Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ελληνική κυβέρνηση θα αναζητούν για πολλές εβδομάδες τους βέλτιστους τρόπους αντιμετώπισης της νέας κρίσης στο Αφγανιστάν, αλλά στην Αθήνα ήδη θεωρούνται αναπόφευκτες συνέπειες η ενίσχυση των ερεισμάτων της Τουρκίας έναντι της Δύσης και η αύξηση των μεταναστευτικών πιέσεων.
- Οι εξελίξεις αποτελούν κεραυνό εν αιθρία για το Μέγαρο Μαξίμου, σε αντίθεση με τις ρεαλιστικές προβλέψεις του υπουργείου Εξωτερικών. Πεπειραμένοι διπλωμάτες προειδοποιούσαν, στις αρχές Ιουνίου, εν όψει της τότε συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, και η «δημοκρατία» είχε επισημάνει σχετικά, ότι «μια κίνηση καλής θέλησης του Τούρκου προέδρου, όπως η κάλυψη κενών ασφαλείας του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν απ’ όπου αποχωρούν οι ΗΠΑ, ίσως βελτίωνε ξαφνικά τις σχέσεις του με την Ατλαντική Συμμαχία και την Ουάσινγκτον». Το διεθνές σοκ της ταχύτατης άλωσης της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν διευκολύνει τώρα την Αγκυρα να υποσχεθεί περισσότερα, απαιτώντας σε αντάλλαγμα ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ουάσινγκτον και μεγαλύτερη χρηματοδοτική βοήθεια από τις Βρυξέλλες.
Αν και είναι νωρίς να προβλεφθεί η -ηπιότερη ή σκληρότερη- πορεία της ηγεσίας των Ταλιμπάν, που αποτελούν φορέα πολλών επιμέρους συνιστωσών, δύο στοιχεία προσφέρονται για την εκτίμηση της κατάστασης:
Πρώτον, εγκυρότατες πηγές βεβαιώνουν πως, στα μέσα Ιουλίου, είχε επιτευχθεί συμφωνία Ουάσινγκτον – Αγκυρας για τους γενικούς όρους της παρουσίας τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στον αερολιμένα της Καμπούλ.
Εκκρεμούσαν έκτοτε οι συνομιλίες για τους ειδικότερους όρους μεταξύ Αγκυρας και Ταλιμπάν, καθώς οι τελευταίοι θεωρητικά αντιτάσσονταν στην παρουσία ξένων στρατευμάτων, αλλά πρακτικά συζητούσαν εξαιρέσεις και ανταλλάγματα. Μένει να αποδειχθεί αν, μετά την κατάληψη της Καμπούλ, οι Ταλιμπάν θα απαιτήσουν πλήρη αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων ή θα συναινέσουν στην παρουσία κάποιου διεθνούς σώματος ασφαλείας με τουρκική διοίκηση.
Κίνητρά τους θα είναι η επίδειξη διαλλακτικότητας έναντι του διεθνούς παράγοντα και πρακτικοί λόγοι λειτουργίας του αερολιμένα. Η δικαιολογία θα είναι η παροχή συνδρομής στην ασφάλεια του ξένου διπλωματικού προσωπικού και στις εισαγωγές εφοδίων προς ανακούφιση του πληθυσμού. Η εκδοχή αυτή συζητείται υπό τις προσδοκίες μετριοπαθούς διακυβέρνησης από τους Ταλιμπάν («Talib Lite» κατά την ορολογία των ΜΜΕ στις ΗΠΑ) αντί του σκληρού ισλαμικού καθεστώτος που ανετράπη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Δεύτερον, πέραν της στάσης των ΗΠΑ, η Αθήνα πρέπει να συνεκτιμήσει τις θέσεις της Γερμανίας. Δυστυχώς, όπως και στη μεταναστευτική κρίση του 2015, το Βερολίνο αποδείχθηκε εκτός πραγματικότητας. Η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Χ. Μάας (γνωστού από την παταγώδη αποτυχία μεσολάβησης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πέρυσι) ότι «εκτιμήσαμε την κατάσταση λανθασμένα» αποτελεί πρόφαση εν αμαρτίαις. Διπλωμάτες άλλων χωρών στην Αθήνα βεβαιώνουν ότι αρμόδιοι Γερμανοί συνάδελφοί τους έκριναν, στα τέλη Ιουλίου, πως οι «σημερινοί» Ταλιμπάν είναι διαφορετικοί και ότι υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης μαζί τους.
Επιπλέον, το Βερολίνο εκτιμούσε ότι δεν θα χρειαζόταν συνεδρίαση οργάνων της Ε.Ε. για την αφγανική κρίση πριν από τον Σεπτέμβριο και ότι οι αποφάσεις μπορούσαν να μετατεθούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου! Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει τη νέα προσφυγική κρίση που, αναπόφευκτα, θα συμπλεχθεί με τη μεταναστευτική. Ίσως το μόνο θετικό βήμα, από τα γεγονότα του Εβρου τον Μάρτιο του 2020 ως σήμερα, είναι η πρόσφατη κοινή υπουργική απόφαση για τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως «ασφαλούς χώρας» για τους προερχόμενους από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, τη Συρία και άλλα κράτη. Επομένως, δεν θα υπάρχει λόγος μη επιστροφής τους από το ελληνικό έδαφος στο τουρκικό.
Από εκεί και πέρα οι επιδόσεις της κυβέρνησης, και ειδικά του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, είναι απογοητευτικές. Μεταξύ άλλων, ολιγωρεί ενώπιον των κατηγοριών περί δευτερογενών ροών μεταναστών από την Ελλάδα στα βαλκανικά κράτη και στην κεντρική Ευρώπη.
Επίσης, δεν υπάρχει ουσιώδης αντίδραση στις γερμανικές κατηγορίες ότι δικαστήρια του Βερολίνου «αναγκάζονται» να αναγνωρίσουν δικαίωμα παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών, επειδή στην Ελλάδα δήθεν δεν έχουν επαρκείς κοινωνικές παροχές. Από την πλευρά του, ακόμα και το φιλικό Παρίσι καλεί την Αθήνα να δεχθεί το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου της Ε.Ε. και να μεριμνήσει για τις δευτερογενείς ροές.
Ασφαλώς, το Μαξίμου δεν είναι αμέτοχο σε όλα αυτά. Πρόσφατα, ο υπουργός Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτης ενέκρινε τις διαβουλεύσεις μεταξύ αρμοδίων της Κομισιόν και του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη για τη συγκρότηση μηχανισμού διερεύνησης των λεγόμενων «επαναπροωθήσεων» στην Τουρκία. Ο κ. Χρυσοχοΐδης, σαν «παλιά καραβάνα» πλέον, απευθύνθηκε στο Μαξίμου, ώστε να μη χρησιμοποιηθεί αργότερα σαν εξιλαστήριο θύμα.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
2 σχόλια:
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία όπως λειτουργεί νομιμοποιεί ηθικά την κάθε μορφή βίαιης εξέγερσης.Και αυτό διότι η εκλογή ενός κόμματος γίνεται στα τυφλά , εξηγώ: πριν από τις εκλογές τα προγράμματα που εκδίδουν τα κόμματα είναι απλές γενικολογίες, δεν εξηγούν αναλυτικά τι σκοπεύουν να κάνουν για κάθε θέμα:οικονομία, εξωτερική πολιτική, παιδεία, θρησκευτικά θέματα κλπ. Θα πρέπει λοιπόν 4 μήνες πριν τις εκλογές, κάθε κόμμα να στέλνει στα σπίτια των ψηφοφόρων ένα φάκελο με την πλήρη ανάλυση των απόψεών του για κάθε θέμα.Όμως ούτε αυτό φθάνει.Επιπλέον θα λαμβάνονται μέτρα ώστε να υπάρχει η σιγουριά ότι ο πολίτης διάβασε προσεκτικά όλους του φακέλους που θα του στείλουν, και μόνον τότε θα έχει το δικαίωμα ψήφου.Επειδή αυτό δεν γίνεται, η εκλογή ενός κόμματος χάνει κάθε έννοια, είναι ενας παραλογισμός.Άρα η βίαιη εξέγερση αποκτά ηθική νομιμοποίηση: γιατί να υποστώ τις αποφάσεις κάποιων οι οποίοι εκλέχτηκαν χωρίς ο λαός να γνωρίζει επακριβώς τι πρόκειται να κάνουν; Αν ο λαός είχε την γνώση του τι ακριβώς ψηφίζει, τότε φυσικά δεν θα είχα το δικαίωμα της εξέγερσης. Τώρα ο καθένας μας το έχει.
Θά έπρεπε επίσης νά ελέγχονται καί νά καθαιρούνται από τούς ψηφοφόρους τους οι πολιτικοί οι οποίοι δέν εφαρμόζουν τό πρόγραμμα γιά τό οποίο ψηφίστηκαν.
Δημοσίευση σχολίου