Συνέχεια από Παρασκευή 7 Μαίου 2021
Henri de LubacΟ ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)
Αρχές τού αυγούστου 1881 στο Sils Maria, σέ 6.500 πόδια πάνω από τήν θάλασσα καί πολύ πιό ψηλά πάνω από όλα τά ανθρώπινα πράγματα. Ο ήλιος τής γνώσεως λάμπει εκ νέου τό μεσημέρι : καί τό φίδι τής αιωνιότητος βοστρυχώνει (σπειροειδώς κινήται) στό φώς του ... (ιδού ο άνθρωπος).
Τό φθινόπωρο τού 1882, γεμάτος δυστυχία ύστερα από τήν συναισθηματική του περιπέτεια μέ τήν Λού Σαλομέ, ο Νίτσε επιστρέφει στήν Λειψία. Πολλοί φίλοι του είχαν παρατηρήσει τότε πώς «φαινόταν σάν φάντασμα, πού είχε έλθει από κάποια ακατοίκητη περιοχή, όπου δέν ήταν πλέον δυνατόν νά τόν συναντήσει κάποιος». Τόν Νοέμβριο ξαναπαίρνει τόν δρόμο τού Νότου. Μετά τήν επίσκεψή του στούς Οβερμπεκ, στήν Βασιλεία, φτάνει στό Rapallo, γιά νά ξεχειμωνιάσει. Ο μοναχικός ζούσε μέ τά τετράδιά του στά οποία έπερνε ήδη μορφή από τίς πρώτες γραμμές τό δόγμα τής αιωνίου επιστροφής. Περπατούσε πολύ κατά μήκος τής παραλίας τού Rapallo, μέχρι τίς άκρες τού Πορτοφίνο. Κάποιες φορές καθόταν απέναντι στήν θάλασσα. Σ’αυτό τό πλαίσιο συμβαίνει ένα καινούριο μυστηριώδες γεγονός.
Στεκόμουν εδώ καί περίμενα - τίποτα, περίμενα,
πέραν τού καλού καί τού κακού, ή τού φωτός,
χαιρόμενος, ή τής σκιάς, όλος ένα απλό παιχνίδι,
καί θάλασσα καί καταμεσήμερο, χρόνος χωρίς σκοπό,
καί ξαφνικά, φίλη! Νά καί τό ΕΝΑ έγινε ΔΥΟ -
καί ο Ζαρατούστρα περνά δίπλα μου.....
Εντελώς διαφορετικά από ότι συνέβη στό Sils Maria, εδώ έχουμε ένα όραμα. Ένα όραμα, χωρίς αμφιβολία, ξαφνικό καί συγκεκριμένο : «Θά μπορούσα νά πώ τήν ημέρα καί τήν ώρα». Ο Ζαρατούστρα έπεσε πάνω μου, μού επιτέθηκε, θά πεί επίσης. Καί όμως υπάρχει κάτι λιγότερο από τήν εμπειρία τού Sils Maria. Κάτι λιγότερα εκπληκτικό, κάτι πιό προετοιμασμένο. Ο Νίτσε λοιπόν, δέν διαπερνάται μέχρι τά βάθη του από αντιθετικές εντυπώσεις. Πλήρης χαράς δέν νοιώθει κανέναν φόβο. Μάλιστα πρέπει αναμφίβολα νά πούμε πώς αυτό τό όραμα, η ακτινοβολούσα εικόνα τού Ζαρατούστρα, απομακρύνει κάθε ίχνος τρόμου καί τόν στερεώνει στήν χαρά. Τόν υψώνει κάι τόν καθησυχάζει ταυτόχρονα. Νάτος λοιπόν τρέμοντας ολόκληρος από πολύχρωμη χαρά. Ο Ζαρατούστρα είναι τό φωτεινό του διπλό, είναι αυτός ο ίδιος. «Τό ένα έγινε δύο» καί οι δύο κάνουν ένα όλον. Είχε συλλάβει ήδη τήν προσωπικότητα, τό πρόσωπό του, αλλά μόνον μέ ένδυμα λογοτεχνικό καί αυτός ο ίδιος, σέ περιόδους απογοήτευσης, ανάμεσα στούς δύο αισθανόταν περισσότερο τήν αντίθεση παρά τήν αδελφότητα. Αναρωτιόταν μήπως τό κήρυγμα τού ήρωά του, μήπως θά σήμαινε ταυτόχρονα καί τόν εκμηδενισμό του.
Δέν αμφέβαλλε γιά τήν ιδέα πού δέχθηκε αλλά κατά καιρούς αμφέβαλλε ακόμη γιά τόν εαυτό του. Τότε, στό μέτρο τό ίδιο αυτής τής αμφιβολίας, η ιδέα, χωρίς νά πάψει νά επιβάλλεται, γινόταν αβάσταχτη γι αυτόν : έπρεπε άραγε νά υμνήσει τόν Θεό πού τόν είχε εισακούσει ή νά καταραστεί τρίζοντάς του τά δόντια, τό δαιμόνιο πού τόν βασάνιζε; Τώρα αρχίζουν νά εξαφανίζονται οι τελευταίες του αναστολές εξ’ ίσου μέ τίς κρίσεις αγωνίας. Ο Ζαρατούστρα, χωρίς νά τού μεταφέρει ένα ανέκδοτο μήνυμα, επιβεβαιώνει τό μήνυμα πού είχε ήδη λάβει. Γνωρίζει πλέον μέ σιγουριά, μέ ποιόν τρόπο μπορεί νά ερμηνεύσει γιά τόν εαυτό του, τήν αποκάλυψη τού Sils Maria.
Από εδώ προέρχονται η ξαφνική γονιμότης καί ο απροσδόκητος ρυθμός: ξεκινώντας από αυτόν τόν ίδιο μήνα τού Ιανουαρίου, στόν Νίτσε θά φθάσουν δέκα ημέρες γιά νά καταγράψει όλο τό πρώτο μέρος τής προφητείας του. Δέν πρόκειται πλέον γιά ανάλυση ή γιά κριτικές παρατηρήσεις όπως στά προηγούμενα βιβλία του. Καί η μορφή δέν είναι πλέον ίδια, όπως στήν χαρούμενη επιστήμη, η μορφή τών αφορισμών. Πρόκειται γιά μιά λυρική έκρηξη. Η έμπνευση ξεχειλίζει σάν ένας ποταμός. «Είναι ένα ποίημα και ένα πέμπτο ευαγγέλιο», γράφει στόν εκδότη του. «Ένα πράγμα γιά το οποίο δέν υπάρχει ένα όνομα». Καί στόν Πήτερ Γκάστ «είναι μόνον ένα βιβλιαράκι, αλλά είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει. Αισθάνομαι τήν ψυχή μου απαλλαγμένη από ένα βάρος. Δέν έκανα τίποτε πιό σοβαρό καί τίποτε πιό χαρούμενο». Εκείνες οι σελίδες τού φαίνονται σάν τή διαθήκη του. Τόν Απρίλιο θά γράψει από τήν Γενεύη στόν Όβερμπεκ «μερικές φορές έχω τήν εντύπωση πώς έζησα, εργάστηκα καί υπέφερα αποκλειστικά γιά νά μπορέσω νά γράψω αυτό τό βιβλιαράκι, τών επτά φύλλων καί μάλιστα πώς όλη μου η ζωή είναι μ’αυτόν τόν τρόπο δικαιωμένη εκ τών υστέρων».
Υπάρχει η τάση νά αποδίδεται στήν κατάσταση τού νοσηρού ενθουσιασμού πού προηγήθηκε από τήν κατάρρευσή του, η κρίση πού κάνει γιά τόν Ζαρατούστρα : «Αυτό τό έργο είναι παντελώς ξεχωριστό... ένας Γκαίτε, ένας Σαίξπηρ δέν θά μπορούσαν νά αναπνεύσουν ούτε στιγμή μέσα σ’αυτό τό απέραντο πάθος, σ’αυτό τό ύψος ...ένας Δάντης σέ σύγκριση μέ τον Ζαρατούστρα, είναι μόνον ένας πιστός, καί όχι κάποιος πού δημιουργεί γιά πρώτη φορά τήν αλήθεια, ένα πνεύμα πού κρατάει τόν κόσμο, μιά μοίρα-.... οι ποιητές πού έγραψαν τίς Βέδες είναι ιερείς, δέν είναι κάν άξιοι νά βγάλουν τά παπούτσια σέ έναν Ζαρατούστρα, καί όλο αυτό είναι τό λιγώτερο πού μπορούμε νά πούμε καί δέν αποδίδει καθόλου τήν από στάση τής γαλάζιας μοναξιάς στήν οποία ζεί αυτό τό έργο».
Χωρίς αμφιβολία οπωσδήποτε, στόν τόνο υπάρχει αυτή η απέραντη κενοδοξία, πού ανακοινώνει καί προαναγγέλλει τό βάραθρο. Κατά βάθος όμως, είναι ακριβώς η ίδια σιγουριά τού εαυτού πού αισθάνθηκε ο Νίτσε από τήν αρχή, εκείνη η σιγουριά μέ τήν οποια έγραφε σέ έναν άλλον συνομιλητή του, τόν M.de Seydlitz, πώς έπρεπε μιά μέρα νά πάει γιά προσκύνημα στό Rapallo, στό «ιερό μέρος πού γεννήθηκε τό βιβλίο τών βιβλίων, ο Ζαρατούστρα».
Πρέπει νά λάβουμε σοβαρά υπόψιν εκείνο πού έγραψε στόν εκδότη του «ένα πέμπτο ευαγγέλιο». Και χωρίς αμφιβολία πρέπει νά εννοήσουμε, πώς στήν σκέψη τού Νίτσε, αυτό τό πέμπτο ευαγγέλιο εκμηδενίζει τά προηγούμενα, τά τέσσερα Χριστιανικά Ευαγγέλια. Έχουμε μιά επικύρωση σέ ένα γράμμα τού Απριλίου τού 1883 πρός τήν Malvida von Maysenburg «είναι μιά ιστορία απαράμιλλης ομορφιάς. Αμφισβήτησα όλες τίς θρησκείες καί έφτιαξα ένα καινούριο ιερό βιβλίο».
Ξεκινώντας από αυτή τήν ημερομηνία, ο Νίτσε, εμπνευσμένος προφήτης καί κάτι παραπάνω, δέν ορθώνεται μόνον σέ κριτικό κάι εχθρό τού χριστιανισμού, αλλά κάι σέ αντίπαλο καί διάδοχο τού Ιησού. Έχει συνείδηση πώς είναι «ο μυστηριώδης καί αποφασιστικός δεσμός, ο οποίος συνδέει τόν έναν χρόνο μέ τόν άλλον, δύο χιλιάδες χρόνια». Γνωρίζει ήδη πώς είναι αυτός πού μπορεί νά πεί γιά τόν εαυτό του, μέ ξεκάθαρη πρόθεση : ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Μέσω τού οράματος τού Rapallo, ο Νίτσε, πεπεισμένος γιά το μυστικό τού είναι του, είχε οικειοποιηθεί οριστικά τήν ιδέα τής αιωνίου επιστροφής.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου