Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ.

Η καταστροφική αφαιρετική θεολογία του Λεοντίου του Βυζάντιου.


Συνέχεια των αποσπασμάτων από το βιβλίο του G. Prestige.

Ενώ λοιπόν η διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος είχε κάπως διασαφηνιστεί, φτάνουν οι Χριστολογικές έριδες για να ανατρέψουν τα κατεκτημένα και να γυρίσουν τα πράγματα από την αρχή!

Στο προσκήνιο εμφανίζονται οι δύο Λεόντιοι! Ο Λεόντιος ο Ιεροσολυμίτης και ο Λεόντιος ο Βυζάντιος, ιδιαιτέρως δε ο δεύτερος. Απορροφημένος από τις Χριστολογικές έριδες και με μεγάλη αγάπη για την αφηρημένη φιλοσοφική σκέψη. Πριν από τον Λεόντιο βεβαίως ο Κύριλλος είχε ανοίξει την πόρτα της αφαίρεσης, καθώς εννόησε το ομοούσιος με την έννοια του ομογενής. Έτσι ο Υιός είναι ομογενής του Πατρός, δηλαδή ομοούσιος. Ο Υιός, ο οποίος έρχεται από την ουσία του Θεού Πατρός δεν μπορεί να είναι έτερος, ξένος απ' Αυτόν που τον γέννησε, αλλά είναι ομοούσιος μ' Αυτόν, με καλές σχέσεις και ομοφυής. Οπωσδήποτε η ταυτότης της ουσίας παίζει και εδώ τον ρόλο της, αλλά αυτή η αλήθεια εξαρτάται πλέον από μια αφαίρεση, έρχεται σαν συμπέρασμα και δεν δίνεται κατευθείαν από τον όρο ομοούσιος, όπως στην εποχή του Μ. Αθανασίου.

Τοιουτοτρόπως το ομοούσιος αρχίζει να χρησιμοποιείται στην Χριστολογία! «Ομοούσιος με τον Πατέρα όσον αφορά την θεότητα και ομοούσιος με μας όσον αφορά την ανθρωπότητα». Ο Κύριλλος ξανά, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το ομοούσιος στον ίδιο λόγο, για να εκφράσει τόσο την ταυτότητα της ουσίας με τον Θεό, όσο και την ομοιότητα της ουσίας με τους ανθρώπους. Το ομοούσιος γίνεται ένας όρος γενικός, για κάθε χρήση.

Οι δύο Λεόντιοι αφομοιώνουν την Τριαδική θεωρία στην ενσάρκωση και φέρνουν μια σημαντική αλλαγή στην σημασία της ουσίας. Ο Λεόντιος Βυζάντιος γράφει πως η λέξη υπόσταση δείχνει ένα άτομο, αλλά η λέξη ενυπόστατος (αντικείμενο) δείχνει την ουσία, φανερώνοντας πως δεν πρόκειται για  ένα συμβεβηκός που υπάρχει και σε άλλα αντικείμενα, όπως είναι οι ιδιότητες. Μια ιδιότης δεν είναι ουσία, δηλαδή πράγμα που διαθέτει αντικειμενική ύπαρξη, αλλά είναι κάτι που φανερώνεται στην σχέση του με μια ουσία, αλλά μια ουσία χωρίς αντικειμενικότητα είναι ένα πράγμα αδύνατον.

Εννοεί πως μια ουσία, καθώς είναι η καθολικότης συγκεκριμένων αντικειμένων, πρέπει να υπάρχει μέσα σε κάθε αντικείμενο από αυτά. Γνωρίζει πολύ καλά τις διακρίσεις του Αριστοτέλη ανάμεσα στις ιδιαίτερες ουσίες και στην μοναδική κοινή ουσία που σχετίζεται με συγκεκριμένα αντικείμενα.

Η έννοια της ουσίας την οποία χρησιμοποιεί συνεχώς είναι η λογική σημασία του “ουσιώδους”. Ένα “ουσιώδες” το οποίο ταυτίζεται με το “καθόλου”, με την καθολικότητα.

Έτσι λοιπόν φροντίζει να μας θυμίσει ότι το γένος, η τάξη και το είδος συμβάλλουν στην ουσία ενός ιδιαιτέρου αντικειμένου και γι' αυτό τον λόγο ονομάζονται “ουσιώδεις”, όμως ποιότης και συμβεβηκός είναι “επουσιώδη”. Συνεχίζει λέγοντας πως οι παράγοντες που καθορίζουν την Φύση ενός αντικειμένου συμβάλλουν στην ουσία του, ενώ οι παράγοντες που καθορίζουν την υπόσταση ανήκουν στην κατηγορία των συμβεβηκότων.

Γι' αυτό, λόγου χάριν προκειμένου περί ενός ανθρώπου, η ουσία του καθορίζεται από τους όρους ζωήν έχων, λογικόν, θνητόν, αλλά η υπόστασίς του καθορίζεται από την “μορφή”, το χρώμα, τις διαστάσεις, το γένος, την μόρφωση, την εργασία. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο στην αφαίρεση της Χριστολογίας από την θεολογία, δηλώνει πως στους πατέρες η ουσία έχει την ίδια σημασία με την Φύση, πως και οι δύο όροι εκφράζουν την ίδια έννοια που οι εθνικοί φιλόσοφοι δείχνουν με τον όρο είδος. Είδος δε είναι ο όρος ο οποίος χρησιμοποιείται σε μια πολλαπλότητα διαφορετικών αντικειμένων. Αντιθέτως η υπόσταση έχει την ίδια σημασία μ' αυτό που οι φιλόσοφοι ονομάζουν “ατομική ουσία”.

Φαίνεται ξεκάθαρα από τα λίγα αυτά η ροπή προς την εγκατάλειψη ορισμένων διακρίσεων που είναι ουσιώδεις στην Φιλοσοφία. Έτσι ενώ δέχεται πλήγματα η θεολογία διότι στο απλό εισέρχεται το σύνθετο και η φιλοσοφία με την σειρά της πάσχει, διότι οι θεολογικές ταυτότητες επιβάλλονται και στις φιλοσοφικές έννοιες! Διότι δεν είναι φιλοσοφικά ακριβές να λέμε πως υπόσταση και πρόσωπο έχουν την ίδια σημασία, παρότι θεολογικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι δύο όροι στο ίδιο αντικείμενο (πράγμα). Είναι χονδροειδές να δηλώνουμε πως οι θεολόγοι χρησιμοποίησαν τον όρο ουσία με την έννοια του είδους. Ενώ θα ήταν αληθές αν λέγαμε πως ουσία και υπόσταση είναι συνώνυμα!

Στην Χριστολογία λοιπόν η αφαιρετική σκέψη προξενεί βαρειές καταστροφές! Γιατί είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα από την μέχρι τότε παράδοση, όταν ομιλούμε για τις δύο ουσίες του Χριστού μ' έναν τέτοιο τρόπο που η ανθρώπινη ουσία να μην σημαίνει πλέον το σύνολο, το όλον της φυσικής ουσίας όλου του ανθρωπίνου είδους αλλά την ανάλυση της ατομικής ανθρωπότητος του Χριστού!

Το ίδιο καταστροφικό είναι και το γεγονός πως η θεία ουσία δεν σημαίνει πλέον το περιεχόμενο του Θεού, αλλά την μεταφυσική ανάλυση του Χριστού στην θεία του πλευρά. Στην Χριστολογία λοιπόν και στην σχέση της με την Τριάδα, η ουσία δεν δείχνει πλέον ένα αντικείμενο (πράγμα) αλλά μια ανάλυση. Ο Λεόντιος Βυζάντιος φτάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να πει πως στην περίπτωση των προσώπων της Τριάδος η ταυτότης της ουσίας ενώνει, ενώ η διαφορά των υποστάσεων χωρίζει. Ενώ στην περίπτωση της ενανθρωπήσεως η διαφορά της ουσίας χωρίζει και η ταυτότης των υποστάσεων ενώνει!

Χάνεται λοιπόν η αξία της Ορθοδόξου Τριάδος, η οποία είχε επιτευχθεί με τόσο κόπο και η οποία δίδασκε πως η Τριάδα από την μεριά της πραγματικότητος είναι ένα μοναδικό αντικείμενο εις εαυτόν και από την μεριά της αντικειμενικότητος είναι τρία αντικείμενα καθ' εαυτά!

Η σημασία της ουσίας που κυριαρχούσε σ' αυτούς τους “ορισμούς” δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις δύο φύσεις του Χριστού.

Αρχίζουν λοιπόν οι Λεόντιοι να ομολογούν πως το Μυστήριο της Τριάδος είναι ακριβώς το αντίθετο του μυστηρίου της ενσαρκώσεως. «Στην περίπτωση της Αγίας και άυλης Τριάδος ενότης υποστάσεων σε μία μοναδική Φύση, στην περίπτωση της Αγίας και αρρήτου ενσαρκώσεως, ενότης Φύσεων σε μία μοναδική υπόσταση». Αυτή η νόστιμη φράση όμως, αφήνει απ' έξω την ταυτότητα της συγκεκριμένης ουσίας. Αφήνει εύκολα να εννοηθεί πως τρία πρόσωπα σε μία ουσία δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τρία πρόσωπα σε μία Φύση. Συνεχίζουν να επεκτείνουν όλο και περισσότερο την επιθυμία τους να εξισώσουν τα δύο δόγματα, τις δύο διαφορετικές διδασκαλίες με τον σκοπό να πετύχουν μια ομοιότητα στις εκφράσεις! Φτάνουν να πουν πως αν είναι νόμιμο να ομολογήσουμε πως τρεις υποστάσεις είναι ενοούσιοι σε μία μοναδική ουσία, είναι νόμιμο επίσης να δεχθούμε πως δύο φύσεις είναι ενυπόστατες σε μία μοναδική υπόσταση. Παρόλα αυτά ο τρόπος με τον οποίο εννοούσαν την φύση και επομένως και την ουσία δεν ήταν εντελώς αφαιρετικός. Είναι ξεκάθαροι πάνω στο γεγονός πως μόνον με την σκέψη μπορούμε να χωρίσουμε μία Φύση από ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Δεν μπορεί να υπάρξει στην ατμόσφαιρα της αφαιρέσεως.

Ισχυρίζονται λοιπόν πως οι δύο φύσεις του Χριστού είναι υποστασιασμένες σε μία υπόσταση ταυτόσημη και κοινή: όχι με την έννοια πως καθεμία υπάρχει ανυπόστατος σ' αυτή, αλλά με την έννοια πως και οι δύο είναι ενυπόστατες σε σχέση μ' αυτή την υπόσταση. Αυτό επιτρέπει στον Λεόντιο Βυζάντιο να προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση της ενσαρκώσεως. Όταν όμως φθάνει να μιλήσει για την Τριάδα, εφαρμόζει σ΄ αυτή την περίπτωση έναν τύπο ορισμού που συγκεντρώνει στην υπόσταση ο,τιδήποτε ήταν καθορισμένο σε όλη του την σύνθεση, λογαριάζοντας την Φύση σαν συγκεκριμένη μόνον επειδή εξαρτάται από την υπόσταση, έτσι ώστε η θεωρία του να μην γλιτώνει κατ' ουδένα τρόπο τον τριθεϊσμό.

Ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο εννοούσε την φύση δεν θα πείραζε εάν είχε κρατήσει την παραδοσιακή σημασία της, κατά την οποία η ουσία εκφράζει μια συγκεκριμένη οντότητα, μια πρώτη ουσία! Το πρόβλημα γεννήθηκε από την εξίσωση ουσίας και φύσεως, η οποία εξίσωση δεν μειώνει την ουσία σε δεύτερη ουσία, γιατί θα καταλήγαμε κατευθείαν στον τριθεϊσμό, αλλά την μειώνει σε μια αφαίρεση η οποία μπορεί να κινηθεί ανάμεσα στην ταυτότητα και στην ομοιότητα της ουσίας.



Τον ίδιο κίνδυνο μ' αυτόν του Λεόντιου είχε διατρέξει η ορθόδοξη θεολογία στις απαρχές της με τον Μ. Βασίλειο. Έμπειρος και ο Μ. Βασίλειος της φιλοσοφίας και της ρητορικής κινδύνευσε να ταυτίσει την υπόσταση με το ιδίωμα. Ευτυχώς ο κίνδυνος τότε είχε αποφευχθεί και δεν υπήρξε ποτέ ίχνος στις μετέπειτα χρήσεις των όρων όπου η υπόσταση θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε άλλη σημασία εκτός από εκείνην της ολότητος του συγκεκριμένου αντικειμένου!

Στις επιστολές 38 και 214, ο Βασίλειος διακρίνει την υπόσταση από την αδιαφοροποίητη αρχή της ουσίας η οποία δεν γνωρίζει σταθερότητα λόγω της καθολικότητος του πράγματος που νοηματοδοτεί, και την ταυτίζει με την αρχή η οποία εκφράζει, μέσω των ιδιωμάτων που δεν σχετίζονται με την ουσία, αυτό που είναι καθολικό και όχι σχετικό σε ένα συγκεκριμένο πράγμα. Σ' ένα άλλο σημείο η υπόσταση ορίζεται σαν μια ομάδα ιδιοτήτων κάθε μοναδικού αντικειμένου, το σημείο της ατομικότητας της υπάρξεως κάθε αντικειμένου. Επαναλαμβάνει τις ίδιες έννοιες στην 214 επιστολή, λέγοντας πως η ουσία έχει με την υπόσταση την ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κοινό στοιχείο και στο συγκεκριμένο! Έτσι στην θεότητα η υπόσταση αναγνωρίζεται στο ιδίωμα της Πατρότητος, Υιότητος και Αγιαστικής Δυνάμεως, ενώ η ουσία φανερώνεται από έννοιες αφηρημένες όπως εκείνες της Αγαθότητος ή της Θεότητος.

Ευτυχώς όμως δεν είχε συνέπειες, διότι οι σύγχρονοί του θεολόγοι και όσοι συνέχισαν την προσπάθεια, συνέχιζαν να εννοούν την υπόσταση σαν την ουσία συν την ατομικότητα ή ετερότητα και όχι την ατομικότητα ή ετερότητα ξεχωριστή από την ουσία!

Αντιθέτως ο απόγονος του Λεόντιου, Ευλόγιος Αλεξανδρείας (αποθανών το 607), ορίζοντας την ουσία σαν το κοινό που εμφανίζεται σε πολλές ατομικές περιπτώσεις και σε ίσα μεγέθη, συνεχίζει να εννοεί την ουσία σαν εκείνες τις πραγματικότητες που σημαίνονται από τους όρους γένος, είδος...

Επεξηγώντας την σκέψη του γράφει πως η ουσία του ανθρώπου είναι «ψυχωμένη σάρκα από μια λογική ψυχή» και αναλύοντας ακόμη περισσότερο τον ορισμό του γράφει πως ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ουσίες διότι άλλη είναι ουσία της ψυχής και άλλη εκείνη του σώματος, παρότι υπάρχει μια μόνο ουσία του ανθρώπου καθ' εαυτόν.

Ο Ευλόγιος δεν καταλαβαίνει σ' αυτό το σημείο, την δύναμη που θα μπορούσε να αποκτήσει ένας συλλογισμός ο οποίος θα όριζε πως εάν αυτές οι δύο ουσίες, λόγω του ότι είναι ενωμένες σε κάθε ανθρώπινο ον, σε μία μοναδική υπόσταση, καταλήγουν μία μοναδική ουσία, τότε και οι δύο ουσίες του Χριστού θα μπορούσαν αν ενωθούν σε μία μοναδική ουσία.

Ο ίδιος όμως αρνείται αυτό το συμπέρασμα με την σκέψη ότι σ' αυτή την περίπτωση θάπρεπε να έχουμε μια ολόκληρη τάξη Λυτρωτών αντί για 'Εναν και Μοναδικό (κάτι που πρεσβεύει σήμερα ο κ. Ράμφος π.χ. μιλώντας για εγώ-Χριστό). Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται στην προϋπόθεση πως ουσία είναι ένας όρος που δείχνει ένα γένος και συνεπώς η δημιουργία μιας μοναδικής ουσίας-Χριστού θα έφερνε μαζί της μία ολόκληρη κατηγορία υβριδίων θεο-ανθρώπων (όπως διδάσκει ακριβώς και ο Σολόβιεφ σήμερα). Η μοναδικότης του Χριστού εξαρτάται από το γεγονός πως Αυτός ανήκει σε δύο τάξεις ταυτόχρονα, κάτι βεβαίως που δεν μπορεί να συμβεί σε κανέναν άλλον. Με τον Ευλόγιο έχουμε ίσως το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα όλων των δυσκολιών που φέρνει στη θεολογία η αφηρημένη σκέψη!

Η συμμετοχή του Αγίου Μαξίμου στην αφηρημένη έννοια της ουσίας, δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους άνδρες της εποχής του!

Ο Άγιος Μάξιμος εξισώνει πολύ συχνά ουσία και είδος και την διακρίνει από την υπόσταση λέγοντας πώς αυτός ο τελευταίος όρος δείχνει μια ειδική περίπτωση όπου ενσωματώνεται η ουσία ή το είδος. Αποδίδει ακόμη και στον Χριστό δύο ουσίες (οpusc., 77B).

Δέχεται εξάλλου έναν ορισμό της ουσίας, σύμφωνα με τους φιλοσόφους, κατά τον οποίο η ουσία είναι ένα πράγμα που υφίσταται μ' έναν αυτόνομο τρόπο και είναι ανεξάρτητο ως προς την ύπαρξή του από άλλα αντικείμενα. Ενώ για τους πατέρες είναι η φύσις αυτή πού αποδίδεται σαν κατηγόρημα σε πολλά διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα το ένα από το άλλο ως προς την υπόσταση.

Γνωρίζει πολύ καλά τον ορισμό της ουσίας από τον Πλάτωνα, σαν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πράγμα, αλλά προτιμά να ερμηνεύσει την ουσία με την Αριστοτελική έννοια της αφηρημένης καθολικότητος!

Όπως είδαμε στα προηγούμενα, εξισώνοντας την Χριστολογία με την “θεολογία” το τριαδικό δόγμα κατεκλύσθη από αφαιρέσεις. Σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση η θεολογία κυριολεκτικά σώθηκε από το έργο ενός αγνώστου, του ψευδο-Κυρίλλου ο οποίος έγραψε ένα κείμενο “Περί της Αγιοτάτου Τριάδος” το οποίο προσετέθη στο τέλος των κειμένων του Κυρίλλου!

Μ' αυτό το έργο εισέρχεται στην συζήτηση των τριαδικών προβλημάτων ο όρος “περιχώρησις” και αποκαθίσταται η αληθινή σημασία της ουσίας! Μιλά για τον Θεό στο κεφάλαιο 7 σαν μια μοναδική ουσία, θεότης, δύναμις, θέλησις, ενέργεια, αρχή κτλ. η οποία διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις τέλειες υποστάσεις οι οποίες είναι ασυγχύτως και αχώριστα ενωμένες, διακριτές σε Πατέρα, Υιό και Άγιο πνεύμα. Η ενότης του Θεού ήταν ξανά η βάση του ορισμού και οι υποστάσεις ήταν ξανά οι τέλειες εκφράσεις του μοναδικού, αϊδίου και υπέρτατου Είναι. Ο Θεός διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις αντικειμενικές υποστάσεις αλλά είναι απολύτως Ένας.

Το αληθινό δόγμα σώζεται και διαρκεί λοιπόν, επειδή ο Ιωάννης Δαμασκηνός συμπεριλαμβάνει στον τόμο του, έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, σχεδόν τα δύο τρίτα του κειμένου του ψευδο-Κυρίλλου χωρίς να αλλάξει σχεδόν μια λέξη. Στα Διαλεκτικά του ο Ιωάννης Δαμασκηνός (κεφ. 4) προτείνει έναν ορισμό της ουσίας σαν “πράγμα αυθύπαρκτον”, ένα πράγμα που η ύπαρξίς του είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη άλλων πραγμάτων: ο Θεός είναι μια ουσία αυτού του είδους και κάθε κτίσμα είναι μια ουσία, παρότι ο Θεός είναι μια ουσία που υπερβαίνει κάθε άλλη ουσία (ουσία υπερούσιος). Το Δόγμα της Αγίας Τριάδας ήταν ξανά ενός Θεού σε τρία “πρόσωπα” και όχι τριών προσώπων σε μια Θεότητα!


 Εκδόσεις Αμέθυστος
amethystos.books@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: