Συνέχεια από: Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018
Η σωτήρια παρέμβαση του ψευδο-Κυρίλλου.
Συνέχεια των αποσπασμάτων από το βιβλίο του G. Prestige.
Τον ίδιο κίνδυνο μ' αυτόν τού Λεόντιου είχε διατρέξει η ορθόδοξη θεολογία στις απαρχές της με τον Μ. Βασίλειο. Έμπειρος και ο Μ. Βασίλειος τής φιλοσοφίας και τής ρητορικής κινδύνευσε να ταυτίσει την υπόσταση με το ιδίωμα. Ευτυχώς ο κίνδυνος τότε είχε αποφευχθεί και δεν υπήρξε ποτέ ίχνος στις μετέπειτα χρήσεις των όρων όπου η υπόσταση θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε άλλη σημασία εκτός από εκείνην τής ολότητος του συγκεκριμένου αντικειμένου!
Στις επιστολές 38 και 214, ο Βασίλειος διακρίνει την υπόσταση από την αδιαφοροποίητη αρχή τής ουσίας η οποία δεν γνωρίζει σταθερότητα λόγω τής καθολικότητος τού πράγματος που νοηματοδοτεί, και την ταυτίζει με την αρχή η οποία εκφράζει, μέσω των ιδιωμάτων που δεν σχετίζονται με την ουσία, αυτό που είναι καθολικό και όχι σχετικό σε ένα συγκεκριμένο πράγμα. Σ' ένα άλλο σημείο η υπόσταση ορίζεται σαν μια ομάδα ιδιοτήτων κάθε μοναδικού αντικειμένου, το σημείο της ατομικότητας τής υπάρξεως κάθε αντικειμένου. Επαναλαμβάνει τις ίδιες έννοιες στην 214 επιστολή, λέγοντας πως η ουσία έχει με την υπόσταση την ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κοινό στοιχείο και στο συγκεκριμένο! Έτσι στην θεότητα η υπόσταση αναγνωρίζεται στο ιδίωμα τής Πατρότητος, Υιότητος και Αγιαστικής Δυνάμεως, ενώ η ουσία φανερώνεται από έννοιες αφηρημένες όπως εκείνες της Αγαθότητος ή της Θεότητος.
Ευτυχώς όμως δεν είχε συνέπειες, διότι οι σύγχρονοί του θεολόγοι και όσοι συνέχισαν την προσπάθεια, συνέχιζαν να εννοούν την υπόσταση σαν την ουσία συν την ατομικότητα ή ετερότητα και όχι την ατομικότητα ή ετερότητα ξεχωριστή από την ουσία!
Αντιθέτως ο απόγονος του Λεόντιου, Ευλόγιος Αλεξανδρείας (αποθανών το 607), ορίζοντας την ουσία σαν το κοινό που εμφανίζεται σε πολλές ατομικές περιπτώσεις και σε ίσα μεγέθη, συνεχίζει να εννοεί την ουσία σαν εκείνες τις πραγματικότητες που σημαίνονται από τους όρους γένος, είδος...
Επεξηγώντας την σκέψη του γράφει πως η ουσία τού ανθρώπου είναι «ψυχωμένη σάρκα από μια λογική ψυχή» και αναλύοντας ακόμη περισσότερο τον ορισμό του γράφει πως ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ουσίες διότι άλλη είναι η ουσία τής ψυχής και άλλη εκείνη τού σώματος, παρότι υπάρχει μια μόνο ουσία τού ανθρώπου καθ' εαυτόν.
Ο Ευλόγιος δεν καταλαβαίνει σ' αυτό το σημείο, την δύναμη που θα μπορούσε να αποκτήσει ένας συλλογισμός ο οποίος θα όριζε πως εάν αυτές οι δύο ουσίες, λόγω του ότι είναι ενωμένες σε κάθε ανθρώπινο ον, σε μία μοναδική υπόσταση, καταλήγουν μία μοναδική ουσία, τότε και οι δύο ουσίες του Χριστού θα μπορούσαν νά ενωθούν σε μία μοναδική ουσία.
Ο ίδιος όμως αρνείται αυτό το συμπέρασμα με την σκέψη ότι σ' αυτή την περίπτωση θάπρεπε να έχουμε μια ολόκληρη τάξη Λυτρωτών αντί για 'Εναν και Μοναδικό. Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται στην προϋπόθεση πως ουσία είναι ένας όρος που δείχνει ένα γένος και συνεπώς η δημιουργία μιας μοναδικής ουσίας-Χριστού θα έφερνε μαζί της μία ολόκληρη κατηγορία υβριδίων θεο-ανθρώπων (όπως διδάσκει ακριβώς και ο Σολόβιεφ σήμερα). Η μοναδικότης τού Χριστού εξαρτάται από το γεγονός πως Αυτός ανήκει σε δύο τάξεις ταυτόχρονα, κάτι βεβαίως που δεν μπορεί να συμβεί σε κανέναν άλλον. Με τον Ευλόγιο έχουμε ίσως το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα όλων των δυσκολιών που φέρνει στη θεολογία η αφηρημένη σκέψη!
Η συμμετοχή του Αγίου Μαξίμου στην αφηρημένη έννοια τής ουσίας, δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους άνδρες της εποχής του!
Ο Άγιος Μάξιμος εξισώνει πολύ συχνά ουσία και είδος και την διακρίνει από την υπόσταση λέγοντας πώς αυτός ο τελευταίος όρος δείχνει μια ειδική περίπτωση όπου ενσωματώνεται η ουσία ή το είδος. Αποδίδει ακόμη και στον Χριστό δύο ουσίες (οpusc., 77B).
Δέχεται εξάλλου έναν ορισμό τής ουσίας, σύμφωνα με τους φιλοσόφους, κατά τον οποίο η ουσία είναι ένα πράγμα που υφίσταται μ' έναν αυτόνομο τρόπο και είναι ανεξάρτητο ως προς την ύπαρξή του από άλλα αντικείμενα. Ενώ για τους πατέρες είναι η φύσις αυτή πού αποδίδεται σαν κατηγόρημα σε πολλά διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα το ένα από το άλλο ως προς την υπόσταση.
Γνωρίζει πολύ καλά τον ορισμό τής ουσίας από τον Πλάτωνα, σαν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πράγμα, αλλά προτιμά να ερμηνεύσει την ουσία με την Αριστοτελική έννοια τής αφηρημένης καθολικότητος!
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, εξισώνοντας τήν Χριστολογία με την “θεολογία” το τριαδικό δόγμα κατεκλύσθη από αφαιρέσεις. Σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση η θεολογία κυριολεκτικά σώθηκε από το έργο ενός αγνώστου, τού ψευδο-Κυρίλλου ο οποίος έγραψε ένα κείμενο “Περί της Αγιοτάτου Τριάδος” το οποίο προσετέθη στο τέλος τών κειμένων του Κυρίλλου!
Μ' αυτό το έργο εισέρχεται στην συζήτηση τών τριαδικών προβλημάτων ο όρος “περιχώρησις” και αποκαθίσταται η αληθινή σημασία της ουσίας! Μιλά για τον Θεό στο κεφάλαιο 7 σαν μια μοναδική ουσία, θεότης, δύναμις, θέλησις, ενέργεια, αρχή κτλ. η οποία διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις τέλειες υποστάσεις οι οποίες είναι ασυγχύτως και αχώριστα ενωμένες, διακριτές σε Πατέρα, Υιό και Άγιο πνεύμα. Η ενότης τού Θεού ήταν ξανά η βάση τού ορισμού και οι υποστάσεις ήταν ξανά οι τέλειες εκφράσεις τού μοναδικού, αϊδίου και υπέρτατου Είναι. Ο Θεός διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις αντικειμενικές υποστάσεις αλλά είναι απολύτως Ένας.
Το αληθινό δόγμα σώζεται και διαρκεί λοιπόν, επειδή ο Ιωάννης Δαμασκηνός συμπεριλαμβάνει στον τόμο του, έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, σχεδόν τα δύο τρίτα του κειμένου του ψευδο-Κυρίλλου χωρίς να αλλάξει σχεδόν μια λέξη. Στα Διαλεκτικά του ο Ιωάννης Δαμασκηνός (κεφ. 4) προτείνει έναν ορισμό τής ουσίας σαν “πράγμα αυθύπαρκτον”, ένα πράγμα που η ύπαρξίς του είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη άλλων πραγμάτων: ο Θεός είναι μια ουσία αυτού του είδους και κάθε κτίσμα είναι μια ουσία, παρότι ο Θεός είναι μια ουσία που υπερβαίνει κάθε άλλη ουσία (ουσία υπερούσιος). Το Δόγμα της Αγίας Τριάδας ήταν ξανά ενός Θεού σε τρία “πρόσωπα” και όχι τριών προσώπων σε μια Θεότητα!
Αμέθυστος
Η σωτήρια παρέμβαση του ψευδο-Κυρίλλου.
Συνέχεια των αποσπασμάτων από το βιβλίο του G. Prestige.
Τον ίδιο κίνδυνο μ' αυτόν τού Λεόντιου είχε διατρέξει η ορθόδοξη θεολογία στις απαρχές της με τον Μ. Βασίλειο. Έμπειρος και ο Μ. Βασίλειος τής φιλοσοφίας και τής ρητορικής κινδύνευσε να ταυτίσει την υπόσταση με το ιδίωμα. Ευτυχώς ο κίνδυνος τότε είχε αποφευχθεί και δεν υπήρξε ποτέ ίχνος στις μετέπειτα χρήσεις των όρων όπου η υπόσταση θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε άλλη σημασία εκτός από εκείνην τής ολότητος του συγκεκριμένου αντικειμένου!
Στις επιστολές 38 και 214, ο Βασίλειος διακρίνει την υπόσταση από την αδιαφοροποίητη αρχή τής ουσίας η οποία δεν γνωρίζει σταθερότητα λόγω τής καθολικότητος τού πράγματος που νοηματοδοτεί, και την ταυτίζει με την αρχή η οποία εκφράζει, μέσω των ιδιωμάτων που δεν σχετίζονται με την ουσία, αυτό που είναι καθολικό και όχι σχετικό σε ένα συγκεκριμένο πράγμα. Σ' ένα άλλο σημείο η υπόσταση ορίζεται σαν μια ομάδα ιδιοτήτων κάθε μοναδικού αντικειμένου, το σημείο της ατομικότητας τής υπάρξεως κάθε αντικειμένου. Επαναλαμβάνει τις ίδιες έννοιες στην 214 επιστολή, λέγοντας πως η ουσία έχει με την υπόσταση την ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κοινό στοιχείο και στο συγκεκριμένο! Έτσι στην θεότητα η υπόσταση αναγνωρίζεται στο ιδίωμα τής Πατρότητος, Υιότητος και Αγιαστικής Δυνάμεως, ενώ η ουσία φανερώνεται από έννοιες αφηρημένες όπως εκείνες της Αγαθότητος ή της Θεότητος.
Ευτυχώς όμως δεν είχε συνέπειες, διότι οι σύγχρονοί του θεολόγοι και όσοι συνέχισαν την προσπάθεια, συνέχιζαν να εννοούν την υπόσταση σαν την ουσία συν την ατομικότητα ή ετερότητα και όχι την ατομικότητα ή ετερότητα ξεχωριστή από την ουσία!
Αντιθέτως ο απόγονος του Λεόντιου, Ευλόγιος Αλεξανδρείας (αποθανών το 607), ορίζοντας την ουσία σαν το κοινό που εμφανίζεται σε πολλές ατομικές περιπτώσεις και σε ίσα μεγέθη, συνεχίζει να εννοεί την ουσία σαν εκείνες τις πραγματικότητες που σημαίνονται από τους όρους γένος, είδος...
Επεξηγώντας την σκέψη του γράφει πως η ουσία τού ανθρώπου είναι «ψυχωμένη σάρκα από μια λογική ψυχή» και αναλύοντας ακόμη περισσότερο τον ορισμό του γράφει πως ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ουσίες διότι άλλη είναι η ουσία τής ψυχής και άλλη εκείνη τού σώματος, παρότι υπάρχει μια μόνο ουσία τού ανθρώπου καθ' εαυτόν.
Ο Ευλόγιος δεν καταλαβαίνει σ' αυτό το σημείο, την δύναμη που θα μπορούσε να αποκτήσει ένας συλλογισμός ο οποίος θα όριζε πως εάν αυτές οι δύο ουσίες, λόγω του ότι είναι ενωμένες σε κάθε ανθρώπινο ον, σε μία μοναδική υπόσταση, καταλήγουν μία μοναδική ουσία, τότε και οι δύο ουσίες του Χριστού θα μπορούσαν νά ενωθούν σε μία μοναδική ουσία.
Ο ίδιος όμως αρνείται αυτό το συμπέρασμα με την σκέψη ότι σ' αυτή την περίπτωση θάπρεπε να έχουμε μια ολόκληρη τάξη Λυτρωτών αντί για 'Εναν και Μοναδικό. Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται στην προϋπόθεση πως ουσία είναι ένας όρος που δείχνει ένα γένος και συνεπώς η δημιουργία μιας μοναδικής ουσίας-Χριστού θα έφερνε μαζί της μία ολόκληρη κατηγορία υβριδίων θεο-ανθρώπων (όπως διδάσκει ακριβώς και ο Σολόβιεφ σήμερα). Η μοναδικότης τού Χριστού εξαρτάται από το γεγονός πως Αυτός ανήκει σε δύο τάξεις ταυτόχρονα, κάτι βεβαίως που δεν μπορεί να συμβεί σε κανέναν άλλον. Με τον Ευλόγιο έχουμε ίσως το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα όλων των δυσκολιών που φέρνει στη θεολογία η αφηρημένη σκέψη!
Η συμμετοχή του Αγίου Μαξίμου στην αφηρημένη έννοια τής ουσίας, δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους άνδρες της εποχής του!
Ο Άγιος Μάξιμος εξισώνει πολύ συχνά ουσία και είδος και την διακρίνει από την υπόσταση λέγοντας πώς αυτός ο τελευταίος όρος δείχνει μια ειδική περίπτωση όπου ενσωματώνεται η ουσία ή το είδος. Αποδίδει ακόμη και στον Χριστό δύο ουσίες (οpusc., 77B).
Δέχεται εξάλλου έναν ορισμό τής ουσίας, σύμφωνα με τους φιλοσόφους, κατά τον οποίο η ουσία είναι ένα πράγμα που υφίσταται μ' έναν αυτόνομο τρόπο και είναι ανεξάρτητο ως προς την ύπαρξή του από άλλα αντικείμενα. Ενώ για τους πατέρες είναι η φύσις αυτή πού αποδίδεται σαν κατηγόρημα σε πολλά διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα το ένα από το άλλο ως προς την υπόσταση.
Γνωρίζει πολύ καλά τον ορισμό τής ουσίας από τον Πλάτωνα, σαν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πράγμα, αλλά προτιμά να ερμηνεύσει την ουσία με την Αριστοτελική έννοια τής αφηρημένης καθολικότητος!
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, εξισώνοντας τήν Χριστολογία με την “θεολογία” το τριαδικό δόγμα κατεκλύσθη από αφαιρέσεις. Σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση η θεολογία κυριολεκτικά σώθηκε από το έργο ενός αγνώστου, τού ψευδο-Κυρίλλου ο οποίος έγραψε ένα κείμενο “Περί της Αγιοτάτου Τριάδος” το οποίο προσετέθη στο τέλος τών κειμένων του Κυρίλλου!
Μ' αυτό το έργο εισέρχεται στην συζήτηση τών τριαδικών προβλημάτων ο όρος “περιχώρησις” και αποκαθίσταται η αληθινή σημασία της ουσίας! Μιλά για τον Θεό στο κεφάλαιο 7 σαν μια μοναδική ουσία, θεότης, δύναμις, θέλησις, ενέργεια, αρχή κτλ. η οποία διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις τέλειες υποστάσεις οι οποίες είναι ασυγχύτως και αχώριστα ενωμένες, διακριτές σε Πατέρα, Υιό και Άγιο πνεύμα. Η ενότης τού Θεού ήταν ξανά η βάση τού ορισμού και οι υποστάσεις ήταν ξανά οι τέλειες εκφράσεις τού μοναδικού, αϊδίου και υπέρτατου Είναι. Ο Θεός διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις αντικειμενικές υποστάσεις αλλά είναι απολύτως Ένας.
Το αληθινό δόγμα σώζεται και διαρκεί λοιπόν, επειδή ο Ιωάννης Δαμασκηνός συμπεριλαμβάνει στον τόμο του, έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, σχεδόν τα δύο τρίτα του κειμένου του ψευδο-Κυρίλλου χωρίς να αλλάξει σχεδόν μια λέξη. Στα Διαλεκτικά του ο Ιωάννης Δαμασκηνός (κεφ. 4) προτείνει έναν ορισμό τής ουσίας σαν “πράγμα αυθύπαρκτον”, ένα πράγμα που η ύπαρξίς του είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη άλλων πραγμάτων: ο Θεός είναι μια ουσία αυτού του είδους και κάθε κτίσμα είναι μια ουσία, παρότι ο Θεός είναι μια ουσία που υπερβαίνει κάθε άλλη ουσία (ουσία υπερούσιος). Το Δόγμα της Αγίας Τριάδας ήταν ξανά ενός Θεού σε τρία “πρόσωπα” και όχι τριών προσώπων σε μια Θεότητα!
Αμέθυστος
5 σχόλια:
Προκειμένου δηλαδη περί της πραγματικότητος του Θεού η υπερούσιος Ουσία Του νοείται ως η πρώτη ουσία του Αριστοτέλη, ως κάτι το υποστατικό χωρίς να ταυτίζεται με την υπόσταση, και όχι ως η αφηρημένη καθολικότης της φύσεως;
Ας τό πούμε έτσι. Οι κοινές άκτιστες ενέργειες τής ουσίας, ουσιώνουν αλλά δέν ταυτίζονται μέ τήν υπερούσιο ουσία τού Θεού. Αποτελούν καί τήν Πρόνοια τού Θεού. Η ουσία τού Θεού είναι ενεργός καί γόνιμος. Είναι οι κοινές άκτιστες ενέργειες τής Αγίας Τριάδος καί είναι γόνιμος ως πρός τίς Υποστάσεις τής Αγίας Τριάδος. Ο Ενας Θεός αποκαλύπτεται Υποστατικώς. Οι υποστάσεις μέ τίς ιδιότητές τους. Οι άκτιστες ενέργειες είναι δημιουργικές. Δίνουν τό Είναι, τήν ύπαρξη αλλά τό είναι αυτό πολλαχώς λέγεται, δέν είναι υπερούσιο. Μόνον ο Θεός υπάρχει αθάνατος. Η ουσία αυτή είναι κτιστή, τό φώς τής Δημιουργίας. Η φύσις τού ανθρώπου είναι οι λόγοι τής τέταρτης ημέρας. Η ουσία είναι η πνοή ζωής, ο Νούς, τό θείο στιχείο μέσα μας. Μέ τήν ενσάρκωση τού Χριστού καί μέ τήν χάρι τού βαπτίσματος τό θείο αυτό απρόσωπο στοιχείο ενυποστατεί καί μορφώνει τόν έσω τής καρδίας άνθρωπο. Η συνέχεια στόν ησυχασμό.Εκανα μιά προσπάθεια τό κατά δύναμιν. Η ουσία τού Αριστοτέλη είναι αυτό πού λέει κάποια στιγμή ο Σεφέρης. Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός . Δημιουεγεί τόν Πολιτισμό. Τό ενυπόστατο πού μάς χαρίζει ο Κύριος είναι η δόξα Του. Αυτό πού λέμε Δόξα τώ Θεώ.
Αναφέρομαι απλώς στην σχέση Ουσίας και Υπόστασης στον Θεό με βάση αυτά που λέει ο Prestige.Στο πρώτο μήνυμα εκφράστηκα ανακριβώς λέγοντας "νοείται ως".
Έχω την εντύπωση ότι λέει πως η Ουσία στον Θεό είναι Υποστατική και δη του Πατρός, ταυτίζεται δηλαδή η Ουσία με την Υπόσταση δίχως να συμβαίνει και το αντίθετο.Κάθε ενέργεια δηλαδή στον Θεό είναι εκούσια.
Δέν νομίζω. Λέει ακριβώς τό αντίθετο.Η αφηρημένη έννοια τής ουσίας είναι γένος. Ούτε στόν Αριστοτέλη είναι γένος, απρόσωπη.
Έχεις δικιο.Το έχω γράψει ανάποδα.Ταυτίζεται η Υπόσταση με την Ουσία δίχως να συμβαίνει το αντίθετο.
Δημοσίευση σχολίου