Συνέχεια από Τρίτη 3 Μαίου 2023
10. Έτσι η από την έξω παιδεία γνώση όχι μόνον είναι άλλη, αλλά και παρουσιάζεται αντίθετη προς την αληθινή και πνευματική γνώση, αν και μερικοί, και οι ίδιοι όπως φαίνεται πεπεισμένοι από αυτήν, επιχειρώντας και τους ακροατές τους να πείσουν, συζητούν σαν να πρόκειται για μία και την αυτή, χαρακτηρίζοντας αυτήν ως σκοπό (τέλος) της θεωρίας. Για να σου φανερώσω και κάτι από το δεινό βάθος της πονηριάς των έξω φιλοσόφων, έκλεψε βέβαια ο πονηρός και εκείνοι που σοφίσθηκαν από αυτόν με πονηρό τρόπο κάποιο ωφελιμότατο παράγγελμα από τα δικά μας και με την ταυτότητα των λέξεων το προβάλλουν σαν κάποιο πονηρό δόλωμα, το «πρόσεχε σεαυτώ (πρόσεχε τον εαυτό σου)» και το «γνώθι σαυτόν (γνώρισε τον εαυτό σου)», αλλ’ αν ζητήσεις να μάθεις, ποιος είναι ο σκοπός του παραγγέλματος αυτού για εκείνους, θα βρεις χάρυβδη κακοδοξίας· γιατί, παραδεχόμενοι τη μετεμψύχωση, νομίζουν ότι τότε έχει γνωρίσει κανείς τον εαυτό του και έχει ανταποκριθεί ικανοποιητικά στο παράγγελμα, όταν γνωρίσει σε ποιο σώμα είχε ενωθεί προηγουμένως, που κατοικούσε, τί έκαμνε και πώς ονομαζόταν· και τα μαθαίνει αυτά αν δείξει υπακοή στο πονηρό πνεύμα που του σιγοψιθύρισε αυτά με δολιότητα. Προτρέποντας λοιπόν προς τούτο με το «γνώθι σαυτόν», θεωρούνται από εκείνους που δεν έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν τον δόλο ότι διδάσκουν σύμφωνα με τους δικούς μας πατέρες. Γι’ αυτό ο Παύλος και ο Βαρνάβας, μη αγνοώντας τις σκέψεις του πονηρού και εκείνων που έχουν μυηθεί από αυτόν, δεν έκαναν αποδεκτή καθόλου την κόρη εκείνη που έλεγε γι’ αυτούς, «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου», αν και βέβαια τί ευσεβέστερο από αυτό το λόγο θα μπορούσε να πει κανείς; Αλλά γνώριζαν εκείνοι τον διάβολο που μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός και τους διακόνους του που υποκρίνονται διακόνους δικαιοσύνης· απορρίπτουν λοιπόν τα αληθινά αυτά λόγια σαν ανάρμοστα στο ψευδολόγο στόμα.11. Αυτά λοιπόν τα λόγια θεοσεβούς ακούοντας και εμείς να λέγονται από Έλληνες, ούτε θεωρούμε εκείνους θεοσεβείς, ούτε τους τοποθετούμε σε θέση διδασκάλων γιατί γνωρίζομε ότι αφαίρεσαν αυτά από τους δικούς μας (γι’ αυτό και κάποιος από εκείνους είπε για τον Πλάτωνα, «Τί άλλο λοιπόν είναι ο Πλάτων, παρά Μωυσής που αττικίζει;»)· γνωρίζομε λοιπόν ότι, εάν υπάρχει κάποιο καλό σ’ αυτούς, έχει παραληφθεί από εκεί ως παράκουσμα, αλλά και μετά από σκέψη αντιλαμβανόμαστε ότι δεν εκλαμβάνεται, με την ίδια έννοια. Και αν κάποιος από τους πατέρες λέγει τα ίδια με τους έξω σοφούς, αυτό γίνεται μόνο ως προς τις λέξεις, ενώ ως προς στα νοήματα υπάρχει μεγάλη απόσταση· γιατί αυτοί, σύμφωνα με τον Παύλο έχουν νου Χριστού, ενώ εκείνοι, αν όχι τίποτε χειρότερο, μιλούν από ανθρώπινη διάνοια, και «όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απέχει η διάνοιά μου από τις δικές σας διάνοιες», λέγει ο Κύριος. Αλλ’ όμως, ακόμα και αν κάποιες φορές συμφωνούν εκείνοι ως προς τη διάνοια με τον Μωυσή και τον Σολομώντα και εκείνους που ανήκουν στον κύκλο αυτών, ποιό το όφελος σ’ αυτούς από αυτό ή ποιός που έχει υγιή νου και είναι ταγμένος μαζί μας θα πει ότι αυτοί διδάχθηκαν αυτά από τον Θεό, εκτός βέβαια αν χαρακτηρίσει κανείς θεοδίδακτους και τους μετά Χριστόν κακόδοξους, επειδή, έχοντας ακούσει την αλήθεια από την Εκκλησία, δεν την παρασάλευσαν ολόκληρη; O μαθητής όμως του φωτός διακήρυξε, ότι «κάθε δώρημα τέλειο προέρχεται άνωθεν από τον Πατέρα των φώτων». Και αν εκείνος δεν αποδέχεται κολοβά ζώα ως δώρα για θυσία, πώς ο ίδιος θα παρείχε τέτοια δώρα; Αν και βέβαια ζώο κολοβό δεν παύει να είναι ζώο. Θεός όμως, που δεν δημιουργεί από το μηδέν (εκ μη όντων) ούτε προϋπήρχε από τις ψυχές μας και την άμορφη σύμφωνα με εκείνους ύλη, ή καλύτερα και από την ταλαντευόμενη και μορφοποιημένη από μόνη της, αλλ’ όμως άκοσμη, πώς θα μπορούσε να είναι Θεός; Και για να μιλήσω σύμφωνα με τον προφητικό λόγο, με μικρή προσθήκη, «θεοί που δεν δημιούργησαν τον ουρανό και τη γη από το μηδέν, ας χαθούν», και μαζί με αυτούς και εκείνοι που θεοποίησαν αυτούς. Όσο για εκείνους που λέγουν αυτούς θεολόγους και ομόφωνους με τους δικούς μας θεολόγους ή και διδασκάλους, οι οποίοι νομίζουν ότι παρέλαβαν από εκείνους τα θεολογικά λόγια, τί άλλο χρειάζεται να πούμε, παρά ότι πρέπει το φως, που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο, ν’ απαλλάξει και αυτούς από το φοβερό αυτό σκοτάδι της άγνοιας και να τους φωτίσει ν’ αντιληφθούν ότι και από τα φίδια υπάρχει κάτι χρήσιμο σε εμάς, αλλά μόνον αφού τα φονεύσουν, αφαιρέσουν τα υλικά, τα παρασκευάζουν κατάλληλα και τα χρησιμοποιήσουν με προσοχή εναντίον των δαγκωμάτων από εκείνους. Σ’ αυτό λοιπόν είναι χρήσιμα σε εμάς τα διδάγματα εκείνων, στο να τα χρησιμοποιήσουμε εναντίον εκείνων για να τους εξοντώσουμε, σαν άλλον Γολιάθ, με τη δική του ρομφαία, που επαναστάτησε και πρόβαλε αντίσταση και «κατηγορεί την παράταξη του ζωντανού Θεού», που έχει εκπαιδευτεί στα θεία από αλιείς και αγραμμάτους.
12. Γι’ αυτό λοιπόν δεν θα εμποδίζουμε να ασχολούνται με την έξω παιδεία όσοι θέλουν από εκείνους που δεν επέλεξαν τον μοναχικό βίο, αλλά δεν συμβουλεύουμε καθόλου κανένα να αφοσιώνεται σ’ αυτήν ως το τέλος. Το να προσδοκά όμως κανείς να γνωρίσει με ακρίβεια από αυτήν κάτι από τα θεία το αποκλείουμε τελείως· γιατί δεν είναι δυνατόν να διδαχθεί από αυτήν κάτι το ασφαλές περί Θεού. Γιατί «την εμώρανε ο Θεός», όχι με την έννοια ότι την έκαμε τέτοια εξ αρχής (πώς δηλαδή θα ήταν δυνατόν να κάνει σκότος το φώς;), αλλ’ απέδειξε ότι είναι μωράν (μωρία), όχι συγκρίνοντάς την προς τη δική του (παιδεία), μακριά μια τέτοια σκέψη· γιατί, αν θα έλεγε κανείς αυτό, θα έπρεπε να πει ότι και ο νόμος που δόθηκε μέσω του Μωυσέως καταργήθηκε και μωράνθηκε, όταν φανερώθηκε ο νόμος της χάριτος· εφόσον όμως αυτός δεν μωράνθηκε (γιατί προερχόταν από τον Θεό), άρα σύμφωνα με το λόγο αυτό μωράνθηκε οπωσδήποτε η σοφία των Ελλήνων, κατά το ότι δεν προερχόταν από τον Θεό· και καθετί που δεν προέρχεται από τον Θεό, δεν είναι ον γι’ αυτό η σοφία των Ελλήνων είναι ψευδώνυμη. Βεβαίως ο νους που την έχει βρει, σαν νους βέβαια που είναι, προέρχεται από τον Θεό· αυτήν όμως, αφού αστόχησε ως προς τον πρέποντα σκοπό τής θεογνωσίας, δικαιότερα θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει έκπτωση σοφίας και άλογη σοφία, και με άλλα λόγια μωρία, παρά σοφία. Γι’ αυτό και ο απόστολος είπε ότι μωράνθηκε, όχι ως συγκρινόμενη με άλλη, αλλ’ επειδή επιδιώκει τα πράγματα του κόσμου αυτού και δεν γνώρισε τον προαιώνιο Θεό, ούτε θέλησε να τον γνωρίσει. Διότι, αφού είπε, «πού είναι ο συζητητής του αιώνος τούτου;», αμέσως πρόσθεσε· «εμώρανε ο Θεός τη σοφία του κόσμου αυτού», δηλαδή όταν φανερώθηκε, φανέρωσε ότι είχε αστοχήσει ως προς την αληθινή γνώση και δεν ήταν σοφία, αλλ’ απλώς ονομαζόταν έτσι. Εάν ήταν σοφία, πώς θα γινόταν μωρία, και μάλιστα από τον Θεό και τη Σοφία του, όταν φανερώθηκε πάνω στη γη; Σύμφωνα με τον μέγα Διονύσιο το καλό δεν εναντιώνεται στο καλό, το ανώτερο στο κατώτερο, εγώ όμως θα έλεγα, ότι τα νοητά δεν μειώνονται ποτέ μεταξύ τους, και θα πρόσθετα, ότι το καθένα λαμβάνει αύξηση της καλλονής του με την παρουσία του ανωτέρου. Και τί θα μπορούσε να πει κανείς, όταν φανερώθηκε η ίδια η καλλοποιός δύναμις; Ούτε βέβαια τα «δεύτερα φώτα», δηλαδή οι αγγελικές φύσεις, θα μπορούσε κανείς να πει, ότι αχρειώνονται όταν λάμψει επάνω σ’ αυτά το πρώτο φως, ούτε πάλι αυτό που υπολείπεται πολύ από αυτά, αλλ’ είναι οπωσδήποτε φως, εννοώ το δικό μας λογικό και νοερό, έγινε σκότος, όταν φανερώθηκε το θείο φως, και μάλιστα με σκοπό να φωτίσει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Εκείνος όμως πού αντιτάσσεται στο φως αυτό, είτε άγγελος είναι είτε άνθρωπος, επειδή με τη θέλησή του στέρησε τον εαυτό του από το φως, αφού εγκαταλείφθηκε, έγινε σκότος.
Αρχαίο κείμενο
10. Οὕτως οὐκ ἄλλη μόνον ἡ παρά τῆς ἔξω παιδείας γνῶσις, ἀλλά καί ἐναντίως πρός τήν ἀληθῆ καί πνευματικήν διάκειται γνῶσιν, εἰ καί τινες αὐτοί τε παρ᾿ αὐτῆς ὡς ἔοικε παρηγμένοι καί τούς αὐτῶν ἀκροωμένους παράγειν ἐγχειροῦντες, ὡς περί μιᾶς καί τῆς αὐτῆς διαλέγονται, τέλος τῆς θεωρίας ἀποφαινόμενοι ταύτην. Ἵνα δέ καί τι τοῦ δεινοῦ βάθους τῆς τῶν ἔξω φιλοσόφων ποηρίας ἀνακαλύψω σοι, κέκλοφε μέν ὁ πονηρός καί οἱ παρ᾿ αὐτοῦ πονηρῶς σοφισθέντες ἐκεῖνοι παράγγελμά τι τῶν ἡμετέρων λυσιτελέστατον καί καθάπερ τι πονηρόν προβάλλονται δέλεαρ τῇ τῶν ρημάτων ταυτότητι, τό «σαυτῷ πρόσεχε» καί «γνῶθι σαυτόν», ἀλλ᾿ ἄν ζητήσῃς τι τό τέλος ἐκείνοις τούτου τοῦ παραγγέλματος, κακοδοξίας εὑρήσεις χάρυβδιν˙ μετεμψυχώσεις γάρ δογματίζοντες, τότ᾿ οἴονταί τινα σχεῖν ἑαυτόν γνῶναι καί τοῦ παραγγέλματος ἱκανῶς ἐφικέσθαι, ἡνίκ᾿ ἄν τινι προσυνῆπτο σώματι γνοίη καί ποῦ ποτε ἦν οἰκῶν καί τί πράττων καί τίς ἤκουε˙ μανθάνει δέ ταῦτα, πειθήνιον ἑαυτόν παρασχών τῷ τά τοιαῦθ᾿ ὑποψιθυρίσαντι δολίως πονηρῷ πνεύματι. Πρός τοῦτο τοίνυν ἐνάγοντες διά τοῦ γνῶθι σαυτόν τοῖς οὐχ ἱκανῶς ἔχουσιν ἐπαΐειν τοῦ δόλου συνῳδά τοῖς ἡμετέροις πατράσι λέγειν νομίζονται. Διό Παῦλος καί Βαρνάβας, τά τοῦ πονηροῦ νοήματα μή ἀγνοοῦντες καί τῶν ἐπ᾿ ἐκείνου μεμυημένων, τήν λέγουσαν περί αὐτῶν ὡς «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν» ἥκιστα παρεδέξαντο, καίτοι τί τούτου τοῦ ρήματος εὐσεβέστερον εἴποι τις ἄν; Ἀλλ᾿ ἤδεισαν ἐκεῖνοι τόν εἰς ἄγγελον φωτός μετασχηματιζόμενον καί τούς διακόνους αὐτοῦ δικαιοσύνης διακόνους ὑποκρινομένους˙ ὡς οὖν οὐκ ἐμπρέπουσαν τῷ ψευδηγόρῳ στόματι παραιτοῦνται τήν ἀληθινήν φωνήν.
11. Ταῦτ᾿ ἄρα καί ἡμεῖς θεοσεβοῦς ρήματα παρ᾿ Ἑλλήλων ἀκούοντες, οὔτ᾿ οἰόμεθα θεοσεβεῖς ἐκείνους, οὔτε ἐν διδασκάλων τάττομεν αὐτούς μοίρᾳ˙ καί γάρ ἴσμεν ἐκ τῶν ἡμετέρων μέν ὑφελπομένους αὐτά (διό καί τις ἐκείνων περί Πλάτωνος ἔφη, «τί γάρ ἐστι Πλάτων ἤ Μωσῆς ἀττικίζων»;)˙ ἴσμεν μέν οὖν, εἴ τι χρηστόν αὐτοῖς, ἐκεῖθεν ἐκ παρακρουσμάτων μετειλημμένον, ἀλλά καί συνήκαμεν ἐπισκεψάμενοι μή πρός τήν ὁμοίαν διάνοιαν ἐξειλημμένον. Κἄν τις τῶν πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ᾿ ἐπί τῶν ρημάτων μόνον˙ ἐπί δέ τῶν νοημάτων, πολύ τό μεταξύ˙ νοῦν γάρ οὗτοι, κατά Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καί χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται. «Καθόσον δέ ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τῆς γῆς, κατά τοσοῦτον ἀπέχει ἡ διάνοιά μου ἀπό τῶν διανοιῶν ὑμῶν», λέγει Κύριος. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ καί τῆς διανοίας ἔστιν οὐ κοινωνεῖεν ἐκεῖνοι Μωϋσεῖ τε καί Σολομῶντι καί τοῖς κατ᾿ αὐτούς, τί τούτοις ἐκ τούτου τό ὄφελος ἤ τίς αὐτούς παρά τοῦ Θεοῦ δεδιδάχθαι ταῦτ᾿ εἴποι νοῦν ἔχων ὑγιᾶ καί μεθ᾿ ἡμῶν τεταγμένος, εἰ μή καί τούς μετά Χριστόν κακοδόξους θεοδιδάκτους φαίη τις, ἐπεί παρά τῆς ἐκκλησίας ἀκηκοότες μή πᾶσαν παρεσάλευσαν τήν ἀλήθειαν; «Πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν εἶναι παρά τοῦ πατρός τῶν φώτων», ὁ τοῦ φωτός ἀπεφήνατο μαθητής˙ κολοβά δ᾿ εἰ μή ἐκεῖνος ζῶα δῶρα προσίεται, πῶς ἄν αὐτός παράσχοι; Καίτοι ζῶον κολοβόν οὐδέν ἧττον ζῶόν ἐστι. Θεός δέ, ὅς οὐκ ἐκ μή ὄντων δημιουργεῖ, μηδέ τῶν ἡμετέρων προϋπῆρχε ψυχῶν, μηδέ τῆς κατ᾿ ἐκείνους ἀνειδέου ὕλης, μᾶλλον δέ καί τῆς οἴκοθεν ταλαντευομένης εἰδοπεποιημένης, ἀκόσμου δ᾿ ὅμως, πῶς ἄν εἴη Θεός; Καί ἵνα κατά τό προφητικόν μικρόν προσθείς εἴπω, «θεοί οἵ τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» ἐκ μή ὄντων «οὐκ ἐποίησαν ἀπολέσθωσαν» καί πρός τούτοις οἱ τούτους θεολογήσαντες. Περί δέ τῶν τούτους θεολόγους καί τοῖς παρ᾿ ἡμῖν θεολόγοις ὁμοφώνους ἤ καί διδασκάλους λεγόντων, οἰομένων παρ᾿ ἐκείνων τάς θεολογικάς παρειληφέναι φωνάς, τί χρή λεγειν, ἤ δεῖσθαι τοῦ φωτός τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον ἀπαλλάξαι καί αὐτούς τοῦ δεινοῦ τούτου τῆς ἀγνοίας σκότους καί φωτίσαι συνιδεῖν, ὡς καί παρά τῶν ὄφεών ἐστί τι χρήσιμον ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἀνελοῦσι καί διελοῦσι καί συσκευασαμένοις καί χρησαμένοις σύν λόγῳ κατά τῶν ἐκείνων δογμάτων; Εἰς τοῦτο τοίνυν χρήσιμα τἀκείνων ἡμῖν, ὡς κατ᾿ ἐκείνων χρῆσθαι καθαιροῦντας, οἱονεί τῇ ἑαυτοῦ ρομφαίᾳ Γολιάθ ἄλλον, ἐπανιστάμενον καί ἀνθιστάμενον καί «ὀνειδίζοντα παράταξιν Θεοῦ ζῶντος» ἐξ ἁλιέων καί ἀγραμμάτων τά θεῖα πεπαιδευμένην.
12. Ταῦτ᾿ ἄρα καί τήν ἔξω παιδείαν μετιέναι τούς βουλομένους τῶν μή τόν μονήρην βίον ἐπανελομένων οὐκ ἄν ἀπείρξαμεν, διά τέλους δέ ταύτῃ προσεσχηκέναι παραινοῦμεν ἥκιστα τῶν ἁπάντων οὐδέν. Προσδοκᾶν δέ τι τῶν θείων ἀκριβῶς παρ᾿ αὐτῆς εἴσεσθαι καί τελέως ἀπαγορεύομεν˙ οὐ γάρ ἐστιν ἐξ αὐτῆς διδαχθῆναί τι περί Θεοῦ ἀσφαλές. «Ἐμώρανε γάρ αὐτήν ὁ Θεός», οὐκ αὐτός τοιαύτην ποιήσας (πῶς γάρ ἄν σκοτίσαι τό φῶς;), ἀλλά μωράν οὖσαν ἀπελέγξας, οὐ πρός τήν αὐτοῦ παραβληθεῖσαν, ἄπαγε˙ εἰ γάρ τις τοῦτ᾿ εἴποι, καί τόν διά Μωσέως δεδομένον νόμον καταργηθῆναί τε καί μωρανθῆναι φήσει, τοῦ νόμου φανερωθέντος τῆς χάριτος˙ εἰ δέ μή τοῦτον (καί γάρ ἐκ θεοῦ), κατά τοῦτο πάντως ἡ τῶν Ἑλλήνων ἐμωράνθη σοφία, καθότι οὐκ ἐκ Θεοῦ˙ πᾶν δ᾿ ὅ μή θεόθεν, οὐκ ὄν˙ διά τοῦτο ἡ σοφία τῶν Ἑλλήνων ψευδώνυμος. Ὁ μέν γάρ ταύτην εὑρηκώς νοῦς, ᾖ νοῦς, ἐκ Θεοῦ˙ ταύτην δέ τοῦ προσήκοντος τέλους τῆς θεογνωσίας ἐκπεσοῦσαν, ἔκπτωσιν σοφίας καί σοφίαν ἠλογημένην, τἀυτόν δ᾿ εἰπεῖν μεμωραμένην, δικαιότερον ἄν τις ἤ σοφίαν προσείποι. Διό καί ὁ ἀπόστολος οὐχ ὡς συγκρινομένην εἶπε μωραίνεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς τά τοῦ αἰῶνος τούτου ζητοῦσαν καί τόν προαιώνιον Θεόν μή γνοῦσαν μηδέ γνῶναι βουλομένην˙ εἰπών γάρ ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου;», εὐθύς ἐπήγαγεν ὅτι «ἐμώρανε ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου», τουτέστιν ἐφανέρωσε φανείς τῆς ἀληθινῆς γνώσεως ἐκπεπτωκυῖαν καί μή οὖσαν σοφίαν, ἀλλά καλουμένην μόνον. Εἰ δ᾿ ἦν σοφία, πῶς ἄν ἐγένετο μωρία καί ταῦθ᾿ ὑπό Θεοῦ καί τῆς αὐτοῦ σοφίας ἐπί γῆς φανερωθείσης; Κατά γάρ τόν μέγαν Διονύσιον καλῷ καλόν οὐκ ἐναντιοῦται, τῷ ἥττονι τό κρεῖττον, ἐγώ δ᾿ ἄν φαίην ὡς οὐδέ ἀμβλύνεταί ποθ᾿ ὑπ᾿ ἀλλήλων τά γε νοητά, προσθείην δ᾿ ἄν ὅτι καί τῆς ἑαυτοῦ καλλονῆς ἕκαστον ἐπίδοσιν λαμβάνει τῇ τοῦ κρείττονος ἐπιφανείᾳ. Τί δ᾿ ἄν εἴποι τις, αὐτῆς τῆς καλλοποιοῦ δυνέμως ἐπιφανείσης; Οὐδέ γάρ τά «δεύτερα φῶτα», τάς ὑπερκοσμίους λέγω φύσεις, ὑπό τοῦ πρώτου φωτός ἀχρειοῦσθαι φαίη τις ἐπιλάμποντος αὐτοῖς˙ οὐδέ τό πολύ τούτων ἀποδέον, φῶς δ᾿ ὅμως ὄν, τό καθ᾿ ἡμᾶς λέγω λογικόν καί νοερόν, σκότος γέγονε, τοῦ θείου φωτός ἐπιφανέντος, καί ταῦτ᾿ εἰς τό φωτίσαι πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον, εἰς τόν κόσμον. Ὁ δ᾿ ἀντιταττόμενος τούτῳ, εἴτ᾿ ἄγγελος, εἴτ᾿ ἄνθρωπος, ὡς ἑαυτόν ἑκών στερήσας τοῦ φωτός, ἐγκαταλειφθείς σκότος ἀναπέφηνεν.
11. Ταῦτ᾿ ἄρα καί ἡμεῖς θεοσεβοῦς ρήματα παρ᾿ Ἑλλήλων ἀκούοντες, οὔτ᾿ οἰόμεθα θεοσεβεῖς ἐκείνους, οὔτε ἐν διδασκάλων τάττομεν αὐτούς μοίρᾳ˙ καί γάρ ἴσμεν ἐκ τῶν ἡμετέρων μέν ὑφελπομένους αὐτά (διό καί τις ἐκείνων περί Πλάτωνος ἔφη, «τί γάρ ἐστι Πλάτων ἤ Μωσῆς ἀττικίζων»;)˙ ἴσμεν μέν οὖν, εἴ τι χρηστόν αὐτοῖς, ἐκεῖθεν ἐκ παρακρουσμάτων μετειλημμένον, ἀλλά καί συνήκαμεν ἐπισκεψάμενοι μή πρός τήν ὁμοίαν διάνοιαν ἐξειλημμένον. Κἄν τις τῶν πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ᾿ ἐπί τῶν ρημάτων μόνον˙ ἐπί δέ τῶν νοημάτων, πολύ τό μεταξύ˙ νοῦν γάρ οὗτοι, κατά Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καί χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται. «Καθόσον δέ ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τῆς γῆς, κατά τοσοῦτον ἀπέχει ἡ διάνοιά μου ἀπό τῶν διανοιῶν ὑμῶν», λέγει Κύριος. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ καί τῆς διανοίας ἔστιν οὐ κοινωνεῖεν ἐκεῖνοι Μωϋσεῖ τε καί Σολομῶντι καί τοῖς κατ᾿ αὐτούς, τί τούτοις ἐκ τούτου τό ὄφελος ἤ τίς αὐτούς παρά τοῦ Θεοῦ δεδιδάχθαι ταῦτ᾿ εἴποι νοῦν ἔχων ὑγιᾶ καί μεθ᾿ ἡμῶν τεταγμένος, εἰ μή καί τούς μετά Χριστόν κακοδόξους θεοδιδάκτους φαίη τις, ἐπεί παρά τῆς ἐκκλησίας ἀκηκοότες μή πᾶσαν παρεσάλευσαν τήν ἀλήθειαν; «Πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν εἶναι παρά τοῦ πατρός τῶν φώτων», ὁ τοῦ φωτός ἀπεφήνατο μαθητής˙ κολοβά δ᾿ εἰ μή ἐκεῖνος ζῶα δῶρα προσίεται, πῶς ἄν αὐτός παράσχοι; Καίτοι ζῶον κολοβόν οὐδέν ἧττον ζῶόν ἐστι. Θεός δέ, ὅς οὐκ ἐκ μή ὄντων δημιουργεῖ, μηδέ τῶν ἡμετέρων προϋπῆρχε ψυχῶν, μηδέ τῆς κατ᾿ ἐκείνους ἀνειδέου ὕλης, μᾶλλον δέ καί τῆς οἴκοθεν ταλαντευομένης εἰδοπεποιημένης, ἀκόσμου δ᾿ ὅμως, πῶς ἄν εἴη Θεός; Καί ἵνα κατά τό προφητικόν μικρόν προσθείς εἴπω, «θεοί οἵ τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» ἐκ μή ὄντων «οὐκ ἐποίησαν ἀπολέσθωσαν» καί πρός τούτοις οἱ τούτους θεολογήσαντες. Περί δέ τῶν τούτους θεολόγους καί τοῖς παρ᾿ ἡμῖν θεολόγοις ὁμοφώνους ἤ καί διδασκάλους λεγόντων, οἰομένων παρ᾿ ἐκείνων τάς θεολογικάς παρειληφέναι φωνάς, τί χρή λεγειν, ἤ δεῖσθαι τοῦ φωτός τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον ἀπαλλάξαι καί αὐτούς τοῦ δεινοῦ τούτου τῆς ἀγνοίας σκότους καί φωτίσαι συνιδεῖν, ὡς καί παρά τῶν ὄφεών ἐστί τι χρήσιμον ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἀνελοῦσι καί διελοῦσι καί συσκευασαμένοις καί χρησαμένοις σύν λόγῳ κατά τῶν ἐκείνων δογμάτων; Εἰς τοῦτο τοίνυν χρήσιμα τἀκείνων ἡμῖν, ὡς κατ᾿ ἐκείνων χρῆσθαι καθαιροῦντας, οἱονεί τῇ ἑαυτοῦ ρομφαίᾳ Γολιάθ ἄλλον, ἐπανιστάμενον καί ἀνθιστάμενον καί «ὀνειδίζοντα παράταξιν Θεοῦ ζῶντος» ἐξ ἁλιέων καί ἀγραμμάτων τά θεῖα πεπαιδευμένην.
12. Ταῦτ᾿ ἄρα καί τήν ἔξω παιδείαν μετιέναι τούς βουλομένους τῶν μή τόν μονήρην βίον ἐπανελομένων οὐκ ἄν ἀπείρξαμεν, διά τέλους δέ ταύτῃ προσεσχηκέναι παραινοῦμεν ἥκιστα τῶν ἁπάντων οὐδέν. Προσδοκᾶν δέ τι τῶν θείων ἀκριβῶς παρ᾿ αὐτῆς εἴσεσθαι καί τελέως ἀπαγορεύομεν˙ οὐ γάρ ἐστιν ἐξ αὐτῆς διδαχθῆναί τι περί Θεοῦ ἀσφαλές. «Ἐμώρανε γάρ αὐτήν ὁ Θεός», οὐκ αὐτός τοιαύτην ποιήσας (πῶς γάρ ἄν σκοτίσαι τό φῶς;), ἀλλά μωράν οὖσαν ἀπελέγξας, οὐ πρός τήν αὐτοῦ παραβληθεῖσαν, ἄπαγε˙ εἰ γάρ τις τοῦτ᾿ εἴποι, καί τόν διά Μωσέως δεδομένον νόμον καταργηθῆναί τε καί μωρανθῆναι φήσει, τοῦ νόμου φανερωθέντος τῆς χάριτος˙ εἰ δέ μή τοῦτον (καί γάρ ἐκ θεοῦ), κατά τοῦτο πάντως ἡ τῶν Ἑλλήνων ἐμωράνθη σοφία, καθότι οὐκ ἐκ Θεοῦ˙ πᾶν δ᾿ ὅ μή θεόθεν, οὐκ ὄν˙ διά τοῦτο ἡ σοφία τῶν Ἑλλήνων ψευδώνυμος. Ὁ μέν γάρ ταύτην εὑρηκώς νοῦς, ᾖ νοῦς, ἐκ Θεοῦ˙ ταύτην δέ τοῦ προσήκοντος τέλους τῆς θεογνωσίας ἐκπεσοῦσαν, ἔκπτωσιν σοφίας καί σοφίαν ἠλογημένην, τἀυτόν δ᾿ εἰπεῖν μεμωραμένην, δικαιότερον ἄν τις ἤ σοφίαν προσείποι. Διό καί ὁ ἀπόστολος οὐχ ὡς συγκρινομένην εἶπε μωραίνεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς τά τοῦ αἰῶνος τούτου ζητοῦσαν καί τόν προαιώνιον Θεόν μή γνοῦσαν μηδέ γνῶναι βουλομένην˙ εἰπών γάρ ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου;», εὐθύς ἐπήγαγεν ὅτι «ἐμώρανε ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου», τουτέστιν ἐφανέρωσε φανείς τῆς ἀληθινῆς γνώσεως ἐκπεπτωκυῖαν καί μή οὖσαν σοφίαν, ἀλλά καλουμένην μόνον. Εἰ δ᾿ ἦν σοφία, πῶς ἄν ἐγένετο μωρία καί ταῦθ᾿ ὑπό Θεοῦ καί τῆς αὐτοῦ σοφίας ἐπί γῆς φανερωθείσης; Κατά γάρ τόν μέγαν Διονύσιον καλῷ καλόν οὐκ ἐναντιοῦται, τῷ ἥττονι τό κρεῖττον, ἐγώ δ᾿ ἄν φαίην ὡς οὐδέ ἀμβλύνεταί ποθ᾿ ὑπ᾿ ἀλλήλων τά γε νοητά, προσθείην δ᾿ ἄν ὅτι καί τῆς ἑαυτοῦ καλλονῆς ἕκαστον ἐπίδοσιν λαμβάνει τῇ τοῦ κρείττονος ἐπιφανείᾳ. Τί δ᾿ ἄν εἴποι τις, αὐτῆς τῆς καλλοποιοῦ δυνέμως ἐπιφανείσης; Οὐδέ γάρ τά «δεύτερα φῶτα», τάς ὑπερκοσμίους λέγω φύσεις, ὑπό τοῦ πρώτου φωτός ἀχρειοῦσθαι φαίη τις ἐπιλάμποντος αὐτοῖς˙ οὐδέ τό πολύ τούτων ἀποδέον, φῶς δ᾿ ὅμως ὄν, τό καθ᾿ ἡμᾶς λέγω λογικόν καί νοερόν, σκότος γέγονε, τοῦ θείου φωτός ἐπιφανέντος, καί ταῦτ᾿ εἰς τό φωτίσαι πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον, εἰς τόν κόσμον. Ὁ δ᾿ ἀντιταττόμενος τούτῳ, εἴτ᾿ ἄγγελος, εἴτ᾿ ἄνθρωπος, ὡς ἑαυτόν ἑκών στερήσας τοῦ φωτός, ἐγκαταλειφθείς σκότος ἀναπέφηνεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου