Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να χρησιμοποιούν την κριτική σκέψη τους, επειδή το «σύστημα» τους εκπαίδευσε έτσι ώστε να μην το κάνουν – οπότε στην πραγματικότητα αφήνουν τους άλλους να σκέπτονται και να αποφασίζουν για τους ίδιους. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που έχουν πάψει πια να αμφιβάλουν, οπότε να διαμαρτύρονται, ακόμη και οι νέοι – αποδεχόμενοι τις «αλήθειες», τα δόγματα και την τρομοκρατία των άλλων, επειδή έτσι νοιώθουν πιο ασφαλείς. Δεν πρέπει όμως ποτέ να επιτρέπει κανείς στην ασφάλεια να υπερισχύει της ελευθερίας – όπως ούτε στο φόβο να κυριαρχεί επί της λογικής.
Από το αρχείο μας
Ανάλυση
Εισαγωγικά, προφανώς δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς το φόβο – αφού είναι εκείνο το ένστικτο, το συναίσθημα καλύτερα που μας προειδοποιεί για πιθανές απειλές που έχουν σχέση με την επιβίωση μας, προτρέποντας μας να προστατευθούμε από αυτές. Αποτελεί λοιπόν ένα μηχανισμό που μας βοηθάει να παραμείνουμε ζωντανοί και υγιείς – για εκείνο όμως το χρονικό διάστημα που παραμένει σε φυσιολογικά επίπεδα.
Ειδικότερα, όταν γίνεται υπερβολικός, με την έννοια πως αρχίζουμε να φοβόμαστε πράγματα που δεν μας απειλούν πραγματικά ή στο βαθμό που μας έχουν κάνει να πιστέψουμε, είναι σε θέση να καταστρέψει όχι μόνο την ευημερία μας με την πρόκληση στρες (= η αίσθηση που έχει ένα άτομο ότι οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες από τις δυνατότητές του να ανταποκριθεί, δηλαδή ότι δεν έχει τον έλεγχο), αλλά και τις αποφάσεις μας – αφού «θολώνει» το μυαλό, τη λογική και τις σκέψεις μας.
Στα πλαίσια αυτά, όταν κάποιοι θέλουν να ελέγξουν τις σκέψεις και τη συμπεριφορά μας, να μας χειραγωγήσουν δηλαδή, χρησιμοποιούν μεταξύ άλλων τακτικές που βασίζονται στο φόβο – για παράδειγμα οι πολιτικοί λαϊκιστές και οι δημαγωγοί, ο ορισμός των οποίων είναι ο εξής:
«Λαϊκιστής είναι ο «ηγέτης» που αναζητά υποστήριξη, προσελκύοντας τις επιθυμίες και τις προκαταλήψεις ή εκμεταλλευόμενος τους φόβους και την ανασφάλεια των απλών ανθρώπων – όχι χρησιμοποιώντας ορθολογικά επιχειρήματα».
Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ τη ρήση του B. Russell, σύμφωνα με την οποία «ούτε οι άνθρωποι, ούτε τα πλήθη, ούτε τα έθνη ενεργούν ανθρώπινα ή σκέπτονται λογικά υπό την επήρεια ενός μεγάλου φόβου». Ακόμη χειρότερα, οι Πολίτες μετατρέπονται σε εύκολα ελεγχόμενο όχλο με τη βοήθεια της τρομοκρατίας τους – χάνοντας εντελώς την επαφή τους με την πραγματικότητα.
Περαιτέρω, το συναίσθημα που θέλουν να προσελκύσουν οι πολιτικοί δημαγωγοί στην πλειοψηφία τους είναι ο φόβος – με τη σκόπιμη διάδοση μηνυμάτων που δημιουργούν την αίσθηση στο ευρύ κοινό ότι, θα πληγεί σοβαρά ή θα καταστραφεί εντελώς, εάν δεν τους εκλέξει ή εάν δεν εφαρμόσει συγκεκριμένες πολιτικές, όπως τα μνημόνια, παρά το ότι δεν υπάρχει πια κανένας που να αμφιβάλει πια για την τεράστια καταστροφή που προξένησαν στην Ελλάδα.
Μπορεί λοιπόν οι άνθρωποι να βασίζουν τις αποφάσεις τους σε συνειδητές, λογικές σκέψεις, αλλά σπάνια όταν καταλαμβάνονται από το φόβο μίας απειλής – είτε είναι πραγματική, είτε φανταστική. Η αιτία είναι η ανάληψη του ελέγχου του μυαλού μας από ένα ένστικτο μάχης, το οποίο ξεκινάει ακαριαία όταν φοβόμαστε – ενώ δεν μας αφήνει καν χρόνο να αμφισβητήσουμε τη λογική του. Μας οδηγεί δε στην επιλογή βραχυπρόθεσμων λύσεων που αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα και όχι τις υποκείμενες αιτίες – θυσιάζοντας συχνά το μέλλον στο παρόν.
Ο φόβος, πολύ περισσότερο ο πανικός, είναι εκείνο το συναίσθημα που συσπειρώνει τους ανθρώπους στις υφιστάμενες κυβερνήσεις, σε περιόδους πολέμων ή άλλων απειλών – όπως η υγειονομική σήμερα, η «πανδημία». Εύλογα λοιπόν προσπαθούν να το εκμεταλλευθούν οι ηγέτες, ακόμη και αν δεν είναι λαϊκιστές ή δημαγωγοί – αφού τους εξυπηρετεί, οπότε θα ήταν παράλογο να μην το κάνουν. Εν προκειμένω, το μήνυμα που εκπέμπουν είναι το εξής:
«Να είσαστε πάρα πολύ φοβισμένοι και να γνωρίζετε πως εγώ είμαι η θεραπεία, κανένας άλλος».
Συνεχίζοντας, ο φόβος τις περισσότερες φορές μας βλάπτει – φυσικά εν αγνοία μας. Για παράδειγμα, μία μελέτη εκτίμησε πως χιλιάδες επί πλέον θάνατοι από τροχαία προκλήθηκαν μετά τις επιθέσεις στους διδύμους πύργους – επειδή εκείνη την περίοδο πολλοί Αμερικανοί επέλεξαν το αυτοκίνητο για τα ταξίδια τους, αντί για το αεροπλάνο, φοβούμενοι τρομοκρατικές επιθέσεις (πηγή). Παρά το ότι λοιπόν οι πιθανότητες θανάτου λόγω τρομοκρατικής επίθεσης υπολογίζονται 1 στις 540.000, ενώ του τροχαίου 1 στις 7.000 (πηγή), ο ενστικτώδης φόβος υπερίσχυσε της λογικής – έχοντας όμως ενισχυθεί από τις αναφορές των κορυφαίων ΜΜΕ που γνωρίζουν ότι, ο φόβος «πουλάει» όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, οπότε δεν χάνουν καμία ευκαιρία να τον εκμεταλλευθούν.
Με ένα άλλο σημερινό παράδειγμα, παρά το ότι η πανδημία προκαλεί πολύ λιγότερους θανάτους από άλλες ασθένειες, χρησιμοποιούμενη από τις κυβερνήσεις σε συνδυασμό με τα ΜΜΕ έχει αναδειχθεί σε κορυφαίο ζήτημα – στην Ελλάδα μεγαλύτερο από τη φτώχεια και από την εξαθλίωση που προκαλούν τα μνημόνια, η παράνομη μετανάστευση, το ζοφερό οικονομικό μέλλον που διαγράφεται μπροστά μας, οι πλειστηριασμοί, η ακρίβεια, οι τιμές της ενέργειας, η γερμανική λεηλασία, η τουρκική επιθετικότητα κοκ., επειδή η κυβέρνηση έχει θυσιάσει τα πάντα στο βωμό της, κρύβοντας παράλληλα την ανικανότητα της σε πάρα πολλούς άλλους τομείς. Σε κάθε περίπτωση, ισχύει το εξής:
«Ο φόβος μπορεί να εξαπλωθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο, απείρως γρηγορότερα από τον κορωνοϊό» (πηγή).
Εύλογα βέβαια αντιδρούν έτσι οι άνθρωποι, αφού γνωρίζουμε πόσο ισχυρό είναι το συναίσθημα του φόβου – ότι είναι το καλύτερο όπλο ελέγχου των μαζών. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση (πολλές άλλες κυβερνήσεις επίσης), το αξιοποιεί αδίστακτα όσο περισσότερο μπορεί – ενώ στηρίζεται εκ των πραγμάτων από τα ΜΜΕ, τα οποία δεν χάνουν ποτέ τέτοιες ευκαιρίες αύξησης του τζίρου τους, αδιαφορώντας για τις συλλογικές συνέπειες.
Περαιτέρω, εάν θελήσει να αρνηθεί κανείς να υποκύψει στο φόβο, διαμαρτυρόμενος για παράδειγμα για την κακοδιαχείριση της πανδημίας, για τις αυθαιρεσίες των τηλεγιατρών που φυσικά αμείβονται για να το κάνουν από το καθεστώς (πρόσφατο παράδειγμα ο διορισμός στο Ερρίκος Ντυνάν) κοκ., διστάζει – επειδή κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί, γεγονός που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους φόβους των ανθρώπων.
Ειδικότερα, μία από τις πρωταρχικές ανθρώπινες επιθυμίες είναι η σύνδεση με άλλους ανθρώπους, η αίσθηση πως αποτελούμε μέρος μίας κοινότητας – επειδή μόνο με αυτόν τον τρόπο καταπολεμάται ο μεγαλύτερος φόβος μας, ο φόβος του θανάτου (=ο άνθρωπος είναι μεν θνητός, αλλά οι κοινότητες, η ανθρωπότητα αθάνατη). Εάν λοιπόν αντιταχθούμε στο ρεύμα, κινδυνεύουμε σοβαρά να απομονωθούμε, οπότε μεταφορικά να πεθάνουμε – κάτι που δεν επιτρέπει το ένστικτο της επιβίωσης, εκτός εάν καταφέρει κανείς να το ελέγξει με τη βοήθεια της λογικής.
Ενδεχομένως για το λόγο αυτό είχε πει ο Αριστοτέλης ότι, «Αυτός που θα καταφέρει να ξεπεράσει τους φόβους του θα είναι πραγματικά ελεύθερος» – ή ο Ρήγας πως «όποιος συλλογίζεται ελεύθερα, συλλογίζεται καλά». Σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερα αντί να συμμορφώνεται κανείς τυφλά με τους κανόνες ή να υπακούει αδιαμαρτύρητα στις εντολές των άλλων, να ενεργεί με προσοχή και να αναλαμβάνει τις ευθύνες του για τις ενέργειες του – ενώ όταν ένας διάσημος πολιτικός, ένας βραβευμένος δημοσιογράφος, μία επιστημονική αυθεντία ή ένα μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι ή όλοι μαζί μας λένε τι πρέπει να κάνουμε ή τι πρέπει να πιστέψουμε, ασφαλώς δεν σημαίνει πως πρέπει.
Δυστυχώς βέβαια, ολοκληρώνοντας, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να χρησιμοποιούν την κριτική σκέψη τους, επειδή το «σύστημα» τους εκπαίδευσε έτσι ώστε να μην το κάνουν – οπότε στην πραγματικότητα αφήνουν τους άλλους να σκέπτονται και να αποφασίζουν για τους ίδιους. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που έχουν πάψει πια να αμφιβάλουν, οπότε να διαμαρτύρονται, ακόμη και οι νέοι – αποδεχόμενοι τις «αλήθειες» τα δόγματα και την τρομοκρατία των άλλων, επειδή έτσι νοιώθουν πιο ασφαλείς. Δεν πρέπει όμως ποτέ να επιτρέπει κανείς στην ασφάλεια να υπερισχύει της ελευθερίας – όπως ούτε στο φόβο να κυριαρχεί επί της λογικής.
τους θερμότερους χαιρετισμούς μου,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου