1 Ἔπειτα καί τοῦτο πρέπει νά στοχασθῶμεν· ὅτι πᾶν ἀεικίνητον ᾗ ἀεικίνητον, ἀναλογίαν ἔχει,καί ὁμοιότητα, καί συγγένειαν πρός τό ἀεικίνητον. Ἐπειδή δέ ἡ καρδία, καί τό ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπειλικρινημένον πνεῦμα, ἀεικίνητόν ἐστιν, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητος ψυχή, ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ νά εὑρίσκηται κατ’ οὐσίαν καί δύναμιν, καί ἀκόλουθον, καί εὔλογόν ἐστι, μᾶλλον, ἤ νά εὑρίσκηται ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ. Ὅτι μέν οὖν ἡ καρδία ἐστίν ἀεικίνητος, πρόδηλον.
α) διότι αὕτη ἀφ’οὗ πλασθῇ, δέν παύει ἀπό τοῦ νά κινῆται, ἕως οὗ νά ἐξέλθῃ ἡ ψυχή ἐκ τοῦ σώματος·
β) ὅτι αὕτη εἶναι πηγή ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος διά τῆς κινήσεώς της, καί εὐθύς ὅταν παύσῃ ἡ κίνησις αὐτῆς, παύει καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον δέ ἡ ψυχή ἡ ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ οὖσα ἐνιδρυμένη, διά τῆς κινήσεως τῆς καρδίας ἐνεργεῖ, μεταδίδουσα τήν ζωήν εἰς ὅλον τό σῶμα καί τοῦτο ζωοποιοῦσα, κατά τόν μέγαν Βασίλειον λέγοντα· «Τήν ζωτικήν δύναμιν, ἐπεί συγκέκραται τῷ σώματι ἡ ψυχή φυσικῶς διά τήν εὐκρασίαν, καί οὐκ ἐκ προαιρέσεως χορηγεῖ». (Διαταξ. ἀσκητικῇ β) Καί
γ) ὅτι τῶν ἄλλων μελῶν, καί μερῶν τοῦ σώματος ἠρεμούντων πολλάκις καί ἀκινητούντων, καθώς μάλιστα συμβαίνει ἐν τοῖς ὕπνοις, καί ὕπνοις βαθυτάτοις, καί ἀφαντάστοις, ἡ καρδία μόνη δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά πάντοτε κινεῖται καί ἀγρυπνεῖ, ὡσεί νά προφυλάττῃ αὕτη ὅλα τά λοιπά μέλη τοῦ σώματος, ἅπερ τότε ἡσυχάζουσι, καί ἀναπαύονται· καί τοῦτο ἐστί τό γεγραμμένον ἐν τῷ Ἄσματι· «Ἐγώ καθεύδω, καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». (Ἆσμα ε΄ 2) ἄν καί τό ρητόν αὐτό τροπολογικῶς ἑρμηνεύεται ὑπό τῶν θείων Πατέρων, διά τήν τελείαν, καί ὑπό τοῦ θείου ἔρωτος κατεχομένην
«…Καί στόν ἐγκέφαλο βρίσκεται σάν σέ ὄργανο, ὄχι ἡ οὐσία καί ἡ δύναμι τοῦ νοῦ, δηλαδή τῆς ψυχῆς, ἀλλά μόνο ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅπως προείπαμε στήν ἀρχή καί ἄφησε τούς νεώτερους φυσικούς καί μεταφυσικούς νά λένε ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο καί στό κλωνάρι τοῦ ἐγκεφάλου· γιατί αὐτό εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά πῆ κανείς ὅτι ἡ ψυχή τῶν φυτῶν δέν βρίσκεται ἀρχικά στή ρίζα τοῦ δένδρου, ἀλλά στά κλαδιά καί στόν καρπό1 . Τό διδασκαλεῖο τῶν Γραφῶν καί τῶν ἱερῶν Πατέρων εἶναι ἀληθέστερο ἀπό τά διδασκαλεῖα τῶν ἀνθρώπων.
Μτφ.1Ἔπειτα πρέπει νά στοχασθοῦμε καί αὐτό : Ὅτι κάθε τι πού εἶναι αἰώνια κινούμενο, εἶναι ἀεικίνητο καί ἔχει ἀναλογία καί ὁμοιότητα καί συγγένεια μέ τό αἰωνίως κινούμενο. Ἐπειδή λοιπόν ἡ καρδιά καί τό εἰλικρινές πνεῦμα πού εἶναι στήν καρδιά, εἶναι αἰωνίως κινούμενα, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητη ψυχή εἶναι εὔλογο καί ἑπόμενο νά βρίσκεται στήν ἀεικίνητη καρδιά κατ’ οὐσία καί δύναμι, παρά νά βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο. Καί ὅτι ἡ καρδιά εἶναι ἀεικίνητη εἶναι ὁλοφάνερο.
α) γιατί αὐτή, ἀφοῦ σχηματισθῆ, δέν σταματᾶ νά κινεῖται μέχρι νά βγῆ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα·
β) γιατί αὐτή εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος μέσω τῆς κινήσεώς της καί ἀμέσως μόλις παύση ἡ κίνησίς της, σταματᾶ καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον ὅμως ἡ ψυχή πού εἶναι ἐγκατεστημένη μέσα στήν ἀεικίνητη καρδιά, ἐνεργεῖ μέσω τῆς κίνησης τῆς καρδιᾶς, μεταδίδοντας τή ζωή σέ ὅλο τό σῶμα καί τό ζωοποιεῖ, σύμφωνα μέ τόν μέγα Βασίλειο πού λέει: «Ἡ ψυχή χορηγεῖ τή ζωτική δύναμι φυσικά, μέσω τοῦ συγκερασμοῦ καί ὄχι ἐκ προαιρέσεως, ἐπειδή εἶναι συγκερασμένη μέ τό σῶμα (Ἀσκητι. διαταξ. β΄). Καί
γ) γιατί καί ὅταν τά ἄλλα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος ἠρεμοῦν καί μένουν ἀκίνητα, ὅπως συμβαίνει κυρίως στόν ὕπνο καί μάλιστα στό βαθύ καί χωρίς ὄνειρα ὕπνο, μόνο ἡ καρδιά δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά κινεῖται πάντοτε καί ἀγρυπνεῖ, σάν νά προφυλάσση ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος, τά ὁποῖα τότε ἡσυχάζουν καί ἀναπαύονται· καί αὐτό εἶναι πού ἔχει γραφῆ στό Ἆσμα: «Ἐγώ κοιμᾶμαι καί ἡ καρδιά μου ἀγρυπνεῖ» (Ἆσμα 5,2), ἄν καί αὐτό τό ρητό ἑρμηνεύεται ἀλληγορικά ἀπό τούς θείους Πατέρες σχετικά μέ τήν τέλεια ψυχή πού διακατέχεται ἀπό θεῖο ἔρωτα.
α) γιατί αὐτή, ἀφοῦ σχηματισθῆ, δέν σταματᾶ νά κινεῖται μέχρι νά βγῆ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα·
β) γιατί αὐτή εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος μέσω τῆς κινήσεώς της καί ἀμέσως μόλις παύση ἡ κίνησίς της, σταματᾶ καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον ὅμως ἡ ψυχή πού εἶναι ἐγκατεστημένη μέσα στήν ἀεικίνητη καρδιά, ἐνεργεῖ μέσω τῆς κίνησης τῆς καρδιᾶς, μεταδίδοντας τή ζωή σέ ὅλο τό σῶμα καί τό ζωοποιεῖ, σύμφωνα μέ τόν μέγα Βασίλειο πού λέει: «Ἡ ψυχή χορηγεῖ τή ζωτική δύναμι φυσικά, μέσω τοῦ συγκερασμοῦ καί ὄχι ἐκ προαιρέσεως, ἐπειδή εἶναι συγκερασμένη μέ τό σῶμα (Ἀσκητι. διαταξ. β΄). Καί
γ) γιατί καί ὅταν τά ἄλλα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος ἠρεμοῦν καί μένουν ἀκίνητα, ὅπως συμβαίνει κυρίως στόν ὕπνο καί μάλιστα στό βαθύ καί χωρίς ὄνειρα ὕπνο, μόνο ἡ καρδιά δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά κινεῖται πάντοτε καί ἀγρυπνεῖ, σάν νά προφυλάσση ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος, τά ὁποῖα τότε ἡσυχάζουν καί ἀναπαύονται· καί αὐτό εἶναι πού ἔχει γραφῆ στό Ἆσμα: «Ἐγώ κοιμᾶμαι καί ἡ καρδιά μου ἀγρυπνεῖ» (Ἆσμα 5,2), ἄν καί αὐτό τό ρητό ἑρμηνεύεται ἀλληγορικά ἀπό τούς θείους Πατέρες σχετικά μέ τήν τέλεια ψυχή πού διακατέχεται ἀπό θεῖο ἔρωτα.
Ὁ ἐγκέφαλος ὅμως δέν εἶναι ἀεικίνητος, οὔτε προβάλλει πάντοτε μέσω αὐτοῦ ἡ ψυχή νοερές ἐνέργειες·
α) γιατί σέ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἐννέα μηνῶν κατά τούς ὁποίους τό βρέφος κινεῖται στήν κοιλιά ἔμψυχο καί τέλειο, ὁ ἐγκέφαλος ἀπρακτεῖ καί ἠρεμεῖ χωρίς νά προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμία ἐνέργεια τοῦ νοῦ·
β) καί ἀφοῦ γεννηθῆ τό βρέφος, γιά ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἤ καί περισσότερο, ὁ ἐγκέφαλος μένει ἀκίνητος καί ἄπρακτος. Γιατί ὁ νοῦς δέν προβάλλει μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια, ἐπειδή αὐτό εἶναι ἀτελής καί ἐν δυνάμει νοῦς·
γ) καί τέλος, γιατί καί ὅταν ὁλοκληρωθῆ καί ἀποκτήση νοῦ ἐν ἐνεργείᾳ καί τότε πάλι, συμβαίνει πολλές φορές ὁ ἐγκέφαλος νά μένη ἄπρακτος καί νά μήν προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅπως συμβαίνει τόσο στόν βαθύ ὕπνο, ὅπως εἴπαμε, ὅσο καί ἄν τύχη νά πέση κάποιος ἀπό ψηλό σημεῖο καί νά σκοτωθῆ· γιατί τότε ἡ ψυχή συστέλλεται ὅλη στό κέντρο καί στό θάλαμό της, τήν καρδιά, γιά νά προφυλαχθῆ ἐκεῖ καί μαζί μέ αὐτή τήν οὐσία ἑνώνεται καί μέ τήν δύναμι· καί ἀφήνει ἄπρακτο καί ἀναίσθητο ὄχι μόνο τόν ἐγκέφαλο, ἀλλά καί τίς αἰσθήσεις καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος· ὥστε μπορεῖ νά πῆ κανείς, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τότε ζεῖ μόνο μέ τήν καρδιά· ἐνῶ ὡς πρός τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος εἶναι νεκρός· ἄν ὅμως κάποιοι προβάλλουν τήν ἀφθονία καί τό πολύ ψυχικό πνεῦμα, τό ὁποῖο βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο καί ἀπό αὐτό ἀξιώνουν ὅτι ἐκεῖ ἐνθρονίζεται ἡ ψυχή, ἄς μάθουν αὐτοί ὅτι αὐτό τό πνεῦμα βρίσκεται πολύ περισσότερο στήν καρδιά καί ὅτι ἀπό τήν καρδιά, τήν πηγή τῶν πνευμάτων, αὐτό τό πνεῦμα ἀνεβαίνει καί στόν ἐγκέφαλο· καί ὄχι τό ἀντίθετο, δηλαδή ἀπό τόν ἐγκέφαλο στήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί ὁ Βλεμίδης στόν λόγο περί ψυχῆς λέει· «Τό ζωτικά πνεῦμα ἀνεβαίνει μέσω τῶν ἀρτηριῶν ἀπό τήν καρδιά στό κεφάλι καί γίνεται ὕλη πνεύματος στόν ἐγκέφαλο».
α) γιατί σέ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἐννέα μηνῶν κατά τούς ὁποίους τό βρέφος κινεῖται στήν κοιλιά ἔμψυχο καί τέλειο, ὁ ἐγκέφαλος ἀπρακτεῖ καί ἠρεμεῖ χωρίς νά προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμία ἐνέργεια τοῦ νοῦ·
β) καί ἀφοῦ γεννηθῆ τό βρέφος, γιά ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἤ καί περισσότερο, ὁ ἐγκέφαλος μένει ἀκίνητος καί ἄπρακτος. Γιατί ὁ νοῦς δέν προβάλλει μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια, ἐπειδή αὐτό εἶναι ἀτελής καί ἐν δυνάμει νοῦς·
γ) καί τέλος, γιατί καί ὅταν ὁλοκληρωθῆ καί ἀποκτήση νοῦ ἐν ἐνεργείᾳ καί τότε πάλι, συμβαίνει πολλές φορές ὁ ἐγκέφαλος νά μένη ἄπρακτος καί νά μήν προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅπως συμβαίνει τόσο στόν βαθύ ὕπνο, ὅπως εἴπαμε, ὅσο καί ἄν τύχη νά πέση κάποιος ἀπό ψηλό σημεῖο καί νά σκοτωθῆ· γιατί τότε ἡ ψυχή συστέλλεται ὅλη στό κέντρο καί στό θάλαμό της, τήν καρδιά, γιά νά προφυλαχθῆ ἐκεῖ καί μαζί μέ αὐτή τήν οὐσία ἑνώνεται καί μέ τήν δύναμι· καί ἀφήνει ἄπρακτο καί ἀναίσθητο ὄχι μόνο τόν ἐγκέφαλο, ἀλλά καί τίς αἰσθήσεις καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος· ὥστε μπορεῖ νά πῆ κανείς, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τότε ζεῖ μόνο μέ τήν καρδιά· ἐνῶ ὡς πρός τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος εἶναι νεκρός· ἄν ὅμως κάποιοι προβάλλουν τήν ἀφθονία καί τό πολύ ψυχικό πνεῦμα, τό ὁποῖο βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο καί ἀπό αὐτό ἀξιώνουν ὅτι ἐκεῖ ἐνθρονίζεται ἡ ψυχή, ἄς μάθουν αὐτοί ὅτι αὐτό τό πνεῦμα βρίσκεται πολύ περισσότερο στήν καρδιά καί ὅτι ἀπό τήν καρδιά, τήν πηγή τῶν πνευμάτων, αὐτό τό πνεῦμα ἀνεβαίνει καί στόν ἐγκέφαλο· καί ὄχι τό ἀντίθετο, δηλαδή ἀπό τόν ἐγκέφαλο στήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί ὁ Βλεμίδης στόν λόγο περί ψυχῆς λέει· «Τό ζωτικά πνεῦμα ἀνεβαίνει μέσω τῶν ἀρτηριῶν ἀπό τήν καρδιά στό κεφάλι καί γίνεται ὕλη πνεύματος στόν ἐγκέφαλο».
Ἁγ. Νικοδήμου, Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο, Ἀπόδοση στή Νεοελληνική, Ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 193-195.
Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής.
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
ΣΗΜΕΡΑ Η ΔΙΑΝΟΙΑ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΥ. ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΕΝΩΝΕΙ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΥΠΟΣΤΑΣΙΑΖΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ ΔΙΝΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΞΕΦΟΡΤΩΘΕΙ Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ ΚΑΘΟΤΙ ΑΒΕΒΑΙΟ ΤΕΛΟΣ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ. ΑΥΤΗ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου