Ίσως όμως δεν δώσαμε την απαραίτητη προσοχή στο γεγονός ότι για μερικά αγαθά ο Αριστοτέλης στοχάζεται μία διανομή η οποία δεν αναλογεί στην αξία, αλλά είναι καθαρά και απλά ίση. Πρόκειται πάνω απ' όλα για αγαθά τα οποία είναι αντικείμενα συμβολαίου. Εάν ένα συμβόλαιο (που αφορά για παράδειγμα ένα δάνειο και τις συνθήκες επιστροφής του) δεν γίνει σεβαστό από ένα από τα μέρη, το μέρος που έχει ζημιωθεί απαιτεί μια επανόρθωση, δηλαδή μια αποζημίωση, η οποία πρέπει να ισούται με το ποσό με το οποίο ζημιώθηκε κι είχε προσυμφωνηθεί. Ακόμη μεγαλύτερης σημασίας είναι η περίπτωση των εγκληματικών σχέσεων, κατά τις οποίες ένας άνθρωπος βρίσκεται να χάνει από έναν άλλον το χρήμα του, την γυναίκα, την φυσική του ακεραιότητα, την τιμή του κ.τ.λ. Μια τέτοια περίπτωση, εάν φτάσει μπροστά στον δικαστή, απαιτεί μια ανταμοιβή ίση με την ζημιά που υπέστη, και αυτή πρέπει να επιβάλλεται ανεξαρτήτως της ποιότητος τού θύματος του εγκλήματος ή του θύτη. “Δεν υπάρχει καμμία διαφορά, εάν ένας άνθρωπος αγαθός ή καλός αφαιρεί κάτι από έναν κακό, ή εάν ένας κακός αφαιρεί κάτι από έναν καλό, ούτε εάν αυτός που πράττει την παρανομία είναι ένας άνθρωπος καλός ή ένας κακός: ο νόμος βλέπει μόνον την διαφορά που σχετίζεται με την ζημιά, και έτσι χειρίζεται και τους δύο σαν ίσους, ερευνώντας μόνον εάν ένας από αυτούς διέπραξε ή υπέστη την αδικία. Επειδή η αδικία, κατανοημένη με αυτόν τον τρόπο, είναι μία ανισότης, ο δικαστής προσπαθεί να επαναφέρει την ισότητα”(1132α 2-8).
Αυτή η μορφή δικαιοσύνης, η οποία αντιστοιχεί σε αυτό που εμείς σήμερα θα ονομάζαμε ποινικό δίκαιο, ονομάζεται από τον Αριστοτέλη “Μεταβλητή δικαιοσύνη”, μετατρέψιμη. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης την διακρίνει σαφώς από την δικαιοσύνη τής διανομής τών αγαθών φανερώνει ότι προκειμένου για την απώλεια ζωτικών αγαθών (ουσιωδώς συμπίπτοντα με εκείνα που ο Ρώλς ονομάζει “πρωτογενή αγαθά”), η δικαιοσύνη δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις στα συμβάντα. Με κάθε κόστος πρέπει να επαναφέρει την διαταραγμένη ισορροπία, τόσο μέσω της επιστροφής ή τουλάχιστον της αποζημιώσεως όταν αυτά είναι αρκετά και δυνατά, όσο και μέσω της τιμωρίας η οποία θα ακυρώσει τουλάχιστον συμβολικά το “κέρδος” το οποίο απεκτήθη παρανόμως από τον αυτουργό του εγκλήματος και έτσι να αποκαταστήσει, υπέρ του θύματος, μια ισότητα, τουλάχιστον ηθική. Το γεγονός ότι αυτή η δικαιοσύνη δεν διανέμει αλλά διορθώνει, φανερώνει ότι ο Αριστοτέλης θεωρούσε τους ανθρώπους ίσους στα δικαιώματα, όταν επρόκειτο για βασικά δικαιώματα του προσώπου. Δικαίωμα στην ζωή, στην σιγουριά, στην υγεία, στην ιδιοκτησία. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση ο Αριστοτέλης τοποθετεί με καθαρότητα και λύνει με τον τρόπο του, το πρόβλημα της λειτουργίας τής τιμωρίας, το οποίο δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί νομικούς και φιλοσόφους του δικαίου. Για τον Αριστοτέλη πρόκειται για ένα όργανο το οποίο αποκαθιστά την ισότητα, η οποία θριαμβεύει στην απαίτηση μιας ποιοτικής διαφοροποιήσεως ανάμεσα στους ανθρώπους σε όλες τις περιπτώσεις όπου βρίσκεται στο παιχνίδι η ζωή (και όχι μόνον το ευ ζειν).
Ο Αριστοτέλης και το Φυσικό δίκαιο.
Παρότι μερικά μέρη της αριστοτελικής θεωρίας τής δικαιοσύνης περιέχουν τα στοιχεία τής απαντήσεως, ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να λείψει από τον διάλογο και να μην πάρει θέση σχετικά με το θεμέλιο τού δικαιώματος, ενός προβλήματος που είχε κρυσταλλωθεί ανάμεσα στους συγχρόνους του σε έναν διάλογο γύρω από την σχέση ανάμεσα στο δίκαιο και την Φύση.
Αντίθετα με τους σοφιστές, ο Αριστοτέλης δεν δέχεται να αντιπαραθέσει νόμο και φύση ή ακόμη, τον γραπτό νόμο -δηλαδή για να χρησιμοποιήσουμε έναν μοντέρνο όρο, τον δικαστικό, νομικό νόμο- στον ηθικό νόμο. Παρότι αυτός ο ίδιος υπονοεί κάτι τέτοιο σε κάποιο χωρίο τής Ρητορικής, αρνείται να αποδεχθεί μια έννοια η οποία αντιπαραθέτει τον “Φυσικό νόμο”, ο οποίος θα ήταν κοινός και όπως ήδη έλεγε η Αντιγόνη του Σοφοκλή, “αιώνιος”, στον νόμο ο οποίος ορίσθηκε σε κάθε λαό σχετικά με αυτόν τον λαό! (Ρητορική, Ι, 13, 1373b 6-13). Με μοντέρνους όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Αριστοτέλης αρνείται να αντιπαραθέσει την καθολικότητα και την ανάγκη του ηθικού νόμου στην μερικότητα και την τυχαιότητα των νομικών κανόνων και νόμων. Σε ένα διάσημο χωρίο, αλλά πολύ συχνά παρανοημένο, στα “Ηθικά Νικομάχεια” (V, 10), μάς προσφέρει μια πρωτότυπη απάντηση στο πρόβλημα της γνώσεως σε ποιο μέτρο το δίκαιο είναι “Φυσικό” και σε ποιο μέτρο δεν είναι. Ας πάρουμε το θάρρος, μετά από τόσους άλλους, να ερμηνεύσουμε αυτό το δύσκολο κείμενο.
Ο Αριστοτέλης έχει εισάγει μόλις μια νέα διάκριση ανάμεσα στην δικαιοσύνη ή το δίκαιον με την απόλυτη σημασία και το πολιτικό δίκαιο (1134 α24). Η απόλυτη δικαιοσύνη είναι η ηθική αρετή τής δικαιοσύνης, η οποία έχει περιγραφεί εκτενώς στα προηγούμενα κεφάλαια σαν την διάθεση να διατηρηθεί ή να επανιδρυθεί η ισότης στις σχέσεις με τους άλλους. Το γεγονός ότι αυτή η ισότης μπορεί, στην παράδοση του πλατωνισμού, να είναι αντικείμενο μιας μαθηματικής έρευνας η οποία μπορεί να την καθορίζει ακριβώς σαν μία μεσότητα, τόσο γεωμετρική ή αναλογική (όπως στην περίπτωση της δίκαιης διανομής), όσο και αριθμητική (όπως στην περίπτωση της μεταβλητής δικαιοσύνης), δείχνει καθαρά ότι βρισκόμαστε απέναντι από μία καθολική δομή, η οποία αντιστοιχεί σε αυτό που ο Γοργίας του Πλάτωνος και στην συνέχεια η Ρητορική του Αριστοτέλη είχαν ονομάσει το δίκαιον φύσει. Αλλά τώρα πια -και εδώ βρίσκεται η ανανέωση του Αριστοτέλη- η διάκριση ανάμεσα στο φύσει και θέσει θα περάσει στο εσωτερικό του ίδιου του πολιτικού δικαίου, δηλαδή στο εσωτερικό του πλαισίου της νομοθεσίας. Ξεκινώντας από αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης θα αναγνωρίσει την παρουσία της φύσεως μέσα στην ίδια την σφαίρα του δικαίου. Σε αυτό το σημείο ίσως βοηθήθηκε και από την ιδέα του, την οποία είχε αναπτύξει στο 1ο βιβλίο των πολιτικών, ότι ο άνθρωπος είναι ένα φύσει ζώον πολιτικόν (1253 α2). Το πολιτικό δίκαιο, λέει λοιπόν ο Αριστοτέλης, είναι κατά ένα μέρος φυσικόν, κατά ένα άλλο νομικόν (1134 b17).
Συνήθως ορίζεται το φυσικόν σαν αυτό που έχει παντού την ίδια δύναμη και ισχύ, και το νομικόν σαν αυτό που καθορίζεται και εγκαθιδρύεται κατόπιν συμβάσεως και συμφωνίας, και εξειδικεύει το φυσικό δίκαιο (όπως δηλαδή για παράδειγμα είναι συμβατό με το φυσικό δίκαιο να πληρώνονται φόροι, αλλά το νομικό δίκαιο καθορίζει το ποσό).
Ήδη λοιπόν σε αυτό το επίπεδο της αναλύσεως φαίνεται ότι πρόκειται για μία διάκριση και όχι για μία αντίθεση, καθότι το φυσικό δίκαιο, δεδομένης της γενικότητός του, έχει την ανάγκη να συγκεκριμενοποιείται, είτε με την μορφή θετικών νόμων, είτε με την μορφή ψηφισμάτων.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου