Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η προσευχή του ταπεινού


 Ζαχαρία Παπαντωνίου

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
'Αλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ' τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.

Μ' απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν' αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ' τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Είν' ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
'Ακουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
'Εδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.

Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ' ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν' αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω...
Σ' ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

3 σχόλια:

Μαρία Π. είπε...

Όμορφη η προσευχή του ταπεινού..

Ανώνυμος είπε...

Κ.Βάρναλης


Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει

βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.

Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία

καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.



Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.

Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.

Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει

κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει



Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα

κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).

Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος

κι όλων εγώ των αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.



Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

Αφού το κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκειά Πατρίδα!

Σ’ ευχαριστώ που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει

τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.



Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.

Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.

Με τρόπο της Ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα

τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».

amethystos είπε...

Aποκαλυπτική η προσευχή τού υπερήφανου.Ευχαριστούμε.