Συνέχεια από Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019
Συνεχίζεται
HENRI DE LUBAC
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ας προχωρήσουμε όμως. Είναι πολύ πιθανόν στην συγκεκριμένη πραγματικότητα να ανακαλύψουμε ένα είδος αντιθέσεως ανάμεσα στο πνεύμα της Επιστήμης και το Χριστιανικό πνεύμα, όπως μπορούμε να την ανακαλύψουμε και ανάμεσα στον στοχασμό και την προσευχή, ανάμεσα στην κοινωνική κατεύθυνση και την αναμονή της Βασιλείας κ.τ.λ. Όμως, εάν υπολογίσουμε πως ο άνθρωπος, στην σημερινή του κατάσταση, ενός όντος σε γίγνεσθαι, έχει μέσα του όχι μόνον τις δύο ασυμβίβαστες δυνάμεις του καλού και του κακού, αλλά και ένα πλήθος άλλων ορμών που είναι αντίθετες μεταξύ τους, με τάσεις που είναι νόμιμες και ταυτοχρόνως ασυμβίβαστες μεταξύ τους στην πρωτογενή τους μορφή, τότε θα είναι φυσικό να φθάσουμε στο συμπέρασμα πως μάλλον είναι αδύνατον να θυσιάσουμε την μια για την άλλη, να καταδικάσουμε την μια στο όνομα της άλλης. Ένα παρόμοιο συμπέρασμα ίσως μας οδηγούσε να τις χάσουμε και τις δυό. Θα χαθεί ακόμη και η Ελπίδα να βρεθεί κάποια δυναμική συμφωνία μεταξύ τους, να εξασφαλιστεί μεταξύ τους σιγά – σιγά μια αρμονία της εντάσεως. Διότι με μια πρώτη ματιά, όλα στον άνθρωπο μοιάζουν ανταγωνιστικά. Ο καθολικός πόλεμος είναι η πρώτη μας συνθήκη και ο σύντροφος σε κάθε μας βήμα. Οι πιο αυθεντικές δυνάμεις, οι πιο ουσιώδεις εκκλήσεις δεν είναι σε αυθόρμητη συμφωνία, και πολύ συχνά βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι κομματιασμένοι. Αλλά είναι μάλλον αυτή η μοναδική συνθήκη που μας δίνει την ώθηση να πάμε εμπρός.
Εκείνο που είναι αλήθεια για τον Φυσικό κόσμο είναι άλλο τόσο αλήθεια και για τον κοινωνικό κόσμο. Να μεταμορφώσουμε τον πρώτο με την τεχνολογία δεν θα μας ωφελούσε σε τίποτε, αν αυτή η εργασία δεν κατόρθωνε να μεταμορφώσει προοδευτικά την ίδια την κοινωνία. Λέμε, επιπλέον, πως ακριβώς σ’ αυτό συνίσταται η πρακτική ικανότης του ανθρώπου, που αποδεικνύεται μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντοτε όμως κατ’ εικόνα του Δημιουργού του, causa sui, αυτο-αίτιος. Και όχι με την έννοια που χρησιμοποιείται ευρέως, ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να ονομασθεί causa sui, αλλά από την Χρήση που κάνει της Ελευθερίας του.
Χωρίς αμφιβολία, δεν πρέπει να κρίνουμε άδικα όλους αυτούς οι οποίοι δεν αναγνώρισαν αμέσως το μεγαλείο και την αλήθεια μιας παρόμοιας ιδέας, όταν αυτή άρχισε να διεισδύει κρυφά μέσα στο ανθρώπινο γένος. Η επιφυλακτικότητά τους δεν προερχόταν πάντοτε από εγωιστικούς, παρότι ασυνείδητους λόγους, και πολύ συχνά ήταν ικανοί μεγάλης διακρίσεως, για να ελευθερώσουν αυτήν την ιδέα από την παχειά λάσπη στην οποία ήταν τυλιγμένη. Παρ’ όλα αυτά ο «προνοητισμός», έτσι όπως τον έχουν επικαλεσθεί συχνά, δεν είναι μια Χριστιανική αλήθεια. Η εργασία για την τροποποίηση μιας τάξεως πραγμάτων που εξηγούνται από μόνα τους στο μεγαλύτερό τους μέρος, μέσω της ιστορίας και μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητος, δεν σημαίνει να ποδοπατήσουμε την πρόνοια.
Οπωσδήποτε η υποστήριξη του παρελθόντος, η επίκληση της εμπειρίας, το αίσθημα της παραδόσεως είναι πράγματα αναγκαία πάντοτε, όσο πιο ριζικά είναι μάλιστα τα προγράμματα μεταρρύθμισης ή όσο πιο τολμηρές και μεγαλειώδεις είναι οι μελλοντικές στοχεύσεις. Αλλά δεν πρέπει να παραποιούμε αυτά τα πράγματα μεταμορφώνοντάς τα σε ιερές αρχές τής συνήθειας. Είναι άλλο τόσο βλάσφημο, και ίσως ακόμη περισσότερο, να καλύπτουμε με το όνομα του Θεού πράγματα που είναι απλώς ανθρώπινα, ίσως πολύ ανθρωπινά, όσο είναι και να κραυγάσουμε δυνατά, επαναστατώντας εναντίον Αυτού που παρουσιάζεται σαν η αιώνια εγγύηση αυτών των πραγμάτων.
Ξεκινώντας από κάποια στιγμή της ιστορίας της, η ανθρωπότης αποκτά μια στοχαστική συνείδηση του δικού της γίγνεσθαι και της ενότητος που πρέπει να εξασφαλίσει, και πως από αυτή την στιγμή τής είναι αναγκαίο να οργανωθεί και να προωθήσει τον εαυτό της. Καθώς λέγεται: απομένει στον άνθρωπο να πάρει την θέση του Θεού στο κάρρο της μοίρας.
Μια κάποια κριτική των αιτήσεων στην πρόνοια είναι λοιπόν απαραίτητη για πολλούς λόγους, στο όνομα της πίστεως στον αληθινό Θεό. Πάρα πολλοί σύγχρονοι στοχαστές, βιαίως αντιτιθέμενοι εκτός των άλλων στον Χριστιανισμό – αρκεί να θυμηθούμε τον Μαρξ και τον Νίτσε –, ένοιωσαν μεγάλη ευχαρίστηση συγκρίνοντας το έργο τους με εκείνο του Προμηθέως. Ανακήρυξαν εαυτούς με υπερηφάνεια ως κληρονόμους του πνεύματος του επαναστατημένου ήρωα. Δεν θα επιτρέψουμε βεβαίως στον αντίπαλο να μας παρασύρει μέχρι του σημείου να υιοθετήσουμε στα τυφλά όλες τις αντίθετες στην δική του θέσεις, αφήνοντάς του τοιουτοτρόπως όλο το πλεονέκτημα των σωστών ιδεών, τις οποίες και ανακατεύει με την επανάστασή του. Ο μύθος του Προμηθέα, ας το θυμηθούμε, δεν είναι μια βιβλική ιστορία. Η επανάσταση εναντίον των θεών δεν είναι αναγκαίως και μια επανάσταση εναντίον του Θεού. Ο δικός μας Θεός ζηλεύει, αλλά η ζήλεια του είναι τελείως διαφορετική από εκείνη των θεών της μυθολογίας. «Ο Προμηθέας επαναστάτησε στην εξουσία των κυριάρχων θεών. Εδημιούργησε την ανθρωπότητα χωρίς αυτούς. Οι Εθνικές, ειδωλολατρικές θεότητες τον αλυσοδένουν, χωρίς όμως να τον υποδουλώσουν. Στον Καύκασο προφητεύει την πτώση του, και περιμένει τον νέο Θεό ο οποίος, νικώντας τες, θα τον ελευθερώσει» (Edgar Quinet). Έναν Θεό που δεν ζηλεύει στα δημιουργήματά του την φωτιά και καμμία από τις ανακαλύψεις που ακολουθούν. Μ’ αυτές, αντιθέτως, πλαταίνει μια κυριότης, μ’ αυτές πραγματοποιείται ένα σχέδιο που συμφωνεί με το θέλημά του. Στον άνθρωπο δίνεται ο χρόνος για να τελειοποιηθεί στην χρονική τάξη και ο άνθρωπος έχει δίκαιο να θέλει να ξεφύγει από κάθε είδος κοσμικής δουλείας, ή και κοινωνικής ακόμη, για μια πιο ελεύθερη και πιο ανθρώπινη ύπαρξη.
Δεν πρέπει, με κάθε κόστος, να ανακατέψουμε τον Χριστιανισμό με μερικές πρωτοβουλίες που στέκονται σ’ ένα καθαρά φυσικό επίπεδο. Δεν πρέπει να τον ταυτίσουμε με την τάδε ή την άλλη μορφή πολιτικής εξουσίας ή κοινωνικής επαναστάσεως. Σ’ αυτά τα πράγματα ο καθένας μπορεί νάχει διαφορετική γνώμη από τους άλλους, και ακόμη και οι ίδιοι οι πολιτικοποιημένοι Καθολικοί, αυτοί που απαιτούν να είναι οι πιο πιστοί στους κοινωνικούς κανόνες της θεσμικής Εκκλησίας, δεν συμφωνούν μεταξύ τους, δεν διαθέτουν ένα κοινό πρόγραμμα. Μάλιστα δε, η πλειοψηφία ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει ή πως δεν υπήρξε ποτέ κάποια ανάγκη συστάσεως οποιουδήποτε οικονομικο-κοινωνικού καθολικού συστήματος, βασιζόμενου στις αρχές του Ευαγγελίου, όπως ατυχώς έχει λεχθεί. Ισχυρίζονται και δικαίως, πως η Εκκλησία δεν πρέπει να ανακατεύεται με τα προβλήματα και τα πάθη του κόσμου. Και ούτε επιτρέπεται να ταυτίσωμε την υπόθεσή της με θεσμούς τυχαίους και συμπτωματικούς.
Ίσως όμως θάπρεπε να αναγνωρίσουμε συχνά με περισσότερο θάρρος, και όχι μόνον με λόγια, αλλά με την ίδια μας την πράξη και με κάποιο γούστο ίσως, που θα συνοδεύει αυτή την πράξη, πως η πίστη μας συμφωνεί και ενθαρρύνει, χωρίς να επιβάλλει τους τρόπους της, αυτή την προσπάθεια απελευθερώσεως και εξανθρωπίσεως. Ίσως πρέπει να λάβουμε σοβαρότερα υπ’ όψιν τις πρωτοβουλίες που γεννήθηκαν στους ίδιους τους κόλπους τής Εκκλησίας μας, διότι η πνευματική ζωή δεν υπήρξε ποτέ μια πολυτέλεια προορισμένη στους λίγους, αλλά ο άρτος ο οποίος προσφέρεται με αφθονία σε όλους τους υιούς του Θεού.
Επί πλέον θα αποφύγουμε μ’ αυτόν τον τρόπο πολλούς πειρασμούς και πολλές απογοητεύσεις στους πιο γενναιόδωρους από τους δικούς μας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ο Χριστιανισμός υπήρξε εξ ‘αρχής – και μάλιστα επιτυχώς, διότι ήταν κάτι πολύ παραπάνω – μια επανάσταση εναντίον τής μοίρας.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου