Η κρίση της Ουκρανίας συσσωρεύει πρόσθετα προβλήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική και την εθνική οικονομία, ενώ σύντομα η κυβέρνηση θα κληθεί να λάβει αποφάσεις για την -απόλυτη ή μη- στήριξη στρατιωτικών πρωτοβουλιών του ΝΑΤΟ και ενδεχόμενων κυρώσεων της Ε.Ε.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Αν και τις προσεχείς ημέρες προγραμματίζονται διμερείς συνομιλίες ΗΠΑ – Ρωσίας και πολυμερείς στο ΝΑΤΟ και τον ΟΑΣΕ, με παράλληλη αναβίωση του Σχήματος της Νορμανδίας (Γαλλία, Γερμανία, Ουκρανία, Ρωσία), δεν υπάρχει αισιοδοξία για επίλυση της κρίσης. Η Ουάσινγκτον επιμένει, στο πλαίσιο των διπλωματικών ενημερώσεων προς τους Ευρωπαίους συμμάχους (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), ότι η ρωσική πλευρά σχεδιάζει μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις με ταυτόχρονες προσπάθειες εσωτερικής αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας. Η Μόσχα απαντά, προειδοποιώντας πως δεν θα ανεχθεί νέα διεύρυνση του ΝΑΤΟ και ανάπτυξη πυραύλων, μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, κοντά στα σύνορά της. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλ. Πούτιν φέρεται ότι ανέφερε χαρακτηριστικά στον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, προ μηνός στο Σότσι, ότι η αντίδρασή του θα είναι όντως ακραία σε περίπτωση επιβολής νέων κυρώσεων από τη Δύση.
Η χρονική σύμπτωση ότι ο κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος δυτικός ηγέτης που θα συναντούσε προσωπικά τον κ. Πούτιν κατά την έναρξη της κρίσης δημιούργησε αυξημένες προσδοκίες στην κυβέρνηση. Ορισμένοι αυλοκόλακες του Μαξίμου παρεξήγησαν μάλιστα την παροχή μίας απόρρητης ενημέρωσης από την Αμερικανό πρεσβευτή Τζ. Πάιατ (πριν από το ταξίδι Μητσοτάκη) σαν έμμεση έγκριση ανάληψης ελληνικού μεσολαβητικού ρόλου. Κάποιες δευτερεύουσες επισημάνσεις του κ. Πούτιν προς τον πρωθυπουργό, επίσης, παρεξηγήθηκαν σαν ετοιμότητα της ρωσικής πλευράς για την αποδοχή δυτικών μηνυμάτων μέσω Αθηνών.
Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν ίσχυε και δεν ισχύει. Η Μόσχα όχι μόνο δεν επιθυμεί ιδιαίτερο ελληνικό δίαυλο μεσολάβησης, αλλά δεν δείχνει βιασύνη ούτε για την υλοποίηση των διμερών συμφωνιών που επιτεύχθηκαν μεταξύ των κυρίων Μητσοτάκη και Πούτιν. Η δε Ουάσινγκτον ακολουθεί μόνο τη θεσμική οδό, με ενημερώσεις από τη μόνιμη αντιπροσωπία των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και τις κατά τόπους πρεσβείες προς όλους τους συμμάχους, χωρίς διακρίσεις.
Ταυτόχρονα, το δυσάρεστο στοιχείο είναι ότι η μόνη που επιτυγχάνει διπλωματικό προβάδισμα είναι η -δήθεν απομονωμένη- Τουρκία. Προχθές, Δευτέρα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντ. Μπλίνκεν συνομίλησε τηλεφωνικά, πρώτα από όλους, με τον Τούρκο ομόλογό του Μ. Τσαβούσογλου και, εν συνεχεία, με τους υπουργούς εννέα χωρών της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας (αν δεν αλλάξει κάτι την τελευταία στιγμή) είναι προγραμματισμένο να συνομιλήσει είτε με την αναπληρώτρια υπουργό Εξωτερικών Γ. Σέρμαν είτε με την υφυπουργό Β. Νούλαντ.
Ασφαλώς, δεν υπάρχει αμφιβολία για τη μεγάλη επιρροή των δύο κυριών στη διαμόρφωση πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται (και) στο διπλωματικό συμβολισμό. Η υποβάθμιση δεν βαραίνει τον κ. Δένδια, αλλά τον κ. Μητσοτάκη. Γιατί, παρά τις περσινές διαρροές του Μαξίμου για προνομιακή σχέση Μητσοτάκη – Μπάιντεν, ο πρωθυπουργός δεν επέτυχε διαρκή σχέση εργασίας ανώτατου επιπέδου με την Ουάσινγκτον.
Άλλωστε νωπή είναι η (λανθασμένη) βεβαιότητα του κ. Μητσοτάκη πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), όταν θεωρούσε βέβαιη τη ρητή ένταξη των εγκαταστάσεων της Σκύρου στις βάσεις μελλοντικής χρήσης από τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Ο πρωθυπουργός προανήγγειλε την επίτευξη σχετικής συμφωνίας ακόμα και σε Αμερικανούς επισκέπτες του, αλλά διαψεύστηκε.
Με αυτά τα δεδομένα, οι Ελληνες αρμόδιοι διπλωμάτες συνιστούν στην κυβέρνηση προσεκτικά βήματα. Υπογραμμίζουν ότι το ζητούμενο δεν είναι η πρόσκαιρη επικοινωνιακή προβολή ενός «ειδικού ρόλου» της Ελλάδας, αλλά η πραγματική εξασφάλιση ότι οι αποφάσεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ θα έχουν αντίκρισμα στην αξιοποίηση της στρατηγικής θέσης και των στρατιωτικών εγκαταστάσεων της χώρας. Προσθέτουν ότι, αργά ή γρήγορα, το Μαξίμου θα κληθεί να λάβει σοβαρές αποφάσεις. Μεταξύ άλλων, για την ελληνική συμμετοχή στις «Πολύ Υψηλής Ετοιμότητας Δυνάμεις» του ΝΑΤΟ (Very High Readiness Joint Task Force-VJTF), που αποτελούν τμήμα της δύναμης αντίδρασης NRF, η οποία ιδρύθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και τώρα κρίνεται ότι πρέπει να εκσυγχρονιστεί επειγόντως.
Ο συμμαχικός σχεδιασμός προβλέπει επίλυση του θέματος πριν από τη σύνοδο υπουργών Αμύνης του ΝΑΤΟ τον Φεβρουάριο, ώστε η Ρωσία να μην αποκτήσει τακτικό προβάδισμα.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι σε λίγους μήνες θα έχει οικοδομηθεί μία νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, όπως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1991. Η Τουρκία είναι η πρώτη που σπεύδει να επηρεάσει τη λήψη αυτών των κρίσιμων αποφάσεων και η Ελλάδα δεν μπορεί να ολιγωρήσει.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου