Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος(1)


Πρόλογος

Πάλιν ο δεινός και αρχέκακος όφις σηκώνει την κεφαλή του εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τα αντίθετα προς την αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συνετρίβει με τον σταυρό του Χρίστου, κεφαλή του κάμει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών πείθονται στις ολέθριες υποθήκες (συστάσεις) του· και έτσι, εμφανίζοντας αντί μιας πολλές αναδυόμενες κεφαλές σαν την λερναία ύδρα, δεν σταματά με αυτές να διαλαλεί στα ύψη την αδικία. Έτσι προσάρμοσε στο έρπον σώμα του Αρείους, Απολιναρίους, έτσι Ευνομίους, Μακεδονίους, και πολλούς άλλους που προσκολλήθηκαν σε αυτόν, και δια της γλώσσης αυτών άφησε το δηλητήριό του εναντίον της ιεράς Εκκλησίας. Εχρησιμοποίησε αντί των δικών του οδόντων τους λόγους εκείνων και έμπηξε αυτούς στην ευσεβή πίστιν κατά τα πρώτα της βήματα, σαν σε ρίζα νεαρού φυτού το όποιο θάλλει λαμπρώς και είναι γεμάτο ωραιοτάτους καρπούς, αλλά δεν μπόρεσε και να το καταστρέψει. Διότι συνετρίβη εις τους οδόντας του πάλι υπ’ αυτών των δηχθέντων, από αυτούς δηλ. που έκαμαν αληθώς κεφαλή εαυτών τον Χριστόν.

Αυτός λοιπόν ο νοητός και δια τούτο μάλλον επάρατος όφις, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός και εκτρέφων παντοτινά την χαμερπή και γήινη πονηριά, ο ακάματος επιτηρητής της πτέρνης, δηλαδή της απάτης, ο εφευρετικότατος και αμηχάνως ευμήχανος προς κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής, δεν έχει καθόλου λησμονήσει την οικεία κακοτεχνία του. Τώρα λοιπόν εισάγει διά των Λατίνων, που είναι πειθήνια όργανά του, νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνεται μεν να έχουν μικρά παραλλαγή, αλλά γίνονται αφορμές μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά, εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα, και δεικνύουν σε όλους φανερά ότι και το παραμικρό στα σχετικά με τον Θεό δεν είναι μικρό. Διότι εάν στα εγκόσμια όντα, αφού δοθεί αρχικώς ένα άτοπον, τα άτοπα γίνονται πολλά, πώς δεν θα γίνουν μάλλον πολλά τα ατοπήματα, αφού δοθεί ασεβώς ένα άηθες επί της κοινής των όλων αρχής και των σχετικών με αυτήν αναπόδεικτων αρχών;

Προς τα ατοπήματα αυτά θα εξέπιπτε και φανερώς το γένος των Λατίνων, αν το μεγαλύτερο μέρος της κακοδοξίας δεν αναιρείτο από εμάς αντιλέγοντας στην καινοφωνία του δόγματος. Πράγματι τόσο πολύ ενίοτε υποχωρούν, ώστε να λέγουν ότι έχουν την ίδια με εμάς γνώμη, διαφωνούντες μόνο στους λόγους, ψευδολογούντες προς τον εαυτόν τους λόγω της στεναχώρου θέσεώς τους. Αφού όμως εμείς δεν δεχόμεθα την ύπαρξιν του άγιου Πνεύματος ως προερχομένη και από την υπόστασιν του Υιού, εκείνοι δε την δέχονται και από την του Υιού, είναι εντελώς αδύνατο να καταλήγουμε και οι δύο σε μία έννοια· διότι εις είναι ο μονογενής και μία η ύπαρξις του Πνεύματος. Η απόφασις λοιπόν αντίκειται προς την κατάφασιν και πάντοτε είναι ψευδής η μία, εάν είναι αληθής η άλλη· και δεν είναι δυνατό να είμαστε στη αλήθεια, όταν περί του ιδίου πράγματος αποδώσουμε και αρνηθούμε το αυτό.

Αλλά ότι πάντως όχι μόνον λέγουν αλλά και φρονούν τα αντίθετα προς εμάς, νομίζω ότι δεν θα αντιλέγει κανείς από τους ευ φρονούντων και μη ομοφρονούντων με εκείνους. Ότι δε αντιδογματίζουν όχι μόνον προς εμάς, αλλά και προς τον ίδιον τον λόγον της αληθείας, ο οποίος σε εμάς έχει διαφυλαχθεί αμείωτος και αναύξητος και εντελώς αμεταποίητος, όλοι εσείς τα γνωρίζετε ακριβώς και χωρίς απόδειξιν, εννοώ εσάς, το πλήρωμα των ευσεβών. Με τη βοήθεια του Θεού όμως τούτο θα δειχθεί και δι΄ αυτού του λόγου, ούτε ώστε «παν στόμα» που αντιλέγει να «φραχθεί» και οι αμφιρρέποντες να στηριχθούν προς μίαν ομολογίαν.

(Συνεχίζεται)

Αρχαίο κείμενο

ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ.

Προλ. 
Πάλιν ὁ δεινός καί ἀρχέκακος ὄφις, τήν ἑαυτοῦ κεφαλήν καθ᾿ ἡμῶν διαιρών, ὑποψιθυρίζει τά τῆς ἀληθείας ἀντίθετα. Μᾶλλον δέ τήν μέν κεφαλήν τῷ τοῦ Χριστοῦ σταυρῷ συντριβείςτῶν δέ κατά γενεάς πειθομένων ταῖς ἀπολουμέναις ὑποθήκαις αὐτοῦ κεφαλήν ἑαυτοῦ ποιούμενος ἕκαστον καί οὕτω πολλάς ἀντί μιᾶς κατά τήν ὕδραν ἀναδούς κεφαλάς, δι᾿ αὐτῶν ἀδικίαν εἰς τό ὕψος λαλῶν οὐκ ἀνίησιν. Οὕτως Ἀρείους, οὕτως Ἀπολιναρίους, οὕτως Εὐνομίους καί Μακεδονίους, οὕτω πλείστους ἑτέρους προσαρμοσάμενος τῷ αὐτοῦ προσφύντας ὁλκῷ, διά τῆς ἐκείνων γλώττης τόν οἰκεῖον κατά τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας ἐπαφῆκεν ἰόν, ἀντ᾿ ὀδόντων ἰδίων τοῖς ἐκείνων λόγοις χρησάμενος καί περιπείρας τούτους τῇ τῆς εὐσεβείας ἀρχῇ, οἷόν τινι ρίζῃ νεαρῶς καλόν τεθηλότος φυτοῦ καί καρποῖς ὡραιοτάτοις βρίθοντος, οὐ μήν τούτῳ καί λυμήνασθαι ἴσχυσε˙ καί γάρ ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν δηχθέντων αὖθις συνετρίβη τάς μύλας, ὑπό τῶν ὡς ἀληθῶς κεφαλήν ἑαυτῶν ποιησαμένων Χριστόν.
Οὗτος τοίνυν ὁ νοητός καί διά τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις, τό πρῶτον καί μέσον καί τελευταῖον κακόν, ὁ πονηρός καί τήν χαμερπῆ καί γηΐνην πονηρίαν ἀεί σιτούμενος, ὁ τῆς πτέρνης, δηλαδή τῆς ἀπάτης, ἐπιτηρητής ἀκάματος, ὁ πρός πᾶσαν θεοστυγῆ δόξαν ποριμώτατος σοφιστής καί ἀμηχάνως εὐμήχανος, μηδαμῶς ἐπιλελησμένος τῆς οἰκίας κακοτεχνίας, διά τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περί Θεοῦ καινάς εἰσφέρει φωνάς, μικράν μέν δοκούσας ἔχειν ὑπαλλαγήν, μεγάλων δέ κακῶν ἀφορμάς καί πολλά καί δεινά φερούσας, τῆς εὐσεβείάς ἔκφυλά τε καί ἄτοπα, καί τοῖς πᾶσι φανερῶς δεικνύσας, ὡς οὐ μικρόν ἐν τοῖς περί Θεοῦ τό παραμικρόν. Εἰ γάρ ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ὄντων ἑνός ἀτόπου τήν ἀρχήν δοθέντος πολλά τά ἄτοπα γίνεται, πῶς οὐ μᾶλλον ἐπί τῆς κοινῆς ἁπάντων ἀρχῆς καί τῶν κατ᾿ αὐτήν οἷον ἀναποδείκτων ἀρχῶν ἑνός ἀήθους δοθέντος οὐκ εὐσεβῶς πολλά γενήσεται παρά τοῦτο τά ἀτοπήματα;
Πρός ἅ καί φανερῶς τό Λατίνων γένος ἐκπεπτώκασιν ἄν, εἰ μή παρ᾿ ἡμῶν ἀντιλεγόντων τῇ καινοφωνίᾳ τοῦ δόγματος τῆς κακοδοξίας τό πλεῖστον περιῃρεῖτο. Καί γάρ ἐπί τοσοῦτον ἔστιν ὅτε συστέλλονται ὡς καί διανοίας ἡμῖν εἶναι τῆς αὐτῆς λέγειν, διαφωνοῦντας τοῖς ρήμασι, σφῶν αὐτῶν ὑπ᾿ ἀπορίας καταψευδόμενοι. Ἡμῶν γάρ οὐχί καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ λεγόντων εἶναι τήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὕπαρξιν, ἐκείνων δέ καί ἐκ τῆς τοῦ Υἱοῦ, τῶν ἀδυνάτων εἰς μίαν ἀμφοτέρους συνάγεσθαι ἔννοιαν˙ εἷς γάρ ὁ μονογενής καί μία ἡ τοῦ Πνεύματος ὕπαρξίς ἐστιν. Ἡ γοῦν ἀπόφασις τῇ καταφάσει ἀεί ἀντίκειται καί ἀεί ψευδής ἡ ἑτέρα, εἰ ἀληθής ἡ ἑτέρα˙ καί τό αὐτό περί τοῦ αὐτοῦ καταφῆσαι καί ἀποφῆσαι σύν ἀληθείᾳ οὐκ ἔνι.

Ἀλλ᾿ ὡς μέν ἡμῖν οὐ λέγουσι μόνο ἀλλά καί φρονοῦσι τά ἐναντία, οὐδείς οἶμαι τῶν εὖ φρονούντων καί μή ὁμοφρονούντων ἐκείνοις ἀντερεῖ. Ὡς δέ οὐχ ἡμῖν μόνον, ἀλλά καί αὐτῷ τῷ τῆς ἀληθείας ἀντιδογματίζουσι λόγῳ, ὅς παρ᾿ ἡμῖν ἀμείωτος καί ἀναυξής καί τό πᾶν ἀμεταποίητος διαπεφύλακται, πάντες μέν ὑμεῖς καί χωρίς ἀποδείξεως ἀκριβῶς ἴστε, τό τῶν εὐσεβούντων λέγω πλήρωμα. Δειχθήσεται δέ ὅμως, Θεοῦ διδόντος, καί διά τοῦδε τοῦ λόγου, ὡς ἄν καί «πᾶν στόμα» τό ἀντιλέγον «φραγῇ», καί πρός μίαν ὁμολογίαν στηριχθῇ τό ἀμφίρροπον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: