Συνέχεια από: Δευτέρα 10 Απριλίου 2023
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
του Enrico Berti.
Η αντίφαση και η διαλεκτική στον Κάντ (συνέχεια).
Η ανάπτυξη τών αντινομιών είναι γνωστή και δέν απαιτεί την επανάληψή της: αρκεί να θυμηθούμε ότι η πρώτη αντινομία συνίσταται στην απόδειξη ότι ο κόσμος είναι πεπερασμένος και μαζί στην απόδειξη ότι αυτός είναι άπειρος. Η δεύτερη στην απόδειξη ότι κάθε σύνθετη ουσία αποτελείται απο απλά μέρη και ότι καμμία σύνθετη ουσία δέν αποτελείται απο απλά μέρη! Η τρίτη στην απόδειξη ότι η αιτιότης των νόμων της φύσεως είναι επίσης ελεύθερη και οτι αντιθέτως αυτή είναι μόνον αναγκαία! Η τέταρτη στην απόδειξη ότι ο κόσμος έχει σαν αιτία ένα αναγκαίο Είναι και ότι δέν υπάρχει ένα αναγκαίο Είναι σάν αιτία του κόσμου. Σε κάθε αντινομία η θέση είναι έκφραση, θα μπορούσαμε να πούμε, μιας σπιριτουαλιστικής μεταφυσικής (όπως του Λάϊμπνιτς) και η αντίθεση μιας υλιστικής μεταφυσικής (όπως του Hobbes). Η λύση αυτών την οποία προτείνει ο Κάντ, με τον τίτλο "κριτική λύση τής κοσμολογικής διαμάχης της νοήσεως με τον εαυτό της", δηλαδή ο τονισμός τής βεβαιότητος η οποία προέρχεται απο την σκεπτικιστική μέθοδο, προσφέρεται στην συνέχεια μέσω της επίκλησης του Ζήνωνος τής Ελέας! Δηλώνει λοιπόν ο Κάντ : "ο Ζήνων τής Ελέας, λεπτός διαλεκτικός, υπήρξε ήδη απο τον Πλάτωνα απορριπτέος σαν ένας μέτριος σοφιστής, διότι αυτός, για να αποδείξει την τέχνη του, προσπαθούσε μία και την αυτή πρόταση, να την αποδείξει μέσω ειδικών επιχειρημάτων και αμέσως μετά να την απορρίψει με εξίσου δυνατά επιχειρήματα! Βεβαίωνε ότι ο Θεός (ο οποίος πολύ πιθανόν γι'αυτόν δέν ήταν παρά ο κόσμος) δέν είναι ούτε πεπερασμένος ούτε άπειρος, δέν κινείται ούτε ησυχάζει ακίνητος, δέν είναι ούτε όμοιος σε άλλο πράγμα, ούτε ανόμοιος. Σε εκείνους που τον έκριναν γι'αυτό, φάνηκε σαν να ήθελε να αρνηθεί πραγματικά δύο προτάσεις αντιφατικές, μεταξύ τους, κάτι που είναι παράλογο. Αλλά εγώ δέν βρίσκω τον λόγο να του φορτώσουμε αυτόν τον παραλογισμό".
Η Θεωρία η οποία αποδίδεται εδώ στον Ζήνωνα είναι στην πραγματικότητα τού Ξενοφάνους, αλλά ο Κάντ όπως είναι γνωστό στηρίζεται στην κριτική ιστορία τού Brucker, ο οποίος με την σειρά του στηρίζεται στο γραπτό το οποίο αποδίδεται στον Αριστοτέλη: Περί του Μέλισσου, Ξενοφάνη και Γοργία, το οποίο μετεφέρθη απο τα χειρόγραφα με τίτλο, περί Ξενοφάνη Ζήνωνος και Γοργία, ανταλλάσσοντας λόγω αυτού του λανθασμένου τίτλου, για θεωρία του Ζήνωνος εκείνη που είχε αναπτυχθεί σαν θεωρία του Ξενοφάνη. Δέν είναι όμως η θεωρία η οποία μας ενδιαφέρει εδώ, αλλά η μέθοδος η οποία αποδίδεται στον Ζήνωνα : Εάν αυτή συνίστατο στο να αποδείξει και να καταστρέψει την ίδια θέση με εξίσου δυνατά επιχειρήματα, όπως δηλώνει ο Πλατων στον Φαίδρο (264 D) τότε θα επρόκειτο για μία σοφιστική πρόοδο. Αλλά ο Κάντ δέν το ερμηνεύει έτσι, αλλά αναδεικνύει, παίρνοντας σαν ευκαιρία την θέση που αποδόθηκε στον Ζήνωνα (ο Θεός δέν είναι ούτε πεπερασμένος ούτε άπειρος), ότι ο Ζήνων δέν καταστρέφει δύο προτάσεις αντιφατικές μεταξύ τους, γι'αυτό δέν είναι σοφιστής, αλλά λεπτός διαλεκτικός, όπου ο όρος διαλεκτικός χρησιμοποιείται καθαρά με θετική σημασία!
"Εάν δύο κρίσεις-συνεχίζει ο Κάντ-αντίθετες μεταξύ τους προϋποθέτουν μία αδύνατη συνθήκη, εκπίπτουν και οι δύο ακόμη και αν στήν αντίθεση τους (η οποία σύν τω χρόνω δέν είναι μία αληθινή και πραγματική αντίφαση) δέν λαμβάνει χώρα η συνθήκη στην οποία μόνον καθεμία απο αυτές τις συνθήκες θα'πρεπε να ισχύει". Και εξηγείται με ένα παράδειγμα : "Εάν έλεγε κάποιος : κάθε σώμα ή μυρίζει καλά ή μυρίζει άσχημα, θα υπήρχε μία τρίτη περίπτωση, δηλαδή να μήν μυρίζει καθόλου, και έτσι οι δύο αντίθετες προτάσεις θα μπορούσαν να είναι ψευδείς και οι δύο. Εάν Εγώ λέω ότι μυρίζει καλά ή δέν μυρίζει καλά, αυτές είναι δύο κρίσεις αντίθετες μεταξύ τους και αντιφατικές, και μόνον η πρώτη είναι ψευδής, αλλά το αντιθετό της αντιφατικό, δηλαδή ότι μερικά σώματα δέν μυρίζουν καλά αγκαλιάζει καθ'αυτή και την κρίση τα σώματα δέν μυρίζουν καθόλου!"
Ξαναβρίσκουμε εδώ την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα σε προτάσεις ενάντιες και προτάσεις αντιφατικές, όπως εκφράστηκαν στο περί Ερμηνείας. Και ξαναβρίσκουμε και τον νόμο σύμφωνα με τον οποίο ανάμεσα στις αντιφατικές είναι αναγκαίο η μία να είναι αληθινή και η άλλη ψευδής, ενώ ανάμεσα στις ενάντιες αυτό δέν ισχύει και γι'αυτό εάν είναι δυνατόν να είναι και οι δύο αληθινές (σύμφωνα με την α.τ.μ.α) είναι δυνατόν να είναι και οι δύο ψευδείς. Πρόκειται για την αρχή τού τρίτου αποκλειομένου! Έτσι λοιπόν η σκεπτικιστική μέθοδος του Ζήνωνος συνίσταται στην φανέρωση ότι εάν δύο προτάσεις αντίθετες εξισούνται, είναι και οι δύο ψευδείς: σ'αυτό δέν υπάρχει κάτι σοφιστικό, διότι οι προτάσεις αυτές δέν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, "έτσι ώστε στην περίπτωση τους δέν θα μπορούσαν να είναι και οι δύο ψευδείς, είναι απλώς ενάντιες. Το αποτέλεσμα τής ίσης αξίας τους είναι οπωσδήποτε μία αντίφαση, με τήν έννοια ότι παραβιάζει την α.τ.μ.α, αλλά ο τύπος της αντιθέσεως τους δέν είναι αντίθεση λόγω αντιφάσεως, αλλά είναι η αντίθεση λόγω εναντιότητος η οποία δέχεται ακριβώς ότι αυτές μπορούν να είναι και οι δύο ψευδείς. Σ'αυτή την περίπτωση όμως θα είναι αληθινή η αντιφατική πρόταση σχετικά και με τις δύο!
Ο Κάντ εφαρμόζει αμέσως αυτόν τον κανόνα της αριστοτελικής λογικής στην πρώτη των αντινομιών, παρατηρώντας: "Εαν εγώ λοιπόν λέω: ο κόσμος σε σχέση με τον χώρο, ή είναι άπειρος ή δέν είναι άπειρος (non est infinitus), εάν η πρώτη πρόταση είναι ψευδής, πρέπει να είναι αληθές το αντιφατικό αντίθετό της : ο κόσμος δέν είναι άπειρος. Εγώ θα ερχόμουν να αρνηθώ μόνον έναν άπειρο κόσμο, χωρίς να θέτω έναν άλλον, δηλαδή τον πεπερασμένο. Αλλά εάν πούμε "ο κόσμος ή είναι άπειρος ή είναι πεπερασμένος (μή-άπειρος) και τα δύο πράγματα θα μπορούσαν να είναι ψευδή. Και πράγματι εγώ υπολογίζω τότε τον κόσμο σαν καθαυτός καθορισμένος απο το μέγεθός του, καθότι στην αντίθετη πρόταση όχι μόνον αρνούμαι το άπειρο, και μ'αυτό ίσως όλη του την καθαυτή ύπαρξη, αλλά προσθέτω έναν καθορισμό στον κόσμο σαν ένα καθαυτό πραγματικό πράγμα. Ένας καθορισμός ο οποίος μπορεί να είναι ψευδής, όπου δηλαδή ο κόσμος δέν θα μπορούσε να δοθεί σαν ένα καθαυτό πράγμα και γι'αυτό ούτε σαν άπειρος ούτε σαν μή-άπειρος σε σχέση με το μέγεθός του" (Κριτική του καθαρού λόγου σ.422). Εμείς γνωρίζουμε ότι οι δύο καταφατικές θέσεις σχετικά με το μή-άπειρο και το άπειρο του κόσμου για τον Κάντ είναι και οι δυο ψευδείς, διότι στηρίζονται και οι δύο σε ίσες λογικές με εκείνες στις οποίες στηρίζεται η άλλη! Η αντίθεσή τους, λοιπόν δέν είναι η αντίφαση αλλά η εναντίωση!
Η ίδια παρατήρηση γίνεται και σχετικά με την δεύτερη αντινομία, η οποία λαμβάνει, αντιστοίχως για την θέση και την αντίθεση, καθολικά υποκείμενα ("όλες οι ουσίες" και "καμμία ουσία") όπως γίνεται ακριβώς με τις ενάντιες προτάσεις. Τα πράγματα όμως αλλάζουν με την τρίτη και την τετάρτη, στις οποίες όπως διευκρινίζει ο Κάντ στην συνέχεια, γίνεται αναφορά σε μία εξωτερική συνθήκη στην σειρά των φαινομένων, αντιστοίχως στην ελευθερία και στον Θεό και επομένως η αντίθεση δέν είναι πλέον ανάμεσα σε ομογενείς έννοιες, όπως συμβαίνει στην εναντίωση, αλλά ανάμεσα σε ετερογενείς έννοιες.
Έτσι οι δύο προτάσεις οι οποίες συνιστούν την αντινομία, δέν είναι ακριβώς αντίθετες μεταξύ τους, αλλά μπορούν να ταιριάζουν η μία με την άλλη. Μάλιστα δέ ο Κάντ φτάνει να δηλώσει ότι είναι και οι δύο αληθινές, με την έννοια ότι η μία ικανοποιεί την διάνοια και η άλλη την νόηση! Σ'αυτή την περίπτωση λοιπόν δέν έχουμε ακριβώς φαινομενική διαλεκτική και επομένως δέν έχουμε και αντίφαση! Γι'αυτόν τον λόγο μπορούμε να συνεχίσουμε με τις αληθινές και πραγματικές αντινομίες!
Συνεχίζεται
" σημειώσαμε πολλές φορές ότι εάν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο η αντίφαση πρέπει να υπάρξει, αυτός ο ίδιος λόγος εμποδίζει την παραδοχή ότι αυτή πρέπει να ακυρωθεί αναγκαίως. Ο μοναδικός λόγος που ισχύει για την παραδοχή αυτής της ματαίωσης είναι η α.τ.μ.α., αλλά αυτή εμποδίζει την αντίφαση να υπάρχει, στην πραγματικότητα, ούτε καν για μία στιγμή. Ελλείψει μίας τέτοιας αποδείξεως η διαλεκτική και ακόμη περισσότερο οι παρασυνεπείς λογικές, μειώνονται σε μία απλή “αφήγηση”, όπως το ομολογεί ο ίδιος ο Marconi ή στην καλύτερη περίπτωση όπως είδαμε στις περιπτώσεις του Χέγκελ και του Μαρξ, σε μία “κατανόηση” ή σε μία “ερμηνεία” της ιστορίας, χωρίς την δύναμη της αποδείξεως.
Ο σκοπός ακόμη και των διαλεκτικών που χρησιμοποιούν τις παρασυνεπείς λογικές, να αφαιρέσουν την αντίφαση και να καταστήσουν τοιουτοτρόπως την διαλεκτικά αληθινά αποδεικτική, μας οδηγεί να σκεφθούμε γι’άλλη μια φορά ότι το αυθεντικό μοντέλο της μοντέρνας διαλεκτικής, όπως και της συγχρόνου, συνεχίζει να παραμένει η αρχαία διαλεκτική του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, η οποία είναι ικανή να αποδείξει διά της αναιρέσεως, χωρίς όμως να αρνηθεί την πολυσημαντότητα και την συνθετότητα του πραγματικού. Εάν αυτό αληθεύει ακόμη και από την μοντέρνα διαλεκτική και την σύγχρονη πιστοποιείται το σημείο της αποδείξεως διά της αναιρέσεως σαν η λογική δομή της φιλοσοφίας."
ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ α.τ.μ.α. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ, ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑ. ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ (ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΣ) ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΑ Ή ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ.
ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ''ΠΕΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ'' ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (19):
Ο Πορφύριος φαίνεται να'χει διακρίνει εξίσου δύο καταστάσεις του Νού, στην πραγματεία του ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ. Σύμφωνα με τον Πρόκλο είχε ομολογήσει σ'αυτό του το έργο πώς ο Νούς, καθότι αιώνιος, διαθέτει εν εαυτώ το "προαιώνιο". Αυτό το προαιώνιο ένωνε τον νού στο Ένα. Σύμφωνα με τις υποδείξεις τού Πρόκλου, πολύ λίγες πάντως, φαίνεται πώς αυτό το προαιώνιο ήταν ένα είδος πρωτογενούς καταστάσεως τού νοός, μία κάποια προϋπαρξη τού νού σε σχέση με τον εαυτό του, που μπορεί να παρομοιαστεί με τον νού που δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του. (Πρόκλος, Θεολογία πλατωνική, Ι, 11: Πορφύριος δε αύ μετά τούτον (Τον Πλωτίνο) εν τη περί αρχών πραγματεία τόν νούν είναι μέν αιώνιον εν πολλοίς και καλοίς αποδείκνυσι λόγοις, έχειν δέ όμως εν εαυτώ και προαιώνον. Και το μέν προαιώνον τον νούν τω ενί συνάπτειν...Ο νούς έχει τι κρείττον εν εαυτώ του αιωνίου). Ο Πορφύριος μπορούσε να βρεί στον δάσκαλο του Πλωτίνο ένα σχέδιο αυτής της Θεωρίας. Αυτός κάνει πολλές φορές αναφορά σε μία κατάσταση του Νού στην οποία αυτός υπερβαίνει τόν εαυτό του και συμπίπτει με το Ένα. (Ενν. VI, 9,3,27/ V,5,8,24/ VI,7,35,30). Αλλά ο Πορφύριος πάει πιο μακρυά. Τείνει να ξεχωρίσει δύο νόες. Ο πρώτος είναι ένας Νούς σε ησυχία, σε μία κατάσταση απολύτου απλότητος. Αυτός δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του ακριβώς επειδή είναι απολύτως απλός. Μοιάζει να συγχέεται με το ίδιο το Ένα. Ο δεύτερος είναι ένας Νούς σε κίνηση και σε ενέργεια, ο οποίος εξέρχεται αυτού για να επιστρέψει στην συνέχεια σ'αυτόν. Αυτή η θεωρία θυμίζει την αντίστοιχη του Νουμήνιου. Ακόμη και ο ίδιος ο Πλωτίνος που την είχε δεχθεί σε μία πρώτη στιγμή την απέρριψε αποφασιστικά! (Ενν ΙΙΙ 9,1,26: ουδ επινοείν τον μέν τίνα νούν εν ησυχία τίνι, τον δέ οίον κινούμενον, ΙΙ, 9,1,33, ού μήν ουδέ διά τούτο πλείους νούς ποιείν, εί ο μέν νοεί, ο δέ νοεί ότι νοεί). Μοιάζει σαν να θέλησε ο Πορφύριος να δικαιώσει μ'αυτή την θεωρία, την πρόοδο του Νοός, δηλώνοντας την σύμπτωση με το Ένα, του νοός ο οποίος δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του, για να τονίσει την συνέχεια ανάμεσα στον καταγωγικό αυτό Νού και τον Νού εν ενεργεία, που γεννά τον εαυτό του σαν Νόηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου