Πηγή: DefenceNet
Στα τέλη του 15ου αιώνα εισέρχονται στον ευρωπαϊκό τρόπο πολέμου δύο νέα στοιχεία: το πρώτο προέρχεται από το παρελθόν και πρόκειται για το πυκνό, δορυφόρο πεζικό που κινείται μαζικά ως συμπαγής φάλαγγα με εξέχοντες σε αυτό το είδος μάχης τους ορεσίβιους Ελβετούς.
Το δεύτερο στοιχείο θα καθορίσει το μέλλον της στρατιωτικής τακτικής και είναι η χρήση της πυρίτιδας.
Το πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστούν και θα εφαρμοστούν μαζικά αυτού του είδους οι νεωτερισμοί ήταν οι Ιταλικοί πόλεμοι μεταξύ των ετών 1494-1559 κατά τους οποίους οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Γαλλία, Αψβουργική Ισπανία, Βενετία) συγκρούστηκαν για τον έλεγχο των ιταλικών κρατιδίων.
Η στρατιωτική φιλολογία θεωρεί αυτούς τους πολέμους και στρατούς ως τους πρώτους σύγχρονους της νεώτερης εποχής.
Σε αυτό λοιπόν το πεδίο μάχης που σφυρηλατήθηκε το νέο είδος πολέμου έκαναν την εμφάνισή τους οι stratioti, οι πρώτοι Έλληνες μεταβυζαντινοί πολεμιστές.
Οι stratioti ήταν ελαφρύ ιππικό, μετεξέλιξη των στρατιωτών του υστεροβυζαντινού στρατού (στρατιώτης σήμαινε τον ελαφρό ιππέα), που υπηρετούσαν τους τελευταίους βυζαντινούς δεσπότες της Πελοποννήσου.
Κατά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς αυτά τα μισθοφορικά σώματα χρησιμοποιήθηκαν από τους Βενετούς για να υπερασπίσουν τις κτήσεις τους στο Ναύπλιο, τη Μεθώνη, τη Κορώνη και τη Μονεμβασιά.
Όταν ξέσπασαν οι ιταλικοί πόλεμοι οι Βενετοί μετέφεραν τα στρατεύματα αυτά στην Ιταλική χερσόνησο και επηρέασαν με την ιδιαίτερη μαχητική τους ικανότητα την εξέλιξη των στρατιωτικών σχηματισμών, συμβάλλοντας καίρια σ' αυτό που οι στρατιωτικοί ιστορικοί ονομάζουν ως «αναβίωση της τακτικής του ιππικού».
Ο τρόπος πολέμου των stratioti στηρίζονταν στην ταχύτητα, την ευελιξία, τη τακτική της παρακολούθησης και παρενόχλησης, την αιφνιδιαστική επίθεση και καταδίωξη του εχθρού. Ήταν μία μέθοδος πολέμου που ανταποκρίνονταν στο βαλκανικό πολεμικό σκηνικό που επικρατούσε κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.
Τα πολυάριθμα στρατεύματα των Οθωμανών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τους χριστιανούς ηγεμόνες των Βαλκανίων μόνο με γρήγορες, τακτικές κινήσεις που ευνοούνταν από την ορεινή φυσιογνωμία της χερσονήσου του Αίμου.
Το ελαφρύ ιππικό μπορούσε να αντεπεξέλθει άριστα σε αυτήν την αποστολή ενώ φαίνεται ότι οι χριστιανοί υιοθέτησαν και ορισμένα στοιχεία από τους Οθωμανούς, όπως τον ελαφρύ επιθετικό εξοπλισμό και εξάρτυση σε αντίθεση με τους σιδηρόφρακτους Ευρωπαίους ιππείς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δυτικές πηγές συχνά μπερδεύουν τους stratioti με το κατεξοχήν ελαφρό ιππικό των Οθωμανών, τους ακιντζήδες.
Οι stratioti ήταν ντυμένοι με βαμβακερό επενδυτή που για τους επικεφαλής ήταν χρώματος πορφυρού με χρυσοκέντητη διακόσμηση. Στο κεφάλι φορούσαν σκούφο ή σπανιότερα κράνος, ενώ κάποιοι έφεραν ένα είδος θώρακα (panciera).
Ο εξοπλισμός τους αποτελούνταν από μία μικρή στρογγυλή ασπίδα (scudo), ένα σπαθί τύπου schiavona VII, ένα κοντό δόρυ (το κατεξοχήν όπλο τους) με μία μικρή σημαία στο πάνω άκρο και ένα ρόπαλο (mazzocca) συχνά μεταλλικό.
Τα άλογά τους ήταν μεγάλα, γρήγορα και ανθεκτικά στην κούραση και στις κακουχίες όπως άρμοζε στην πολεμική τους τακτική.
Επειδή συναντάμε τους stratioti στις πηγές αρκετά αργά, όταν ήδη έχουν γίνει γνωστοί στην Ευρώπη και έχουν αποκρυσταλλωθεί τα χαρακτηριστικά τους, είναι δύσκολο να εξακριβώσουμε τις επιρροές και την καταγωγή τους.
Φαίνεται ότι τα στρατιωτικά στοιχεία των stratioti αποτελούν ένα μείγμα βυζαντινών, βαλκανικών, τουρκικών και λατινικών στρατιωτικών επιδράσεων που σφυρηλατήθηκε στις συνεχείς μάχες της εποχής.
H εθνολογική τους προέλευση αποτελεί ένα άλλο ζήτημα. Στις πηγές οι stratioti χαρακτηρίζονται ως Έλληνες, άλλοτε παρουσιάζονται ως ανομοιογενές σύνολο από Έλληνες,αλλά και Αλβανούς, Δαλματούς, Αρμένιους ακόμη και Τούρκους.
Οι stratioti ζούσαν μέσα στην ελληνική παράδοση και δια μέσου αυτής εξέφρασαν τους πόθους των ελληνικών πληθυσμών για ελευθερία.
Η καταγωγή των stratioti υπαγόρευσε την ιδιόμορφη στρατιωτική τους οργάνωση και πρακτική. Η μικρότερη μονάδα, η compagnia, αποτελούνταν από 25-50 ιππείς που συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς και είχαν επικεφαλής τον capo.
Συνήθως η μεσαία μονάδα αριθμούσε 90-110 stratioti ( δηλαδή περίπου όσοι χώραγαν σε ένα επιβατικό πλοίο μαζί με τα άλογά τους) ενώ ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα, όπως αυτό που μεταφέρθηκε από τους Βενετούς στην Ιταλία έφτανε τα χίλια περίπου άτομα.
Τέλος οι φρουρές των κάστρων σε καιρό πολέμου αποτελούνταν από 5.000 stratioti. Κάθε capo μεταβίβαζε την αρχηγία στα παιδία του, ήταν δηλαδή κληρονομικό αξίωμα, αλλά δεν αποκλειόταν και η εκλογή μεταξύ των stratioti στους οποίους επικρατούσε έντονα το αίσθημα της ισότητας και της ανεξαρτησίας.
Όταν το 1494, κατά τις διαπραγματεύσεις με τη βενετική γερουσία για τη μισθοδοσία τους, ο δόγης της Βενετίας έδωσε το χέρι του μόνο στον αρχηγό των stratioti Πέτρο Βουζύκη οι υπόλοιποι capi αρνήθηκαν να δεχτούν τους όρους της συνθήκης και διαμαρτυρήθηκαν ότι είναι όλοι ίσοι.
Η Βενετία για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες τους απένειμε σε αυτούς τον τίτλο του ιππότη.
Μέσα στους όρους που έθεσαν οι τελευταίοι ήταν να πληρώνονται όχι ως μισθοφόροι με σταθερό ποσό αλλά ανάλογα με τον αριθμό των εχθρών που σκοτώνουν και αιχμαλωτίζουν.
Δεύτερος όρος ήταν να υπηρετούν υπό Βενετό ευγενή και όχι άλλου ξένου αρχηγού («διότι έχουσιν όλως διάφορα έθιμα»).
Οι αξίες της τιμής και της γενναιοφροσύνης που διέθεταν σε υψηλό βαθμό οι στρατιώτες τους καθιστούσαν εξαιρετικούς πολεμιστές αλλά και απείθαρχους. Λειτουργούσαν περισσότερο ως άτακτο σώμα ειδικών αποστολών παρά ως οργανικό τμήμα ενός πειθαρχημένου στρατιωτικού συνόλου.
Έτσι οι stratioti κατηγορήθηκαν ότι κατά τη μάχη στο Φόρνοβο (1494) άφησαν τα εχθρικά γαλλικά στρατεύματα να ξεφύγουν επειδή οι stratioti προτίμησαν τη λαφυραγωγία από την εκδίωξη του εχθρού, πράξη που κόστισε τη νίκη στους Βενετούς.
Οι stratioti διέθεταν τους δικούς τους κώδικες αξιών που τηρούσαν με άτεγκτη αυστηρότητα. μία από αυτές ήταν ο απόλυτος σεβασμός και η τήρηση των εθίμων, κυρίως αυτών που συνδέονταν με την ισότιμη διανομή των λαφύρων.
Οι stratioti κατηγορήθηκαν επίσης από τους συγχρόνους τους για τη σκληρότητα και τα βάρβαρα έθιμά τους και κυρίως για την αποκοπή των κεφαλών του εχθρού προκειμένου να ανταμειφθούν από τους βενετούς αξιωματούχους (η τιμή είχε οριστεί σε ένα δουκάτο επί εκάστης εχθρικής κεφαλής).
Η πρακτική αυτή όμως ήταν πολύ κοινή στους νομαδικούς πληθυσμούς της βαλκανικής καθώς είχε ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα και δεν συνδέεται με τη λογική της σκύλευσης του νεκρού αλλά με την επίτευξη του ιδανικού της τιμής του πολεμιστή-κυνηγού.
Το κεφάλι του εχθρού αντιστοιχούσε στην ασπίδα του εχθρού των αρχαίων κλασικών χρόνων: απέδιδε στον στρατιώτη όχι μόνο υλικό όφελος αλλά και δόξα.
Μία εξαιρετική εικόνα των stratioti μας δίνει ο βενετός χρονογράφος Marco Sanudo: «Οι Στρατιώται είναι Έλληνες, και φορούσι πλατείς επενδύτας και υψηλούς πίλους, τινές δε και θώρακας.
Κρατούσι λόγχην εις την χείρα και ρόπαλον, εν δε τω πλευρώ κρεμώσι σπάθην. Τρέχουσιν ως πτηνοί, και μένουσιν απαύστως επί των ίππων των, οίτινες δεν τρώγουσι χόρτον ως οι ιταλικοί. Ειθισμένοι εις ληστείας συνεχώς δηούσι την Πελοπόννησον.
Άριστος κατά των Τούρκων προμαχών, διοργανίζουσι κάλλιστα τας επιδρομάς και λεηλασίας, επιτίθενται εξ απροόπτου κατά του εχθρού, και είναι πιστοί εις τον κύριόν των.
Δεν αιχμαλωτίζουσιν, αλλ' αποκόπτουσι τας κεφαλάς, εφ' εκάστης των οποίων λαμβάνουσιν εν δουκάτον κατά την συνήθειάν των. Τρώγουσιν ολίγον και ευχαριστούνται με το παρατυχόν, πολύ δ' επιμελούνται τους ίππους των.
Μέγας τούτων αριθμός κατοικούσιν εις τας χώρας της Αυθεντείας, την οποίαν προθύμως υπηρετούσι, διότι αριστεύοντες ονομάζονται ιππόται και λαμβάνουσι συντάξεις, μεταβιβαζομένας εις τους υιούς των» (Κ. Σάθας, Έλληνες Στρατιώται εν τη δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Αθήνα 1885, σ. 161).
Είναι γεγονός ότι οι stratioti είχαν ένα ιδιότυπο καθεστώς οργάνωσης και ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη κουλτούρα. Οι αρχηγοί των στρατιωτών πίστευαν ότι συνέχιζαν τον αγώνα των βυζαντινών δεσποτών.
Η Βενετία απένειμε σε αυτούς το παράσημο του Αγίου Μάρκου και τους έντυνε με χρυσοΰφαντες στολές όπως αυτές που φόραγαν οι βυζαντινοί αξιωματούχοι.
Ο Μερκούριος Μπούας, ο πιο διάσημος ίσως στρατιώτης στην Ευρώπη, είχε ως λάβαρό του την αυτοκρατορική σημαία των Παλαιολόγων, ενώ οι stratioti ορμούσαν στις μάχες φωνάζοντας το όνομα του βυζαντινού στρατιωτικού αγίου: «Άγιε Γεώργιε, Άγιε Γεώργιε».
Φρόντιζαν να χτίζουν και να γίνονται προστάτες ορθόδοξων εκκλησιών που βρίσκονταν σε καθολικά εδάφη όπως στην πόλη της Βενετίας και στην Νάπολη.
Η πομπώδης εμφάνιση και η ξεχωριστή συμπεριφορά τους αποτυπώθηκε στη λογοτεχνία της εποχής που δημιούργησε τον τύπο του stratioti palikari, του γενναίου Έλληνα στρατιώτη που μας θυμίζει το Διγενή Ακρίτα, τον κατεξοχήν βυζαντινό ήρωα.
Από την Πελοπόννησο στην Ευρώπη Κατά τον πρώτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479) οι stratioti αποδείχτηκαν το πιο αξιόμαχο σώμα του μισθοφορικού βενετικού στρατού, όχι όμως και το πιο έμπιστο καθώς δρούσε πολλές φορές αυτόνομα σύμφωνα με τις ανάγκες των «στρατιωτών».
Η στάση αυτή πρέπει να ερμηνευτεί μέσα από το πρίσμα της αναρχίας που επικρατούσε στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή. Οι Οθωμανοί λεηλατούσαν και κατέστρεφαν συστηματικά την ύπαιθρο ενώ οι Βενετοί δεν μπορούσαν ούτε να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποσχέσεις προς τους stratioti ούτε να τηρήσουν την επισιτιστική τους πολιτική με αποτέλεσμα να ζουν οι «στρατιώτες» και οι οικογένειές τους διαρκώς υπό το φάσμα του λιμού, της αιχμαλωσίας και του θανάτου.
stratioti"Μερικές ειδήσεις για τη συμμετοχή τους σε διάφορες φάσεις των εχθροπραξιών προσφέρουν βενετικές πηγές, που αναφέρονται στις προαγωγές, συντάξεις και άλλες αμοιβές των ηγετών τους, όπως των Εμμανουήλ, Νικολάου και Μιχαήλ Ράλλη, του ομώνυμου Μιχαήλ Ράλλη-Ίση, των αδελφών Μάρκου- Επιφανείου και Κορκοδείλου Κλαδά, του Ματθαίου Σφραντζή, του Νικολάου Γρίτσα, του Ισαακίου Ράλλη-Λάσκαρι, των αδελφών Πέτρου, Αλεξίου και Γκίνη Μπούα, των αδελφών Γεωργίου, Ιωάννου και Νικολαόυ Μενάγια, του Μιχαήλ Ράλλη-Δρίμη, του Γεωργίου και Νικολάου Παγωμένου, του Νικολάου Μπόχαλη και των αδελφών του, του Πελλεγρίνου Μποζίκη, του Ισαακίου Ρένεση, του Ιωάννη Γαβαλά, πλειάδος στρατιωτικών με το (γνήσιο ή πλαστό) επώνυμο των Παλαιολόγων κ.α."
"Για τους Έλληνες η λήξη του πολέμου έκλεισε μια δεκαπενταετή περίοδο γεμάτη σφαγές, αιχμαλωσίες και καταστροφές. Σε ορισμένες περιοχές ο πληθυσμός αραίωσε, άλλοτε εξ αιτίας των σφαγών και του λοιμού, άλλοτε εξαιτίας των ομαδικών εκπατρισμών, από τους οποίους αρκετοί έγιναν χωρίς την θέληση των κατοίκων. [.] όπως κυρίως η μετανάστευση πολλών οικογενειών Πελοποννησίων «στρατιωτών» προς τα Επτάνησα, προπάντων προς τη Ζάκυνθο (1464, 1485 κ.ε.), την Κύπρο (1473-1474), την Κρήτη (1479), την Ιστρία και Δαλματία (μετά το 1479) και την ίδια τη Βενετία (από το 1479 κ.ε.)"
"Η έξοδος αυτή των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες της Πελοποννήσου έγινε με την ενθάρρυνση των Βενετών, οι οποίοι επεδίωκαν ταυτόχρονα πολλαπλά ωφελήματα: να ενισχύσουν από τη μια μεριά τις φρουρές τους στις νέες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, να πυκνώσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στις ευπαθείς βάσεις τους στη Δαλματία και Ιστρία, να εξασφαλίσουν δυνάμεις πεζικού εν όψει κρίσεων στην Terra Ferma εξ αιτίας του πολέμου της Φερράρας, να αποδυναμώσουν, τέλος, τα στοιχεία εκείνα του ελληνικού πληθυσμού, τα οποία με την τακτική τους και την αντιτουρκική τους παράδοση εμπόδιζαν την ομαλή επιστροφή στην ομαλότητα και υπονόμευαν γενικά την αποκατάσταση ειρηνικών σχέσεων με τους οθωμανούς. " (Ι. Χασιώτης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, σ. 265, 275)
Η σημασία των statioti για την αντιμετώπιση των Οθωμανών έγινε αντιληπτή από τους Βενετούς κατά τη διάρκεια των τουρκικών επιδρομών στο Φρίουλι στη Βόρεια Ιταλία το 1472. Το στράτευμα των Τούρκων αποτελούνταν από ακιντζήδες με επικεφαλής τον Χασάν μπέη.
Ο Βενετοί στρατολόγησαν Ιταλούς μισθοφόρους και πεζικάριους από τη βενετική ενδοχώρα (Terra ferma).
Οι πεζικάριοι όμως δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες αλλά χωρικοί που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των κάστρων των περιφερειών τους, ένα είδος εθνοφυλακής που δεν είχε καμία πείρα από πολεμικές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς, το ίδιο εξάλλου συνέβαινε και με τα έφιππα μισθοφορικά τμήματα των Ιταλών.
Ο βενετικός στρατός ηττήθηκε κατά κράτος.
ΒενετοίΤο 1477 οι Βενετοί κατάλαβαν ότι ο ιταλικός τρόπος πολέμου δεν είχε αποτέλεσμα απέναντι στους Οθωμανούς και αποφάσισαν να πολεμήσουν τους Τούρκους με τα ίδια όπλα: μικρές, αιφνιδιαστικές επιθέσεις, συνεχείς παρενοχλήσεις, προσποιητές υποχωρήσεις, καταιγιστικά χτυπήματα.
Τον Απρίλιο του 1477 τα ιταλικά στρατεύματα αντικαταστάθηκαν από Έλληνες «στρατιώτες» και τοξότες από τη Σερβία.
Καθώς το βάρος των επιχειρήσεων σήκωσαν κυρίως οι stratioti (προερχόμενοι από τη Ζάκυνθο, το Δυρράχιο και την Πελοπόννησο), η τακτική αυτή γνώρισε απόλυτη επιτυχία. Οι Οθωμανοί δεν προσπάθησαν άλλη φορά να εισβάλλουν στη Δύση από αυτό το σημείο.
Το αξιόμαχο των stratioti έπεισε τους Βενετούς αλλά και τους υπόλοιπους δυτικούς ηγεμόνες να τους χρησιμοποιήσουν και στους άλλους πολέμους στην Ιταλική χερσόνησο.
Έτσι τον Μάιο του 1482, 300 «στρατιώτες» ξεκίνησαν από το Ναύπλιο για τη Φερράρα με αρχηγό τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Την ίδια στιγμή ο Βασιλιάς της Ισπανίας προσλαμβάνει άλλους 600 stratioti για να πολεμήσουν στην Απουλία και Καλαβρία.
Η παρουσία των Ελλήνων έφιππων λογχοφόρων στην Ιταλία έκανε τρομερή εντύπωση στους σύγχρονους παρατηρητές.
Ο ιστορικός M. Sanudo περιγράφει ως εξής την άφιξη των stratioti στην Βενετία: «Εκ Ναυπάκτου κατέπλευσαν εννενήκοντα Στρατιώται μετά των βαρβαρικών ίππων των, και αποβιβασθέντες εν Λίδω, την επιούσαν εξετέλεσαν παρέλασιν αποδείξασαν τον ταχύτατον δρόμον των εις τους συρρεύσαντας αναριθμήτους πατρικίους και πλήθη του λαού [.].
Οι Στρατιώται ονομαζόμενοι υπό των λατίνων Ηπειρώται, Τούρκοι, Έλληνες και Αλβανοί, είναι άνδρες καρτερόθυμοι και πρόθυμοι εις πάντα κίνδυνον. Φύσει άρπαγες και των λεηλασιών φίλοι καταστρέφουσι την χώραν διά των επιδρομών και φονεύουσι τους ανθρώπους προς ουδέν θεωρούντες τον θάνατον» (Σάθας, ο.π., σ. 155-156).
Ωστόσο η πανευρωπαϊκή φήμη των «στρατιωτών» οφείλεται στη συμμετοχή τους στους ιταλικούς πολέμους των ετών 1494-1559 που ξεκίνησαν με την εισβολή του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Η΄ στην βόρεια Ιταλία.
Σε αυτούς τους πολέμους που έλαβαν μέρος στρατοί από όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης (Γάλλοι, Ισπανοί, Ελβετοί, Γερμανοί) οι Έλληνες «στρατιώτες» απέδειξαν τη σημασία του ελαφρού ιππικού.
Όπως αναφέρει ο Pierre Brantome de Bourdeilles: «ούτοι οι Στρατιώται μας εδίδαξαν τον διοργανισμόν του ελαφρού ιππικού το οποίον πρότερον ήκιστα ετιμάτο εν Γαλλία και εστερείτο πάσης τάξεως» (Σάθας, ο.π., σ. 183). Μέχρι τότε το ελαφρύ ιππικό είχε μόνο βοηθητικό ρόλο στη μάχη.
Το κύριο σώμα που έπαιρνε τις νίκες ήταν το δορυφόρο πεζικό. Στους ιταλικούς πολέμους όμως οι stratioti κατάφεραν να νικήσουν τους Γάλλους και τους διάσημους Ελβετούς πεζικάριους χωρίς τη βοήθεια του φίλιου πεζικού, (μάχη της Νοβάρα το 1496), «πράγμα ανήκουστον», όπως το χαρακτηρίζουν οι πηγές της εποχής.
Οι «στρατιώτες» έκτοτε προκαλούσαν τρόμο στους εχθρούς ενώ ο Γάλλος βασιλιάς θέλησε να στελεχώσει τον στρατό του με τέτοιους ιππείς. Έτσι το 1498 ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ ζήτησε από τον Μερκούριο Μπούα να υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό, ενώ το 1503, μετά τη μάχη του Γαρηλιανού ονομάσθηκε κόμης και αρχηγός του ελαφρού ιππικού.
Ο ίδιος τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό με τον τίτλο του στρατηγού και του κόμη του Ιλάζ και του Σοάβε.
Από το όνομα των Ελλήνων ιππέων πήρε το όνομά του και το γαλλικό ελαφρύ ιππικό: estradiot. Τη διαδικασία ενσωμάτωσης αυτού του σώματος στον γαλλικό στρατό περιέγραψε ο πρώτος Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε επιμελώς με το ζήτημα των stratioti Κωνσταντίνος Σάθας:
"Οι «Στρατιώται» δεν εχρησίμευσαν εις διοργανισμόν μόνου του ελαφρού ιππικού αλλά και των βαρέων ιππέων και αυτού του τιμωριωτικού στρατού. Κατά την εν έτει 1534 συγγραφείσαν Discipline militaire του Bellay, έκαστος Γάλλος τιμαριούχος ώφειλεν από ηλικίας δεκαεπτά ετών να υπηρετήση επί έξ μέχρις εννέα ετών εις τας τρείς σχολάς του ελαφρού ιππικού, τας λεγομένας των τουφεκοφόρων, των Στρατιωτών και των ελαφρών ιππέων, ίνα μάθη όλην την επιστήμην και καταρτισθή άξιος του ονόματος πολεμιστής." (Σάθας, ο.π., σ. 234)
Μετά τη δεκαετία του 1530, με την ευρεία διάδοση του αρκεβουζιοφόρου πεζικού (ισπανικής εμπνεύσεως) η σημασία των stratioti μειώνεται.
Εξάλλου διασκορπισμένοι στις διάφορες γωνίες της Ευρώπης σταδιακά οι Έλληνες πολεμιστές αφομοιώνονται πολιτισμικά μέσω της μακράς διαμονής σε ξένους τόπους. Χαρακτηριστικό των αισθημάτων των stratioti είναι το ποίημα του «στρατιώτη» και λογίου Μιχαήλ Μάρουλου Ταρχανιώτη:
Σωριάστηκε συθέμελα και σπίτι και πατρίδα
Και να, και σε, γλυκέ αδελφέ, ο Χάρος μου σε πήρε
Και άγουρο σε έστειλε στ' ανήλιαγα παλάτια.
Αλοιά, κακόμοιρο παιδί, ποια τύχη μου σε πήρε;
Σε ποιόν αφίνεις, φεύγοντας, τα' αραχνιασμένο σπίτι;
Πρώτη η πατρίδα, ύστερα συ, μου τάραξες τα στήθια.
Μαζί σου όλα τάθαψα και πόθους μου κ' ελπίδες,
Όλα μαζί στο σκοτεινό το μνήμα, που σε κρύβει
(Χρύσα Μαλτέζου, Stradioti. Οι προστάτες των συνόρων, Αθήνα 2003, www.army.gr)
Στα τέλη του 15ου αιώνα εισέρχονται στον ευρωπαϊκό τρόπο πολέμου δύο νέα στοιχεία: το πρώτο προέρχεται από το παρελθόν και πρόκειται για το πυκνό, δορυφόρο πεζικό που κινείται μαζικά ως συμπαγής φάλαγγα με εξέχοντες σε αυτό το είδος μάχης τους ορεσίβιους Ελβετούς.
Το δεύτερο στοιχείο θα καθορίσει το μέλλον της στρατιωτικής τακτικής και είναι η χρήση της πυρίτιδας.
Το πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστούν και θα εφαρμοστούν μαζικά αυτού του είδους οι νεωτερισμοί ήταν οι Ιταλικοί πόλεμοι μεταξύ των ετών 1494-1559 κατά τους οποίους οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Γαλλία, Αψβουργική Ισπανία, Βενετία) συγκρούστηκαν για τον έλεγχο των ιταλικών κρατιδίων.
Η στρατιωτική φιλολογία θεωρεί αυτούς τους πολέμους και στρατούς ως τους πρώτους σύγχρονους της νεώτερης εποχής.
Σε αυτό λοιπόν το πεδίο μάχης που σφυρηλατήθηκε το νέο είδος πολέμου έκαναν την εμφάνισή τους οι stratioti, οι πρώτοι Έλληνες μεταβυζαντινοί πολεμιστές.
Οι stratioti ήταν ελαφρύ ιππικό, μετεξέλιξη των στρατιωτών του υστεροβυζαντινού στρατού (στρατιώτης σήμαινε τον ελαφρό ιππέα), που υπηρετούσαν τους τελευταίους βυζαντινούς δεσπότες της Πελοποννήσου.
Κατά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς αυτά τα μισθοφορικά σώματα χρησιμοποιήθηκαν από τους Βενετούς για να υπερασπίσουν τις κτήσεις τους στο Ναύπλιο, τη Μεθώνη, τη Κορώνη και τη Μονεμβασιά.
Όταν ξέσπασαν οι ιταλικοί πόλεμοι οι Βενετοί μετέφεραν τα στρατεύματα αυτά στην Ιταλική χερσόνησο και επηρέασαν με την ιδιαίτερη μαχητική τους ικανότητα την εξέλιξη των στρατιωτικών σχηματισμών, συμβάλλοντας καίρια σ' αυτό που οι στρατιωτικοί ιστορικοί ονομάζουν ως «αναβίωση της τακτικής του ιππικού».
Ο τρόπος πολέμου των stratioti στηρίζονταν στην ταχύτητα, την ευελιξία, τη τακτική της παρακολούθησης και παρενόχλησης, την αιφνιδιαστική επίθεση και καταδίωξη του εχθρού. Ήταν μία μέθοδος πολέμου που ανταποκρίνονταν στο βαλκανικό πολεμικό σκηνικό που επικρατούσε κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.
Τα πολυάριθμα στρατεύματα των Οθωμανών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τους χριστιανούς ηγεμόνες των Βαλκανίων μόνο με γρήγορες, τακτικές κινήσεις που ευνοούνταν από την ορεινή φυσιογνωμία της χερσονήσου του Αίμου.
Το ελαφρύ ιππικό μπορούσε να αντεπεξέλθει άριστα σε αυτήν την αποστολή ενώ φαίνεται ότι οι χριστιανοί υιοθέτησαν και ορισμένα στοιχεία από τους Οθωμανούς, όπως τον ελαφρύ επιθετικό εξοπλισμό και εξάρτυση σε αντίθεση με τους σιδηρόφρακτους Ευρωπαίους ιππείς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δυτικές πηγές συχνά μπερδεύουν τους stratioti με το κατεξοχήν ελαφρό ιππικό των Οθωμανών, τους ακιντζήδες.
Οι stratioti ήταν ντυμένοι με βαμβακερό επενδυτή που για τους επικεφαλής ήταν χρώματος πορφυρού με χρυσοκέντητη διακόσμηση. Στο κεφάλι φορούσαν σκούφο ή σπανιότερα κράνος, ενώ κάποιοι έφεραν ένα είδος θώρακα (panciera).
Ο εξοπλισμός τους αποτελούνταν από μία μικρή στρογγυλή ασπίδα (scudo), ένα σπαθί τύπου schiavona VII, ένα κοντό δόρυ (το κατεξοχήν όπλο τους) με μία μικρή σημαία στο πάνω άκρο και ένα ρόπαλο (mazzocca) συχνά μεταλλικό.
Τα άλογά τους ήταν μεγάλα, γρήγορα και ανθεκτικά στην κούραση και στις κακουχίες όπως άρμοζε στην πολεμική τους τακτική.
Επειδή συναντάμε τους stratioti στις πηγές αρκετά αργά, όταν ήδη έχουν γίνει γνωστοί στην Ευρώπη και έχουν αποκρυσταλλωθεί τα χαρακτηριστικά τους, είναι δύσκολο να εξακριβώσουμε τις επιρροές και την καταγωγή τους.
Φαίνεται ότι τα στρατιωτικά στοιχεία των stratioti αποτελούν ένα μείγμα βυζαντινών, βαλκανικών, τουρκικών και λατινικών στρατιωτικών επιδράσεων που σφυρηλατήθηκε στις συνεχείς μάχες της εποχής.
H εθνολογική τους προέλευση αποτελεί ένα άλλο ζήτημα. Στις πηγές οι stratioti χαρακτηρίζονται ως Έλληνες, άλλοτε παρουσιάζονται ως ανομοιογενές σύνολο από Έλληνες,αλλά και Αλβανούς, Δαλματούς, Αρμένιους ακόμη και Τούρκους.
Οι stratioti ζούσαν μέσα στην ελληνική παράδοση και δια μέσου αυτής εξέφρασαν τους πόθους των ελληνικών πληθυσμών για ελευθερία.
Η καταγωγή των stratioti υπαγόρευσε την ιδιόμορφη στρατιωτική τους οργάνωση και πρακτική. Η μικρότερη μονάδα, η compagnia, αποτελούνταν από 25-50 ιππείς που συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς και είχαν επικεφαλής τον capo.
Συνήθως η μεσαία μονάδα αριθμούσε 90-110 stratioti ( δηλαδή περίπου όσοι χώραγαν σε ένα επιβατικό πλοίο μαζί με τα άλογά τους) ενώ ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα, όπως αυτό που μεταφέρθηκε από τους Βενετούς στην Ιταλία έφτανε τα χίλια περίπου άτομα.
Τέλος οι φρουρές των κάστρων σε καιρό πολέμου αποτελούνταν από 5.000 stratioti. Κάθε capo μεταβίβαζε την αρχηγία στα παιδία του, ήταν δηλαδή κληρονομικό αξίωμα, αλλά δεν αποκλειόταν και η εκλογή μεταξύ των stratioti στους οποίους επικρατούσε έντονα το αίσθημα της ισότητας και της ανεξαρτησίας.
Όταν το 1494, κατά τις διαπραγματεύσεις με τη βενετική γερουσία για τη μισθοδοσία τους, ο δόγης της Βενετίας έδωσε το χέρι του μόνο στον αρχηγό των stratioti Πέτρο Βουζύκη οι υπόλοιποι capi αρνήθηκαν να δεχτούν τους όρους της συνθήκης και διαμαρτυρήθηκαν ότι είναι όλοι ίσοι.
Η Βενετία για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες τους απένειμε σε αυτούς τον τίτλο του ιππότη.
Μέσα στους όρους που έθεσαν οι τελευταίοι ήταν να πληρώνονται όχι ως μισθοφόροι με σταθερό ποσό αλλά ανάλογα με τον αριθμό των εχθρών που σκοτώνουν και αιχμαλωτίζουν.
Δεύτερος όρος ήταν να υπηρετούν υπό Βενετό ευγενή και όχι άλλου ξένου αρχηγού («διότι έχουσιν όλως διάφορα έθιμα»).
Οι αξίες της τιμής και της γενναιοφροσύνης που διέθεταν σε υψηλό βαθμό οι στρατιώτες τους καθιστούσαν εξαιρετικούς πολεμιστές αλλά και απείθαρχους. Λειτουργούσαν περισσότερο ως άτακτο σώμα ειδικών αποστολών παρά ως οργανικό τμήμα ενός πειθαρχημένου στρατιωτικού συνόλου.
Έτσι οι stratioti κατηγορήθηκαν ότι κατά τη μάχη στο Φόρνοβο (1494) άφησαν τα εχθρικά γαλλικά στρατεύματα να ξεφύγουν επειδή οι stratioti προτίμησαν τη λαφυραγωγία από την εκδίωξη του εχθρού, πράξη που κόστισε τη νίκη στους Βενετούς.
Οι stratioti διέθεταν τους δικούς τους κώδικες αξιών που τηρούσαν με άτεγκτη αυστηρότητα. μία από αυτές ήταν ο απόλυτος σεβασμός και η τήρηση των εθίμων, κυρίως αυτών που συνδέονταν με την ισότιμη διανομή των λαφύρων.
Οι stratioti κατηγορήθηκαν επίσης από τους συγχρόνους τους για τη σκληρότητα και τα βάρβαρα έθιμά τους και κυρίως για την αποκοπή των κεφαλών του εχθρού προκειμένου να ανταμειφθούν από τους βενετούς αξιωματούχους (η τιμή είχε οριστεί σε ένα δουκάτο επί εκάστης εχθρικής κεφαλής).
Η πρακτική αυτή όμως ήταν πολύ κοινή στους νομαδικούς πληθυσμούς της βαλκανικής καθώς είχε ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα και δεν συνδέεται με τη λογική της σκύλευσης του νεκρού αλλά με την επίτευξη του ιδανικού της τιμής του πολεμιστή-κυνηγού.
Το κεφάλι του εχθρού αντιστοιχούσε στην ασπίδα του εχθρού των αρχαίων κλασικών χρόνων: απέδιδε στον στρατιώτη όχι μόνο υλικό όφελος αλλά και δόξα.
Μία εξαιρετική εικόνα των stratioti μας δίνει ο βενετός χρονογράφος Marco Sanudo: «Οι Στρατιώται είναι Έλληνες, και φορούσι πλατείς επενδύτας και υψηλούς πίλους, τινές δε και θώρακας.
Κρατούσι λόγχην εις την χείρα και ρόπαλον, εν δε τω πλευρώ κρεμώσι σπάθην. Τρέχουσιν ως πτηνοί, και μένουσιν απαύστως επί των ίππων των, οίτινες δεν τρώγουσι χόρτον ως οι ιταλικοί. Ειθισμένοι εις ληστείας συνεχώς δηούσι την Πελοπόννησον.
Άριστος κατά των Τούρκων προμαχών, διοργανίζουσι κάλλιστα τας επιδρομάς και λεηλασίας, επιτίθενται εξ απροόπτου κατά του εχθρού, και είναι πιστοί εις τον κύριόν των.
Δεν αιχμαλωτίζουσιν, αλλ' αποκόπτουσι τας κεφαλάς, εφ' εκάστης των οποίων λαμβάνουσιν εν δουκάτον κατά την συνήθειάν των. Τρώγουσιν ολίγον και ευχαριστούνται με το παρατυχόν, πολύ δ' επιμελούνται τους ίππους των.
Μέγας τούτων αριθμός κατοικούσιν εις τας χώρας της Αυθεντείας, την οποίαν προθύμως υπηρετούσι, διότι αριστεύοντες ονομάζονται ιππόται και λαμβάνουσι συντάξεις, μεταβιβαζομένας εις τους υιούς των» (Κ. Σάθας, Έλληνες Στρατιώται εν τη δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Αθήνα 1885, σ. 161).
Είναι γεγονός ότι οι stratioti είχαν ένα ιδιότυπο καθεστώς οργάνωσης και ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη κουλτούρα. Οι αρχηγοί των στρατιωτών πίστευαν ότι συνέχιζαν τον αγώνα των βυζαντινών δεσποτών.
Η Βενετία απένειμε σε αυτούς το παράσημο του Αγίου Μάρκου και τους έντυνε με χρυσοΰφαντες στολές όπως αυτές που φόραγαν οι βυζαντινοί αξιωματούχοι.
Ο Μερκούριος Μπούας, ο πιο διάσημος ίσως στρατιώτης στην Ευρώπη, είχε ως λάβαρό του την αυτοκρατορική σημαία των Παλαιολόγων, ενώ οι stratioti ορμούσαν στις μάχες φωνάζοντας το όνομα του βυζαντινού στρατιωτικού αγίου: «Άγιε Γεώργιε, Άγιε Γεώργιε».
Φρόντιζαν να χτίζουν και να γίνονται προστάτες ορθόδοξων εκκλησιών που βρίσκονταν σε καθολικά εδάφη όπως στην πόλη της Βενετίας και στην Νάπολη.
Η πομπώδης εμφάνιση και η ξεχωριστή συμπεριφορά τους αποτυπώθηκε στη λογοτεχνία της εποχής που δημιούργησε τον τύπο του stratioti palikari, του γενναίου Έλληνα στρατιώτη που μας θυμίζει το Διγενή Ακρίτα, τον κατεξοχήν βυζαντινό ήρωα.
Από την Πελοπόννησο στην Ευρώπη Κατά τον πρώτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479) οι stratioti αποδείχτηκαν το πιο αξιόμαχο σώμα του μισθοφορικού βενετικού στρατού, όχι όμως και το πιο έμπιστο καθώς δρούσε πολλές φορές αυτόνομα σύμφωνα με τις ανάγκες των «στρατιωτών».
Η στάση αυτή πρέπει να ερμηνευτεί μέσα από το πρίσμα της αναρχίας που επικρατούσε στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή. Οι Οθωμανοί λεηλατούσαν και κατέστρεφαν συστηματικά την ύπαιθρο ενώ οι Βενετοί δεν μπορούσαν ούτε να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποσχέσεις προς τους stratioti ούτε να τηρήσουν την επισιτιστική τους πολιτική με αποτέλεσμα να ζουν οι «στρατιώτες» και οι οικογένειές τους διαρκώς υπό το φάσμα του λιμού, της αιχμαλωσίας και του θανάτου.
stratioti"Μερικές ειδήσεις για τη συμμετοχή τους σε διάφορες φάσεις των εχθροπραξιών προσφέρουν βενετικές πηγές, που αναφέρονται στις προαγωγές, συντάξεις και άλλες αμοιβές των ηγετών τους, όπως των Εμμανουήλ, Νικολάου και Μιχαήλ Ράλλη, του ομώνυμου Μιχαήλ Ράλλη-Ίση, των αδελφών Μάρκου- Επιφανείου και Κορκοδείλου Κλαδά, του Ματθαίου Σφραντζή, του Νικολάου Γρίτσα, του Ισαακίου Ράλλη-Λάσκαρι, των αδελφών Πέτρου, Αλεξίου και Γκίνη Μπούα, των αδελφών Γεωργίου, Ιωάννου και Νικολαόυ Μενάγια, του Μιχαήλ Ράλλη-Δρίμη, του Γεωργίου και Νικολάου Παγωμένου, του Νικολάου Μπόχαλη και των αδελφών του, του Πελλεγρίνου Μποζίκη, του Ισαακίου Ρένεση, του Ιωάννη Γαβαλά, πλειάδος στρατιωτικών με το (γνήσιο ή πλαστό) επώνυμο των Παλαιολόγων κ.α."
"Για τους Έλληνες η λήξη του πολέμου έκλεισε μια δεκαπενταετή περίοδο γεμάτη σφαγές, αιχμαλωσίες και καταστροφές. Σε ορισμένες περιοχές ο πληθυσμός αραίωσε, άλλοτε εξ αιτίας των σφαγών και του λοιμού, άλλοτε εξαιτίας των ομαδικών εκπατρισμών, από τους οποίους αρκετοί έγιναν χωρίς την θέληση των κατοίκων. [.] όπως κυρίως η μετανάστευση πολλών οικογενειών Πελοποννησίων «στρατιωτών» προς τα Επτάνησα, προπάντων προς τη Ζάκυνθο (1464, 1485 κ.ε.), την Κύπρο (1473-1474), την Κρήτη (1479), την Ιστρία και Δαλματία (μετά το 1479) και την ίδια τη Βενετία (από το 1479 κ.ε.)"
"Η έξοδος αυτή των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες της Πελοποννήσου έγινε με την ενθάρρυνση των Βενετών, οι οποίοι επεδίωκαν ταυτόχρονα πολλαπλά ωφελήματα: να ενισχύσουν από τη μια μεριά τις φρουρές τους στις νέες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, να πυκνώσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στις ευπαθείς βάσεις τους στη Δαλματία και Ιστρία, να εξασφαλίσουν δυνάμεις πεζικού εν όψει κρίσεων στην Terra Ferma εξ αιτίας του πολέμου της Φερράρας, να αποδυναμώσουν, τέλος, τα στοιχεία εκείνα του ελληνικού πληθυσμού, τα οποία με την τακτική τους και την αντιτουρκική τους παράδοση εμπόδιζαν την ομαλή επιστροφή στην ομαλότητα και υπονόμευαν γενικά την αποκατάσταση ειρηνικών σχέσεων με τους οθωμανούς. " (Ι. Χασιώτης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, σ. 265, 275)
Η σημασία των statioti για την αντιμετώπιση των Οθωμανών έγινε αντιληπτή από τους Βενετούς κατά τη διάρκεια των τουρκικών επιδρομών στο Φρίουλι στη Βόρεια Ιταλία το 1472. Το στράτευμα των Τούρκων αποτελούνταν από ακιντζήδες με επικεφαλής τον Χασάν μπέη.
Ο Βενετοί στρατολόγησαν Ιταλούς μισθοφόρους και πεζικάριους από τη βενετική ενδοχώρα (Terra ferma).
Οι πεζικάριοι όμως δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες αλλά χωρικοί που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των κάστρων των περιφερειών τους, ένα είδος εθνοφυλακής που δεν είχε καμία πείρα από πολεμικές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς, το ίδιο εξάλλου συνέβαινε και με τα έφιππα μισθοφορικά τμήματα των Ιταλών.
Ο βενετικός στρατός ηττήθηκε κατά κράτος.
ΒενετοίΤο 1477 οι Βενετοί κατάλαβαν ότι ο ιταλικός τρόπος πολέμου δεν είχε αποτέλεσμα απέναντι στους Οθωμανούς και αποφάσισαν να πολεμήσουν τους Τούρκους με τα ίδια όπλα: μικρές, αιφνιδιαστικές επιθέσεις, συνεχείς παρενοχλήσεις, προσποιητές υποχωρήσεις, καταιγιστικά χτυπήματα.
Τον Απρίλιο του 1477 τα ιταλικά στρατεύματα αντικαταστάθηκαν από Έλληνες «στρατιώτες» και τοξότες από τη Σερβία.
Καθώς το βάρος των επιχειρήσεων σήκωσαν κυρίως οι stratioti (προερχόμενοι από τη Ζάκυνθο, το Δυρράχιο και την Πελοπόννησο), η τακτική αυτή γνώρισε απόλυτη επιτυχία. Οι Οθωμανοί δεν προσπάθησαν άλλη φορά να εισβάλλουν στη Δύση από αυτό το σημείο.
Το αξιόμαχο των stratioti έπεισε τους Βενετούς αλλά και τους υπόλοιπους δυτικούς ηγεμόνες να τους χρησιμοποιήσουν και στους άλλους πολέμους στην Ιταλική χερσόνησο.
Έτσι τον Μάιο του 1482, 300 «στρατιώτες» ξεκίνησαν από το Ναύπλιο για τη Φερράρα με αρχηγό τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Την ίδια στιγμή ο Βασιλιάς της Ισπανίας προσλαμβάνει άλλους 600 stratioti για να πολεμήσουν στην Απουλία και Καλαβρία.
Η παρουσία των Ελλήνων έφιππων λογχοφόρων στην Ιταλία έκανε τρομερή εντύπωση στους σύγχρονους παρατηρητές.
Ο ιστορικός M. Sanudo περιγράφει ως εξής την άφιξη των stratioti στην Βενετία: «Εκ Ναυπάκτου κατέπλευσαν εννενήκοντα Στρατιώται μετά των βαρβαρικών ίππων των, και αποβιβασθέντες εν Λίδω, την επιούσαν εξετέλεσαν παρέλασιν αποδείξασαν τον ταχύτατον δρόμον των εις τους συρρεύσαντας αναριθμήτους πατρικίους και πλήθη του λαού [.].
Οι Στρατιώται ονομαζόμενοι υπό των λατίνων Ηπειρώται, Τούρκοι, Έλληνες και Αλβανοί, είναι άνδρες καρτερόθυμοι και πρόθυμοι εις πάντα κίνδυνον. Φύσει άρπαγες και των λεηλασιών φίλοι καταστρέφουσι την χώραν διά των επιδρομών και φονεύουσι τους ανθρώπους προς ουδέν θεωρούντες τον θάνατον» (Σάθας, ο.π., σ. 155-156).
Ωστόσο η πανευρωπαϊκή φήμη των «στρατιωτών» οφείλεται στη συμμετοχή τους στους ιταλικούς πολέμους των ετών 1494-1559 που ξεκίνησαν με την εισβολή του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Η΄ στην βόρεια Ιταλία.
Σε αυτούς τους πολέμους που έλαβαν μέρος στρατοί από όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης (Γάλλοι, Ισπανοί, Ελβετοί, Γερμανοί) οι Έλληνες «στρατιώτες» απέδειξαν τη σημασία του ελαφρού ιππικού.
Όπως αναφέρει ο Pierre Brantome de Bourdeilles: «ούτοι οι Στρατιώται μας εδίδαξαν τον διοργανισμόν του ελαφρού ιππικού το οποίον πρότερον ήκιστα ετιμάτο εν Γαλλία και εστερείτο πάσης τάξεως» (Σάθας, ο.π., σ. 183). Μέχρι τότε το ελαφρύ ιππικό είχε μόνο βοηθητικό ρόλο στη μάχη.
Το κύριο σώμα που έπαιρνε τις νίκες ήταν το δορυφόρο πεζικό. Στους ιταλικούς πολέμους όμως οι stratioti κατάφεραν να νικήσουν τους Γάλλους και τους διάσημους Ελβετούς πεζικάριους χωρίς τη βοήθεια του φίλιου πεζικού, (μάχη της Νοβάρα το 1496), «πράγμα ανήκουστον», όπως το χαρακτηρίζουν οι πηγές της εποχής.
Οι «στρατιώτες» έκτοτε προκαλούσαν τρόμο στους εχθρούς ενώ ο Γάλλος βασιλιάς θέλησε να στελεχώσει τον στρατό του με τέτοιους ιππείς. Έτσι το 1498 ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ ζήτησε από τον Μερκούριο Μπούα να υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό, ενώ το 1503, μετά τη μάχη του Γαρηλιανού ονομάσθηκε κόμης και αρχηγός του ελαφρού ιππικού.
Ο ίδιος τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό με τον τίτλο του στρατηγού και του κόμη του Ιλάζ και του Σοάβε.
Από το όνομα των Ελλήνων ιππέων πήρε το όνομά του και το γαλλικό ελαφρύ ιππικό: estradiot. Τη διαδικασία ενσωμάτωσης αυτού του σώματος στον γαλλικό στρατό περιέγραψε ο πρώτος Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε επιμελώς με το ζήτημα των stratioti Κωνσταντίνος Σάθας:
"Οι «Στρατιώται» δεν εχρησίμευσαν εις διοργανισμόν μόνου του ελαφρού ιππικού αλλά και των βαρέων ιππέων και αυτού του τιμωριωτικού στρατού. Κατά την εν έτει 1534 συγγραφείσαν Discipline militaire του Bellay, έκαστος Γάλλος τιμαριούχος ώφειλεν από ηλικίας δεκαεπτά ετών να υπηρετήση επί έξ μέχρις εννέα ετών εις τας τρείς σχολάς του ελαφρού ιππικού, τας λεγομένας των τουφεκοφόρων, των Στρατιωτών και των ελαφρών ιππέων, ίνα μάθη όλην την επιστήμην και καταρτισθή άξιος του ονόματος πολεμιστής." (Σάθας, ο.π., σ. 234)
Μετά τη δεκαετία του 1530, με την ευρεία διάδοση του αρκεβουζιοφόρου πεζικού (ισπανικής εμπνεύσεως) η σημασία των stratioti μειώνεται.
Εξάλλου διασκορπισμένοι στις διάφορες γωνίες της Ευρώπης σταδιακά οι Έλληνες πολεμιστές αφομοιώνονται πολιτισμικά μέσω της μακράς διαμονής σε ξένους τόπους. Χαρακτηριστικό των αισθημάτων των stratioti είναι το ποίημα του «στρατιώτη» και λογίου Μιχαήλ Μάρουλου Ταρχανιώτη:
Σωριάστηκε συθέμελα και σπίτι και πατρίδα
Και να, και σε, γλυκέ αδελφέ, ο Χάρος μου σε πήρε
Και άγουρο σε έστειλε στ' ανήλιαγα παλάτια.
Αλοιά, κακόμοιρο παιδί, ποια τύχη μου σε πήρε;
Σε ποιόν αφίνεις, φεύγοντας, τα' αραχνιασμένο σπίτι;
Πρώτη η πατρίδα, ύστερα συ, μου τάραξες τα στήθια.
Μαζί σου όλα τάθαψα και πόθους μου κ' ελπίδες,
Όλα μαζί στο σκοτεινό το μνήμα, που σε κρύβει
(Χρύσα Μαλτέζου, Stradioti. Οι προστάτες των συνόρων, Αθήνα 2003, www.army.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου