ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΣ ΛΑΤΡΕΥΕΙΝ
«Ἐκεῖ εἶναι ἡ κορυφή τῆς Θείας ἀπολαύσεως»
Zῶν ὁ λειτουργός τήν ἐπί γῆς Θείαν Λειτουργίαν, ἐνοπτρίζεται τήν ἄνω μυστικήν λατρείαν τῆς ἐπουρανίου Ἐκκλησίας. Αἴρων μεθ' ἑαυτοῦ τήν ἐπίγειον Ἐκκλησίαν, εἰσέρχεται ἀπό τοῦ νῦν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν αέναον δοξολογίαν· βυθίζεται εἰς τόν ὠκεανόν τοῦ ἀπυθμένου Θείου πλούτου καί ἀπολαμβάνει τήν Θείαν ἀπειρίαν καί τήν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος».
Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ φανερώνουν πως ζοῦσε τήν Θεία Λειτουργία, τήν ὁποία ἐθεωροῦσε ὡς τήν ὑψίστη αποστολή τῆς ἱερατικῆς του διακονίας καί τήν μεγαλύτερη δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Μέ τήν Θεία Μυσταγωγία προσέφερε τήν φλογερή του ἀγάπη καί τήν λατρεία του πρός τόν Θεό, εὐφραινόμενος ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν οὐράνιο κόσμο καί ἐκφράζοντας τήν εὐσπλαγχνία του για όλη τήν κτίσι. Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελοῦσε τό ἐπίκεντρο τοῦ βίου του, γύρω ἀπό τό ὁποῖο στρεφόταν κάθε πνευματική του εργασία. Ἡ ἀναίμακτος θυσία τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ τρυφή του καί τό φῶς, πού ἀνεκαίνιζε και μετεμόρφωνε ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς του.
Στο Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ἐπιθυμοῦσε νά βιώνη μέ αἴσθησι ψυχῆς τήν Θεία ἕνωσι, ἀλλά καί τό πλήρωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Αναζητοῦσε διαρκῶς τήν μυστική φανέρωσι τοῦ Θεοῦ, τήν ἐναργή καί ἀναλλοίωτη Θεία Παρουσία, στην θέα τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου. Καί ἡ ἀναζήτησις αυτή γινόταν ὄχι μόνο ὅλη τήν ἡμέρα, ἀλλά καί τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας, διότι ἤθελε να προετοιμάζεται ἀπό τήν παραμονή τῆς Θείας Λειτουργίας με μετάνοια και προσευχή. Ἔκανε, λοιπόν, τήν ὑπόμνησι: «Γιά νά ζήσωμε τήν Θεία Λειτουργία, χρειάζεται βραδυνή προετοιμασία. Μέ τήν μελέτη, τήν προσευχή καί τό λουτρό τῆς μετανοίας γίνεται ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ Θείου πόθου. Σκεπτόμεθα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς καί κατόπιν, διά τῆς πίστεως, προσηλώνομε τήν σκέψι μας εἰς τόν Θεόν καί προσπαθοῦμε νά σφηνώσωμε τόν νοῦ μας στο μυστήριο τῆς Θείας δόξης.
Ἐκεῖνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο κατά τήν λατρεία, εἶναι ἡ προσέγγισις τῆς ὑπάρξεώς μας εἰς τό Πρόσωπον τοῦ Κυρίου. Νά ἀπολαύσωμε στην Λειτουργία αὐτήν τήν ἐγγύτητα πρός τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτό γίνεται ἡ βραδυνή εργασία γιά νά ἠμπορέσωμε να ἐγγίσωμε κοντά Του... Εγγίζω κοντά, σημαίνει πιστεύω στερεά, ζῶ τά τελούμενα· ἐγγίζω κοντά στον Θεό καί Τοῦ ὁμιλῶ μέ πίστι πρόσωπο πρός Πρόσωπο. Δέν ἔχω καμμία αμφιβολία ὅτι ὁ Θεός μέ ἀκούει ἀμέσως, διότι μέσα μας πληροφορούμεθα τήν ἀνταπόκρισι τοῦ Θεοῦ καί ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας. Σε κάθε Λειτουργία αναζωπυρώνεται ὁ πόθος μας γιά τήν Θεία ἕνωσι».
Καθώς μετέβαινε γιά τήν Θεία λατρεία ὁ Γέροντας, ἤδη ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς μοναστικῆς του ζωῆς, ἐγκατέλειπε στα πρόθυρα τοῦ Ναοῦ κάθε βιωτική μέριμνα και γήϊνη φροντίδα. Ελεύθερος, γεμᾶτος εἰρήνη Χριστοῦ, εἰσερχόταν στον Ναό, νιώθοντας ὅτι ἀνοίγει εμπρός του ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Εἶχε τήν ἐπίγνωσι ὅτι πηγαίνει πρός Θεία συνάντησι καί Θεία συνομιλία.
Πολλές φορές, λοιπόν, συνεβούλευε τίς ἀδελφές νά ἔχουν τόν νοῦ τους συγκεντρωμένο στα λόγια τῆς Ἀκολουθίας καί νά μήν τόν ἀφήνουν να περισπᾶται σε μάταια πράγματα: «Η διάνοιά μας κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς νά εἶναι κενή καί ἀμετεώριστη. Νά μήν ἀσχολῆται μέ τίποτε υλικό και μάταιο, γιά νά εἶναι ἕτοιμη προς ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ καί πρός Θεία συνομιλία». Και προσέθετε μέ ἁπλότητα: «Όταν μπαίνω στήν Ἐκκλησία, ἀφήνω ἔξω ὅλα τά προβλήματα καί τίς ἔννοιες καί προσπαθῶ νά ἔχω τόν νοῦ μου στα ψαλσίματα καί τά διαβάσματα. Ὅταν πηγαίνης γιά τήν Θεία λατρεία, διψᾶς τό ὕδωρ τό ζῶν καί τρέχεις νά πιῆς γιά νά δροσισθῆς. Δέν ἔχεις τόν νοῦ σου σε γεγονότα μάταια οὔτε σέ ἄλλα ἐνδιαφέροντα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἔχεις τόν νοῦ σου στην πηγή αὐτή, γιατί φλέγεσαι ἀπό τήν δίψα τῆς Θείας ἀγάπης.
Στήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου ἀνοίγει τό ἀρωματοπωλεῖο. Ἐκεῖ γίνεται τό ἀρωμάτισμα τῆς ψυχῆς μας μέ τά ψαλτήρια, μέ τούς ὕμνους, μέ τά ἀναγινωσκόμενα. Μέ ὅλα αὐτά γίνεται ὁ ἀρωματισμός τῆς ψυχῆς, πού ἑτοιμάζεται να υποδεχθῆ τον Κύριο».
Ὁσάκις ὁ Γέροντας ἑτοιμαζόταν να ἱερουργήση τήν ἀναίμακτη Θυσία, ἐφρόντιζε νά ἀρωματίζη τήν ψυχή του μέ τό «εκκενωθέν μύρον». Μέσα στήν Ἐκκλησία, ἔβλεπε στο πρόσωπο κάθε πιστοῦ τό Θεῖο Πρόσωπο καί ἀπελάμβανε τήν κοινωνία τῶν Ἁγίων, που λειτουργούν στην Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί προσπαθοῦσε νά μοιρασθῆ τίς ἐμπειρίες του:
«Στήν Θεία Λειτουργία ἡ ψυχή θά κάνη τήν συνάντησι πλέον, τήν Θεία συνάντησι καί τήν Θεία συνομιλία. Ἐκεῖ εἶναι ἡ κορυφή τῆς Θείας ἀπολαύσεως, στήν Μυσταγωγία! Ὅταν εἰσερχώμεθα στην Θεία Λειτουργία, εἰσαγόμεθα στην Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Προηγουμένως, βεβαίως, ἡ ψυχή μας ἔχει ἑτοιμασθῆ μέ τόν Εσπερινό, μέ τήν βραδυνή πνευματική ἐργασία στο κελλί καί μέ τόν Ὄρθρο, γιά νά ὑποδεχθῆ τόν Χριστό καί νά ζήση τήν Θυσία καί τήν Ἀνάστασί Του. Κατόπιν, στην λατρεία βιώνει ὅλα τά γεγονότα τῆς Θείας οἰκονομίας -μέχρι καί τήν Δευτέρα Παρουσία- καί εἰσέρχεται στήν αἰώνια πανήγυρι.
Ἄς ἑτοιμάζωμε μέ αὐτά τά ἀρώματα τήν ψυχή μας να “δουλεύωμε” τήν σκέψι μας, γιά νά εἰσέλθωμε στην Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αυτό λέμε “Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Είμαστε μέσα στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Καί ὅ,τι ἀναφέρομε καί ὅ,τι ψάλλομε καί ὅ,τι διαβάζομε, μηνύουν ἀκριβῶς τήν αἰωνιότητα... τήν εἴσοδό μας στήν αἰώνιο Βασιλεία».
«Ἡ ἀναίμακτος λατρεία μας σώζει ὅλη τήν οἰκουμένη»
Ὁ Γέροντας εύρισκόταν μονίμως μέσα στήν οὐράνια ατμόσφαιρα τῆς Θείας λατρείας. Ἄν καί στήν καθημερινή του αναστροφή συμπεριφερόταν μέ τήν ἁπλότητα, πού ἐπήγαζε από τήν βαθειά του ταπείνωσι, ὅμως ὁ νοῦς του, ἡ καρδιά του, ἡ ὅλη ὕπαρξίς του δέν εὑρισκόταν στήν γῆ, ἀλλά περιπολούσε στόν οὐρανό. Τά μυστικά του βιώματα κατά τήν Θεία λατρεία δέν περιγράφονται οὔτε ἑρμηνεύονται, διότι στήν Λειτουργία ζοῦσε τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα ὡς παρόντα καί γινόταν ἐπόπτης τῆς «ὑπεραγνώστου ὡραιότητος». Ὁ Χριστός ἦταν γι' αὐτόν «ὁρατός», ἐπειδή οἱ νοητοί ὀφθαλμοί του, ἀτενίζοντας συνεχῶς πρός τό ἀρχέτυπον κάλλος τοῦ Θείου Προσώπου, εἶχαν γίνει θεοειδεῖς καί εἶχαν ἀνοιχθῆ στήν γνῶσι τῶν Θείων μυστηρίων. «Ἄχραντοι γάρ αἱ τοῦ Θεοῦ κρύφιαι καί ὑπέρ νοῦν εὐώδεις εὐπρέπειαι καί νοητῶς ἐμφαίνονται μόνοις τοῖς νοεροῖς, ὁμοειδεῖς ἔχειν ἐθέλουσαι τάς κατ' αρετήν ἐν ψυχαῖς ἀπαραφθάρτους εἰκόνας» (Διονυσ. Ἀρεοπ. Περί οὐρανίου ἱεραρχίας, κεφ. Δ').
Πολλές φορές, λοιπόν, ἐνῶ ἐβάδιζε ἀπό τό κελλί του πρός τόν Ναό, ἡ ἀλλοιωμένη μορφή του ἔδειχνε ὅτι ἤδη είχε αρχίσει να επικοινωνή μέ τόν Οὐράνιο κόσμο. Ετοίμῃ καρδίᾳ, εἰσερχόταν στήν ἱερουργία τῆς Θείας Εὐχαριστίας και προσέφερε τόν ἑαυτό του στον Κύριο, γιά νά τόν χρησιμοποιήση ὡς ὄργανο τῶν ἀφάτων ἐνεργειῶν Του.
Τά ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι μαρτυρίες ἐκείνων, πού εἶχαν τήν εὐλογία να συλλειτουργοῦν μαζί του ἤ νά τόν διακονοῦν στό ἱερό Βῆμα ἐπί σειράν ἐτῶν ἤ νά τόν ζοῦν, ὅταν ἱερουργοῦσε.
Στήν ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Προθέσεως, ὅταν ἄρχιζε νά λέγῃ «Ετοιμάζου Βηθλεέμ ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ», ὕψωνε τα χέρια του σε ἱκεσία καί στεκόταν ἀκίνητος για μερικά λεπτά. Ὁ ἴδιος ἀπεκάλυψε ἀργότερα στίς ἀδελφές: «Ἐκείνη τήν ὥρα, παρακαλῶ τόν Θεό νά ἀποστείλη στήν Ἁγία Πρόθεσι τούς ἰδίους Ἀγγέλους, που παρευρέθησαν στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ καί ἐδοξολόγησαν τό Ἅγιο Βρέφος ἐκείνη τήν θεία νύκτα!» Ἦταν δέ τόση ἡ πίστις καί ἡ ταπείνωσίς του, ὥστε πράγματι ἀπελάμβανε το μυστήριο τῆς Θείας ἐνσαρκώσεως ὡς νά ἦταν παρών. Κάθε λόγος του τον πρόδιδε: «Μέ τό “Ετοιμάζου Βηθλεέμ...” ἀνοίγουν τα οὐράνια καί κατέρχονται οἱ Ἄγγελοι. Τότε νιώθω ὅτι εὑρίσκομαι μέσα στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ κατά τήν ὥρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ!». Καί ἄλλη φορά πάλι έλεγε: «Ὅταν λειτουργῶ, αἰσθάνομαι δύο Αγγέλους να στέκωνται δίπλα μου ἑκατέρωθεν τῆς ἁγίας Προθέσεως».
Μέ τήν βαθειά του πίστι ὁ πατήρ Δαμασκηνός ἐβίωνε μέσα στην Θεία Μυσταγωγία όλα τα σημαινόμενα Θεῖα γεγονότα ὡς παρόντα. Πόσες φορές τόν εἶχαν ἰδεῖ οἱ ἀδελφές νά ὑψώνη πρόσφορο και ὄμματα μέ μεγάλο δέος, σάν νά ατένιζε τόν Σωτῆρα ἐπάνω στον Σταυρό, και να λέγη μετά δακρύων τό: «Εξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι...». Πραγματικά «έπασχε τά Θεῖα», καθώς ἐνεβάθυνε μέ τόν καθαρό νοῦ του στήν μυστική σημασία τῶν τελουμένων. Παρ' ὅτι ἐπί μία πεντηκονταετία ἐτελοῦσε, σχεδόν καθημερινῶς, τήν Θεία Λειτουργία, οὐδέποτε συνήθισε οὔτε ἐκορέσθη νά ἱερουργῆ.
Ἡ συγκίνησίς του γινόταν ακόμη πιό έκδηλη, ὅταν ἔθνε τόν Ἀμνό, καθώς θεωροῦσε τήν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου νά ἀγκαλιάζη ὅλη τήν κτίσι. Κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἀπείρου εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή του μετά τρόμου καί ἀγαλλιάσεως ἐδονεῖτο ἀπό κατάνυξι και εὐχαριστία, συμμετέχοντας στο Πάθος τοῦ Κυρίου. Γι' αὐτό καί ἦταν κατάκοπος μετά τήν Θεία Λειτουργία καί ὡμολογοῦσε: «Στήν Λειτουργία ἠμπορεῖ κανείς να κουρασθῆ μέχρι θανάτου. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι αἱματοχυσία μεγάλη!.. Ὅταν ἐπιτελῆται ὅπως πρέπει, προκαλεῖται μεγάλη αίματοχυσία μέσα στήν ὕπαρξι, γιατί ζούμε τα Θεία γεγονότα ὡς παρόντα. Πολλές φορές στην Θεία Λειτουργία, μέχρι τό “Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία”, εἶμαι σκοτωμένος ἀπό τήν κούρασι. Ἡ συναίσθησις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἁμαρτωλότητός μου, σκοτώνει. Ὅταν, ὅμως, ἀρχίζη τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, ἡ κόπωσις φεύγει. Ζοῦμε τότε ἄλλες καταστάσεις τῶν συλλειτουργῶν μας Αγγέλων... Ζοῦμε τήν παρουσία τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων και ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι μαζί εὐχαριστοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν Δωρεοδότη Τριαδικό Θεό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου