Εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία αλλά και τη διαφαινόμενη αλλαγή συσχετισμών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν βιάζεται να κλείσει την αξιολόγηση αν δεν συμφέρει τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ, και αναλαμβάνει τεράστιο ρίσκο για τη χώρα
Από τον Ανδρέα Καψαμπέλη
Σε νέα τακτική έναντι των δανειστών οδηγείται, από τα ίδια τα γεγονότα, η κυβέρνηση. Παρά τις ελπίδες για «λευκό καπνό» από τη νέα συνεδρίαση του Eurogroup τη Δευτέρα, η δεύτερη αξιολόγηση, ακόμη και αν ειπωθεί ότι σημειώθηκε κάποια «πρόοδος», δεν πρόκειται να κλείσει. Η εκκρεμότητα έτσι παρατείνεται και τα ερωτήματα, εν μέσω μιας γενικευμένης σύγχυσης και αβεβαιότητας, για το τι μέλλει γενέσθαι πολλαπλασιάζονται.
Οπως αποκάλυψε την περασμένη εβδομάδα η «κυριακάτικη δημοκρατία», η κυβέρνηση προσπάθησε να κερδίσει χρόνο εκμεταλλευόμενη τις διαφωνίες μεταξύ Ε.Ε. και ΔΝΤ εν όψει και των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων σε ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτήν την προσπάθεια συνάντησε την ανασύνταξη των δυνάμεων των δανειστών οι οποίοι -αφού γεφύρωσαν έστω και προσωρινά τις διαφορές τους- επανήλθαν, εκτιμώντας ότι η χώρα μας βρίσκεται προ αδιεξόδου. Σε αντίθεση, μάλιστα, με την επικρατούσα εικόνα στο εσωτερικό, στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων υπήρχε η βεβαιότητα ότι η Ελλάδα θα συμφωνήσει αποδεχόμενη τα νέα μέτρα πριν από τα τέλη Φεβρουαρίου και την είσοδο στην τελική ευθεία για τις εκλογές στην Ολλανδία, στις 15 Μαρτίου.
Δήλωση
Αυτό που σήμανε συναγερμό και επανέφερε -ύστερα από πολύ καιρό- την Ελλάδα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης ήταν η δήλωση του κ. Τσίπρα προς την «Εφημερίδα των Συντακτών», ανήμερα της συμπλήρωσης δύο ετών από την πρώτη εκλογική νίκη του 2015, ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να νομοθετήσουμε ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα». Αν και στη συνέχεια ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος απέδωσε διαπραγματευτικό χαρακτήρα στη δήλωση αυτή, η πραγματικότητα είναι ότι σηματοδότησε την άρνηση της κυβέρνησης να δεχθεί όλες τις αξιώσεις των δανειστών προκαλώντας -όπως βεβαιώνουν αξιόπιστες πηγές- έκπληξη στις τάξεις τους.
Η μεγαλύτερη ίσως έκπληξη έχει να κάνει με το γεγονός ότι ενώ και ο κ. Τσίπρας προσωπικά εκδήλωνε επισήμως την επιθυμία του να κλείσει η αξιολόγηση, δεν δίστασε να πατήσει πάλι φρένο από τη στιγμή που η συγκυρία προσέλαβε άλλα χαρακτηριστικά. Καταρχάς ήταν ήδη φανερό ότι η ελληνική κοινωνία δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί ένα τέτοιο νέο βαρύ πακέτο μέτρων. Και, δεύτερον, οι τάσεις που διαμορφώνονται στη Γαλλία και τη Γερμανία τις τελευταίες εβδομάδες δημιουργούν εντελώς νέα δεδομένα.
Πέραν αυτών, πληροφορίες αναφέρουν ότι κ. Τσίπρας νιώθει -έστω και αν δεν το εκφράζει- «προδομένος» από τους Ευρωπαίους συνομιλητές του, διότι με τις νέες απαιτήσεις τους παραβίασαν την τακτική των «εμπροσθοβαρών» προγραμμάτων ώστε τα δυσάρεστα για τους πολίτες μέτρα (φόροι, περικοπές συντάξεων κ.λπ.) να λαμβάνονται στην αρχή του εκλογικού κύκλου κάθε κυβέρνησης. Αυτό πάντως ήταν, όπως αντιτείνεται, αναπόφευκτο, αφού το αρχικό λάθος να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα δίχως να προηγηθεί αναδιάρθρωση, δηλαδή «κούρεμα», του χρέους συνεχίζει να έχει πολύ υψηλό αντίτιμο. Το λάθος αυτό έγινε εσκεμμένα το 2010 -και κατ' εξαίρεση για την Ελλάδα- κατόπιν ουσιαστικής απαίτησης της Γερμανίας, η οποία δεν ήθελε να πληγούν οι τράπεζές της έως ότου πραγματοποιηθεί η μεταφορά του χρέους στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης μέσω του ESM.
Σήμερα το Βερολίνο φέρεται ότι είναι αιφνιδιασμένο από τις εξελίξεις και από την ελληνική στάση. Αποκλείει μεν κάθε συζήτηση περί «κουρέματος», αλλά προσπαθεί να βρει ένα modus vinendi με το ΔΝΤ και την κυρία Λαγκάρντ για να δρομολογήσει έγκαιρα μια συμφωνία με την Ελλάδα. Ο κ. Τσίπρας, έχοντας «βραχεί» τόσο πολύ, δεν είναι αυτός πλέον που βιάζεται. Και, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, αν η συμφωνία δεν είναι τέτοια ώστε να γίνεται ανεκτή από το κόμμα του αλλά και το εκλογικό του ακροατήριο, θα προτιμήσει να περιμένει και άλλο. Αλλωστε, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, «το 2017 δεν είναι 2015». Αυτό εν πρώτοις σημαίνει ότι η απειλή του Grexit, που χρησιμοποιήθηκε τότε για να μετατραπεί το «όχι» του δημοψηφίσματος σε «ναι» και να υπογραφεί το τρίτο Μνημόνιο, είναι τουλάχιστον στην παρούσα φάση εξουδετερωμένη.
Οι απειλές
Ολοι οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν καλά ότι οι φραστικές απειλές μπορεί να προκαλούν πιέσεις και εντυπώσεις, αλλά δεν έχουν πρακτικό αντίκρισμα με βάση τις ίδιες τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι σε αντίθεση με την προηγούμενη διετία, η Ευρώπη έχει μπει σε περίοδο μεγάλης αστάθειας και το οικοδόμημα της «κραταιάς» Γερμανίας δέχεται ήδη σημαντικές ρωγμές.
Η πρώτη γεύση αναμένεται να δοθεί σε περίπου τρεις εβδομάδες στην Ολλανδία, όπου όλα τα προγνωστικά δίνουν την πρώτη θέση στο Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς, ο οποίος έχει υποσχεθεί να αποσύρει τη χώρα του από την Ε.Ε. Την ίδια ώρα στη Γαλλία, όπου ο Φρανσουά Φιγιόν «κάηκε», ακόμη και αν δεν κερδίσει η Μαρίν Λεπέν, η εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν σημαίνει ότι το Βερολίνο δεν μπορεί να υπολογίζει πια σε έναν πειθήνιο σύμμαχο, όπως συνέβαινε έως τώρα. Αν, μάλιστα, επικρατήσει η υποψήφια του Εθνικού Μετώπου, η περιδίνηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα είναι τέτοια που θα δικαιώσει όποιον έχει ακολουθήσει τακτική αναμονής, όπως φέρεται ότι υποστηρίζουν ορισμένοι συνομιλητές του κυβερνητικού ιερατείου.
Η ενδεχόμενη αποχώρηση Σόιμπλε και οι κίνδυνοι
Εύκολα αντιλαμβάνεται, πάντως, κανείς ποια θα είναι η πλήρης εικόνα αν συνεχιστεί και η ανατροπή των συσχετισμών στη Γερμανία εις βάρος των Χριστιανοδημοκρατών. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το γεγονός ότι αυτό θα φανεί πολύ νωρίτερα από τον Σεπτέμβριο.
Τον Μάιο πρόκειται να διεξαχθούν εκλογές-βαρόμετρο στο πληθυσμιακά μεγαλύτερο ομόσπονδο κρατίδιο της Γερμανίας, τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, από την οποία κατάγεται και ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών των δεδομένων, καθώς και των εκτιμήσεων ότι σε κάθε περίπτωση η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση του Β. Σόιμπλε από το υπουργείο Οικονομικών -όπως είχε γράψει πρώτη η «κυριακάτικη δημοκρατία»- ξεκίνησε, για την ελληνική κυβέρνηση το παιχνίδι με τη φωτιά μπορεί να συνεχιστεί έως τις αρχές του καλοκαιριού. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αναμονή -εάν δεν υπάρξει νωρίτερα κάποιος από μηχανής θεός- για την ελληνική κοινωνία και την οικονομία αποτελεί ένα πραγματικό στοίχημα και ένα μεγάλο ρίσκο. Οι μεγάλες αποπληρωμές ομολόγων, σχεδόν 7 δισ. ευρώ, πάντως, είναι προγραμματισμένες για τον Ιούλιο. Εως τότε το ελληνικό δράμα θα πρέπει να έχει βρει τη λύση του είτε μέσω μιας νέας συμφωνίας είτε μέσω εκλογών ή και δημοψηφίσματος!
Πηγή "Δημοκρατία"
/kostasxan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου