Συνέχεια απο Τετάρτη, 24 Ιουλίου 2013
Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος
Το πεδίο έρευνας της πρόσφατης Χριστολογίας, που δεσμεύει περισσότερο όλων των άλλων τους καθολικούς Θεολόγους, προσφέρεται από την ψυχολογία του Χριστού και χωρίζεται σε τρία βασικά προβλήματα: το πρόβλημα τού ΕΓΩ τού Χριστού, το πρόβλημα της συνειδήσεως τού Χριστού, το πρόβλημα της επιστήμης του Χριστού. Οι Θεολόγοι αναρωτιούνται εάν υπάρχει ένας ορίζοντας αυθεντικά ανθρώπινος σ’αυτές τις πλευρές της σύνθετης πραγματικότητος του Χριστού και πολλοί απ’αυτούς δίνουν θετική απάντηση στα τρία ερωτήματα. Αναδύεται μ’αυτόν τον τρόπο η αληθινή και πλήρης ανθρωπότης του Ιησού.
Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος
VINCENZO CAPORALE.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΙΗΣΟΥΣ
Η ανθρώπινη ψυχολογία του Χριστού.
Deodat de Basly. Αυτή η νέα ψυχο-Θεολογική έρευνα ξεκινά από τον de Basly την οποία εκθέτει στο βιβλίο του La Christiade de Francaise, στα 1929, καί είναι ένα περίεργο μυθιστόρημα, στην πραγματικότητα! Ασκεί κριτική στην Θωμιστική έννοια της ενότητος στον Χριστό, διότι το συμπτωματικό και το Απόλυτο δεν μπορούν να γίνουν ένα ενυπάρχον πράγμα. Και αντιπαραθέτει την δική του Θεωρία της «θεϊκής πρόσθεσης». Σύμφωνα μ’αυτή την θεωρία η ενότης ανάμεσα στον προσληφθέντα άνθρωπο και τον Λόγο παραμένει εξωτερική και μ’αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται τέλεια υπερβατικότης του Θεού και η πλήρης αυτονομία του προσληφθέντος ανθρώπου. Όμως ο Λόγος και ο προσληφθείς άνθρωπος σχηματίζουν ένα φυσικό και υπερβατικό όλον, μία σύνθετη και ετερογενή πραγματικότητα.
Ο de Basly περιγράφει το μυστήριο της ενσαρκώσεως και της λυτρώσεως με δραματικούς όρους, σαν ένα πρωτάθλημα αγάπης ανάμεσα σε δύο πρωταγωνιστές, που πρέπει να είναι αυτόνομα άτομα, προικισμένα με νοημοσύνη και δική τους θέληση. Ο πρώτος πρωταγωνιστής είναι ο Τριαδικός Θεός και όχι ο Πατήρ ή ο Λόγος, καθότι στον Θεό υπάρχει μόνον μία ατομικότης, εκείνη της μοναδικής φύσεως. Ο άλλος πρωταγωνιστής είναι ο προσληφθείς άνθρωπος, σαν ένα άτομο που διαθέτει μία νοημοσύνη και μία ανθρώπινη θέληση.
Ο άνθρωπος Ιησούς είναι τελείως αυτόνομος σαν ενεργών και ο Λόγος δεν ασκεί καμία επιρροή στην γνώση του και στην θέλησή του. Μάλιστα δε ο Λόγος δεν βρίσκεται μέσα στον Χριστό σαν ένα αυτόνομο Εγώ, διότι στις έκτακτες ενέργειες, ο Τριαδικός Θεός είναι μία και μοναδική αυτόνομη ατομικότης. Το ΕΓΩ του Χριστού γεννιέται στην αυτονομία τού προσληφθέντος ανθρώπου.
Το υποκείμενο που δρα στις ευαγγελικές διηγήσεις είναι πάντοτε το ανθρώπινο ΕΓΩ του Ιησού. Η ψυχολογία του Χριστού είναι λοιπόν εκείνη ενός ανθρώπινου ΕΓΩ, όπως και τα άλλα, που έχει τοποθετηθεί απέναντι από τον Τριαδικό Θεό. Συνεπώς και το αντικείμενο των διαβεβαιώσεών μας για τον Χριστό είναι πάνω απ’όλα ο προσληφθείς άνθρωπος. Όταν λέω λοιπόν, «ο Χριστός» θέλω να πω κατευθείαν απλά, αυτός ο προσληφθείς, εξατομικευμένος, αυτόνομος άνθρωπος.
Η Χριστολογία του de Basly, όπως είναι γνωστό, δημιούργησε ζωηρές αντιπαραθέσεις και πολλά δύσκολα προβλήματα. Μέχρι ποιού σημείου είναι στην τροχιά του Σκώτου, μέχρι πού είναι Νεστοριανός; Ενα πράγμα πάντως είναι σίγουρο. Πώς συνεχίζει να επηρεάζει, ιδιαιτέρως λόγω της μεγάλης σημασίας που αποδίδει στην ανθρωπότητα του Ιησού. Σ’αυτόν ανήκει εξάλλου η αξία ότι πρότεινε στον στοχασμό των Θεολόγων το πρόβλημα του ανθρώπινου ΕΓΩ του Χριστού.
Paul Galtier, η ενότης του Χριστού (1939). Αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα και συστηματικά το θέμα της αυτονομίας της ανθρώπινης συνειδήσεως του Χριστού και την σχέση του με το Θείο πρόσωπο του Λόγου. Όμως κινείται πιστά ριζωμένος στο δόγμα της υφισταμένης υπάρξεως και της ουσιώδους ενότητος της ανθρωπότητος με τον Λόγο. Και έτσι το πρόβλημα της συνειδήσεως του Ιησού μεταφέρεται στο κέντρο των Χριστολογικών συζητήσεων.
Ο Galtier ξεκινά από την αρχή πώς δεν είναι δυνατόν να ταυτιστούν συνείδηση του εαυτού και πρόσωπο. Η συνείδηση είναι λειτουργία μίας πνευματικής φύσεως και όχι ενός προσώπου. Η συνείδηση προέρχεται, γεννιέται, από την Φύση και την δραστηριότητα της και επομένως το αντικείμενό της δίνεται από τις πράξεις και από την Φύση που είναι παρούσα στις πράξεις. Καθ’εαυτό το «πρόσωπο» δεν αποτελεί μέρος του περιεχομένου της συνειδήσεως, διότι αναγκαίως μία Φύση υφίσταται καθεαυτή, όπως επαληθεύεται σε μας τους ανθρώπους.
Έτσι λοιπόν, ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, και σ’αυτόν οι δύο φύσεις είναι ενωμένες και διακριτές. Πέραν λοιπόν της Θείας συνειδήσεως, που είναι η κοινή συνείδηση στα τρία πρόσωπα, πρέπει να τοποθετήσουμε στην ανθρώπινη Φύση του Χριστού, μία συνείδηση του εαυτού μου, καθαρά ανθρώπινη, η οποία δεν είναι άμεσα μορφοποιημένη από την Θεία συνείδηση. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο Εγώ, εμπειρικό, ψυχολογικό, φαινομενικό, το οποίο αναφέρεται στην ανθρώπινη Φύση και στην ενέργειά της και στην ψυχική της κατάσταση. Ο Χριστός δεν θα μπορούσε να είναι ένας αληθινός άνθρωπος εάν δεν διέθετε συνειδητές ανθρώπινες καταστάσεις οι οποίες ενωμένες δίνουν ένα φαινομενικό ανθρώπινο «ΕΓΩ».
Στα λόγια του Ευαγγελίου εκφράζεται αυτό, το ανθρώπινο ΕΓΩ. Το ΕΓΩ όλων των λόγων του Χριστού είναι το ανθρώπινο ΕΓΩ, οι ομιλίες του Ιησού, οι διαβεβαιώσεις του γύρω από τον εαυτό του όπως επίσης και εκείνες που αποκαλύπτουν την θεότητά του είναι λόγος ανθρώπου, απορρέουν από ένα ανθρώπινο ΕΓΩ. Αναγνωρίζοντας λοιπόν ένα ΕΓΩ ανθρώπινο στον Χριστό, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να διατυπώνουμε με ψυχολογικούς όρους εκείνο για το οποίο μας βεβαιώνει η πίστη πώς είναι παρόν στον Χριστό: μία ανθρώπινη Φύση η οποία ενεργεί και φανερώνεται όπως η δική μας, αντικατοπτριζόμενη επομένως μέσα στην συνείδησή του και εκφραζόμενη στο ΕΓΩ που εξέρχεται από τα χείλη του!
Αυτό το ανθρώπινο ΕΓΩ του Χριστού, όμοιο με των άλλων ανθρώπων, δεν είναι ένα ΠΡΟΣΩΠΟ, διότι η ανθρώπινη Φύση του Χριστού δεν υφίσταται στον εαυτό της αλλά στον Λόγο. Η ψυχολογική αυτονομία δεν είναι οντολογική αυτονομία, καθότι στο οντολογικό επίπεδο πρέπει να δεχόμαστε πάντοτε μία πλήρη εξάρτηση της ανθρώπινης ψυχολογίας του Χριστού από το πρόσωπο του Λόγου. Διότι όλη η ανθρώπινη Φύση του Χριστού είναι ιδιοκτησία του Λόγου. Πώς γνωρίζει ο Χριστός αυτή την υποστατική ενότητα; Βασιζόμενος μόνον στην υφή της συνειδήσεως του, ο Χριστός δεν γνωρίζει τίποτε για το μεταφυσικό και θείο ΕΓΩ από το οποίο εξαρτάται το δικό του ΕΓΩ, το εμπειρικό και ανθρώπινο. Το άνοιγμα αυτού προς εκείνο γίνεται μόνον μέσω της αμέσου οράσεως του Θεού. Σ’ αυτή η ανθρωπότης του Χριστού θεωρείται σαν ενωμένη στον Λόγο, και το εμπειρικό της ΕΓΩ ενωμένο στο πρόσωπο του Λόγου. Επομένως η γνώση της υποστατικής ενώσεως στην ανθρώπινη συνείδηση του Χριστού δηλαδή η ανθρώπινη συνείδηση του εαυτού του σαν Υιού δεν μπορεί να προέλθει από την θεωρία του Θεού. Μόνον μέσα στο Φώς της Θείας αντικειμενικής θεωρίας το ΕΓΩ υψώνεται σε έκφραση όλου του Χριστού.
Αυτή η οντολογική εξάρτηση και αυτό το ψυχολογικό άνοιγμα δεν σημαίνουν πώς ο Λόγος προσδιορίζει την πράξη και την ανθρώπινη συνείδηση του Χριστού και δεν αλλοιώνουν την δομή τους, διότι ταιριάζουν με μία αυτονομία της δραστηριότητος και της συνειδήσεως στην ανθρωπότητα του Ιησού. Η εσωτερική του ζωή αυτοβεβαιώνεται ελεύθερα και αυτόνομα. Ο Λόγος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να οικειοποιείται μία δραστηριότητα της οποίας η ανθρώπινη φύση παραμένει η μοναδική τυπική και κατηγορηματική αρχή και δεν αλλοιώνεται επομένως από την υποστατική ένωση. Το πρόσωπο του Λόγου δεν είναι σε σχέση με την ανθρώπινη Φύση, ενεργούσα αρχή, αλλά αρχή ενότητος.
Ο Galtier προκάλεσε μία πολύ έντονη αντίδραση από τον χώρο του θωμισμού (Ακινάτη), όπως από τους H.Dieren, B.M.Xiberta κ.α. όμως για το έργο του, για την πρωτοτυπία της μεθόδου του και του περιεχομένου του, αντιπροσωπεύει έναν σταθμό μεγάλης σημασίας για την μοντέρνα Χριστολογία. Η προσπάθειά του ξεκινά από μία Χριστολογία «από κάτω». Δεν σκεπτόταν πώς είναι σωστό να θέλουμε να ξεκινήσουμε από τα σχολαστικά αξιώματα και να αναλύσουμε επομένως, μέσω ενός συστήματος συμπερασμάτων, τις δομές της ανθρώπινης συνειδήσεως του Ιησού. Θέλησε να κατανοήσει την ψυχή του Χριστού ξεκινώντας από την συνηθισμένη εμπειρία της ανθρώπινης συνειδήσεως.
Ήταν ένας τρόπος προόδου που απέδιδε δίκαια την δογματική αρχή σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είναι αληθινός άνθρωπος και επιπλέον πήρε στα σοβαρά την ανθρώπινη αυθορμητικότητα που μας φανερώνει το Βιβλικό πλαίσιο για τον Ιησού. Μ’αυτή την βασική στάση τού Galtier εφανερώθη μία υποχρέωση με την οποία πρέπει να λογαριαστεί κάθε μοντέρνα Χριστολογία.
Υπήρχε όμως ένα κενό στην θέση του Galtier, το οποίο παρατηρήθηκε από όλους τους αντιπάλους. Έχασε από μπρός του το γεγονός που λειτουργεί σαν αρχή στην Θεολογία, πώς οι οντολογικές διατυπώσεις και οι ψυχολογικές πρέπει να αντιστοιχούν και έτσι δεν δέχθηκε την απλή αλήθεια πώς το μεταφυσικό πρόσωπο γίνεται κατανοητό κατευθείαν μέσα στην συνείδηση του ανθρώπου. Η ιδιοφυής παρεμβολή του Rahner θέλησε να ξεπεράσει αυτό το κριτικό σημείο και να οδηγήσει το πρόβλημα με μία οριστική λύση. Μόνο που αυτός υπογραμμίζει δυνατά την αυθεντική ανθρωπότητα του Ιησού.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου