Ηλίας Μαγκλίνης
Προχθές έκανα ένα περίπατο στο A΄ Νεκροταφείο. Στον κεντρικό ναό, τους Αγίους Θεοδώρους, βρισκόταν σε εξέλιξη μια κηδεία. Από μέσα έρχονταν υπόκωφα οι ήχοι των ψαλμών. Κοντοστάθηκα μήπως ακούσω το περίφημο «Πού έστιν η του κόσμου προσπάθεια;» από τα νεκρώσιμα ιδιόμελα του Δαμασκηνού, το οποίο με παρηγορεί με μια υπόγεια, παράδοξη ομοιοπαθητική δυναμική. Πολύ γρήγορα, όμως, την προσοχή μου τράβηξε η απρόσμενη, αλλόκοτη ησυχία που επικρατούσε ακόμα και εντός του κοιμητηρίου. Κανονικά το Πρώτο, κάτι τέτοια μεσημέρια Δευτέρας, έχει αρκετό θόρυβο και πολυκοσμία. Παρατήρησα τους λεγόμενους φρακοφόρους που μεταφέρουν τα φέρετρα στους ώμους τους: φορούσαν όλοι τους ιατρικές μάσκες, κάθονταν παράμερα, σε απόσταση ο ένας από τον άλλο. Εξω από τον ναό, στέκονταν δυο τρεις άνθρωποι, με μάσκες και αυτοί, που προφανώς είχαν προσέλθει για να τιμήσουν τον νεκρό σε αυτό το ύστατο, άκρως μοναχικό πλέον, ταξίδι του.
Οι γάμοι και οι βαφτίσεις ξέρουμε πως έχουν απαγορευθεί, όχι όμως οι κηδείες (αναπόφευκτα), οι οποίες όμως τελούνται μέσα σε ένα καθεστώς μόνωσης και σιγής. Κάποιοι βρίσκονται μόνοι στη ζωή, τώρα βρίσκονται μόνοι και στον θάνατο.
Οπως η πόλη, εκεί έξω, με τους άδειους δρόμους και τα κλειστά μαγαζιά, μοιάζει να ξεχάστηκε (ή εσύ νιώθεις πως πέρασες σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου όλα μοιάζουν οικεία και την ίδια στιγμή έχουν κάτι παράξενα ανοίκειο), έτσι και στην πολιτεία των τεθνεώτων, μολονότι οι τελευταίοι σιγούν και τελούν σε πλήρη ακινησία, η ησυχία που επικρατεί μοιάζει τώρα σα να επιβεβαιώνει την αφόρητη νομοτέλεια της απουσίας. Οχι μόνον της δικής τους απουσίας αλλά της απουσίας ως θεμελιώδους συνιστώσας του ανθρώπινου βίου.
Κάποια στιγμή όμως, προχθές, είδα μια γυναίκα να φροντίζει ένα μνήμα. Την είδα από απόσταση, διασχίζοντας τον γνωστό κεντρικό διάδρομο που οδηγεί από την κεντρική πύλη στον ναό του Αγίου Λαζάρου, μια γυναίκα μόνη της να φροντίζει άνθη, καντήλια και μάρμαρα. Ηταν η μοναδική που πέτυχα μέσα στα σωθικά του κοιμητηρίου να επιδίδεται σε αυτή τη μάταιη, πλην όμως, παραμυθητική διεργασία, ή μάλλον απέλπιδα απόπειρα επαφής με το επέκεινα. Υποθέτω άλλοι συγγενείς απέχουν για τη δική τους προστασία. Οπως τα καταστήματα παραμένουν κλειστά και σκοτεινά στον καιρό της πανδημίας, έτσι και οι μακάριοι τεθνεώτες αφήνονται να χορταριάσουν με μόνη γλυκιά συντροφιά τις γάτες του νεκροταφείου.
Δεν είχα σκεφθεί ότι η πανδημία θα άφηνε τα ίχνη της και στη νεκρόπολη της Αθήνας. Κι όμως, αυτό είδα να συμβαίνει. Ή ήταν η ιδέα μου; Διότι σε ποια επικαιρότητα και σε ποιες τάσεις ή ροπές μπορεί να υπακούει η επικράτεια των μακάριων νεκρών; Οπως λέει ένα άλλο ιδιόμελο της νεκρώσιμης ακολουθίας, «Εγώ ειµί γη και σποδός, και πάλιν κατενόησα εν τοις µνήµασι, και είδον τα οστά τα γεγυµνωµένα». Κι ωστόσο, η έντονη αίσθηση μέσα μου πως ο ιός της ζωής είναι ακατανίκητος στο τέλος, απλώνεται, διαχέεται παντού και ποτίζει τους πάντες, ζώντες και τεθνεώτες. Αλλά όπως όλοι οι ιοί, δεν φαίνεται. Τον ιό της ζωής θέλει προσπάθεια για να τον κολλήσεις.
Προχθές έκανα ένα περίπατο στο A΄ Νεκροταφείο. Στον κεντρικό ναό, τους Αγίους Θεοδώρους, βρισκόταν σε εξέλιξη μια κηδεία. Από μέσα έρχονταν υπόκωφα οι ήχοι των ψαλμών. Κοντοστάθηκα μήπως ακούσω το περίφημο «Πού έστιν η του κόσμου προσπάθεια;» από τα νεκρώσιμα ιδιόμελα του Δαμασκηνού, το οποίο με παρηγορεί με μια υπόγεια, παράδοξη ομοιοπαθητική δυναμική. Πολύ γρήγορα, όμως, την προσοχή μου τράβηξε η απρόσμενη, αλλόκοτη ησυχία που επικρατούσε ακόμα και εντός του κοιμητηρίου. Κανονικά το Πρώτο, κάτι τέτοια μεσημέρια Δευτέρας, έχει αρκετό θόρυβο και πολυκοσμία. Παρατήρησα τους λεγόμενους φρακοφόρους που μεταφέρουν τα φέρετρα στους ώμους τους: φορούσαν όλοι τους ιατρικές μάσκες, κάθονταν παράμερα, σε απόσταση ο ένας από τον άλλο. Εξω από τον ναό, στέκονταν δυο τρεις άνθρωποι, με μάσκες και αυτοί, που προφανώς είχαν προσέλθει για να τιμήσουν τον νεκρό σε αυτό το ύστατο, άκρως μοναχικό πλέον, ταξίδι του.
Οι γάμοι και οι βαφτίσεις ξέρουμε πως έχουν απαγορευθεί, όχι όμως οι κηδείες (αναπόφευκτα), οι οποίες όμως τελούνται μέσα σε ένα καθεστώς μόνωσης και σιγής. Κάποιοι βρίσκονται μόνοι στη ζωή, τώρα βρίσκονται μόνοι και στον θάνατο.
Οπως η πόλη, εκεί έξω, με τους άδειους δρόμους και τα κλειστά μαγαζιά, μοιάζει να ξεχάστηκε (ή εσύ νιώθεις πως πέρασες σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου όλα μοιάζουν οικεία και την ίδια στιγμή έχουν κάτι παράξενα ανοίκειο), έτσι και στην πολιτεία των τεθνεώτων, μολονότι οι τελευταίοι σιγούν και τελούν σε πλήρη ακινησία, η ησυχία που επικρατεί μοιάζει τώρα σα να επιβεβαιώνει την αφόρητη νομοτέλεια της απουσίας. Οχι μόνον της δικής τους απουσίας αλλά της απουσίας ως θεμελιώδους συνιστώσας του ανθρώπινου βίου.
Κάποια στιγμή όμως, προχθές, είδα μια γυναίκα να φροντίζει ένα μνήμα. Την είδα από απόσταση, διασχίζοντας τον γνωστό κεντρικό διάδρομο που οδηγεί από την κεντρική πύλη στον ναό του Αγίου Λαζάρου, μια γυναίκα μόνη της να φροντίζει άνθη, καντήλια και μάρμαρα. Ηταν η μοναδική που πέτυχα μέσα στα σωθικά του κοιμητηρίου να επιδίδεται σε αυτή τη μάταιη, πλην όμως, παραμυθητική διεργασία, ή μάλλον απέλπιδα απόπειρα επαφής με το επέκεινα. Υποθέτω άλλοι συγγενείς απέχουν για τη δική τους προστασία. Οπως τα καταστήματα παραμένουν κλειστά και σκοτεινά στον καιρό της πανδημίας, έτσι και οι μακάριοι τεθνεώτες αφήνονται να χορταριάσουν με μόνη γλυκιά συντροφιά τις γάτες του νεκροταφείου.
Δεν είχα σκεφθεί ότι η πανδημία θα άφηνε τα ίχνη της και στη νεκρόπολη της Αθήνας. Κι όμως, αυτό είδα να συμβαίνει. Ή ήταν η ιδέα μου; Διότι σε ποια επικαιρότητα και σε ποιες τάσεις ή ροπές μπορεί να υπακούει η επικράτεια των μακάριων νεκρών; Οπως λέει ένα άλλο ιδιόμελο της νεκρώσιμης ακολουθίας, «Εγώ ειµί γη και σποδός, και πάλιν κατενόησα εν τοις µνήµασι, και είδον τα οστά τα γεγυµνωµένα». Κι ωστόσο, η έντονη αίσθηση μέσα μου πως ο ιός της ζωής είναι ακατανίκητος στο τέλος, απλώνεται, διαχέεται παντού και ποτίζει τους πάντες, ζώντες και τεθνεώτες. Αλλά όπως όλοι οι ιοί, δεν φαίνεται. Τον ιό της ζωής θέλει προσπάθεια για να τον κολλήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου