Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Η ΤΡΙΑΔΑ ΣΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (8)-επανάληψη

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Η εξέταση της Τριαδικής Θεολογίας του Αυγουστίνου και της Δυτικής Θεολογικής σκέψης με την οποία ντύθηκε, μας επέτρεψε να φανερώσουμε και να τονίσουμε την τυπική, στατική και οντολογική τοποθέτηση της, που την διακρίνει από την δυναμική εννοιολόγηση των Ελλήνων. Εάν από το ένα μέρος η δυτική παράδοση και η παράδοση του Αυγουστίνου προσφέρεται στον κίνδυνο του μονταλισμού (του τροπισμού), από το άλλο το Τριαδικό ελληνικό δόγμα εμπεριέχει τον ενυπάρχοντα πειρασμό της υποταγής. Αλλά για να συνθέσουμε τα χαρακτηριστικά του τριαδικού δόγματος του Αυγουστίνου, ας ξεκινήσουμε από αυτό που έχει κοινό με τον Αθανάσιο και τους Καππαδόκες.
Όπως οι Έλληνες έτσι και ο Αυγουστίνος αναπτύσσει την διδασκαλία του ξεκινώντας από την διδασκαλία της Εκκλησίας. Από αυτό το σημείο αναφοράς, που είναι ταυτοχρόνως και το μέτρο κρίσεως του έργου του, αντλεί την βεβαιότητά του για την αξία των διαφόρων προσπαθειών μεσολάβησης του συστήματος του. Γι’ αυτόν τον λόγο συμβουλεύει όσους δεν θα κατανοούσαν, ακούγοντας και διαβάζοντας τα γραπτά του, τις εξηγήσεις του, να πιστέψουν την Αγία Γραφή και την διδασκαλία της Εκκλησίας που είναι η εξήγησή της. (Τριάδα  27,49).
Οι καρποί των προσπαθειών θεολογικής κατανοήσεως υπόκεινται πάντοτε στην αυθεντία της πίστεως (auctoritas fidei)-1 Κορ 13,9….-Σύμφωνη δε μ’αυτή την τοποθέτηση είναι και η αναφορά του Αυγουστίνου στο σύμβολο της πίστεως της Νίκαιας, βάσει του οποίου βεβαιώνει, όπως και οι Ανατολικοί Πατέρες, πως το Άγιο Πνεύμα μοιράζεται την ταυτότητα στην ουσία με τον Πατέρα και το Υιό. Όπως οι Καππαδόκες,  και ιδιαιτέρως εξίσου με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, έτσι και ο Επίσκοπος της Ιππώνος είναι ιδιαιτέρως συνειδητός του γεγονότος πως σε κάθε προσπάθεια γλωσσικής κατακτήσεως του μυστηρίου της Τριάδος τίθεται ένα ξεκάθαρο όριο, το οποίο και προσπαθεί να το υπερβεί στην Ευχαριστία και στην λατρεία. Και πράγματι, για τον Αυγουστίνο όπως και για πολλούς απ’ όσους είχαν προηγηθεί, η ομολογία της πίστεως και η γνώση βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους στην προσευχή και όχι στον στοχασμό, καθώς και η μια και η άλλη είναι ταγμένες στην Ευχαριστία. Κι αυτή η πρόοδος λαμβάνει χώρα στην απλότητα της πίστεως και στην ελπίδα ότι μπορούμε να γνωρίσουμε ολοκληρωτικώς και να δοξάσουμε τέλεια τον Τριαδικό Θεό, όταν θά ’χουμε φτάσει στο τέλος της υπάρξεώς μας.
Υπάρχει όμως και μία δεύτερη κοινή πλευρά: ο Αυγουστίνος υπερασπίζεται, όπως και οι Ανατολικοί Πατέρες, την Τριαδική ζωή σε δύο Θεολογικά μέτωπα, τόσο δηλ. εναντίον των όψιμων μορφών του Αρειανισμού, όσο και εναντίον του Σαβελλιανισμού,  οι οποίοι  αλληλοαναιρούνται γι’ αυτόν, καθότι είναι αντίθετος ο ένας στον άλλον. Του είναι ξεκάθαρο, πως ο δρόμος του βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα. Απαντά, όπως ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, στους Αρειανούς, παραπέμποντας στο διατριαδικό Είναι, στο οποίο και συμμετέχουν και τα τρία πρόσωπα χωρίς διαφορές αναβαθμού, και το οποίο κατέχει, λόγω τής απλότητός του, όλες τις θεϊκές ιδιότητες και όλες τις τελειότητες. Και είναι μ’ αυτήν την έννοια ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα αδιακρίτως ο Θεός.
Η οντολογική προοπτική επιτρέπει στον Επίσκοπο της Ιππώνος να βεβαιώσει, όπως προηγουμένως ο Αθανάσιος και οι Καππαδόκες, τον Θείο και ανθρώπινο χαρακτήρα της αποκαλυπτικής και σωτηριώδους πράξεως του Χριστού, στον ρόλο του μεσάζοντος, μαζί με την Θεότητα του πνεύματος που συμμετέχει σ’ αυτήν την πράξη. Και γι’ αυτό και έχει την δυνατότητα να βεβαιώσει για μία λύτρωση, η οποία είναι πραγματικώς τέτοια.
Σ’ αυτό το σημείο είναι όμως αναγκαίο να κρίνουμε την φιλοσοφική ενδοχώρα στην οποία στηρίχθηκε ο Αυγουστίνος για να αναπτύξει την Θεολογία του, ξεκινώντας από αυτό ακριβώς το σωτηριολογικό επιχείρημα. Και πράγματι, υφίσταται ο νεοπλατωνισμός  μία σημαντική μετατροπή στο σύστημα του Αυγουστίνου, εκεί όπου προσπαθεί να μην συλλάβει το ΕΝΑ σαν μία ζωντανή και μόνον αυτοσυνειδησία, αλλά τελικώς σαν την αγάπη, η οποία πεθαίνει και κοινωνείται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού στον άνθρωπο. Ο ίδιος δε ο Αυγουστίνος έβλεπε σ’ αυτό ακριβώς το σημείο την μεγαλύτερη διαφορά που ξεχώριζε την διδασκαλία του από την φιλοσοφική θεολογία των συγχρόνων του.
Αυτό που χαρακτηρίζει την διαπραγμάτευση της οντολογικής ενότητος στον Θεό εκ μέρους του Αυγουστίνου, είναι το γεγονός πως η έννοια της ενδοτριαδικής μοναρχίας, εννοημένης σαν δεσμός ενότητος, και σαν κάτι που αναπτυσσόταν συνεχώς από την εποχή των γραπτών του Ωριγένη, περνά σε δεύτερη μοίρα. Η έννοια αυτή υπάρχει φυσικά και στα γραπτά του Αυγουστίνου, αλλά περιστασιακά. Συμβαίνει λοιπόν να ονομάζει τον Πατέρα «totiusdiunitatis», ολοκληρωτική ενότης, ή επίσης, νομίζοντας πως είναι και πιο σωστό, «deitatis principium», Αρχή της θεότητος (Τριάδα IV, 20, 29). Ο Πατήρ είναι για το Πνεύμα «Principium non de Principio», Αρχή όχι αρχής, διαφορετικά όμως απ’ ό,τι ο Υιός, ο οποίος είναι για το Πνεύμα «Principium de Prιncipio», Αρχή Αρχής. Είναι αναγκαίο επίσης να παρατηρήσουμε, πως η παραδοσιακή εννοιολόγηση των Ελλήνων επηρεάζει, παρότι χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από την διατριαδική μοναρχία, και την θεολογία του Αυγουστίνου, όταν η συζήτηση περί Τριάδος στρέφεται στην θεϊκή δυναμική μέσα στην ιστορία της σωτηρίας. Για την ενυπάρχουσα (immanent) εννοιολόγηση της Τριάδος υπήρξε αντιθέτως καθοριστική η οντολογική προοπτική, η οποία και είναι στενά συνδεδεμένη με το δόγμα των σχέσεων.
[Ενυπάρχουσα Τριάδα δεν υφίσταται, διότι όπως ξανασχολιάσαμε, η ενύπαρξη προϋποθέτει και την μετοχή της στο υπαρκτό. Είναι έννοια της Αρχαίας Φιλοσοφίας και σημαίνει την οντολογική μετοχή τού απορρέοντος στο ΕΝ ή στο ΟΝ, σαν Ενότητα. Η Τριάδα για την Ορθοδοξία είναι άκτιστη. Η θεολογία των σχέσεων αγνοεί τις άκτιστες ενέργειες. Όπως είναι οι “θεολογίες”  του Ζηζιούλα και του Γιανναρά.]
Υπολογίζοντας σωστά αυτές τις παρατηρήσεις, είναι δυνατόν να συμπεράνουμε πως το Τριαδικό δόγμα του Αυγουστίνου, ηimmanent – ενυπάρχουσα Τριάδα, φαίνεται πιο συμπαγές καθαυτό από το γραμμικό και δυναμικό σχήμα των Ελλήνων. Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται σ’ αυτό το πλαίσιο (κύκλος, τρίγωνο), χαρακτηρίζουν επαρκώς την σύλληψη του Αυγουστίνου, αντιθέτοντάς  την στην γραμμική σύλληψη των Ελλήνων. Η σύλληψή του αυτή τού επιτρέπει να υπογραμμίσει με μεγαλύτερη μάλιστα ισχύ την οντολογική ενότητα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Διευκολύνει δε επιπλέον, την κατανόηση της ιδιαιτερότητος της σχέσεως ανάμεσα στον Υιό και το Πνεύμα, το οποίο και εννοεί σαν την αμοιβαία αγάπη ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό. [Εάν το άγιο Πνεύμα είναι η αγάπη του Πατρός και του Υιού, τότε ποια είναι η σχέση Υιού και Αγίου Πνεύματος; Εάν το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη, τότε ο Υιός τί είναι; Εάν εκπορεύει η αγάπη, ο Υιός χάνεται! Με τον ίδιον δε τρόπο δεν χάνεται και ο Πατήρ;]
 Για τον Congar, το δόγμα των σχέσεων του Αυγουστίνου, στο οποίο χρησιμοποιεί τις σχέσεις για να διακρίνει τα πρόσωπα από την ουσία, χωρίς να τα χωρίζει όμως, είναι «απλό, ικανοποιητικό και μεγαλειώδες» ( YCongarDer Heilige Geistp.381). Συμπληρώνει όμως πως δεν ικανοποιεί τους Ορθοδόξους, στους οποίους και φαίνεται πως  δεν υπογραμμίζεται μ’ αυτό καθόλου η μοναρχία του Πατρός, η περιχώρηση, και το γεγονός πως ο Πατήρ είναι η καταγωγή όλης της τριαδικής ζωής [η Ουσία του Πατρός, λέει ο Δαμασκηνός].
Εάν είναι, από το ένα μέρος, αυτό το δόγμα το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της Τριαδικής σκέψεως του Αυγουστίνου, έχει από το άλλο μέρος το δόγμα των σχέσεων μια βαρύνουσα σημασία και για την κατανόηση της ιστορίας της σωτηρίας. Η κοινωνία της Ενδοτριαδικής ζωής ενεργεί και προς τα έξω, στην κτίση, και ιδιαιτέρως στον άνθρωπο, μέσω τής ιστορίας της λυτρώσεως και του αγιασμού του ξεχωριστού πιστού. Και είναι επιπλέον τελείως αδύνατον να κατανοήσουμε τί πράγμα είναι η Εκκλησία, εάν δεν έχει γίνει κατανοητός προηγουμένως αυτός ο δεσμός ανάμεσα στην Αγία Τριάδα και τον κόσμο. Ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει με όλες της τις ενέργειες η Τριάδα, είναι η επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό.
Θα μπορούσαμε να βρούμε σ’ αυτήν την τελευταία δήλωση μιαν αντήχηση της νεοπλατωνικής ιδέας της επιστροφής των πολλών στο Ένα, αλλά στον Αυγουστίνο η έννοια αυτής της οδού της επιστροφής είναι καθαρά επηρεασμένη από την παύλειο θεολογία της θεϊκής κενώσεως. Και επιπλέον, η επιστροφή στον Θεό μπορεί να συμβεί μόνον μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας, η οποία και κατέχει το Άγιο Πνεύμα.
Για τον Αυγουστίνο, δεν είναι δυνατόν να εξαφανίσουμε την πολικότητα ανάμεσα στον ξεχωριστό πιστό και την Εκκλησία, διότι η Χριστιανική πίστη ενσαρκώνεται στον ζωντανό περίγυρο της Εκκλησίας, η οποία και είναι η πιο πραγματική μορφή εκφράσεως.
Δύσκολα χρησίμευσε πάντως μια έννοια της πατριστικής θεολογίας, μετά την σύνοδο της Νίκαιας, όπως εκείνη των σχέσεων του Αυγουστίνου, στο να σκεφτούμε τον ρόλο της τριαδικής πίστεως στην θρησκευτική ύπαρξη του κάθε ξεχωριστού πιστού αλλά και στην κοινότητα ολοκλήρου της Εκκλησίας.
[Διότι διέφθειρε την ζωή της προσευχής, τον ησυχασμό!]
                          
                                          Τέλος

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: