ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[:Β΄Κορ. 12,1-9]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου(:Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι' αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος)»[Β΄Κορ.12,1].Τι σημαίνει αυτό; Αυτός ο οποίος είπε τόσα, λέγει τώρα «το να καυχιέμαι λοιπόν δεν με συμφέρει», σαν να μην έχει πει τίποτε; Εννοεί όχι σαν να μην έχει πει τίποτε, αλλά επειδή πρόκειται να μεταβεί σε άλλο είδος καυχήσεως, το οποίο δεν έχει μεν τόση αμοιβή, αλλά φαίνεται στους πολλούς ότι τον αναδεικνύει λαμπρότερο, όχι σε εκείνους οι οποίοι εξετάζουν με ακρίβεια, λέγει «το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου». Τα μεγάλα δηλαδή καυχήματα είναι αυτά τα οποία απαρίθμησε, οι δοκιμασίες, αλλά έχει και άλλα να πει, τα αναφερόμενα στις αποκαλύψεις, στα απόρρητα μυστήρια. Και γιατί λέγει «δεν είναι συμφέρον μου;». «Για να μην επαρθώ για αφροσύνη», λέγει· Τι λες; Αν δηλαδή δεν τα πεις, δεν τα γνωρίζεις; Αλλά δεν επαιρόμαστε εξίσου όταν τα γνωρίζουμε οι ίδιοι και όταν τα φανερώνουμε και σε άλλους· διότι δεν επαιρόμαστε συνήθως από αυτά τα ίδια τα κατορθώματά μας, αλλά από το να τα γνωρίζουν και να μαρτυρούν γι' αυτά οι πολλοί. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, λέει, «δεν είναι συμφέρον μου» και «για να μη δημιουργήσω μεγαλύτερη ιδέα για εμένα σε όσους ακούνε».
Εκείνοι λοιπόν οι ψευδαπόστολοι έλεγαν για τον εαυτό τους και πράγματα που δεν έγιναν, ενώ αυτός και αυτά που έγιναν αποκρύπτει, και αυτό παρ’ ό,τι υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για να τα πει· και λέει: «δεν είναι συμφέρον μου», διδάσκοντας σε όλους να το αποφεύγουν αυτό με μεγάλη επιμέλεια· διότι κανένα κέρδος δεν έχει αυτό το πράγμα, αλλά και βλάβη προξενεί, εάν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη που να ωφελεί από το ότι οδηγεί σε αυτό.
Αφού μίλησε λοιπόν για τους κινδύνους, τους πειρασμούς, τις επιβουλές, τις θλίψεις, τα ναυάγια, έρχεται σε άλλη αιτία καυχήσεως, λέγοντας: «οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ(:γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει)»[Β΄Κορ.12,2]. Μεγάλη είναι μεν αυτή η αποκάλυψη. Όμως δεν έγινε αυτή μόνη, αλλά και πολλές άλλες· αυτός όμως εκθέτει μία από τις πολλές· διότι για το ότι ήσαν πολλές, άκουσε τι λέει: «και για να μην υπερηφανεύομαι για τις πολλές αποκαλύψεις».
Και όμως, θα πει κανείς, εάν ήθελε να κρύψει αυτές, έπρεπε να μην τις υπαινιχτεί καθόλου, ούτε να πει τίποτε τέτοιο· εάν πάλι ήθελε να τις πει, έπρεπε να τις πει σαφώς. Γιατί λοιπόν ούτε σαφώς μίλησε γι’ αυτές, ούτε σιώπησε; Για να δεις και εδώ ότι χωρίς να θέλει το κάνει αυτό. Για τον λόγο αυτόν και έγραψε για τον χρόνο των δεκατεσσάρων ετών· διότι δεν μνημονεύει τυχαία αυτό, αλλά δείχνοντας ότι αυτός ο οποίος έκρυψε αυτό επί τόσο χρόνο, δεν θα το έλεγε τώρα, εάν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Αλλά θα σιωπούσε εάν δεν έβλεπε τους αδελφούς να καυχώνται. Και εάν από την αρχή ήταν τέτοιος ο Παύλος, ώστε να αξιωθεί τέτοιας αποκαλύψεως, όταν ακόμη δεν είχε τέτοια κατορθώματα, σκέψου πόσο μέγας έγινε μετά από σαράντα έτη.
Κοίταξε πώς και σε αυτό ακόμη ταπεινώνεται με το να πει για τα μεν, για τα δε να ομολογήσει ότι αγνοεί· διότι για το ότι μεν αρπάχτηκε είπε: αλλά είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος, καθόλου, λέει, ότι δεν γνωρίζει. Και όμως ήταν αρκετό αφού είπε για την αρπαγή να σιωπήσει· τώρα όμως ταπεινούμενος προσθέτει και αυτό. Τι λοιπόν; Ή μήπως αρπάχτηκε το σώμα; Αλλά δεν είναι δυνατό να πει κανείς· διότι εάν δεν γνώριζε ο Παύλος ο οποίος και αρπάχτηκε, και έτυχε τόσων και τέτοιων απορρήτων πολύ περισσότερο εμείς. Για το ότι λοιπόν ήταν στον παράδεισο το γνώριζε και ότι ήταν στον τρίτο ουρανό δεν το αγνοούσε· αλλά τον τρόπο δεν γνώριζε με σαφήνεια.
Πρόσεχε όμως και αλλού την ταπείνωσή του. Για την πόλη δηλαδή των Δαμασκηνών δίνει διαβεβαίωση, εδώ όμως καθόλου· διότι δεν ήθελε να το αποδείξει αυτό, αλλά μόνο να το πει με υπαινιγμό. Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι (:για έναν τέτοιο άνθρωπο θα καυχηθώ)»· όχι για να πει ότι κάποιος άλλος αρπάχτηκε, αλλά όσο επιτρεπόταν και ήταν δυνατόν και να πει, και να αποφύγει να πει φανερώς για τον εαυτό του, έτσι συνθέτει τον λόγο· διότι ποια λογική συνέπεια υπήρχε, ενώ μιλούσε για τον εαυτό του, να παρουσιάσει άλλον; Γιατί λοιπόν εξέθεσε αυτό έτσι; Δεν ήταν το ίδιο να πει «αρπάχτηκα» και «γνωρίζω κάποιον ο οποίος αρπάχτηκε»· επίσης το να πει «καυχώμαι για τον εαυτό μου» και «γι΄αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ». Εάν πάλι πει κανείς: «και πώς είναι δυνατόν να αρπαγεί χωρίς σώμα;». Διότι αυτό είναι περισσότερο αδύνατο από εκείνο, εάν εξετάζεις αυτά με σκέψεις αμφιβολίας και όχι με πίστη.
Γιατί όμως αρπάχτηκε; Για να μη νομίζει αυτός, όπως πιστεύω, ότι έχει κάτι λιγότερο από τους άλλους αποστόλους· διότι επειδή εκείνοι έζησαν μαζί με τον Χριστό, ενώ αυτός καθόλου, για τον λόγο αυτόν άρπαξε και αυτόν σε δόξα. «Εἰς τὸν παράδεισον»· διότι ήταν μεγάλη η φήμη αυτού του τόπου και παντού εξυμνείτο. Για τον λόγο αυτόν έλεγε και ο Χριστός: «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ (:αληθινά σε βεβαιώνω ότι σήμερα, απ’ τη στιγμή που θα πεθάνουμε, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο)»[Λουκά 23,43].
«Για έναν τέτοιον άνθρωπο θα καυχηθώ». Γιατί; Εάν δηλαδή άλλος αρπάχτηκε, εσύ γιατί καυχάσαι; Από αυτό είναι φανερό ότι για τον εαυτό του έλεγε αυτά. Εάν πάλι πρόσθεσε «ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι(:για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ)», τίποτε άλλο δεν εννοεί, παρά ότι «εάν δεν είναι ανάγκη, τίποτε τέτοιο δεν θα πω τυχαία και αβασάνιστα»· ή για να καλύψει πάλι αυτό που είπε, όσο ήταν δυνατό. Για το ότι επίσης όλος ο λόγος για τον εαυτό του έγινε, μαρτυρούν και τα επόμενα· διότι πρόσθεσε λέγοντας: «ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ(:μόνο για τις ασθένειές μου αυτές, θα καυχηθώ, κι όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου· διότι εάν θελήσω και γι’ αυτό να καυχηθώ, δεν θα είμαι άμυαλος και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια)» [Β΄Κορ.12,6]. Πώς λοιπόν προηγουμένως έλεγες: «Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ(:μακάρι να δείχνατε ανοχή σε κάποια μικρή ανοησία που θα κάνω με το να σας διηγηθώ τα όσα ο Κύριος κατόρθωσε μέσα από εμένα)»[Β΄Κορ.11,1] και «ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ(:εκείνο που θα πω επαινώντας τον εαυτό μου, δεν θα το πω ως δούλος ταπεινός του Κυρίου, αλλά θα το πω σαν να έγινα άμυαλος και ανόητος)»[Β΄Κορ.11,17], ενώ εδώ: «αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα πω την αλήθεια»[Β΄Κορ.12,6]; Όχι για την καύχηση, αλλά για το ψεύδεσθαι· διότι εάν το να καυχάσαι προέρχεται από αφροσύνη, πόσο μάλλον το να ψεύδεσαι; Ως προς αυτό λοιπόν λέει «δεν θα είμαι ανόητος». Για τον λόγο αυτόν και πρόσθεσε: «φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ (:δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)».
Αυτή είναι η αναντίρρητη αιτία· διότι και θεούς νόμισαν αυτούς για το μέγεθος των θαυμάτων· διότι όπως στα φυσικά στοιχεία δημιούργησε ο Θεός και από τα δύο είδη, και ασθενή και λαμπρά, και αυτό αφενός μεν για να δείξει τη δύναμή Του, αφετέρου δε, για να εμποδίσει την πλάνη των ανθρώπων, έτσι λοιπόν και εδώ και θαυμαστοί ήσαν και ασθενείς οι απόστολοι, ώστε με αυτά τα έργα να διδάσκονται οι άπιστοι· διότι εάν με το να εμφανίζουν τους εαυτούς τους θαυμαστούς μόνο, χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο αδυναμίας, εξαπατούσαν δια του λόγου τους πολλούς, ώστε να μην υποπτευθούν τίποτε περισσότερο για την αλήθεια περί αυτών, όχι μόνο δεν θα επιτελούσαν το έργο τους, αλλά και το αντίθετο θα επιτύγχαναν· διότι η αποποίηση όσων δεν ανήκαν σε αυτούς, που γινόταν δια των λόγων, φάνηκε ότι γινόταν μάλλον από ταπεινοφροσύνη, και έκανε ώστε περισσότερο να θαυμαστούν αυτοί. Για τον λόγο αυτόν και έμπρακτα αποδεικνυόταν η αδυναμία τους.
Αυτό θα δει κανείς και στους ανθρώπους που έζησαν την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης· διότι και ο Ηλίας ήταν θαυμαστός, αλλά νικήθηκε κάποτε από τη δειλία· και ο Μωυσής ήταν μέγας, αλλά και αυτός από το ίδιο πάθος λιποτάκτησε. Και αυτά τα πάθαιναν, επειδή απομακρυνόταν ο Θεός και επέτρεπε να φανερωθεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως· διότι εάν όταν τους εξήγαγε από τη δουλεία έλεγαν «πού είναι ο Μωυσής;», τι δεν θα έλεγαν εάν τους εισήγαγε; Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος λέει: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ(:δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)»[Β΄Κορ.12,6]. Δεν λέγει «μήπως πει», αλλά «για να μη με θεωρήσει μεγαλύτερο από αυτήν την αξία». Ώστε και από εδώ είναι φανερό, ότι γι΄αυτόν γινόταν ο λόγος. Για τον λόγο αυτόν και στην αρχή έλεγε: «Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου»· δεν θα το έλεγε αυτό, εάν επρόκειτο να πει για άλλον όσα είπε. Διότι για ποιο λόγο δεν συμφέρει να καυχάται για άλλον;
Όμως ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος αξιώθηκε αυτά· για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι(:και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων, επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί για να μην υπερηφανεύομαι)»[Β΄Κορ.12,7].
Τι λες; Αυτός ο οποίος θεωρούσε ως τίποτε την επίγεια βασιλεία και τη γέεννα για τον πόθο του Χριστού, είναι δυνατόν να λογάριαζε σαν κάτι αξιόλογο την τιμή των πολλών, ώστε να κινδυνεύει να υπερηφανευτεί, και να έχει ανάγκη διαρκώς από χαλινό; Διότι δεν είπε, «ἵνα με κολαφίσῃ(:για να με ραπίσει)», αλλά, «ἵνα με κολαφίζῃ(:για να με ραπίζει)». Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; Όταν ανακαλύψουμε ποιο είναι το αγκάθι και ποιος ο «ἄγγελος σατᾶν», τότε θα πούμε και αυτό.
Ορισμένοι βέβαια είπαν ότι επήλθε σε αυτόν κεφαλαλγία από τον διάβολο· αλλά μη γένοιτο. Διότι δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί στα χέρια του διαβόλου το σώμα του Παύλου, όταν βεβαίως ο ίδιος ο διάβολος σε ένα πρόσταγμα και μόνο υπάκουε στον Παύλο, και έθετε στον διάβολο νόμους και όρους, όταν παρέδωσε εκείνον που πόρνευε σε καταστροφή της σαρκός· και δεν τόλμησε αυτός να υπερβεί αυτούς τους όρους[βλ.Α΄Κορ.5,1-5: «Ὄλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον,ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:Είναι σε όλους γνωστό και διαδεδομένο ότι επικρατεί ανάμεσά σας μια περίπτωση πορνείας και μάλιστα τέτοιου είδους πορνεία που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναίκα του πατέρα του, τη μητριά του δηλαδή. Και εσείς, αντί να ντρέπεστε γι' αυτό, εξακολουθείτε να είστε φαντασμένοι και φουσκωμένοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύξατε μάλλον πένθος επίσημο και γενικό, για να εκδιώξει ο Θεός από την εκκλησιαστική σας κοινότητα εκείνον που έκανε την πράξη αυτή! Η ευθύνη πέφτει ολόκληρη επάνω σας. Διότι εγώ, καθώς απουσιάζω βέβαια σωματικά, είμαι όμως παρών στην Κόρινθο με τον νου και την καρδιά μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει σαν να ήμουν παρών τον αναίσχυντο αυτόν που έκανε τη μισητή αυτή πράξη. Και τώρα, αφού συναχθούμε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εσείς και εγώ παρών ανάμεσά σας πνευματικά μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτόν στον σατανά, αποκόπτοντάς τον από την Εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολαστεί σκληρά το σώμα του και να συνετιστεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)».
Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; «Σατάν» στη γλώσσα των Εβραίων λέγεται ο αντικείμενος, ο αντίπαλος· και στο τρίτο βιβλίο των «Βασιλειῶν» έτσι ονόμασε η Γραφή τους αντιπάλους, και όταν διηγείται για τον Σολομώντα, λέγει: «οὐχ ἦν Σατάν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ(:Δεν υπήρχε κάποιος αντίπαλος κατά τους χρόνους αυτού)»[Γ΄Βασ. 5,4], δηλαδή αντίπαλος, ο οποίος να διεξάγει πόλεμο ή να ενοχλεί[πρβ. και Γ΄Βασ.11,14]. Αυτό λοιπόν το οποίο εννοεί ο Παύλος είναι το εξής: «δεν επέτρεψε ο Θεός να προχωρήσει το κήρυγμα, για να ταπεινώνει το δικό μας φρόνημα, αλλά επέτρεψε στους εχθρούς να επιτίθενται σε εμάς»· διότι αυτό μεν ήταν ικανό να ταπεινώσει το φρόνημα, εκείνο όμως, δηλαδή το νόσημα της κεφαλαλγίας, όχι.
«Ἂγγελον σατανᾶ» λοιπόν λέγει τον Αλέξανδρο τον χαλκουργό, όσους βρίσκονταν γύρω από τον Υμέναιο και τον Φιλητό, όλους όσοι αντέκειντο στο κήρυγμα και φιλονικούσαν μαζί του και τον πολεμούσαν, όσους τον ενέκλεισαν σε φυλακή, όσους τον έδειραν, όσους τον έδιωξαν· επειδή έκαναν τα θελήματα του Σατανά. Όπως ακριβώς λοιπόν ονομάζει υιούς του διαβόλου τους Ιουδαίους, επειδή επιθυμούσαν όσα ο διάβολος ήθελε, έτσι και «άγγελο του Σατανά» ονομάζει όποιον αντιτίθεται στο κήρυγμα. Αυτό λοιπόν σημαίνει η φράση: «Μου δόθηκε ένα αγκάθι, άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει», όχι ότι ο Θεός τούς οπλίζει αυτούς τους αντικείμενους, μη γένοιτο, ούτε κολάζει, ούτε τιμωρεί τους δικούς Του εργάτες, αλλά επιτρέπει και αφήνει μέχρι ενός σημείου.
«Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ(:για τον πειρασμό αυτόν τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει)»[Β΄Κορ. 12,8]· δηλαδή πολλές φορές. Και αυτό είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης, το να μην κρύψει ότι δεν υπέφερε τις επιβουλές, ότι απόκαμνε και προσευχόταν για να απαλλαγεί. «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά’’)». Δηλαδή: «σου είναι αρκετό ότι ανασταίνεις νεκρούς, ότι θεραπεύεις τυφλούς, ότι καθαρίζεις λεπρούς, ότι στα άλλα θαυματουργείς· μη ζητείς και το να μην κινδυνεύεις και να μην έχεις ανάγκη και το να κηρύττεις χωρίς δυσχέρειες. Αλλά πονάς και στενοχωριέσαι μήπως νομιστεί ότι αυτό οφείλεται σε δική μου αδυναμία, το ότι δηλαδή είναι πολλοί αυτοί που σε επιβουλεύονται και σε δέρνουν και σε διώκουν και σε μαστιγώνουν; Αυτό ακριβώς λοιπόν αποδεικνύει την δύναμή μου». «Διότι η δύναμή Του», λέγει ο Κύριος, «φανερώνεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία»· «όταν, ενώ διώκεστε, επικρατείτε στους διώκτες, όταν ενώ σας κατατρέχουν, νικάτε αυτούς που σας κατατρέχουν, όταν ενώ είστε φυλακισμένοι, τρέπετε σε φυγή αυτούς που σας φυλάκισαν. Μη ζητείς λοιπόν τα περιττά».
Βλέπεις πως άλλη αιτία εκθέτει ο Παύλος και άλλη ο Θεός; Δηλαδή αυτός μεν λέγει: «για να μην υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε αγκάθι», ενώ ο Θεός λέγει ότι είπε ότι επιτρέπει αυτό για να δείξει τη δύναμή Του. «Όχι μόνο περιττό πράγμα, ζητείς λοιπόν, αλλά πράγμα το οποίο επιπλέον θα φανεί ότι επισκιάζει τη δύναμή μου». Διότι το «σου είναι αρκετή η χάρη μου», αυτό δηλώνει, ότι δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε άλλο, αλλά ότι το παν έχει ολοκληρωθεί. Ώστε και από εδώ είναι φανερό ότι δεν εννοεί κάποια κεφαλαλγία· διότι βεβαίως δεν κήρυτταν ενώ ήσαν άρρωστοι· διότι δεν μπορούσαν να κηρύττουν, ενώ ασθενούσαν. Αλλά εννοεί ότι ενώ κατατρέχονταν και ενώ καταδιώκονταν(οι Απόστολοι), επικρατούσαν σε όλους.
«Επειδή λοιπόν αυτά άκουσα από τον Θεό», λέγει: «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)». Διότι για να μην καταπέσουν, επειδή εκείνοι οι ψευδαπόστολοι καυχώνταν για τα αντίθετα, και ενώ αυτοί βρίσκονταν σε διωγμούς, δείχνει ότι για τον λόγο αυτόν λαμπρότερος γίνεται και έτσι περισσότερο διαλάμπει η δύναμη του Θεού, και είναι άξια καυχήσεως όσα γίνονται.
Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ». «Όλα αυτά τα οποία απαρίθμησα ή και αυτό που είπα τώρα, ότι μου δόθηκε αγκάθι, δεν τα είπα επειδή λυπούμαι, αλλά επειδή είμαι υπερήφανος γι΄ αυτά και για να ελκύσω περισσότερη δύναμη από τον Θεό». Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει: «για να κατασκηνώσει σε εμένα η δύναμη του Χριστού». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι όσο εντονότεροι γίνονταν οι πειρασμοί, τόσο και τα δώρα της χάριτος αυξάνονταν και επέμεναν.
«Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Γι'αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός· διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ. 12,10].
Για ποιες ασθένειες λοιπόν «εὐδοκεῖς»; Πες μου. «Εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ(:ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού)».
Είδες πώς αποκάλυψε τώρα αυτό σαφέστατα; Διότι λέγοντας το είδος της ασθένειας, δεν είπε πυρετούς ή κάποιον τέτοιο παροξυσμό ή άλλη νόσο σωματική, αλλά ύβρεις, διωγμούς, ταλαιπωρίες. Είδες ψυχή ευγνώμονα; Επιθυμεί να απαλλαγεί από τις δυστυχίες· όταν όμως άκουσε από τον Θεό, ότι δεν πρέπει να γίνει αυτό, όχι μόνο δεν λυπήθηκε διότι δεν εισακούστηκε στην προσευχή, αλλά και ευχαριστήθηκε. Για τον λόγο αυτόν έλεγε «εὐδοκῶ(:είμαι ευχαριστημένος, ευφραίνομαι)», «χαίρομαι, επιθυμώ να υβρίζομαι, να διώκομαι, να ταλαιπωρούμαι για τον Χριστό». Αυτά επίσης τα έλεγε και για να καταστέλλει εκείνους τους ψευδαπόστολους, και για να ενισχύει τα φρονήματα των πιστών, για να μην ντρέπονται για τα παθήματα του Παύλου· διότι είναι αρκετή η διδασκαλία για να τους κάνει λαμπρότερους από όλους.
Έπειτα εκθέτει και άλλη αιτία: «ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ.12,10]. «Τι απορείς, αφού η δύναμη του Θεού τότε φαίνεται; Και εγώ τότε είμαι δυνατός». Διότι τότε περισσότερο επερχόταν η χάρη· «ὅτι καθὼς περισσσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν(:Τον δοξάζουμε λοιπόν και Τον ευχαριστούμε, διότι όπως πάρα πολλά είναι τα παθήματα και οι θλίψεις που πάσχουμε σαν τον Χριστό και για τη δόξα Του, έτσι υπεράφθονη είναι και η παρηγοριά που δεχόμαστε διαμέσου του Χριστού)». [Β΄Κορ.1,5].
Όπου υπάρχει δοκιμασία, εκεί υπάρχει και παρηγορία· όπου παρηγορία εκεί και χάρις. Όταν λοιπόν ρίχτηκε μέσα στη φυλακή, τότε έκανε εκείνα τα θαύματα· όταν ναυάγησε και παρασύρθηκε στη βάρβαρη χώρα, τόσο περισσότερο δοξάστηκε. Όταν εισήλθε στο δικαστήριο δεμένος, τότε νίκησε και τον δικαστή. Έτσι γινόταν και στην Παλαιά Διαθήκη· στις δοκιμασίες ανθούσαν και αναδεικνύονταν περισσότερο οι δίκαιοι. Έτσι οι τρεις παίδες, έτσι ο Δανιήλ και ο Μωυσής και ο Ιωσήφ· όλοι από τους πειρασμούς αναδείχτηκαν λαμπρότεροι και αξιώθηκαν μεγάλων βραβείων· διότι τότε καθαίρεται η ψυχή, όταν θλίβεται για τον Θεό· τότε λαμβάνει μεγαλύτερη βοήθεια, επειδή έχει ανάγκη περισσότερης συμμαχίας και είναι άξια περισσότερης χάριτος. Και πριν από την τελική ανταπόδοση που φυλάσσεται γι΄αυτόν από τον Θεό, καρπώνεται μεγάλα αγαθά καθώς γίνεται πεπαιδευμένη· διότι και την υπερηφάνεια αφαιρεί και την ραθυμία εξολοθρεύει τελείως η θλίψη, και εγκαρδιώνει για την υπομονή· ξεσκεπάζει την ευτέλεια των ανθρωπίνων πραγμάτων και εισάγει στην ψυχή πολλή γνώση και παίδευση· διότι στη θλίψη υποχωρούν όλα τα πάθη, φθόνος, ζήλος, επιθυμία, κυριαρχία, έρως χρημάτων και σωμάτων, αλαζονεία, υπερηφάνεια, θυμός, όλο το υπόλοιπο πλήθος αυτών των νοσημάτων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογοςΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΚΣΤ΄και ΚΖ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 18-27 και 37-45.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
· http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου