Πηγή : kathimerini.gr
Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Αγαπώ την Αθήνα. Δεν μου αρέσει πάντα, συχνά με καταθλίβει, με εξοργίζει, μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Αλλά αυτή είναι η πόλη μου, αυτή είναι η πατρίδα μου, την αγαπώ. Ξέρω τις αδυναμίες της, ξέρω τα εμπόδια που μου βάζει, αλλά ξέρω επίσης να τα προβλέπω και να τα ξεπερνώ - όχι πάντα με επιτυχία.
Σκέφτομαι. Η ζωή στην Αθήνα, όπως εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια είναι σαν κατοπτρισμός της κατάστασης της Ελλάδας: πίπτει και αποδιοργανώνεται, φτωχαίνει στον πυρήνα, μαραζώνει, ασχημαίνει, εγκαταλείπει ζώνες της στην παρακμή, την καταπίνει η εντροπία. Ο μαρασμός δεν είναι φανερός παντού και για όλους· υπάρχουν ζώνες άθικτες, υπάρχουν ζώνες με βιτρίνα αξιοπρεπή ακόμη, υπάρχουν και ζώνες όπου ο χαλασμός δεν κρύβεται. Υπάρχουν και μάτια που δεν βλέπουν, γιατί δεν αντέχουν ή δεν θέλουν να δουν. Ή δεν μπορούν.
Την Αθήνα των τελευταίων κακών χρόνων τη ζω πια από τη μυρωδιά. Δριμεία, αψιά, διαπεραστική: η μυρωδιά της αμμωνίας από τα ούρα που ποτίζουν κάθε αρμό και πλάκα, ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό και τοίχους γκραφιταρισμένους, εσοχές ρημαγμένων μαγαζιών, εισόδους πολυκατοικιών, νοικοκυρεμένους πεζόδρομους με κομψά μαγαζιά, ακόμη και η άσφαλτος μυρίζει ούρα. Η μυρωδιά τρυπανίζει τον οσφρητικό μου εγκέφαλο αδιαλείπτως πια, την ανακαλώ ακόμη και μακριά απ’ τους στιγματισμένους δρόμους, στις άλλες ζωές τις άθικτες, με κυκλώνει, με καταδιώκει. Μου θυμίζει διαρκώς πού ζω, σε ποια τροχιά κυλάνε η πόλη, η χώρα, οι άνθρωποι, εγώ.
Μπροστά στη βασιλική της Ζωοδόχου Πηγής, επί της οδού Ακαδημίας, έργο του Δημητρίου Ζέζου, 1848, επί οικοπέδου δωρεάς Γ. Γενναδίου, στέκομαι πάντα δυο λεπτά. Μερικά μέτρα παρακάτω πήγαινα φροντιστήριο το νεφελώδες καλοκαίρι 1976. Στα πλαϊνά του ναού, πέρασα μερικά απ’ τα ωραιότερα, τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια, στη Βαβέλ των ώριμων ’80s. Στον πεζόδρομο αγόρασα τα πρώτα ξενόγλωσσα βιβλία για τα παιδιά μου. Διασχίζω τον νοικοκυρεμένο πεζόδρομο για να πάω στην Μπενάκη, να πιω εσπρέσο στο Taf. Καθώς περνώ βιαστικά, τυλιγμένος σε τέτοιο μνημονικό νέφος, μια αψιά μυρωδιά με στέλνει στο ’80-κάτι πάλι: όταν η φορμόλη από το μάθημα Ανατομίας κολλούσε στον εγκέφαλο. Το ίδιο δάγκωμα. Κι εδώ, μπροστά στη νεοβυζαντινή βασιλική, μπροστά στα κομψά βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους, κι εδώ η μυρωδιά των ούρων με διαπερνά και με γειώνει. Με βάζει ξανά βαθιά μες στο παρόν, σκυθρωπό, ανησυχητικό, δυσοίωνο παρόν, δύσοσμο, παρόν παραίτησης και εγκατάλειψης, δείκτης παρακμής.
Παρηγοριέμαι με μυρωδιά φρεσκοκομμένου εσπρέσο San Pedro, όρθιος στο πεζοδρόμιο. Αργότερα μαθαίνω για πενήντα-τόσα εικαστικά ιβέντς που θα λάβουν χώρα στο Μεταξουργείο. Γκαλερί και καλλιτέχνες επανασχεδιάζουν και οικειοποιούνται την πόλη, στήνουν εκθέσεις σε άδεια κτίρια κ.λπ. κ.λπ. Το έχω ξανακούσει, το έχω ξαναδεί. Το ξαναφαντάζομαι. Φιλότεχνοι και χίπστερ, μαυροντυμένο κομψό art crowd καταφθάνει στις πύλες του Πουργατόριου περί λύχνων αφάς, μες στο μαγικό φως της δειλινής Αθήνας. Το centro storico είναι τόσο cool, στο Βίλατζ, στο Σόχο, και εδώ. Και εδώ; Σηκώστε τον ποδόγυρό σας…
Στους δρόμους των ιβέντς και των δρώμενων μεσουρανούν η νόσος και ο θάνατος, η ηπατίτιδα και το έιτζ, τα πρεζάκια που αφοδεύουν και σουτάρουν στον δρόμο, τα πορνεία για Ασιάτες μετανάστες, οι μικροληστές και οι επαίτες. Μετά το υπογάστριο της πόλης, περνώντας το Δίπυλον, την ιερή πύλη του άστεως, μπαίνεις στην απύλωτη κοιλιά του Θηρίου. Εδώ μυρίζει κόλαση· η μυρωδιά των ούρων από ψηλά στο Σύνταγμα μέχρι εδώ, ενισχύεται και μεταλλάσσεται, παίρνει άλλο νόημα, άλλο απ’ της παρακμής. Εδώ τα ούρα δεν ενοχλούν, δεν μυρίζουν, ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν, αλλά σημαίνουν: εδώ, το απευθυσμένο του Πάνω Κόσμου.
Επιστρέφω στον Πάνω Κόσμο. Η αψιά οσμή με κυκλώνει παντού: Κλαυθμώνος - Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, Σανταρόζα - παλαιά δικαστήρια, Σιναία Ακαδημία και Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Σόλωνος, παντού. Οσμή κυκλοδίωκτη, ως αράχνη μ’ εδίπλωνε ακαταπαύστως.
Ξαποσταίνω στη σκιά του Αγίου Διονυσίου, τιμώντας τον Αναστάσιο Ορλάνδο και τον Σπύρο Βασιλείου. Προσπαθώ να αποβάλω από τους οσφρητικούς κάλυκες τα μόρια της εντροπίας, να λυτρωθώ απ’ τη σαβούρα. Δυο πάκις περνούν με καρότσι, γάντια, γάντζο, μαγνήτη, σκαλίζουν τον κάδο. Προσπερνούν. Ενα ζάκι πουλάει σε ράθυμους καφεπότες iPhone 3gs δύο πενηντάρια, έξι κατοστάρικα κάνει, πόσο δίνεις;
Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Η μυρωδιά της θα σε ακολουθεί.
Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Αγαπώ την Αθήνα. Δεν μου αρέσει πάντα, συχνά με καταθλίβει, με εξοργίζει, μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Αλλά αυτή είναι η πόλη μου, αυτή είναι η πατρίδα μου, την αγαπώ. Ξέρω τις αδυναμίες της, ξέρω τα εμπόδια που μου βάζει, αλλά ξέρω επίσης να τα προβλέπω και να τα ξεπερνώ - όχι πάντα με επιτυχία.
Σκέφτομαι. Η ζωή στην Αθήνα, όπως εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια είναι σαν κατοπτρισμός της κατάστασης της Ελλάδας: πίπτει και αποδιοργανώνεται, φτωχαίνει στον πυρήνα, μαραζώνει, ασχημαίνει, εγκαταλείπει ζώνες της στην παρακμή, την καταπίνει η εντροπία. Ο μαρασμός δεν είναι φανερός παντού και για όλους· υπάρχουν ζώνες άθικτες, υπάρχουν ζώνες με βιτρίνα αξιοπρεπή ακόμη, υπάρχουν και ζώνες όπου ο χαλασμός δεν κρύβεται. Υπάρχουν και μάτια που δεν βλέπουν, γιατί δεν αντέχουν ή δεν θέλουν να δουν. Ή δεν μπορούν.
Την Αθήνα των τελευταίων κακών χρόνων τη ζω πια από τη μυρωδιά. Δριμεία, αψιά, διαπεραστική: η μυρωδιά της αμμωνίας από τα ούρα που ποτίζουν κάθε αρμό και πλάκα, ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό και τοίχους γκραφιταρισμένους, εσοχές ρημαγμένων μαγαζιών, εισόδους πολυκατοικιών, νοικοκυρεμένους πεζόδρομους με κομψά μαγαζιά, ακόμη και η άσφαλτος μυρίζει ούρα. Η μυρωδιά τρυπανίζει τον οσφρητικό μου εγκέφαλο αδιαλείπτως πια, την ανακαλώ ακόμη και μακριά απ’ τους στιγματισμένους δρόμους, στις άλλες ζωές τις άθικτες, με κυκλώνει, με καταδιώκει. Μου θυμίζει διαρκώς πού ζω, σε ποια τροχιά κυλάνε η πόλη, η χώρα, οι άνθρωποι, εγώ.
Μπροστά στη βασιλική της Ζωοδόχου Πηγής, επί της οδού Ακαδημίας, έργο του Δημητρίου Ζέζου, 1848, επί οικοπέδου δωρεάς Γ. Γενναδίου, στέκομαι πάντα δυο λεπτά. Μερικά μέτρα παρακάτω πήγαινα φροντιστήριο το νεφελώδες καλοκαίρι 1976. Στα πλαϊνά του ναού, πέρασα μερικά απ’ τα ωραιότερα, τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια, στη Βαβέλ των ώριμων ’80s. Στον πεζόδρομο αγόρασα τα πρώτα ξενόγλωσσα βιβλία για τα παιδιά μου. Διασχίζω τον νοικοκυρεμένο πεζόδρομο για να πάω στην Μπενάκη, να πιω εσπρέσο στο Taf. Καθώς περνώ βιαστικά, τυλιγμένος σε τέτοιο μνημονικό νέφος, μια αψιά μυρωδιά με στέλνει στο ’80-κάτι πάλι: όταν η φορμόλη από το μάθημα Ανατομίας κολλούσε στον εγκέφαλο. Το ίδιο δάγκωμα. Κι εδώ, μπροστά στη νεοβυζαντινή βασιλική, μπροστά στα κομψά βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους, κι εδώ η μυρωδιά των ούρων με διαπερνά και με γειώνει. Με βάζει ξανά βαθιά μες στο παρόν, σκυθρωπό, ανησυχητικό, δυσοίωνο παρόν, δύσοσμο, παρόν παραίτησης και εγκατάλειψης, δείκτης παρακμής.
Παρηγοριέμαι με μυρωδιά φρεσκοκομμένου εσπρέσο San Pedro, όρθιος στο πεζοδρόμιο. Αργότερα μαθαίνω για πενήντα-τόσα εικαστικά ιβέντς που θα λάβουν χώρα στο Μεταξουργείο. Γκαλερί και καλλιτέχνες επανασχεδιάζουν και οικειοποιούνται την πόλη, στήνουν εκθέσεις σε άδεια κτίρια κ.λπ. κ.λπ. Το έχω ξανακούσει, το έχω ξαναδεί. Το ξαναφαντάζομαι. Φιλότεχνοι και χίπστερ, μαυροντυμένο κομψό art crowd καταφθάνει στις πύλες του Πουργατόριου περί λύχνων αφάς, μες στο μαγικό φως της δειλινής Αθήνας. Το centro storico είναι τόσο cool, στο Βίλατζ, στο Σόχο, και εδώ. Και εδώ; Σηκώστε τον ποδόγυρό σας…
Στους δρόμους των ιβέντς και των δρώμενων μεσουρανούν η νόσος και ο θάνατος, η ηπατίτιδα και το έιτζ, τα πρεζάκια που αφοδεύουν και σουτάρουν στον δρόμο, τα πορνεία για Ασιάτες μετανάστες, οι μικροληστές και οι επαίτες. Μετά το υπογάστριο της πόλης, περνώντας το Δίπυλον, την ιερή πύλη του άστεως, μπαίνεις στην απύλωτη κοιλιά του Θηρίου. Εδώ μυρίζει κόλαση· η μυρωδιά των ούρων από ψηλά στο Σύνταγμα μέχρι εδώ, ενισχύεται και μεταλλάσσεται, παίρνει άλλο νόημα, άλλο απ’ της παρακμής. Εδώ τα ούρα δεν ενοχλούν, δεν μυρίζουν, ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν, αλλά σημαίνουν: εδώ, το απευθυσμένο του Πάνω Κόσμου.
Επιστρέφω στον Πάνω Κόσμο. Η αψιά οσμή με κυκλώνει παντού: Κλαυθμώνος - Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, Σανταρόζα - παλαιά δικαστήρια, Σιναία Ακαδημία και Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Σόλωνος, παντού. Οσμή κυκλοδίωκτη, ως αράχνη μ’ εδίπλωνε ακαταπαύστως.
Ξαποσταίνω στη σκιά του Αγίου Διονυσίου, τιμώντας τον Αναστάσιο Ορλάνδο και τον Σπύρο Βασιλείου. Προσπαθώ να αποβάλω από τους οσφρητικούς κάλυκες τα μόρια της εντροπίας, να λυτρωθώ απ’ τη σαβούρα. Δυο πάκις περνούν με καρότσι, γάντια, γάντζο, μαγνήτη, σκαλίζουν τον κάδο. Προσπερνούν. Ενα ζάκι πουλάει σε ράθυμους καφεπότες iPhone 3gs δύο πενηντάρια, έξι κατοστάρικα κάνει, πόσο δίνεις;
Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Η μυρωδιά της θα σε ακολουθεί.
1 σχόλιο:
Προτιμώ DNKY RED DELICIOUS
Δημοσίευση σχολίου