Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΜΩΝΑ. Αυγουστινου Kαντιώτη

πηγή : ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ὡς πρὸς τὴν πίστι δι­ακρίνονται σὲ δυὸ κατηγορίες. Ἡ μιὰ κατηγορία εἶνε οἱ ἄπιστοι, αὐτοὶ ποὺ λένε ὅ­τι δὲν ὑ­πάρχει Θεός. Μὴ νομίσετε ὅτι εἶνε τίποτα ἐπιστήμο­νες. Οἱ πραγματικοὶ ἐπιστήμονες, ποὺ ἔ­­καναν ἀνα­καλύψεις, πιστεύουν στὸ Θεό. Αὐ­τοὶ ἐδῶ, ποὺ πιπιλίζουν τὸ ψέμα ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, εἶνε κά­τι νεαροὶ φοιτηταὶ ποὺ μὲ χίλια βάσανα πῆ­ραν ἕνα χαρτὶ κι ἀπὸ τότε ἔ­κλει­σαν τὰ βιβλία, κάθονται στὰ καφενεῖα μὲ τό ᾽να πόδι πάνω στ᾽ ἄλλο, παίζουν χαρτιά, καπνί­ζουν, ἀργολο­γοῦν κ᾽ αἰσχρολογοῦν. Αὐτοί λένε πὼς δὲν ὑ­πάρχει Θεός, καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ καὶ ἄλλων τὸ εὐγενέστε­ρο ἄνθος, τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ μας.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ μιὰ γριὰ 80 χρονῶν κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Τό ᾽μαθε ὁ παπᾶς, κα­λὸς ποιμένας, καὶ πῆγε νὰ τὴν ἑτοιμάσῃ. ―Γιαγιά, λέει, ἦρθα νὰ ἐξομολογη­θῇς. ―Ἄ, ἐγὼ δὲν πιστεύω· δὲν ὑπάρχει Θεός. ―Μά, γριὰ γυναίκα ἐσύ, ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα φεύγεις, καὶ λὲς δὲν πιστεύω; Γιατί; Ποιός σοῦ εἶ­πε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός; ―Ἔχω ἐγ­γο­νὸ ποὺ σπουδάζει στὸ πανεπιστή­μιο καὶ μοῦ εἶ­πε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός… Ἄ­κουσε λοιπὸν ἡ γιαγιὰ τὸν ἄ­θεο ἐγγονό!
Ἂν συναντήσετε κανένα τέτοιο καὶ σᾶς πῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, νὰ τοῦ πῆτε ἕνα λόγο· Ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι τὸ σπίτι ποὺ κάθεσαι χτίστη­κε μόνο του, τότε θὰ παραδεχτῶ ὅτι καὶ τὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι ποὺ λέγεται γῆ καὶ σύμ­παν ἔ­­γινε μόνο του. Ἡ λογικὴ λέει, ὅτι «πᾶς οἶ­κος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάν­τα κατα­­σκευ­άσας Θεός»· κάθε σπίτι χτίζεται ἀπὸ κά­ποιον, κι αὐτὸς ποὺ κατασκεύασε τὸ σύμπαν εἶ­νε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4). Τὰ ὑπόλοιπα εἶνε ἀφροσύνη, παραλογισμός. «Εἶπεν ἄ­φρων ἐν καρδίᾳ αὐ­τοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 13,1).
Ἡ μιὰ κατηγορία λοιπὸν εἶνε οἱ ἄ­πιστοι. Ἡ ἄλλη; Ἡ ἄλλη δὲν εἶνε ἄπιστοι. Αὐτοὶ Χριστού­γεννα – Πάσχα ἀνάβουν κερὶ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ κάνουν καμ­μιὰ προσευχή. Λένε ὅτι πιστεύουν στὸ Θεό. Ἀλλὰ δὲν πιστεύουν, ψέματα λένε. Πιστεύουν σ᾽ ἕναν ἄλλο θεό. Ποιός εἶνε ὁ θεός τους; Ὁ «μαμωνᾶς», δηλαδὴ τὸ χρῆμα, τὰ λεπτά. Αὐτὸς εἶνε ὁ θεὸς τοῦ κόσμου σήμερα.
Αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸ χρῆμα δουλεύουν σκληρά. Ὄχι γιὰ νὰ ζήσουν, γιὰ νὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους· ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶνε εὐλογημένη. Αὐτοὶ καταπονοῦνται, ὄχι γιατὶ δὲν ἔ­χουν, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ κάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχουν περισσότε­ρα. Ἔχουν 100 χιλιάδες; νὰ τὶς κά­νουν 200· ἔ­χουν 200; νὰ τὶς κάνουν 400… Εἶνε ἀχόρταγοι. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια «Φτάνει, δὲ θέλω τὰ νερά σας», τὸ νεκροταφεῖο μπορεῖ νὰ πῇ «Δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς», μὰ οἱ πλεονέκτες ποὺ λα­τρεύουν τὸ μαμωνᾶ, δὲ λένε ποτέ «Μοῦ φτάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχω, δόξα τῷ Θεῷ». Δουλεύουν καὶ τὴν Κυριακὴ τὴν ὥ­ρα ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες, δουλεύουν καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, δουλεύουν συνεχῶς.
Καὶ μόνο δουλεύουν; Ἐπὶ πλέον ξενιτεύον­­ται, φεύγουν ἀπὸ τὴν πατρίδα. Δὲν ἐννοῶ αὐ­­τοὺς ποὺ δὲν ἔχουν κτήματα· αὐτοὶ ἀναγ­κά­ζονται νὰ φύγουν. Ἐννοῶ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ ζήσουν ἐδῶ, ἀλλὰ σκορπίζονται στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος γιὰ νὰ θησαυρίσουν, νὰ γίνουν ἑκατομμυριοῦχοι, καὶ μετὰ ἀ­­διαφοροῦν γιὰ τοὺς δικούς τους ἐδῶ. Ἦρθε μιὰ γριὰ στὴ Φλώρινα καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. ―Ἔχεις παιδιά; τῆς λέω. ―Ἔχω. ―Πόσα; ―Τέσσερα. ―Ποῦ εἶνε; ―Τὸ ἕνα στὴν Αὐ­στρα­λία, τὸ ἄλλο στὸ Τορόντο, τὸ ἄλλο στὴ Νέα Ὑ­όρκη, τὸ ἄλλο… ―Γράμματα παίρνεις; ―Τίπο­τα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κατάστημα στὸ Σίδνεϋ χόρ­τασε δολλάρια, μὰ στὴ μάνα του δὲ στέλνει!…
Ἄσπλαχνοι ἄνθρωποι, δὲ δίνουν νε­ρὸ οὔτε στὸν ἄγγελό τους. Ἂν λέγωνται αὐ­τοὶ ἄνθρωποι! Αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸ μαμωνᾶ γίνον­ται σκληροί· ἡ καρδιά τους εἶνε σὰν τὴν πέτρα. Δὲν ἔχουν αἰσθήματα. Εἶνε σὰν τὸν Ἰούδα· ὅ­πως αὐτὸς πούλησε τὸ Χριστὸ γιὰ τριάκον­τα ἀργύρια, ἔτσι κι αὐτοὶ γιὰ λίγο χρῆμα εἶνε ἕ­τοιμοι νὰ πουλήσουν τὰ πάντα. Εἶνε παραδόπιστοι. Αὐτοί εἶνε οἱ λάτρες τοῦ χρήματος.
Θεός τους ὁ μαμωνᾶς· ὅ,τι τοὺς πεῖ αὐ­τός, αὐτὸ κάνουν. Τοὺς λέει ὁ μαμωνᾶς κλέψ­τε; θὰ κλέψουν. Τοὺς λέει νὰ πᾶνε στὸ δικαστή­­ριο νὰ ὁρκιστοῦν; παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο. Τοὺς λέει νὰ ἀδικήσουν χήρα καὶ ὀρφανό; ἀδικοῦν. Τοὺς λέει νὰ κάνουν πόλεμο; κάνουν (αὐ­τοὶ οἱ δυὸ παγκόσμι­οι πόλεμοι, ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος, δὲν ἔγιναν γιὰ εὐγενῆ καὶ ὑψηλὰ ἰ­δανι­κά· ἔγιναν γιὰ τὰ κάρβουνα καὶ τὰ πετρέ­λαια, γιὰ τὸ χρῆμα). Τοὺς λέει ν᾽ ἁρπάξουν τὸ ψωμὶ ἀπ᾽ τὸ στόμα τοῦ φτωχοῦ; τὸ κάνουν.
Ὅ­ταν ἐ­πρόκειτο ν᾽ ἀ­νοίξῃ στὰ τότε ἑλληνοσερβικὰ σύνορα ἕνα μεγάλο σουπερ-μάρκετ, χίλιοι φτωχοὶ ἄνθρωποι, ποὺ εἶχαν μικρὰ μαγαζάκια μέσα στὴ Φλώρινα, κόντεψαν νὰ βρεθοῦν στὸ δρόμο. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ μαμωνᾶ ἔ­καναν συμμορία, ποὺ λέγεται ἀνώνυμος ἑταιρεία, κι αὐτοὶ οἱ 20 – 25 ἤθελαν ν᾽ ἀρ­μέξουν ὅ­λο τὸν πλοῦτο, κι ἂς πει­νάσουν ὅλοι οἱ ἄλ­λοι. Δὲ λο­γαριάζουν τίποτα, δὲν τοὺς ἐνδιαφέ­ρει ἂν θὰ βρεθοῦν στὸ δρόμο τὰ φτωχαδάκια. Ἀ­νώνυμες πολυεθνικὲς ἑταιρεῖ­ες δὲν εἶνε τίπο­τε ἄλλο παρὰ συμμορίες τοῦ μαμωνᾶ.
Ὁ μαμωνᾶς βασιλεύει σήμερα καὶ σ᾽ αὐτὸν ἔ­χουν τὴν ἐλπίδα τους οἱ πολλοί. Λεφτά! σοῦ λένε. Ἀλλὰ μπορεῖ τὸ χρῆμα νὰ εἶνε ἡ ἐλπίδα μας; Ἤξερα δυὸ ἀνθρώπους. Ἦταν ἔμποροι, εἶχαν καταστήματα καὶ οἱ δυό, δούλευαν καὶ πήγαιναν καλά. Ἀλλὰ ἦρθε κρίσι στὸ ἐμπόριο, χρεωκόπησαν καὶ οἱ δυό, καὶ δὲν εἶχαν δραχμὴ οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας, ποὺ δὲν πί­στευε στὸ Θεό, νόμισε ὅτι πέθανε ὁ θεός του – τὸ χρῆμα, ἀπελπίστηκε, πῆγε κ᾽ ἔπεσε στὸ ποτάμι καὶ πνίγηκε. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ πί­στευε στὸ Θεό, ἀπένταρος πλέον, χωρὶς κατάστημα, χωρὶς πελάτες, χωρὶς τίποτα – καὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν οἱ τράπεζες νὰ τὸν πιάσουν, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἄρχισε πάλι δουλειά· καὶ ζῇ τώρα εὐτυχισμένα μὲ τὴν οἰκογένειά του.

* * *

Μεγάλο πρᾶγμα νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Θεό! Γιατὶ ὁ Θε­ὸς εἶνε Πατέρας, ὅπως λέει τὸ εὐαγ­γέλιο (βλ. Ματθ. 3,26)· κι ὅπως ὁ πατέρας φρον­τί­ζει γιὰ τὸ παιδί, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέ­ρας φρον­τίζει γιὰ ὅλα τὰ παιδιά του, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἔτσι ζοῦμε. Ἀλλὰ εἴμαστε ἀχάριστοι. Ὦ ψεύτη ντουνιᾶ! Ἕνα κόκκαλο δίνεις στὸ σκύλο, καὶ σοῦ κουνάει τὴν οὐρά· ὁ ἄνθρω­πος τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα καὶ βλαστημάει τὸ Θεό.
Ἀχάριστοι ἄνθρωποι! ἐὰν δὲ βρέξῃ ὁ οὐρανός, ἐὰν δὲ βγῇ ὁ ἥλιος νὰ στείλῃ τὶς ἀ­κτῖνες του, ἐὰν δὲ φυσήξῃ ἀέρας ζωογόνος, θὰ ξεραθοῦν τὰ σπαρτά, θὰ ψοφήσουν τὰ ζῷα, θὰ πεθάνετε. Τί λέω; Βγάλτε τὸ ρολόι σας· 5 λεπτὰ νὰ λείψῃ ὁ ἀέρας, δὲ ζῇ ἄνθρωπος, ἀ­σφυξία θὰ πάθουμε. Ἔπρεπε νά ᾽χουμε ἕνα πύραυλο καὶ αὐτὸ τὸν ἄπιστο, ποὺ λέει πὼς δὲν ὑ­πάρχει Θεός, νὰ τὸν βάλουμε μέσα νὰ τὸν στείλουμε στὸ φεγγάρι. Ἐκεῖ οὔτε ἀχλάδι, οὔ­τε μῆλο, οὔτε νερό, οὔτε ἀέρας ὑπάρχει· ἐ­δῶ ὅλα τὰ δίνει ὁ Θεός, κι ὅμως μένουμε ἀχάριστοι. Θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ τὰ στερηθοῦμε…
Ζοῦμε, γιατὶ θέλει ὁ Θεός. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο· ἕνα πουλάκι δὲν πέφτει στὴ γῆ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μιὰ τρίχα δὲ φεύγει χω­ρὶς τὸ θέλημά του (βλ. Ματθ. 10, 29-30). Ὅλα ζοῦν γιατὶ τὰ συντηρεῖ ἐκεῖνος, καὶ πολὺ περισ­σό­τερο τὸν ἄνθρωπο. Εἶνε σπουδαῖο νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Θεὸ καὶ ὄχι στὰ λεφτὰ τὰ ἄτιμα.
Αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ χρῆμα, ἅμα λείψῃ αὐτὸ – ὁ θεός τους, αὐτοκτονοῦν· δὲν ἔχουν ἄλλο θεό. Ὅσοι πιστεύουν στὸ ζωντανὸ Θεό, δὲν ἀπελπίζονται. Πᾶνε πολλὰ χρόνια ποὺ περ­πατώντας στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα πρωὶ – πρωὶ ἕνα γεροντάκο νὰ πουλάῃ λάχανα καὶ στὸ κα­ρότσι ἐπάνω μὲ κόκκινα γράμ­ματα εἶχε μιὰ ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Μοῦ ᾽κανε ἐντύπω­σι καὶ τὸν πλησίασα· ―Γιατί πάνω στὸ καρότσι σου ἔγραψες «Ἔχει ὁ Θεός»; ―Εἶμαι πρόσ­φυγας, λέει. Στὸν Πόντο ζούσαμε καλά, ἤμασταν πλούσιοι. Ἔγινε ὅμως ἡ καταστρο­φὴ καὶ ἤρθαμε γυμνοὶ στὴν Ἑλλάδα. Πῆγα στὴν ἐκ­κλη­σιά, γονάτισα καὶ εἶπα· Θεέ μου, ἐσὺ ποὺ τρέ­φεις τὰ πουλιὰ καὶ τὰ κοράκια, μὴ μᾶς ἀ­φήσῃς. Κι ἄρχισα νὰ δουλεύω. Ἔχω γυναῖκα καὶ 5 παιδιά. Κάνω τὸ σταυρό μου, βγαίνω καὶ πουλῶ, καὶ ἔτσι ζῶ. Δόξα νά ᾽χῃ ὁ Θεός!…
Μὴν ἀπελπίζεσαι. Κι ἂν σ᾽ ἀφήσουν ὅλοι, κι ἂν γίνῃ ὁ κόσμος ἄνω – κάτω, ὑπάρχει ὁ Θεός!
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν᾽ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».
Αὐτὰ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἂς τὰ κρατήσουμε σφιχτά. Νὰ πιστεύουμε. Νὰ βουλώσου­με τ᾽ αὐτιά μας νὰ μὴν ἀκοῦμε τί λένε τὰ κορά­κια τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Χριστός, ὁ εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: