Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Η αναγνώριση του βαπτίσματος των ετερόδοξων ως βάση μίας νέας εκκλησιολογίας



«Βαπτισματική Ἑνότητα» καί ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος
 Πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Ἄλμπαν Χίρς
Ἡ ἐκ μέρους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατανόηση τοῦ ἑτεροδόξου βαπτίσματος πηγάζει καί καθορίζεται ἀπό τήν ἐπίγνωση τῆς ὕπαρξής της ὡς τῆς «μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ἐκκλησίας», πού ἀποκλειστικά τελεῖ τό ἕνα βάπτισμα στόν θάνατο καί στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό ἐπειδή «σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις».[1] «Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει καί συνεχῶς μορφοῦται ἐν τοῖς μυστηρίοις καί διά τῶν μυστηρίων. Οἱ διαβιοῦντες ἐκτός της μυστηριακῆς ζωῆς εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ».[2]

Τό «Ἕνα Βάπτισμα» καί τό Βάπτισμα τῶν Αἱρετικῶν
Τό Ἅγιο Βάπτισμα εἶναι ἡ εἴσοδος στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὡς ἐκ τούτου τό θεμέλιο καί ἡ προϋπόθεση ὅλων τῶν ἐπακόλουθων μυστηρίων. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» [3]. Ἡ αὐτογνωσία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται πρωτίστως στό Σύμβολο τῆς Πίστεως [4], ἀλλά ἐπίσης καί στά αἰώνια λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὑπάρχει «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα· εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων καί διά πάντων καί ἐν πᾶσιν». [5] «Σ’ αὐτήν τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα ἀνήκει τό χριστιανικό βάπτισμα, σ’αὐτήν στηρίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».[6] «Ὁ ἕνας Κύριος, ἡ μία πίστη, τό ἕνα βάπτισμα» καί τά τρία αὐτά – «συνθέτουν τήν ἔννοια τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας καί διασφαλίζουν τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα της».[7] «Ἐκτός αὐτῆς ὅ,τι λέγεται «Ἐκκλησία» εἶναι συνάθροιση αἱρετικῶν πού ἔχουν ἀπολέσει τή μία πίστη στόν ἕνα Κύριο καί κατά συνέπεια τό βάπτισμα, τό ὁποῖο τελεῖται ἀπό αὐτούς, δέν εἶναι τό χριστιανικό βάπτισμα» [8]. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί εἰσέρχονται στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ βαπτίσματος.
H Ἐκκλησιαστική Οἰκονομία
Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν πλήρει ἐννοίᾳ ὁ οἰκονόμος καί ὁ ἀπόλυτος διαχειριστής τῶν μυστηρίων, ἐμπίπτει στόν σκοπό τῆς οἰκονομίας της νά δέχεται ἐάν τό θεωρεῖ δέον τά «μυστήρια» πού τελοῦνται ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀπό τούς μή Ὀρθοδόξους, «ἄν καί αὐτά τά μυστήρια δέν εἶναι μυστήρια, ἐάν θεωροῦνται καθεαυτά καί μακριά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» [9]. Γι’αὐτόν τόν λόγο  οἱ ἱεροί κανόνες καί ἡ ἱερά παράδοσις προβλέπουν τήν ἐφαρμογή τῆς «ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας». Αὐτή ἡ θεραπεία τῆς ἀντικανονικότητας ἐφαρμόζεται σέ αὐτούς πού ἀσθενοῦν στήν πίστη καί στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία (δηλ. αἱρετικούς καί σχισματικούς), οἱ ὁποῖοι ὡστόσο «διασώζουν…καί τηροῦν βασικά τόν κανονικό βαπτισματικό τύπο» [10], δηλαδή, τελoῦν «τό βάπτισμα μέ τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση κατά τόν ἀποστολικό καί πατερικό τύπο του» [11]. Ὅταν αὐτή ἡ προϋπόθεση δέν ὑφίσταται, δέν εἶναι σκόπιμη καί οἰκοδομητική ἡ ἐφαρμογή τῆς «ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας».
Ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς «οἰκονομίας» καί τά ὅριά της
Ἡ ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας μέ κανένα τρόπο δέν συνεπάγεται τήν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων καθεαυτά τῶν μή Ὀρθοδόξων. Αὐτό εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ μόνο τά «μυστήρια» αὐτῶν πού εἰσέρχονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία [12]. Καί αὐτό, διότι ἡ αἵρεση καί τό σχίσμα ἐπέφεραν τήν ἀποκοπή ἀπό τή μία Ἐκκλησία καί συνεπῶς τήν ἀπώλεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τῆς κανονικῆς ἱερωσύνης.[13] Ἡ Ἐκκλησία, ἑπομένως, πάντοτε καθοδηγούμενη ἀπό ποιμαντική φροντίδα, ἐφαρμόζει τήν οἰκονομία σέ ἰδιαίτερες περιπτώσεις μόνον ὅταν αὐτό ὁδηγεῖ στήν ἐπιστροφή τῶν ἑτεροδόξων χωρίς νά συσκοτίζει τήν ἀλήθεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας [14]. Ἡ «οἰκονομία» πάντοτε κινεῖται μέσα στό πνεῦμα καί στή βούληση τοῦ κανόνα τῆς πίστεως καί σκοπεύει στόν ἴδιο στόχο, ἔχοντας τήν ἀκρίβεια ὡς μέτρο καί τίς ἀρχές πού διατυπώνονται στό Εὐαγγέλιο ὡς ὁδηγό της. «Ἐάν ἡ «οἰκονομία» ὑπερβαίνει τόν κανόνα, δέν μπορεῖ ὅμως σέ καμμία περίπτωση νά τόν ἀντιστρατευθεῖ… Μπορεῖ νά εἶναι ὑπερβατική, οὐδέποτε ὅμως ἀνατρεπτική» [15]. Εἴτε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τήν «κατ’ἀκρίβειαν» θεραπεία τοῦ βαπτίσματος ἤ τήν «κατ’ οἰκονομίαν» θεραπεία τοῦ Χρίσματος ἤ τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως (ὑπό προϋποθέσεων, πού, ἐπί τό πλεῖστον, δέν ὑφίστανται σήμερα), αὐτό δέν σημαίνει καμμία ἀλλαγή στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἤ στήν μυστηριακή θεολογία, ἀλλά ἁπλῶς μία ἀλλαγή στήν ποιμαντική πρακτική».[16]
Ἡ ἀναγνώριση καθεαυτό τοῦ αἱρετικοῦ Βαπτίσματος καί υἱοθέτηση τῆς οἰκουμενιστικῆς θεωρίας τῆς «διαιρεμένης ἐκκλησίας»
Σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη βρίσκεται ἡ κυριαρχοῦσα θεωρία τῶν οἰκουμενιστῶν σέ μία σειρά σχετικῶν μέ τό βάπτισμα ὑπογεγραμμένων ἐγγράφων καί δηλώσεων στό Λίβανο, στό Βατικανό, στήν Ἀμερική, στήν Αὐστραλία, στήν Γερμανία, καί ἀλλοῦ [17]. Πράγματι, αὐτές οἱ δηλώσεις, εἶναι οὐσιαστικά σύμφωνες μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ ἐκκλησιολογία αὐτή περιέχει μία διδασκαλία περί τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος, πού ἔχει τίς ρίζες της ἀποκλειστικά στόν θεολογικό κόσμο τῶν Λατίνων, μετά τό σχίσμα, πού συνοδικά υἱοθετήθηκε καί ἐκφράστηκε καινοτομικά στήν Β’ Βατικανή Σύνοδο. Οἱ ἐκκλησιολογικές ἀπόψεις ἐξεχόντων οἰκουμενιστῶν, παρότι ὑστεροῦν σέ σχέση μέ τήν ἐκλεπτυσμένη ἀνάπτυξη τῶν ἀντίστοιχων τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου, ἐντούτοις συνάδουν μέ αὐτές τῶν Λατίνων ὁμολόγων τους στά οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς νέας ἐκκλησιολογίας. Τά δύο οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῆς νέας ἐκκλησιολογίας – ἡ ἀναγνώριση τοῦ ἑτεροδόξου Βαπτίσματος καθεαυτόν καί ἡ συνακόλουθη ἀναγνώριση τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα» τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν – ἔχουν γίνει ἀποδεκτά ἀπό ἐξέχοντες σύγχρονους οἰκουμενιστές. 
Ὑψηλά ἱστάμενοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ αἵρεση τοῦ παπισμοῦ εἶναι «ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τή διαφύλαξη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ» καί καλοῦν τούς ὀρθοδόξους νά ἀναγνωρίσουν ὅτι μοιραζόμαστε μέ τούς Λατίνους ἕνα κοινό βάπτισμα καί κοινή μυστηριακή ζωή [18]. Ἀπό αὐτήν τήν ἀποδοχή μιᾶς κοινῆς μυστηριακῆς ζωῆς ἀπορρέει de facto ἡ διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο «ἱστορικά», ἀλλά καί «ὀντολογικά» [19]. Ἐπιπλέον, κηρύττουν, «γυμνῇ τῇ
κεφαλῇ», τήν παναίρεση τῆς νέας οἰκουμενικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία προωθεῖ τήν ἰδέα μιᾶς διαιρεμένης ἐκκλησίας «ἐν χρόνῳ». Ἔχουν ἀναπτύξει σαφῶς ἕνα μεῖζον ἀξίωμα τῆς νέας ἐκκλησιολογίας: συγκεκριμένα ὅτι ἡ Μία Ἐκκλησία δέν ὑφίσταται σήμερα ἀποκλειστικά στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ὅτι οἱ χωρισμένες Ἐκκλησίες δέν παύουν νά εἶναι ἕνα, παρά τό γεγονός ὅτι ἔχει χαθεῖ ἡ ἑνότητά τῆς πίστεως [20].
Παρακαλῶ, προσέξτε ὅτι ἐδῶ, ὅπως συμβαίνει καί στό προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο», δύο ἀντίθετες ἰδέες δηλώνονται: ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, προφανῶς μόνον ἐκτός χρόνου, ἤ κατά ἄλλους, στήν ὀντολογική της φύση, καί παρ’ ὅλα αὐτά εἶναι «διηρημένη» ἱστορικά, «ἐν χρόνῳ», καί, ἐπιπλέον, ἐνυπάρχει σέ χωρισμένες τοπικές ἐκκλησίες. Αὐτή ἡ ἀντίφαση ἀποτελεῖ ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, πού ἀπορρίπτει τόν λεγόμενο «οἰκουμενισμό τῆς ἐπιστροφῆς»καί ἐπιμένει στόν «οἰκουμενισμό τῆς ἐνσωμάτωσης» [21]. Τό πιό διαβόητο παράδειγμα τέτοιου «οἰκουμενισμοῦ τῆς ἐνσωμάτωσης» εἶναι ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand. Στό Balamand, κατ’ οὐσίαν υἱοθετήθηκε ἡ ἴδια ἐκκλησιολογία πού ἀποτυπώθηκε προδήλως στό ἐν λόγῳ προσυνοδικό κείμενο – ἡ ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων καί τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα» μιᾶς ἐκκλησίας διασπασμένης καί ἐντούτοις ἀκόμη, τρόπον τινά, ἑνωμένης. Αὐτή ἡ ἐκτροπή ἔκανε τόν μακαριστό πατέρα Ἰωάννη Ρωμανίδη νά ἀναφερθεῖ στό Balamand ὡς συνέχεια, ὡς ἐπακόλουθο τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου. [22]
Ἀπό τήν ἀναγνώριση μυστηρίων Ἑτερόδοξων στήν ἀναγνώριση «Ἐκκλησιαστικότητας»
Ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν ἀναγνώριση «ἐκκλησιαστικῶν στοιχείων», πρωτίστως τό βάπτισμα, μεταξύ τῶν ἑτεροδόξων ὡς τήν ἀναγνώριση «ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα», ἤ «ἐκκλησιαστικότητας», σέ ἑτερόδοξες ὁμολογίες, εἶναι ἕνα πολύ μικρό βῆμα. Αὐτό τό βῆμα τό ἔκανε εὔκολα ἡ Β’ Βατικανή [23]. Τώρα οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές περιμένουν τό βῆμα αὐτό νά τό κάνει ἡ ἐπικείμενη πανορθόδοξη Σύνοδος.
Ἡ νέα εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία προβάλλεται, μέ βάση τήν ἀναγνώριση τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα» ποικίλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, περιγράφεται πολύ παραστατικά ἀπό τόν Ἰησουΐτη ἀκαδημαϊκό θεολόγο Francis Sullivan: «Μπορεῖ κάποιος νὰ σκεφθεῖ τὴν παγκόσμια Ἐκκλησία ὡς μία κοινωνία (communion) – σὲ ποικίλα ἐπίπεδα πληρότητας – ‘σωμάτων’ ποὺ εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο πλήρεις Ἐκκλησίες … εἶναι μία πραγματικὴ κοινωνία, ποὺ πραγματοποιεῖται σὲ ποικίλους βαθμοὺς πυκνότητας ἢ πληρότητας, μία κοινωνία «σωμάτων» ποὺ στὸ σύνολό τους ἔχουν πραγματικὰ ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα, παρ᾽ ὅτι κάποια πληρέστερα ἀπὸ ἄλλα» [24]. 
Εἶναι καίριας σημασίας νά ἔχει κανείς στόν νοῦ του αὐτήν τήν ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν διαβάζει τό προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο». Στό παραμορφωμένο οἰκουμενικό ἐκκλησιολογικό πλαίσιο τοῦ μετά τή Β΄ Βατικανή – οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἁπλή ταύτιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία δέν ἀποκλείει τήν ταυτόχρονη ἀναγνώριση ἄλλων ἐκκλησιῶν, ὡς φορέων «ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα», ἔστω κι ἄν εἶναι «λιγότερο ἤ περισσότερο πλήρεις ἐκκλησίες». Μία τέτοια ἀνορθόδοξη ἀνάγνωση εἶναι πολύ πιθανόν ὅταν τό κείμενο κάνει ἰδιαίτερες ἀναφορές σέ ἑτερόδοξες ὁμολογίες ὡς «ἐκκλησίες».
Σέ ἕνα δογματικό κείμενο τέτοιας φύσεως θά ἔπρεπε νά εἶναι προφανές ὅτι ὁ ὅρος πρέπει νά χρησιμοποιηθεῖ αὐστηρά σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἔννοια τῆς λέξης, ὥστε νά ἀποκλειστεῖ ὁποιαδήποτε πιθανή παρερμηνεία. Μέ δεδομένο τό νέο αὐτό ἀνορθόδοξο ἐκκλησιολογικό πρότυπο τοῦ οἰκουμενισμοῦ ὑπάρχει ἐπαρκής θεολογική βάση γιά τούς ἱεράρχες τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν νά ἀπορρίψουν τό ἐν λόγῳ προσχέδιο κειμένου γιά τίς σχέσεις μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἄν, ὅμως, ἐξετάσουμε ἐπιπλέον καί τίς ἀπόψεις κάποιων ἐξεχόντων οἰκουμενιστῶν θεολόγων, μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁποίων μάλιστα ἔχουν ἀσχοληθεῖ ἐνεργά μέ τήν κατάρτιση τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, τότε προβάλλει ἐπείγουσα ἡ ἀνάγκη γιά ἀνεπιφύλακτη καταδίκη τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, οὕτως ὥστε νά μήν γίνουν ἀποδεκτές ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις γιά τήν Ἐκκλησία ὡς ὀρθόδοξες.
Ἡ προσπάθεια – μέσῳ τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου περί ἑτεροδόξων νά διασφαλιστεῖ πανορθόδοξη ἀποδοχή τῆς καθεαυτό ἀναγνώρισης τοῦ ἑτεροδόξου «βαπτίσματος»
Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ παράγραφος 20 τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο», μέ τήν παραπομπή της στόν 7ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί στόν 95ο τῆς Πενθέκτης, ὑποστηρίζει τήν «κατ’ οἰκονομίαν ἀναγνώριση τοῦ ‘ὑποστατοῦ καί ἐγκύρου τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων’» [25]. Ἕνας καθηγητής διατείνεται ἐπίσης ὅτι αὐτή ἡ ἀναγνώριση «ἔχει σημαντικές συνέπειες γιά τή θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατάστασης ἄλλων ἐκκλησιῶν καί ἄλλων Χριστιανών», [26] συμφωνώντας ἔτσι μέ τόν Congar καί τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο στή σύνδεση τῆς ἀναγνώρισης τοῦ βαπτίσματος μέ τήν ἀναγνώριση τῆς «ἐκκλησιαστικότητας».
Ἐπιβάλλεται νά ἐξετάσουμε μέ μεγάλη προσοχή τήν πολύ προβληματική φράση πού χρησιμοποιοῦν: «κατ’ οἰκονομίαν ἀναγνώριση τοῦ ‘ὑποστατοῦ καί ἐγκύρου τοῦ βαπτίσματος’ τῶν ἑτεροδόξων». Οἱ ἱεροί κανόνες πού ἀναφέρονται στήν παράγραφο 20 δέν περιέχουν αὐτήν τή φράση. Στήν πραγματικότητα, οὐδείς ἐκ τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν στήν εἰσδοχή τῶν μεταστραφέντων αἱρετικῶν, δέν περιέχει αὐτήν τή διατύπωση. Ἀπουσιάζει παντελῶς ἀπό τούς Κανόνες οἱαδήποτε ἀναφορά σέ «ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος», πολλῷ δέ μᾶλλον σέ ‘κατ’ οἰκονομίαν’ ἀναγνώριση».
Σέ τί, τότε, ἀναφέρονται οἱ Κανόνες; Τό σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῶν κανόνων αὐτῶν πού ἀφοροῦν στήν «κατ’ οἰκονομίαν» εἰσδοχή τῶν αἱρετικῶν εἶναι οἱ κανόνες 1 καί 47, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ ἅγιος Βασίλειος, στήν πρώτη κανονική ἐπιστολή του, ἀφοῦ ἐξηγεῖ γιατί οἱ διάφοροι σχισματικοί (Καθαροί, Ἐγκρατευταί καί Ὑδροπαραστᾶται) θά ἔπρεπε νά βαπτίζονται κατά τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία, ἀφήνει περιθώριο γιά ἐφαρμογή οἰκονομίας, ὅπου δεῖ, λέγοντας «Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν δεχθῆναι αὐτῶν τὸ Βάπτισμα, ἔστω δεκτόν» [27].
Ὁ κανόνας ἀναφέρει ἀποδοχή, ὄχι ἀναγνώριση, τοῦ βαπτίσματος τῶν σχισματικῶν. Ὑπάρχει σημαντική διαφορά! Τό πρῶτο, ἡ ἀποδοχή, χρησιμεύει στό πλαίσιο τῆς ἐπιστροφῆς συγκεκριμένων προσώπων ἐν μετανοίᾳ, δηλαδή γίνεται μέ σεβασμό στήν ποιμαντική διαχείριση τῆς σωτηρίας τους. Τό δεύτερο, ἡ ἀναγνώριση, ὅπως χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν μητροπολίτη Μεσσηνίας καί τόν καθηγητή Τσομπανίδη, χρησιμεύει στό πλαίσιο σχισματικῶν καί αἱρετικῶν ὁμάδων, δηλαδή ἀφορᾶ στήν εκκλησιολογία [28]. Στήν πρώτη περίπτωση, τό πλαίσιο εἶναι ἡ ἀποδοχή ἑνός αἱρετικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στήν Ἐκκλησία, στή δεύτερη περίπτωση τό πλαίσιο εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματός τῆς ὁμάδας τῶν ἑτεροδόξων αὐτῆς καθαυτήν. Ἑπομένως, ἡ φράση «κατ’ οἰκονομίαν ἀναγνώριση τοῦ ‘ὑποστατοῦ καί ἐγκύρου του βαπτίσματος’ τῶν ἑτεροδόξων» εἶναι ἕνα ἀπαράδεκτο καί παραπλανητικό συνονθύλευμα οιμαντικῆς θεολογίας καί ἐκκλησιολογίας. Δέν νοεῖται  «κατ’ οἰκονομίαν» ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος  μόνον «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδοχή! Ἡ φρασεολογία αὐτή, ἐπίσης, φαίνεται πώς εἶναι ξένη πρός τήν  πατερική σκέψη, στό μέτρο πού ἀναφέρεται στήν ἀναγνώριση τοῦ ‘ὑποστατοῦ καί ἐγκύρου του αἱρετικοῦ βαπτίσματος’, δηλαδή στήν ἀναγνώριση καθεαυτή. Εἶναι παντελῶς ἀμάρτυρη: στούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δέν θά βρεῖτε νά ἀναφέρεται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο αἱρετικό βάπτισμα.
Παραδείγματος χάριν, στόν 47ο κανόνα του [29] ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποδίδει τήν πρακτική της Ρώμης – νά δέχεται κάποιους μεταστραφέντες αἱρετικούς στήν Ἐκκλησία δίχως βάπτισμα  σέ τυχόν ἀνάγκη γιά ἄσκηση «οἰκονομίας» (οἰκονομίας τινός ἕνεκα), ἀλλά ὅμως ἐπιμένει νά βαπτισθοῦν, παρά τό γεγονός ὅτι βάπτιζαν στό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τό νά ἀφήνει μέν περιθώριο γιά «οἰκονομία», ἀλλά ταυτόχρονα νά καλεῖ σέ βάπτισμα, ὁ ἅγιος ἀποκλείει τήν πιθανότητα ἀναγνώρισης καθεαυτό «βαπτίσματος» αἱρετικῶν καί σχισματικῶν. Ὅταν, σέ μεταγενέστερες συνοδικές ἀποφάσεις ἤ πατερικά κείμενα, στή διάρκεια τῆς δεύτερης χιλιετίας, οἱ βαπτίσεις τῶν Λατίνων χαρακτηρίζονται ὡς ἔγκυρες, αὐτό ἀναφέρεται στό κατά πόσον τηρήθηκε ἤ ὄχι αὐτός ὁ τύπος τοῦ βαπτίσματος. ἡ τριπλή κατάδυση. [30] Σκοπός τῆς ἀναγνώρισης ἑνός βαπτίσματος ὡς «ἔγκυρου», στήν περίπτωση τῶν Λατίνων, ὅταν γινόταν διά καταδύσεως, ἦταν νά ἀποφασιστεῖ ἄν συνέτρεχαν οἱ προϋποθέσεις γιά οἰκονομία καί ὄχι γιά νά ἀναγνωριστεῖ αὐτό καθεαυτό τό βάπτισμα [31]. Στήν ἐφαρμογή οἰκονομίας, ἡ Ἐκκλησία δέν ἀναγνωρίζει τήν «πραγματικότητα» τῶν αἱρετικῶν τελετουργιῶν, [32] ἀλλά ἐξετάζει μόνον τήν ἐγκυρότητά του, μέ τήν ἔννοια τῆς διατηρήσεως τῆς ἀποστολικοῦ τύπου. [33]
Συνεπῶς, δέν ὑπάρχει καμμία βάση καί εἶναι γιά μία ἀκόμη φορά παραπλανητικό καί ἀφίσταται τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τό νά μιλᾶ κανείς γιά ἀναγνώριση τοῦ ‘‘ὑποστατοῦ καί ἐγκύρου τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος’’. Ἐάν γίνεται λόγος γιά τήν «ἀναγνώριση» τῶν τελετουργιῶν τῶν αἱρετικῶν, αὐτό εἶναι μόνον ὑπό τήν ἔννοια ἄν τελοῦνται ἔγκυρα, δηλαδή ὀρθά, κατά τόν ἀποστολικό τρόπο, προκειμένου νά καθοριστεῖ ἡ πιθανότητα- καί ὄχι ἡ ἀναγκαιότητα – τῆς ἀποδοχῆς κατ’ οἰκονομίαν, ὅπως εἶναι  σαφές στούς κανόνες 1 καί 47 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Στήν ρίζα τῆς υἱοθετήσεως τῆς νέας οἰκουμενι(στι)κῆς ἐκκλησιολογίας, ἀπό τούς θεολόγους μέ «οἰκουμενικό» φρόνημα, βρίσκεται ἡ παρανόηση ἤ ἀπόρριψη τῆς «κατ’οἰκονομίαν» πρακτικῆς της Ἐκκλησίας ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀποδοχή τῆς ἀποδοχῆς τοῦ αἱρετικοῦ ἤ σχισματικοῦ «βαπτίσματος». 
Ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν ὅτι ἡ ὄντως φιλάνθρωπη οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἐλευθερία τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Χριστοῦ μας, νά ἐργάζεται τήν σωτηρία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὅπως Ἐκεῖνος κρίνει (ἐάν εἶναι ὄντως οἰκονομία καί ὄχι ἁπλῶς παρανομία). Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι πάντες πρέπει νά βαπτιστοῦν ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος (Ἰω. 3:5) γιά νά εἰσέλθουν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπίσης εἶπε στόν ἀβάπτιστο ληστή ἐπί τοῦ σταυροῦ, «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκᾶ 23:43). Ἐπίσης, ἔχουμε πλῆθος μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι βαπτίσθηκαν στό αἷμα τους καί ὄχι σέ νερό καί ἄλλους οἱ ὁποῖοι κρεμάστηκαν ἤ θανατώθηκαν μέ κάποιον ἄλλο τρόπο. Ἔτσι λοιπόν, εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ Κύριος δέν περιορίζεται ἀπό τίς δικές Του ἐντολές εἶναι ἐλεύθερος νά ἐργάζεται τήν Θεία Οἰκονομία ἐν τῇ Εκκλησίᾳ του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό κλειδί: «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ». Ἡ οἰκονομία δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποτελέσει βάση ἐκκλησιολογίας, ὅπως ἡ ἐλευθερία τοῦ Κυρίου δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀντιταχθεῖ πρός τίς ἴδιες Του τίς Ἐντολές. Ἡ οἰκονομία δέν ἰσοῦται μέ τήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων αὐτῶν καθαυτά. Ὡστόσο, αὐτό ἀκριβῶς θά ἐπιθυμοῦσαν, μερικοί ἀπό τούς ἐξέχοντες οἰκουμενιστές καί συντάκτες τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου νά ἐγκρίνουν οἱ ὀρθόδοξοι. Ὠθοῦν πρός τήν πανορθόδοξη ἀναγνώριση μιᾶς διαφορετικῆς, ἀνορθόδοξης εἰκόνας τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη γίνει δεκτή ἀπό τή Β΄ Βατικανή καί πολλούς συμμετέχοντες στό Π.Σ.Ε. Τώρα πλέον πρέπει νά εἶναι σαφές σέ ὅλους ὅτι ἡ ἀπόρριψη τοῦ δίπτυχου κανόνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀκρίβεια-οἰκονομία, ὡς ἑρμηνευτικοῦ κλειδιοῦ τῆς ποιμαντικῆς μας πρακτικῆς ὁδηγεῖ ἀργά ἤ γρήγορα σέ μία αἱρετική θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπέρασμα
Σήμερα, ἡ ὀλισθηρή κατηφόρα τῆς καινοτομίας ἔχει ὁδηγήσει πολλούς οἰκουμενιστές μέχρι τοῦ σημείου νά ἀναγνωρίζουν ὄχι μόνον τό Βάπτισμα, ἀλλά καί τήν «Θεία Εὐχαριστία τῶν ἑτεροδόξων». [34] Ἐξαιτίας τῆς ἑνότητος τῶν μυστηρίων, ἡ ἀναγνώριση τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι τό ἀναμενόμενο καί λογικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀποσύνδεσης τῶν κανονικῶν καί χαρισματικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα συμπίπτουν καί φανερώνονται στή Θεία Εὐχαριστία. Παρότι ἡ ὀρθόδοξη πίστη φέρεται ἀκόμη ὡς τό ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιά τό «Κοινόν Ποτήριον», στήν πραγματικότητα μέ τήν ἀναγνώριση «ἑτεροδόξων μυστηρίων», ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ ἑνότητα τῆς Πίστεως ἔχει πάψει νά ἀποτελεῖ προαπαιτούμενο. Πράγματι, ἄν ἡ πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπιτρέψει μία οἰκουμενιστική ἑρμηνεία, ἀναγνωρίζοντας «μυστήρια «καί «ἐκκλησιαστικότητα» τῶν ἑτεροδόξων, τότε τό Κοινόν Ποτήριον θά εἶναι
ἁπλῶς μία τυπική ἐπιβεβαίωση τῆς παρεκτροπῆς. Θά ἔχει τότε ἤδη ἐπιτευχθεῖ μία ἕνωση, ἀλλά θά εἶναι οὐσιαστικά ψευδο-ἕνωση, δεδομένου ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι δέν θά ἔχουν ἀποκηρύξει οὔτε ἕνα αἱρετικό δόγμα.
1. Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας κεφ. λη΄.Migne, PG. 150,452 C. Βλ. Μεταλληνοῦ, π. Γ.Δ., Δοκίμια Ὀρθόδοξης Μαρτυρίας (Ἀθῆνα: Ἐκδόσεις Ἄθως, 2001), «Ἐξ ὕδατος καί πνεύματος», σ. 67-87.
2. π. Ἰω. Ρωμανίδου, Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, Ἀθῆνα 1989, σ. 173.
3. Ἰωάν. 3,5.
4. «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὁμολογῶ ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.» Προφανῶς αὐτά τά δύο ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως σχεδιάστηκαν γιά νά ὁμολογοῦνται τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ἀκριβῶς ἐπειδή τό δεύτερον, «ἕν βάπτισμᾳ» ἐννοεῖται ὅτι λαμβάνει χώρα στό πρῶτο, στήν «Μία Ἐκκλησία».
5. Ἐφ. 3:5-6 
6. Παπαθανασίου Χρήστου, Τό «Κατ’ Ἀκρίβειαν» Βάπτισμα καί Οἱ ἐξ Αὐτοῦ Παρεκκλίσεις,(Ἀθῆνα:Γρηγόρη, 2001), σ.258.
7. Ὅπ. παρ. σ. 293.
8. Ὅπ. παρ. σ. 258.
9. Ἐπίσκοπος Κάλλιστος Ware, Εὐστράτιος Ἀργέντης: Μία Μελέτη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Τουρκικό Ζυγό (Ὀξφόρδη: Clarendon Press, 1964) σ. 83-84
10. Ὅπ. παρ. σ. 296-7.
11. “[Η] οἰκονομία κατά τήν ἐπιστροφή (=εἴσοδο) στήν Ὀρθοδοξία Λατίνων καί γενικά τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν, μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ μόνο στήν περίπτωση, πού κάποια χριστιανική ὁμολογία τελεῖ τό βάπτισμα μέ τριπλῆ κατάδυση καί ἀνάδυση κατά τήν ἀποστολική καί πατερική μορφή του”. Π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμολογῶ Ἕν Βάπτισμα ( Ἅγιον Ὄρος: Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, 1994) σ. 122. H ἐκκλησιαστική οἰκονομία δέν ἐφαρμόζεται σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση, ἀλλά μόνο ὅταν οἱ τυπικές προϋποθέσεις ἐκπληρώνονται. «Ἐφαρμόζεται μέ βάση ἀρχές πού τήν προβλέπουν καί τήν προσδιορίζουν.» (Παπαθανασίου, Τό «Κατ’ Ἀκρίβειαν» Βάπτισμα, σ.296.)
12. Βλ: Ware, Εὐστρατίου Ἀργέντη, σ. 84. Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι, ὅταν ἡ ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας, πού ὁπωσδήποτε δικαιολογῆται μόνο σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, καθιστᾶ θολή τή γραμμή μεταξύ τῆς ὀρθοδοξίας καί τῆς αἱρέσεως ἤ διαιωνίζει τίς ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις σχετικά μέ τίς ἑτερόδοξες τελετές, εἶναι αὐτοαναιρούμενη, στό βαθμό πού ἡ οἰκονομία στοχεύει στό ἴδιο ἀποτέλεσμα μέ τήν ἀκρίβεια, ἄν καί τό κάνει αὐτό μέ διαφορετικό τρόπο.
13. Βλ. Α΄ κανόνας τοῦ Μεγ. Βασιλείου. Ἐκεῖ ὁ Μέγας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας συμφωνεῖ πλήρως μέ τόν Ἅγ. Κυπριανό ὅτι μέ τό σχίσμα αὐτοί πού ἀποχωροῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν κατέχουν πλέον τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκόπτεται τελικά τό ἱερατικό χάρισμα, καί δέν ἐπιτρέπεται ἡ μεταβίβαση τῆς ἱερωσύνης. Χωρίς τή μετάδοση τῆς ἱερωσύνης, τήν ἀποστολική διαδοχή, οἱ βαζόμενοι ἀπό λαϊκούς. Ἑπομένως, «οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν».
14. Βλ: Ware, Εὐστράτιος Αργέντη, σ. 85.
15. Παπαθανασίου, Τό «Κατ’ Ἀκρίβειαν» Βάπτισμα, σ.298.
16. Ware, Ευστρατίου Ἀργέντη, σ.85. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάποιον αἱρετικό μέ τήν ἀρχή τῆς οἰκονομίας, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι ἀναγνωρίζει ὡς Ἐκκλησία τήν κοινότητα πού τόν εἶχε προηγουμένως βαπτίσει». Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση, Νο. 71 (Δεκέμβριος 2001).
17. Βλ: The Declaration of the Seventh Plenary Session of the Joint International Commission for Theological Dialogue Between the Catholic Church and the Orthodox Church, “Uniatism, Method of Union of the Past, and the Present Search for Full Communion,” (Balamand, Lebanon, 1993), Επίσκεψις, τ. 520 (31 Ιουλίου 1995), σελ. 20, Κοινή διακήρυξις τοῦ Πάπα Ἰωάννου Παύλου ΙΙ καί Πατριάρχου Βαρθολομαίου [Common Declaration of Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew] “Call to Unity” (29 Ιουνίου, 1995, section 4), Baptism and Sacramental Economy, An Agreed Statement of The North American Orthodox-Catholic Theological Consultation (St. Vladimirs Orthodox Seminary, Crestwood, New York, June 3, 1999), Austalian Churches Coveting Together,” National Council of Churches of Australia, «Συμφωνητικό έγγραφο» του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστραλίας (2004), Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2004 ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Γερμανία, Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος, ὑπέγραψε μία διακήρυξη μέ τήν Εὐαγγελική Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας, ἀναγνωρίζοντας ἕνα κοινό Βάπτισμα καί ὑποσχόμενος νά μή βαπτίζουν τούς προσήλυτους, βλ. http://www.goarch.org /news/goa.news1213· Τό 2007, ἡ Ἐπιτροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γερμανίας (KOKiD), μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μητροπολίτη Αὐγουστῖνο, συνυπέγραψε μέ ἕνδεκα (11) γερμανικές ὁμολογίες μία κοινή διακήρυξη γιά τό κοινό Βάπτισμα.  
18. Ἐπίσκεψις, τ. 520 (31 Ιουλίου 1995),σελ. 20, Κοινή διακήρυξις τοῦ πάπα Ἰωάννου Παύλου ΙΙ καί Πατριάρχου Βαρθολομαίου [Common Declaration of Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew] “Call to Unity,” 29 Ἰουνίου 1995, παρ. 4.
19. Σέ ὁμιλία του, κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου στίς 30.11.1998, ἀπευθυνόμενος πρός τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Βατικανοῦ, Καρδινάλιο Cassidy, ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρθηκε σέ ἐκείνους τῶν προπατόρων μας, ἀπό τούς ὁποίους ἐμεῖς – εἶπε – (Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί) κληρονομήσαμε αὐτόν τόν χωρισμό, καί αὐτοί ἦταν τά ἀτυχῆ θύματα τοῦ ὄφεως, πού εἶναι ἡ ἀρχή ὅλων τῶν κακῶν. Καταλήγοντας δέ εἶπε: «Εἴθε νά ἀξιώση ἡμᾶς ὁ Κύριος νά ἴδωμεν καί τήν ἀνάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ. Ἀμήν.» Τό πλῆρες κείμενο δημοσιεύεται στό περιοδικό «Ἐπίσκεψις» [αρ. τεύχους 563 (1998), σελ. 4-8]
20. Βλ: Χαιρετισμός τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ὑποδοχήν Αὐτοῦ ὑπό τῆς Α.Θ.Μακαριότητος, τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου, ἐν τῷ Πανιέρῳ Ναῷ τῆς Ἀναστάσεως (23 Μαΐου 2014). Οἱ σχετικές παράγραφοι (4 και 5) εἶναι οἱ ἑξῆς: “Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν «ἀρχῇ Λόγου», τοῦ «ὄντος πρός τόν Θεόν», καί «Θεοῦ ὄντος» Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ «αὐθεντίαν» καί «ἀλήθειαν». Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ᾿ αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν διαφορῶν, προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν «θεολογικῶν», «πρακτικῶν» καί «κοινωνικῶν» αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν.” Βλ. http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1914 &tla=gr.
21. ΒλἘπίσης: Yves Congar, Essais oecumeniques,pp. 212-213 ὡς ἀναφέρεται  Aidan Nichols OP, στό Yves Congar (Morehouse-Barlow, London, 1989), p. 103. Congar διατύπωσε ὡς ἑξῆς τήν ἀναδυόμενη συμφωνία: «Στίς παραμονές τοῦ περί οἰκουμενισμοῦ Διατάγματος ὑπῆρχε μία κάποια συναίνεση μεταξύ τῶνκαθολικῶν θεολόγων ὑπέρ μιᾶς θεολογίας τῆς διαφοροποιημένης συμμετοχῆς τῶν μήΡωμαιοκαθολικῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων στόν θησαυρό τῆς μιᾶςἘκκλησίας καίἐπίσηςὑπέρ ἑνός Οἰκουμενισμοῦ τῆς ἐνσωμάτωσης ὁποῖος θά μποροῦσε νά εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό μία ἁπλή καί καθαρή ‘ἐπιστροφή’».
22. Θεολογία, Τόμος ΞΔ’ (1993), Τομ. VI, Τεύχος 4, σελ. 570-580. Βλ: http://www. ecclesia.gr/greek/press/ theologia/archive_all_9099.asp?etos=1993.
Έγραψε ο πΙωάννης: “Now that the Balamand agreement has become a candidate to become a sequel to Vatican II and in which case Uniatism will no longer have any reason for existing, the Orthodox will be faced with the consequences of their continued refusal of communion with the Latins and Uniates. What is most interesting is the fact that according to the Balamand agreement mysteries are valid whether one accepts 7 or 22 Ecumenical Councils and their teachings and practices. The impression will be certainly created that only lack of love could be the reason why the Orthodox may continue to refuse inter-communion and con-celebration with the Vatican.” 
23. Βλ. UR 22, LG 11, 15 καὶ Acta Synodalia, III/2, 335.  ἐξήγηση τοῦ καρδινάλιου Kasper ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τό Βάπτισμα… εἶναι τό μυστήριο τῆς πίστεωςκατά τόὁποῖο οἱ βαπτισμένοι ἀνήκουν στό ἕνα Σῶμα τοῦ Χριστοῦπού εἶναι  ἘκκλησίαὩς ἐκ τούτου, οἱ μή-καθολικοί χριστιανοί δέν εἶναι ἐκτός τῆς μιᾶς ἐκκλησίας, ἀλλά ἀνήκουν ἤδη σ’ αὐτήν κατά τρόπο οὐσιωδέστατο. Ὁ οἰκουμενισμός … ἔχει ὀντολογικό θεμέλιο καί ὀντολογικό βάθος, στήν βάση τοῦ ἑνός κοινοῦ Βαπτίσματος. Εἶναι ἕνα γεγονός τοῦ Πνεύματος» (Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years”, κεφάλαιο IV, παράγραφος 3)
24. Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” σ. 283 (ἔμφασητοῦ γράφοντος). Σύμφωνα ἐπίσης μέ τόν ΙΣπιτέρη, «ἀπὸ [τὴν ἐγκύκλιο UUS] προκύπτει μία νέα ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συνίσταται ἀπὸ μία κοινωνίαἐκκλησιῶνστὴν ὁποίακατὰ κάποιον τρόποἀνήκουν ὅλες οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες»
(
Σπιτέρης, « Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἄλλες χριστιανικὲς ἐκκλησίες», ΘΚοντίδης (ἐπιμ.),  ΚαθολικισμόςἈθῆνα 2000, σ. 246).
25. Βλ: http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/08/μητροπολίτηςμεσσηνίας-χρυσόστομος-2/ και http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/17στυλιανός-τσομπανίδης-ορθόδοξη-εκκλ/
Ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος γράφει ἐκεῖ τά ἑξῆς: «Διά τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί «κατ’ οἰκονομίαν» ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος»
26. «Ἡ ἀναλογική ἐφαρμογή τοῦ πνεύματος κανόνων, ὅπως οἱ 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού ἀναφέρονται στήν 21η παράγραφο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς, στή νέα πραγματικότητα τῆς σύγχρονης Οἰκουμενικῆς Κίνησης καί τῶν εἰρηνικῶν διαλόγων, συνεπάγεται τήν ἀναγνώριση τοῦ «ὑποστατοῦ» ἤ καί τοῦ «ἐγκύρου» του Βαπτίσματος. Ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἔχει σημαντικές συνέπειες γιά τή θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατάστασης ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί ἄλλων Χριστιανῶν». 
27. Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων (Θεσσαλονίκη: Ἀδελφῶν Κυριακίδη, 2000), 509-513.
28. Ἡ ἀνεπαίσθητη αὐτή μετακίνηση ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, ἀπό τήν ποιμαντική μέριμνα γιά τούς ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία, στήν ἐκκλησιολογική μέριμνα γιά τίς ἑτερόδοξες κοινότητες καθαυτές, ἀνακαλεῖ στή μνήμη τήν καινοτόμο ἀλλαγή ἑστιασμοῦ τοῦ Yves Congar ἀπό τούς σχισματικούς, ὡς ἄτομα, σέ ὁμάδες σχισματικῶν καί αἱρετικῶν αὐτῶν καθαυτῶν.
29. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, 546- 547.
30. Βλ. «Fr. George Dragas, The M.anner of Reception of Roman Catholic Converts into the Orthodox Church, with Special Reference to the Decisions of the Synods of 1484 (Constantinople),1755 (Constantinople) and 1667 (Moscow)»: http://www.myriobiblos.gr/texts/english/ Dragas_RomanCatholic_1.html.
31. Ὡς ἐπί τό πλεῖστονὅπου  Ἐκκλησία ἀντιλαμβανόταν ὅτι οἱ Λατῖνοι ἐπιτελοῦσαν βάπτισμα μέ μία κατάδυση μέ ἔγχυσηοἱ μεταστραφέντες στήν ὈρθοδοξίαΛατῖνοι βαπτίζοντανἐπειδή δέν συνέτρεχαν οἱ προϋποθέσεις γιά τήν «Οἰκονομία». Ὅταν ὅμως ἀπό τήν ἄλλη πλευράἐκεῖνοι πού προσέτρεχαν γιά νά εἶναι «στήμερίδα τῶν σωζομένων” εἶχαν βαπτισθεῖ ἀπό τούς Λατίνους κατά τόν ἀποστολικό τύπο «οἰκονομία» θεωροῦνταν ὡς ἀποδεκτήἀλλά ὄχιἀπαραίτητη.
32. Αὐτή  βασική καί ἐπικρατοῦσα γιά πολύ καιρό ἀντίληψη ἐπαναδιατυπώθηκε πρόσφατα ἀπό τόν μητροπολίτη ἨλείαςΓερμανόστήν εἰσήγησή του ἐνώπιοντῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (8 Μαρτίου 2016), ὡς ἐκπροσώπου αὐτῆς στή Διάσκεψη τῶν Πρωθιεραρχῶν στή Γενεύη.
33. Αὐτό εἶναι σαφές στήν περίπτωση τῶν Εὐνομιανῶνγιά τούς ὁποίους  πιθανότητα εἰσδοχῆς «κατ’ οἰκονομίαν» ἀπορρίφθηκε ἀπό τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο,καθότι δέν διατήρησαν τήν ἀποστολική μορφή βαπτίσματος μέ τριπλή κατάδυσηἀλλά βάπτιζαν μέ μία μόνο κατάδυση «ἐν τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ».
34.  Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ (Ware) παρατήρησε πρόσφατα: «Ὁρισμένοι [ἀπό τούς πιό αὐστηρούς Ὀρθοδόξουςθά ἔλεγαν ὅτι ἔξω ἀπότά ὁρατά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ὑφίστανται ἀληθινά Μυστήριαοὔτε  χάρις τοῦ Ἁγίου ΠνεύματοςΤώρα, γιά μένα, ὡς Ὀρθόδοξο, αὐτό μου εἶναι δύσκολο νά τό πιστέψω. Βεβαιώνομαι ὅμως, διά τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ἄλλες χριστιανικές κοινότητες καί ἀσφαλῶς πιστεύω ὅτι ὑπάρχει ἀληθινή χάρις τοῦ βαπτίσματος, ὅπου τελεῖται βάπτισμα στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί χρησιμοποιεῖται νερό. Ἀσφαλῶς, καθόσον ἀφορᾶ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, πιστεύω στήν ἀληθινή πραγματικότητα τοῦ Μυστηρίου, ὅτι πράγματι αὐτή εἶναι ἀληθινή Εὐχαριστία» 

Δεν υπάρχουν σχόλια: