HANS KRÄMER
Η ΝΟΗΣΕΩΣ ΝΟΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
IV - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Είναι αλήθεια πως, αν γίνει δεκτή αυτή η ευρύτερη λύση, τότε η ελάχιστη λύση που εξετάστηκε προηγουμένως — σύμφωνα με την οποία κάθε μεμονωμένη πράξη σκέψης σκέφτεται αποκλειστικά τον εαυτό της — πρέπει να απορριφθεί ως περιττή και μη πειστική: η αυτοαναφορά της καθαρής νόησης, με τη μορφή που παρουσιάζεται στο Λ, 9, αφορά λοιπόν χωρίς περαιτέρω διάκριση ή εξατομίκευση την σκεπτόμενη αυτοπραγμάτωση της ανώτατης σφαίρας του είναι, λαμβανόμενης συνολικά και ως τέτοιας20. Σύμφωνα με την αναλογία προς την πεπερασμένη σκέψη, μπορεί να προκύψει και ένα επιπλέον συμπέρασμα, δηλαδή ότι η σκέψη του εαυτού της από τη θεία νόηση (το αυτοστοχάζεσθαι της θείας σκέψης) συνοδεύεται από έναν αναστοχασμό επί της πρωταρχικής πραγμάτωσης της σκέψης[ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ]. Στην intentio recta (ευθεία πρόθεση), προστίθεται έτσι, ενσωματωμένη στην ίδια την πραγμάτωση της πράξης, και η intentio obliqua (πλάγια πρόθεση) {«δευτερευόντως, παρεμπιπτόντως», όπως συμβαίνει στην ανθρώπινη γνώση, με τη διαφορά όμως ότι στην περίπτωση της θείας σκέψης η αυτοαναφορά υπάρχει ήδη στην πρωταρχική πράξη και δεν εμφανίζεται δευτερογενώς, με βάση μια αρχική πράξη στραμμένη προς κάτι άλλο και προς τα έξω}. Ο αναστοχασμός, βέβαια, θα παρήγαγε μια μορφή εξατομίκευσης, και κατά τούτο θα παρείχε ένα ανάλογο και ένα σημείο σύγκρισης με κάθε αυστηρή έννοια αυτοαναφοράς εκ μέρους κάθε επιμέρους Νου — αυτοαναφορά η οποία προηγουμένως είχε θεωρηθεί ως η ελαχιστη λύση. Και κατά τούτο, η ευρύτερη λύση περιλαμβάνει ακόμη, ως μερική διάσταση, αυτήν που εξετάστηκε προηγουμένως.
Δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί κατηγορηματικά καμία από τις ερμηνείες που παρουσιάζονται εδώ, αλλά ούτε και να αποκλειστεί με απόλυτη και τελική διαψευσιμότητα. Τα πλεονεκτήματά τους συνίστανται, στην περίπτωση της «ελάχιστης λύσης», στη συνεκτικότητα που προκύπτει από την ενδογενή θεώρηση όλων των αχρονολογικών/αμετάβλητων οντοτήτων (entità aprocessuali), ενώ στη «ευρύτερη λύση», έγκειται στη μεγαλύτερη σαφήνεια της διαυποκειμενικής δομής (struttura intersoggettiva) σε σχέση με την απομονωτική και εξατομικευτική ερμηνεία, η οποία εν τέλει παραμένει προσκολλημένη σε ένα αξίωμα και παραμένει απορηματική 24. Σε κάθε περίπτωση, είναι επιβλαβές για το ζήτημα και μεθοδολογικά αμφίβολο να αποκλείεται —όπως κάνουν πολλοί ερμηνευτές— η ελάχιστη λύση, ενώ ταυτόχρονα να γίνεται αποδοχή της αυτοαναφορικότητας του ενός και μοναδικού κινητήρα του κόσμου (να περιορίζεται κανείς στην αυτοαναφορικότητα της μοναδικής κινητήριας αρχής του κόσμου), που υποτίθεται ότι είναι εκ των προτέρων απαλλαγμένη από δυσκολίες και συνεπής με το κυριολεκτικό νόημα όσων διατυπώνει ο Αριστοτέλης 25.
Σημειώσεις
21. Αυτό συμβαίνει, με κάθε πιθανότητα, ήδη σε Ακαδημαϊκούς όπως ο Ξενοκράτης, στο πλαίσιο της συστηματικής επεξεργασίας της αναλογίας μεταξύ της θείας άσκησης της τέχνης εκ μέρους του θεού και εκ μέρους του ανθρώπου: όπως ο τελευταίος φέρει μέσα στο πνεύμα του (ἐν τῇ ψυχῇ) τα πρότυπα των τεχνητών δημιουργημάτων, έτσι και ο θεός φέρει εντός του τα πρότυπα της φύσης, δηλαδή τις Ιδέες. Βλ. του ίδιου συγγραφέα: Grundfragen der aristotelischen Theologie (Θεμελιώδη ζητήματα της αριστοτελικής θεολογίας), όπ.π., σσ. 481-505· Die ältere Akademie, στο UEBERWEGS “Grundriß der Geschichte der Philosophie” (Σύνοψις της Ιστορίας της Φιλοσοφίας)..., όπ.π., σσ. 61 κ.ε.
22. Η ιταλική μετάφραση του Τίμαιου είναι αυτή του G. Reale, στο: ΠΛΑΤΩΝ, Tutti gli scritti, Μιλάνο 1991 [σ.τ.μ.].
23. Πρβλ. ΑΡΙΣΤ., Πολιτικά VII, 1323b, 23 κ.ε., 1326a, 28 κ.ε. (ὁ θεὸς καὶ πᾶς ὁ κόσμος!). Τα επιχειρήματα περί αυτονομίας του θεού —που τίθενται σε αντίστιξη με την ανάγκη του ανθρώπου για φιλία και τα οποία απαντώνται στη σχετική πραγματεία περί φιλίας στα Ηθικά Ευδήμεια (1244b–1245b)— πρέπει να τοποθετηθούν σε αυτό το πλαίσιο και δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση αντεπιχείρημα σχετικά με την πολλαπλότητα της πρώτης σφαίρας του όντος στον Αριστοτέλη.
24. Υπέρ της ευρύτερης εκδοχής έχουν εκφραστεί: W. BEIERWALTES, στο: «Salzburger Jahrbuch», 12, 1968, σ. 474· Ο ίδιος, στο «Revue des Études Augustiniennes», 15, 1969, σ. 58· H. HAPP, στο «Antike und Abendland», 14, 1968, σ. 89· J. PÉPIN, στο «Preuves», 8, 1968, σ. 83· W. MARX, Einführung in Aristoteles’ Theorie vom Seienden, Freiburg 1972, σσ. 66 κ.ε. Παρόμοιες θέσεις έχουν εκφραστεί και με επιστολές από τους R. Bubner και Ph. Merlan.
25. Αυτή τη θέση υιοθέτησε, για παράδειγμα, ο H.G. GADAMER, Aristoteles Metaphysik XII, Μετάφραση και Σχόλια, Frankfurt 1970 («Quellen der Philosophie», 11), σ. 59: «Είναι ορθό να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν ανέπτυξε καμία λύση για αυτή τη θεμελιώδη απορία, αλλά απλώς προσκολλήθηκε σε εκείνη που ήταν ενδογενές επακόλουθο της θεολογίας του, η οποία χαρακτηρίζεται από τη θεωρία της σκέψης που σκέπτεται τον εαυτό της». Αλλά το «συμπέρασμα» που αποδίδεται εδώ στη θεολογία του Αριστοτέλη δεν υφίσταται καθόλου, αν αποφασίσουμε μια για πάντα να διαβάσουμε το κείμενο των Λ με μεγαλύτερη ακρίβεια και επίσης να μην απομακρύνουμε αυθαίρετα το ιστορικό υπόβαθρο. Παρεμπιπτόντως, ο Γκάνταμερ αυτοαναιρείται, όταν αλλού (επιστολή προς Oehler, όπ.π.) δεν διστάζει να υπερβεί το κείμενο του Λ, 9, προβαίνοντας σε εικοτολογικές εξαγωγές, για να φτάσει σε μία εσφαλμένα τεκμηριωμένη θέση περί συνεπαγωγής (σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι τα ειδικά είδη, δηλαδή τα είδη, και οι μαθηματικοί αριθμοί είναι επιπλέον αντικείμενα της θείας σκέψης, ενώ οι 55 άυλοι κινητήρες -οι 55 άυλες κινητήριες δυνάμεις- αποκλείονται!).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου