μορφωμένο πια, παρα-μορφωμένο, μπορεί να μείνει χρόνια εις την ξένην, ξένος, ή καλοπαντρεμένος, δηλαδή κακότυχος. Νέα εξάρτηση τότε, νέα ασυμβατότης, αλλά γι’ αυτά, άλλοτε.
Το παιδί μου κάποτε, ίσως, εκεί γύρω στα τριάντα του – σαράντα του, ίσως επιστρέψει. Και τότε θα υπάρξουν τα εξής: στ΄ 1) Τα καλόπιστα: Θα θελήσει να μεταφέρει όσα έμαθε, εδώ, για το καλό μας. Και, ιδιαίτατα στις κοινωνικές επιστήμες, εκεί δηλαδή όπου οι άνθρωποι ανιχνεύουν με ποιούς φανερούς και αδήλους τρόπους, ζούνε όλοι μαζί, εκεί, το παιδί του παιδομαζώματος θα δει ότι αυτά που έμαθε αλλού, δεν κολλάνε με τα εδώ: το βλαστάρι, μαραμένο, είναι αλλού μπολιασμένο, κι εδώ, ξεραμένο. Το παιδί του παιδομαζώματος θα διαπιστώσει πανικόβλητο, ότι αγνοεί την εδώ κοινωνία, τον πολιτισμό της και το όλο πρόσωπό της. Αγνοεί τον τρόπο, που το γέννησε. Και τότε, ο νέηλυς φέρελπις της επιστήμης, νοσταλγώντας τον τόπο της κατασκευής του, θα αρχίσει να αεροβατεί και να αερολογεί: θα προτείνει προγράμματα σπουδών, εδώ μεν άτοπα, τόπον όμως έχοντα ενδεχομένως στην Κανταβρυγίαν: εδώ μεν άστοχα, στόχον όμως έχοντα αστόχως, την εκ Μεδιολάνου επιδοκιμασίαν… K.O.K. O νέηλυς άπελπις της επιστροφής, τότε, θα ζαρώνει. Θα συρρικνώνεται στις μίζερες βεβαιότητες(;), που του έχτισαν μέσα του, άλλοι και ξένοι, στις τόσο ως γνωστόν βέβαιες(;) ηλικίες, τις τόσο θωρακισμένες ηλικίες των δεκαοχτώ – εικοσιτόσο…
Και θα ζαρώνει και θα πικραίνεται. Και θα ελεεινολογεί την καθυστέρηση των εδώ, που δεν τον καταλαβαίνουν, που «έμειναν επαρχιώτες», που δεν ακολουθούν την πρόοδο, που επειδή μειονεκτούν, έχουν σύμπλεγμα κατωτερότητας και «εδώ δεν γίνεται τίποτε» και «μετάνιωσα που γύρισα»… Ποιός όμως γύρισε;
O συνήθης χάσκαξ…
Έστω και καθυστερημένα, Χριστός Ανέστη και η συνέχεια, θεού θέλοντος και χάσκακος μη ωδινουμένου, στο επόμενο.
Κώστας Ζουράρις
Πηγή : Τρελο-Γιάννης
Σχόλιο
Ώσπερ γαρ άνθρωπος αποδημών εκάλεσε τούς ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού, και ώ μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν, και απεδήμησεν ευθέως. Μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος τών δούλων εκείνων και συναίρει μετ`αυτών λόγον. και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα. προσελθών δέ ο καί τά δύο τάλαντα λαβών είπε : κύριε δύο τάλαντα μοί παρέδωκας, είδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ`αυτοίς. προσελθών δε και ο τό έν τάλαντον ειληφώς είπε : κύριε, έγνων σέ ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ούκ έσπειρας και συνάγων όθεν ού διεσκόρπισας. και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντόν σου εν τή γή. είδε έχεις το σόν. αποκριθείς δέ ο κύριος αυτού είπεν αυτώ, πονηρέ δούλε και οκνηρέ, έδει ούν σέ βαλείν τό αργύριόν μου τοίς τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην άν τόν εμόν σύν τόκω. και τόν αχρείον δούλον εξέβαλε εις τό σκότος τό εξώτερο, εκεί έστε ο κλαυθμός και ό βρυγμός τών οδόντων.
Αυτός είναι ο σύγχρονος Έλληνας. Οκνηρός και πονηρός συγχέει τήν αγάπη με τήν σκληρότητα και κρύβεται από τον Θεό και φυτεύει τόν Λόγο τού Θεού στη γή. Τούς τόκους πού αρνήθηκε να αποδώσει στο Θεό θά τούς πληρώσει σήμερα με αίμα στούς τραπεζίτες.
Αμέθυστος
«…οι συνήθεις χάσκακες, έχαινον ακούοντες την καινήν διδασκαλίαν, και προς αυτήν τον βίον ρυθμίζοντες, εζήτουν? να ζώσιν ελεύθεροι των από της θρησκείας δεσμών, φυσικήν ζώντες ζωήν, φυσικόν νόμον ακούοντες, ή μη ακούοντες ουδένα•» Μανουήλ Γεδεών: «Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα». (Ερμής, 1976).
«…Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν απ\’ την μεριά τους οι νικητές: να αλλοιώσουν τους νικημένους, να τους διδάξουν τα δικά τους, με σκοπό όχι βέβαια την απελευθέρωσή τους, αλλά για να εμφυσήσουν στους υποτελείς ένα μόνιμο αίσθημα θαυμασμού προς τους νικητές τους, δηλαδή ένα οριστικό σύνδρομο μειονεξίας…»
OI ΣΥΝΗΘΕΙΣ χάσκακες ξαναχτύπησαν. Ποιοί είναι όμως οι συνήθεις χάσκακες;
Τους γνωρίζουμε από την συνήθη ανελλήνιστη και ματαιόσπουδη κόψη τους: είναι οι «πεπολιτισμένοι» οι κατ’ επάγγελμα ενάρετοι, οι τα φώτα της Εσπερίας φέροντες. Οι συνήθεις χάσκακες, πλοηγοί της ευρωπαϊκής χρηστομάθειας, ουραγοί της ελληνικής μαρτυρίας, χάσκακες μπροστάρηδες της αφασίας.
Κι αφού έως άρτι, ουκ ολίγον κενοσπουδάζοντας, μας νουθέτησαν ως πολύ μορφωμένοι, παρα-μορφωμένοι μάλιστα, πως υπάρχουν πολλές Μακεδονίες και πολλά ονόματα – Μακεδονίες κι ότι τα Λακόστ είναι πιο ιερά πράγματα από την Μακεδονία και γι’ αυτό τα Λακόστ έχουν ονομασία προελεύσεως κατωχυρομένη, ενώ το κτιτορικόν όνομα ενός Λαού, η Μακεδονία του, αυτό είναι αδέσποτον και κοινόν τοις πάσι, μετά απ’ αυτό, ξαναχτύπησαν.
Σε περισπούδαστη και ως συνήθως ημι-εγγράμματη ανακοίνωση, οι συνήθεις ευρωφρενείς χάσκακες, προφασιζόμενοι εγκρατή οργήν για τις ταυτότητες όπου θα υπάρχει ή όχι ένδειξη θρησκεύματος, ζητούν χωρισμό, λέει, εδώ στην Ελλάδα, Εκκλησίας και Κράτους.
Και για μεν τα περί υποχρεωτικής αναγραφής, τα πράγματα είναι απλούστατα και τα είπαμε, όλοι όσοι ανήκουμε στην Ευχαριστιακή Σύναξη και δεν χάσκουμε: δεν είναι ορθόδοξο αυτό που είναι υποχρεωτικό. Το υποχρεωτικό είναι δυτική νεύρωση, διότι παράγεται από δουλοκτήτες και απευθύνεται σε δουλοπρεπείς.
Ολόκληρη η Εκκλησία μας δοξολογεί το Εκούσιον Πάθος. Θέλων, λέει, πηγαίνει ο Χριστός στον Γολγοθά. Αλλοιώς, δεν έχει αξία. Εκουσία πρέπει να είναι η νέκρωσις του εγωισμού μας, όπως και η δική του. Αλλοιώς, δεν είμαστε λογικά πρόβατα, όπως μας θέλει ο συλλογικός εαυτός μας όταν ψάλλουμε στον Ακάθιστο: χαίρε, αυλή λογικών προβάτων! Λογικών, διότι αλλοιώς είμαστε σκέτα πρόβατα. «Λογικών προβάτων», για να είμαστε ελεύθεροι αριστοκράτες που, Εθελούσιοι, καταργούμε το Εγώ μας, ώστε να ζήσει το Κοινόν (όπως έδειξα στο προηγούμενο τεύχος των 4T με το Δ,10 του Θουκυδίδη).
Επομένως, για τους γνωρίζοντες τα καθ\’ ημάς και μη χάσκακας κατά τας Ευρώπας, το δελτίο ταυτότητας, αλλά και η παρούσα οργάνωση της Διοικούσης Εκκλησίας, σήμερα, είναι προϊόν της Βαυαροκρατίας και της υποτέλειας του καθ\’ ημάς Κρατιδίου στην πανεπόπτρια Δύση.
Λάθος καυγάς, δηλαδή, για λάθος θέμα.
Ό,τι είναι υποχρεωτικό, δεν είναι ορθόδοξο και πάμε παρακάτω. Πριν όμως καταδείξω το γελοίο και το αναλφάβητο της θέσης που προτείνουν οι συνήθεις χάσκακες, δηλαδή, τον διαχωρισμό, όπως αυτοί λένε, της Εκκλησίας από το Κράτος, θα αναλύσω τον μηχανισμό, ο οποίος παράγει τον συνήθη χάσκακα, δηλαδή τον πάλαι αποκαλούμενο γενίτσαρο και νεωστί ευρωλιγούρη. Θα δείξω, πως χάνεις την ταυτότητα.
Ως γνωστόν ή άγνωστον, τέκνο κι εγώ της ελληνικής περιπέτειας, υπήρξα στην προσφυγιά, επί εικοσιτρία έτη συναπτά, αθέλητα στα πρώτα επτά, σχεδόν ηθελημένα στα υπόλοιπα.
Έζησα το συναμφότερον, δηλαδή έζησα εύκολα μέσα στα δύσκολα: έχασα τα στηρίγματά μου, αλλά ήμουν πλούσιος: ήμουν πρόσφυγας πολυτελείας. H ανακύκλωση της ελληνικής υποτέλειας με παίδευε, αλλά, με τα κριτήρια τα ισχύοντα, ήμουν «πεπαιδευμένος»: εν μέσω διωγμών και φυλακισμένων και καταδικασμένων δικών μου, είχα μεγαλώσει με πιάνο, γαλλικά, γερμανίδες γκουβερνάντες, εγκρατής της δυτικής μούσας, με πτυχία και σπουδές στο Μοτσαρτέουμ του Σαλτσβούργου και όσες σάλτσες απαιτεί η λεοντή του παρφέ ευρωλιγούρη.
Και ξέχασα: λάστ μπατ νοτ λιστ, εκτός του Λιστ, είχα οδηγήσει, τότε, όλα σχεδόν τα σπορ αυτοκίνητα που παρήγαγε η Εσπερία, με προτίμηση βέβαια, γι’ αυτά τα υπέροχα που τεχνουργούσε η Λιγουρία, στο Μαρανέλλο και αλλού. Ευρωλιγούρης λαγνουργών εν Λιγουρία, τί το βέλτιον;
Συμπέρασμα: υπήρξα πρόσφυξ ενοφθαλμισμένος. Στραβάδι μεν ήμουν, ως Έλλην, τότε, πλην όμως είχα τις προδιαγραφές για μια πλήρη συσσωμάτωσή μου, στον ιδεολογικό και κοινωνικό μηχανισμό της Δύσης.
Μικρή λεπτομέρεια: τις εγκύκλιες μου σπουδές, τις είχα παιδευτεί, άριστα, και με είχαν παιδέψει άριστα, τότε, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Όταν τέλειωσα, θυμάμαι ότι ήμουν μεν φανατικός φωταδιστής, πάσχων την ευκοιλιότητα της προόδου, και χλεύην προσφέρων προς την Μάνα Εκκλησία, τυρβάζων ψιμμυθιωμένες μαλακίες για τα Αγια Λείψανα, διάβαζα όμως, στο πρωτότυπο, όλη την αρχαία Γραμματεία μας, πλην Ομήρου, όπου είχα δυσκολίες και, θυμάμαι, πως, τότε, τα Λατινικά μου ήταν εξ ίσου καλά και κακά με τα Γαλλικά μου.
Μετά, και λόγω, επιλογών, τεμπελιών και επιρροών, ξέχασα και την γλώσσα μου και τα Λατινικά μου και αγωνίζομαι – νωχελώς – να ξαναβρώ την πρώτη, χωρίς όμως να ψάχνω για τα δεύτερα.
Αυτό το χάϊ προφάϊλ, μου δημιούργησε τα εξής περίτρανα: μεγαλούργησα στην Εσπερία, όπου ως γνήσιος Γκρεκ, (δηλαδή απατεών και λαθροβίοτος, κατά τα Δυτικά Λεξικά του 18ου αιώνος και εφεξής), βρήκα, χωρίς να ψάξω, συμπαθή αργομισθία στο Παρίσι, όπου, επί είκοσι και εν έτη συναπτά, με πληρώνανε οι κουτόφραγκοι, για να κάθομαι: προσπαθούσα, δηλαδή, να εκδικηθώ για το πάρσιμο της Πόλης στα 1204, για την Απτερον Νίκη, για την Αφροδίτη, που οι κλέφτες Γάλλοι αξιωματικοί, στα 1803 ή τέσσερα, δεν θυμάμαι πια, της έσπασαν το χέρι, για να την κλέψουν, διότι τότε βέβαια δεν είχαμε τίποτε, παρά μόνον αξιοπρέπεια και παπάδες που βρίζανε και δέρνανε τους Γάλλους φωταδιστές και «πεπολιτισμένους» που κλέβανε, ενώ εμείς, λαός αριστοκράτης – πένης, «γι’ αυτά πολεμήσαμε»: υπέρ πίστεως και πατρίδος και προγόνων απάντων, δηλαδή για τα κωλομέρια μιας πέτρινης, ψεύτικης θεάς… Ψεύτικης τόσο, όσο κι η αλήθεια μας: νεφέλης πέρι, για ένα αδειανό πουκάμισο, για μιαν Ελένη πολεμούμε… για ένα όνομα, για μια Μακεδονία χαμένη στην Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν Απόλλων οικείν…
Εκεί όμως στο διάσημο Πανεπιστήμιο Παρίσι 8, στην περιώνυμον Βενσέν, όλων των επαναστατικών ονείρων της Υφηλίου, εκεί, χωρίς να το θέλω έκανα και μια άλλη θητεία: ανακάλυψα το πως γίνεται η αλλοτρίωση ενός προσώπου, δηλαδή πως ένα κυρίαρχο σύστημα πετυχαίνει την αναπαραγωγή του, διαλέγοντας τα καλύτερα παιδιά των υποτελών – νικημένων και μετατρέποντας τον υποτελή ταλαντούχο μαθητή σε εθελοντή και φανατικό, διότι νεοφώτιστο, γενίτσαρο.
H συνταγή είναι απλή και την έχουν εφαρμόσει όλες ου εν τω κόσμω αυτοκρατορίες, οι οποίες γνωρίζουν ότι η κυριαρχία δεν εξασφαλίζεται μόνον με την κυριαρχία επί των σωμάτων, αλλά κυρίως, με την άλωση των ψυχών. H ηγεμονία, όπως το διαπιστώνει ο Πλάτων, ασκείται πειθοί τε και βία. Κι εδώ, το καθ\’ ημάς συναμφότερον!
H συνταγή, η απλή.
α) Παίρνεις, ένα παιδί, που τόχεις διαλέξει ταλαντούχο ή το έχεις διακρίνει μέσα από τα συστήματα επιλογής-απορρίψεως (το Σχολείο). Το παιδί που έρχεται από μια νικημένη κοινωνία, όπως η ελληνική από το 1204 ή οι αφρικανικές, ασιατικές, λατινο-αμερικανικές κ.λπ., το παιδί λοιπόν αυτό έχει συνήθως «βγάλει» ένα κακό σχολείο, το οποίο λειτουργεί κακήν κακώς σε μια ξεχαρβαλωμένη, λόγω της ήττας, κοινωνία.
β) H νικημένη κοινωνία και ιδιαίτερα οι αρχηγοί της, έχουν ένα βαθύτατο αίσθημα κατωτερότητας έναντι του νικητή και προσπαθούν, για να απαλλαγούν από την ήττα τους, να δουν, και πολύ σωστά, για ποιούς λόγους υπερέχει ο νικητής.
Συνήθως, και αυτό είναι νόμος των κοινωνιών, εκτός των υλικών συνθηκών, ως κύρια αιτία της υπεροχής των νικητών αναγορεύεται το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Κι αυτό, πολλές φορές έχει ψήγματα αλήθειας. H παιδεία, ναι, παράγει Ισχύν.
Αρα:
γ) Σύσσωμη η νικημένη ηγεσία, αλλά και σύσσωμη -με καθυστέρηση- η νικημένη κοινωνία, προσπαθεί να διδαχθεί, να μιμηθεί και να πραγματοποιήσει τις γνώσεις, τις συνήθειες, τα ήθη και την ψυχαγωγία των νικητών. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν απ’ την μεριά τους οι νικητές: να αλλοιώσουν τους νικημένους, να τους διδάξουν τα δικά τους, με σκοπό όχι βέβαια την απελευθέρωσή τους, αλλά για να εμφυσήσουν στους υποτελείς ένα μόνιμο αίσθημα θαυμασμού προς τους νικητές τους, δηλαδή ένα οριστικό σύνδρομο μειονεξίας.
δ) Το ταλαντούχο παιδί των νικημένων, το παραλαμβάνει ένα κατά τεκμήριον -προσοχή όχι ανώτερο- αλλά ένα δυνατώτερο σύστημα. Το σύστημα το αμερικανο-αγγλο-γαλλο-γερμανικό γυαλίζει για το παιδί της Ψωροκώσταινας. Το ελληνάκι μου, ή το αφρικανάκι μου φτάνει στις «πρωτεύουσες» των επιστημών και των γραμμάτων, χωρίς να ξέρει καλά-καλά την γλώσσα του, τον πολιτισμό του, το παιδί μου είναι συνήθως φτωχόπαιδο, φτωχής οικογένειας, φτωχής εξαρτημένης περιφερειακής κοινωνίας, ενώ το κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα ΓΥΑΛΙΖΕΙ. Οι «πνευματικές» αποικιοκρατικές πρωτεύουσες ΛΑΜΠΟΥΝ.
ε) Το νικημένο μου φτωχόπαιδο έχει ηλικία ανάμεσα στα 18 και 22. Είναι άπραγο και άβγαλτο βλαστάρι. Φτωχό, νικημένο, άγλωσσο και ξενιτεμένο, ξερριζωμένο.
στ) Το παραλαμβάνουν δάσκαλοι που γυαλίζουν, πανεπιστήμια που γυαλίζουν, ήθη που γυαλίζουν, διασκεδάσεις που γυαλίζουν.
Οικογένεια εκεί κοντά δεν υπάρχει, κοινωνία συγκροτημένη είναι μόνον η ξένη. Και η γλώσσα γύρω-γύρω, το περικυκλώνει, ξένη. Και έτσι λοιπόν, το παιδί μου χωρίς στηρίγματα, το βλαστάρι μου ανάμεσα στα μικρά του δεκαοχτώ χρόνια και τα άπραγα εικοσιδυό του, δεν μπορεί να ξεχωρίσει τί απ’ όσα γυαλίζουν είναι ντενεκές και τί είναι χρυσός. Το άπραγο παιδί μου, δηλαδή, δεν μπορεί να ασκήσει Διάκρισιν. Παίρνει ό,τι του προσφέρει η μηχανή που το κατασκευάζει, βγαίνει τέτοιος κιμάς, όπως τον έκοψε η πνευματική κρεατομηχανή που τον αλέθει.
Όταν μάλιστα το νικημένο παιδάκι μου το ξεχωρίσει ο ινστρούχτοράς του, το καλέσει σπίτι του και, έξω από τα μαθήματα, του «χαρίσει την εύνοια» του, δείχνοντάς του το πως ο ινστρούχτορας ζει, με τί ψυχαγωγείται, τί μουσική τον θέλγει και πως γαστρονομεί τον λόγον της αληθείας του, τότε σιγά – σιγά, μαγεμένο και εκμαυλισμένο, το παιδί του παιδομαζώματος, μεταμορφώνεται, ελευθέρως(;) και αβιάστως(;) σε εν ενεργεία γενίτσαρο και σε συνήθη χάσκακα.
Χάσκει σε ό,τι χαίνει λαμπερά μπροστά στην άδολη μύτη του και βεβαίως δεν βλέπει πέρα από την χάσκουσα μύτη του. Το παιδί μου του παιδομαζώματος είναι πάντοτε μόνο του στην ξενιτειά, μέσα στα ξένα ήθη, στην ξένη γλώσσα και στην ξένη επικυριαρχία. Το βλαστάρι μου ξεραίνεται. στ) Το παιδί μου του παιδομαζώματος, αποξενωμένο από την μήτρα του και μορφωμένο πια, παρα-μορφωμένο, μπορεί να μείνει χρόνια εις την ξένην, ξένος, ή καλοπαντρεμένος, δηλαδή κακότυχος. Νέα εξάρτηση τότε, νέα ασυμβατότης, αλλά γι’ αυτά, άλλοτε.
Το παιδί μου κάποτε, ίσως, εκεί γύρω στα τριάντα του – σαράντα του, ίσως επιστρέψει. Και τότε θα υπάρξουν τα εξής: στ΄ 1) Τα καλόπιστα: Θα θελήσει να μεταφέρει όσα έμαθε, εδώ, για το καλό μας. Και, ιδιαίτατα στις κοινωνικές επιστήμες, εκεί δηλαδή όπου οι άνθρωποι ανιχνεύουν με ποιούς φανερούς και αδήλους τρόπους, ζούνε όλοι μαζί, εκεί, το παιδί του παιδομαζώματος θα δει ότι αυτά που έμαθε αλλού, δεν κολλάνε με τα εδώ: το βλαστάρι, μαραμένο, είναι αλλού μπολιασμένο, κι εδώ, ξεραμένο. Το παιδί του παιδομαζώματος θα διαπιστώσει πανικόβλητο, ότι αγνοεί την εδώ κοινωνία, τον πολιτισμό της και το όλο πρόσωπό της. Αγνοεί τον τρόπο, που το γέννησε. Και τότε, ο νέηλυς φέρελπις της επιστήμης, νοσταλγώντας τον τόπο της κατασκευής του, θα αρχίσει να αεροβατεί και να αερολογεί: θα προτείνει προγράμματα σπουδών, εδώ μεν άτοπα, τόπον όμως έχοντα ενδεχομένως στην Κανταβρυγίαν: εδώ μεν άστοχα, στόχον όμως έχοντα αστόχως, την εκ Μεδιολάνου επιδοκιμασίαν… K.O.K. O νέηλυς άπελπις της επιστροφής, τότε, θα ζαρώνει. Θα συρρικνώνεται στις μίζερες βεβαιότητες(;), που του έχτισαν μέσα του, άλλοι και ξένοι, στις τόσο ως γνωστόν βέβαιες(;) ηλικίες, τις τόσο θωρακισμένες ηλικίες των δεκαοχτώ – εικοσιτόσο…
Και θα ζαρώνει και θα πικραίνεται. Και θα ελεεινολογεί την καθυστέρηση των εδώ, που δεν τον καταλαβαίνουν, που «έμειναν επαρχιώτες», που δεν ακολουθούν την πρόοδο, που επειδή μειονεκτούν, έχουν σύμπλεγμα κατωτερότητας και «εδώ δεν γίνεται τίποτε» και «μετάνιωσα που γύρισα»… Ποιός όμως γύρισε;
O συνήθης χάσκαξ…
Έστω και καθυστερημένα, Χριστός Ανέστη και η συνέχεια, θεού θέλοντος και χάσκακος μη ωδινουμένου, στο επόμενο.
Κώστας Ζουράρις
Πηγή : Τρελο-Γιάννης
Σχόλιο
Ώσπερ γαρ άνθρωπος αποδημών εκάλεσε τούς ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού, και ώ μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν, και απεδήμησεν ευθέως. Μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος τών δούλων εκείνων και συναίρει μετ`αυτών λόγον. και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα. προσελθών δέ ο καί τά δύο τάλαντα λαβών είπε : κύριε δύο τάλαντα μοί παρέδωκας, είδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ`αυτοίς. προσελθών δε και ο τό έν τάλαντον ειληφώς είπε : κύριε, έγνων σέ ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ούκ έσπειρας και συνάγων όθεν ού διεσκόρπισας. και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντόν σου εν τή γή. είδε έχεις το σόν. αποκριθείς δέ ο κύριος αυτού είπεν αυτώ, πονηρέ δούλε και οκνηρέ, έδει ούν σέ βαλείν τό αργύριόν μου τοίς τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην άν τόν εμόν σύν τόκω. και τόν αχρείον δούλον εξέβαλε εις τό σκότος τό εξώτερο, εκεί έστε ο κλαυθμός και ό βρυγμός τών οδόντων.
Αυτός είναι ο σύγχρονος Έλληνας. Οκνηρός και πονηρός συγχέει τήν αγάπη με τήν σκληρότητα και κρύβεται από τον Θεό και φυτεύει τόν Λόγο τού Θεού στη γή. Τούς τόκους πού αρνήθηκε να αποδώσει στο Θεό θά τούς πληρώσει σήμερα με αίμα στούς τραπεζίτες.
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
Πολύ καλό το κείμενο αλλά ξέχασε να πει πως το παιδομάζωμα διεξάγεται πια (μάλλον κυρίως) κι από μέσα, από αυτούς που "γύρισαν".
Δημοσίευση σχολίου