Καθείς για τους δικούς του λόγους, Πούτιν και Ερντογάν συμφώνησαν το 2010 στην κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τέσσερις αντιδραστήρες στο Ακουγιού, στην περιοχή της Μερσίνας στην Τουρκία.
Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά*
Η κατασκευή του εργοστασίου, αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, άρχισε το 2018 και θα περατωθεί το 2023, ώστε η έναρξη λειτουργίας του να συμπέσει με τους εορτασμούς των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Εκτός από το μήνυμα του συμβολισμού και τη σύγκριση του εγχειρήματος με τον αντίστοιχο εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το έργο έχει τεράστια σημασία για την Τουρκία. Η συνολική ισχύς του σταθμού θα είναι 4,8 GW και θα παράγει 35 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες τον χρόνο, ενέργεια που αντιστοιχεί στο 10% της ηλεκτρικής κατανάλωσης στην Τουρκία.
Το έργο θα απασχολήσει 15.000 εργαζομένους στο στάδιο της κατασκευής και 4.000 στη λειτουργία του. Εκτός του εργοστασίου στο Ακουγιού, ο Ερντογάν ξεκίνησε την κατασκευή άλλων δύο πυρηνικών εργοστασίων ηλεκτρικής ενέργειας, σκοπεύοντας έως το 2071, στη χιλιετή επέτειο της μάχης του Ματζικέρτ, να παράγει με πυρηνικά εργοστάσια το 80% της ενέργειας που χρειάζεται η χώρα.
Ο σταθμός του Ακουγιού και οι άλλοι δύο, όταν αποπερατωθούν, θα ενταχθούν ομαλά στο εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς το έργο να επιβαρύνει τους Τούρκους πολίτες με τα ληστρικά τέλη αναπροσαρμογής που επέβαλε η Ν.Δ. στους Ελληνες. Επίσης, το έργο θα κατασκευαστεί από έναν συμβαλλόμενο, τον ρωσικό κολοσσό Rosatom, σε αντίθεση με τις πρακτικές της κυβέρνησης της Ν.Δ. που εφαρμόζει στην απολιγνιτοποίηση της Πτολεμαΐδας, όπου εμπλέκει 7-8 εταιρίες, κάποιες από αυτές ως μεσάζοντες, επειδή δεν κατέχουν την αντίστοιχη τεχνογνωσία για την οποία θα χρηματοδοτηθούν.
Ο Ερντογάν, όμως, δεν είναι Ελληνας πολιτικός. Εκτός των άλλων, είναι ένας διεθνής στρατηγικός παίκτης με υψηλό δείκτη ευφυΐας, που βάζει το συμφέρον της πατρίδας του πάνω από το προσωπικό. Οπως αποδεικνύει η κατασκευή των τριών πυρηνικών εργοστασίων, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις έχουν μεγαλύτερο στρατηγικό βάθος από όσο πιστεύει η αμερικανική και η ευρωπαϊκή αφέλεια. Συνεπώς, σε αυτό το στρατηγικό πλαίσιο σχέσεων και αμοιβαίου οφέλους, είναι μάλλον αδύνατον να αρθεί το τουρκικό βέτο της σύνδεσης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η είσοδος των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα στις ρωσικές βλέψεις και στην επέκταση προς την Αρκτική, συνεπώς η Ρωσία θα συνεργαστεί και με τον Διάβολο για να αποτρέψει την εισδοχή των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ.
Ο Διάβολος σε αυτή την περίπτωση είναι η Τουρκία, και η παγίδα που έστησε στη Δύση η Ρωσία είναι η στρατηγική της συμμαχία και η σχέση «αμοιβαίας κατανόησης» που έχει με την Τουρκία, μέσω της κατασκευής των τριών πυρηνικών σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και της παροχής της αντίστοιχης πυρηνικής τεχνογνωσίας. Το σχέδιο κατασκευής των τριών πυρηνικών σταθμών αποτελεί τον σημαντικότερο άξονα της τουρκικής προβολής ισχύος, επειδή το έργο του πυρηνικού εκσυγχρονισμού της χώρας εντάσσεται στα μακροπρόθεσμα σχέδια της Τουρκίας να καταστεί υπερδύναμη έως το 2071. Εκτός του εθνικού οφέλους από την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, η αποκτηθείσα πυρηνική τεχνογνωσία θα θεωρηθεί από τη Δύση ως το «εύλογο δικαίωμα απόκτησης πυρηνικών όπλων από μια τεχνολογικά ομότιμη με αυτές χώρα».
Εντός του ως άνω γενικευμένου στρατηγικού πλαισίου το τουρκικό βέτο, μέσω των όρων που θέτει η Τουρκία στις δύο χώρες, καθιστά την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ μάλλον αδύνατη. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ρωσία δεν φαίνεται να ενοχλείται από τον εξοπλισμό του ουκρανικού στρατού με τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraκtar TB2 και άλλα όπλα, παρά τις δυσκολίες που τα τουρκικά UAV προκάλεσαν στη ρωσική προέλαση, τουλάχιστον στην αρχική φάση του πολέμου. Αντιθέτως, Ρώσοι και Ουκρανοί δεν φαίνεται να κουράζονται να επισημαίνουν τον εποικοδομητικό ρόλο του Ερντογάν σε αυτόν τον πόλεμο.
Οι μεν πρώτοι λόγω της στρατηγικής συμμαχίας που έχουν με την Τουρκία, οι δε δεύτεροι λόγω της στρατιωτικής βοήθειας που τους προσφέρουν οι Τούρκοι. Είναι ενδιαφέρον ότι, σε αυτό το διεθνές πλαίσιο, οι ελλιπείς προσωπικότητες των Ελλήνων πολιτικών όχι μόνο αναδεικνύονται, αλλά και ελαχιστοποιούνται ακόμα περισσότερο λόγω της σύγκρισης. Πράγματι, η μεν Τουρκία την επέτειο των 100 χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας εισέρχεται στην πυρηνική εποχή, έστω με καθυστέρηση, η δε Ελλάδα, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, επιστρέφει στην εποχή του ανεμόμυλου μέσα από τις «πράσινες» εμμονές των πολιτικών της.
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου