Συνέχεια από Πέμπτη 19 Απριλίου 2017
F.M. SCIACCA
Συνειδητοποίηση του παρόντος κάθε ξεχωριστού ανθρώπου στην παρουσία τού παρελθόντος του και στην αναμονή τού μέλλοντός του : αυτή είναι η προσωπική ιστορία, για την οποία μαρτυρούν οι εξομολογήσεις. Συνειδητοποίηση τού παρόντος της ανθρωπίνου οικογένειας στην παρουσία του παρελθόντος της και στην αναμονή του μέλλοντός της: αυτή είναι η δημόσια ιστορία της ανθρωπότητος, για την οποία μαρτυρεί η πολιτεία του Θεού. Δυό ιστορίες, μία ιστορία, της οποίας το μέλλον ή το ελπιδοφόρο τέλος είναι στα χέρια του Θεού, όπως είναι και η αρχή της. Δημιουργία και τέλος των χρόνων: η Δευτερα και το Σάββατο δέν είναι απο μάς, αλλά εμείς είμαστε για την Δευτερα και το Σάββατο, έτσι ώστε να φτάσουμε στην Κυριακή. Και οι ενδιάμεσες ημέρες είναι για την ημέρα που ανοίγει και για την άλλη που κλείνει, που όμως άνοιγμα και κλείσιμο είναι για τις ενδιάμεσες ημέρες (η ζωή, ή ιστορία), σαν παρελθόν ενεργούμενο και μέλλον που μας παρακινεί και κεντρίζει, σάν κλήση απο (υπεριστορική αρχή) και σαν κλήση προς (ένα υπεριστορικό τέλος). Υπάρχει ιστορία του ατομικού ανθρώπου και της ανθρωπότητος διότι υπήρξε δημιουργία και διότι η συνείδηση είναι χρονική, ακόμη και εάν το τέλος της υπερβαίνει τον χρόνο. Και τον υπερβαίνει, διότι δέν είναι τα πάντα μεταβλητά, μέσα στην μεταβλητή συνείδηση και γι’αυτό υπάρχει ιστορικότης.
F.M. SCIACCA
- Επιστήμη και σοφία: φιλοσοφία και θεολογία της Ιστορίας. Οι δύο αγάπες και οι δύο πόλεις. Ελευθερία και χρόνος. Η Ιστορία σαν «προσωπική» Ιστορία.
Ένα κεντρικό σημείο τής φιλοσοφίας τού Αυγουστίνου είναι η διπλή τάξις της γνώσεως: επιστήμη ή γνώση των φθαρτών πραγμάτων και Σοφία, Θείον Φώς, που φωτίζει τον ανθρώπινο νού. Η ηθική στάση η οποία αναλογεί είναι η «χρήση» τής πρώτης σαν εργαλείο της δεύτερης, την οποία πρέπει να καλλιεργούμε καί μόνον. Γνώση εφήμερη και γνώση αιώνια, λοιπόν απολύτως ξεχωρισμένες εκ των οποίων όμως το αυθεντικό νόημα τής πρώτης βρίσκεται στην δεύτερη. Η ιστορία, το εφήμερο τού οποίου υπάρχει επιστήμη, πρέπει να θεωρηθεί απο την πλευρά του αιωνίου, η θεία γνώση που μας αποκάλυψε ο Χριστός, προκειμένου να φωτίζει και να ζωντανεύει τον «καινούργιο» άνθρωπο, τον σωσμένο. Μέσα στην Ιστορία είναι παρόν το έργο του ανθρώπου και εκείνο του Θεού: είναι η ιστορία του ανθρωπίνου γένους, της κοινωνίας. Ο Θεός ενεργεί στα άτομα με τρόπο άγνωστο σαν Χάρις και στον ανθρώπινο γένος σαν πρόνοια. Είναι δύο διακριτές ενέργειες, αλλά δέν είναι ξεχωρισμένες. Η πράξη της χάρης που προσφέρεται στο άτομο που έχει σαν αποτέλεσμα οι πράξεις του να επηρεάζουν την κοινωνία και η πράξη της πρόνοιας στην κοινωνία η οποία επηρεάζει το άτομο. Άνθρωπος και κοινωνία, χάρις και πρόνοια είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία: παγκόσμια ιστορία είναι εκείνη κάθε ατόμου και όλης της ανθρωπότητος σαν κοινωνίας. Επομένως η ιστορία απο την οπτική γωνία της επιστήμης δέν υπολογίζεται ανεξάρτητα, αλλά λαμβάνοντας πάντοτε υπόψιν το άλλο της σοφίας: δηλ, δέν υπάρχει μία φιλοσοφία και μία θεολογία της ιστορίας που πρέπει να λάβουμε υπ’όψιν ξεχωριστά αλλά μία φιλοσοφία ισχύουσα σαν γνώση έλλογη ανθρώπινη, της οποίας η τελική νόηση είναι η σοφία. Με άλλους όρους δέν είναι ακριβές να πούμε πώς για τον Αυγουστίνο και για την Χριστιανική σκέψη δέν υπάρχει φιλοσοφία αλλά μόνον θεολογία της ιστορίας, όπως επίσης είναι λάθος να βεβαιώσουμε πώς και για τον Χριστιανισμό, απογυμνωμένο απο την «μυθολογία» και εκκοσμικευμένο (που είναι η προσπάθεια τού Hegel και τού σύγχρονου ιστορικισμού) υπάρχει μόνον μία φιλοσοφία της ιστορίας σαν ολοκληρωμένη έλλογη κατανόηση του ατόμου και της ανθρωπότητος, μέσα αυτό που ενυπάρχει στην ιστορία και στην χρονικότητα. Η θέση τού Αυγουστίνου φαίνεται διαφορετική και είναι πιό κοντά στην τοποθέτηση και στην αληθινή λύση του προβλήματος. Υπάρχει μία ανθρώπινη γνώση της ζωής των ανθρώπων, ατομικής και κοινωνικής (φιλοσοφία), η οποία διαθέτει μία τάξη σύμφωνα με την οποία ξετυλίγεται, η οποία όμως έχει την ολοκλήρωση της την νοηματική στον φωτισμό της Θείας σοφίας (θεολογία). Αυτή η συνάντηση η οποία ξεκινά και μεσολαβείται απο την δημιουργία, ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο Θείο (και ο Χριστός είναι η είσοδος του Θείου στο ανθρώπινο) πιστοποιείται απο την σύγχρονη παρουσία και την συνύπαρξη μέσα στον κόσμο των ανθρώπων των δύο πόλεων, τις οποίες μόνον το Σάββατο θα ξεχωρίσει. Υπάρχει λοιπόν μία διαλεκτική (όχι όμως της διαλύσεως του ενός μέσα στο άλλο) ανάμεσα στους δύο όρους της ιστορίας, η οποία είναι ανθρώπινη και Θεία, φτιαγμένη απο την θέληση των ανθρώπων, αλλά με την στήριξη της Χάριτος και της πρόνοιας.
Η διαλεκτική όμως είναι πιό σύνθετη : α) ο χρόνος έχει μία στο εσωτερικό του, όχι μόνον σάν διαλεκτική των τριών τρόπων του, αλλά επίσης σαν «χρόνο του θανάτου» και «Χρόνο της ζωής», αναλόγως της επικρατήσεως της μίας απο τις δύο «αγάπες» της αλαζονείας ή της ταπεινοφροσύνης.
Β) ο Αυγουστίνος δέν ονομαζει historia τα γεγονότα τού μοναχικού ανθρώπου (του προσώπου), αλλά είναι το πρόσωπο, ειδωμένο στο βάθος του χρόνου τής εσωτερικότητος τής συνειδήσεως, το θεμέλιο και η ρίζα τής ιστορίας τής ανθρωπότητος. Υπάρχει λοιπόν μία διαλεκτική προσώπου-κοινωνίας, ιστορίας ατομικής και κοινωνικής ιστορίας η οποία αναπτύσσεται σύμφωνα με τον ρυθμό της διαλεκτικής των δύο χρόνων του θανάτου και της ζωής, και σύμφωνα με τον άλλον, της χάριτος και της πρόνοιας. Μία σύνθετη έννοια της ιστορίας, η οποία αναπτύσσεται σύμφωνα με διαλεκτικές στιγμές διακεκριμένες και παρ’όλα αυτά ενωτική, αρμονική, σύνθετη. Σ’αυτή την διάκριση –ενότητα και ενότητα-διάκριση ουσιωδών στιγμών (μεταφυσικών, διαλεκτικών και σοφιστικών)υπολογίζεται επίσης και η διάκριση ανάμεσα σε επιστήμη και γνώση. Απο αυτή την προοπτική η επιστήμη δέν είναι πλέον η κατώτερη γνώση και σχεδόν ξεχασμένη των εξωτερικών γεγονότων, αλλά εκείνος ο βαθμός γνώσεως ο οποίος έχει την ολοκλήρωσι του και την πλήρη λογικότητα του μέσα στο φώς της σοφίας: όχι πλέον γνώση των εξωτερικών γεγονότων αλλά εσωτερικών στιγμών.
Το ιστορικό γεγονός, αντικείμενο της επιστήμης, χάνει εκείνο το φυσικό και φυσιοκρατικό που φαίνεται να διαθέτει ακόμη σε μερικά γραπτά του Αυγουστίνου και παρουσιάζεται σαν πνευματική ζωή, διότι τέτοια είναι η εσωτερικότης στην οποία είναι παρούσα η αλήθεια που την υπερβαίνει και υπερβαίνοντας την, της χαρίζει μία υπερφυσική και υπερ-ιστορική μοίρα και γι’αυτό (και μόνον γι’αυτό) αληθινά πνευματική. Η επιστήμη είναι γνώση των εποχιακών στο Φώς της αιωνιότητος, γνώση η οποία έχει αξία νοητική και θρησκευτική.
Η Αυγουστινιακή έννοια της ιστορίας πρέπει να επικεντρωθεί στο αληθινό κέντρο όλης του της φιλοσοφίας: στην εσωτερικότητα, στον εσωτερικό άνθρωπο, στον οποίο είναι παρόν το Φώς της αλήθειας. Η ιστορία είναι του προσώπου και γίνεται απο πρόσωπα: ακόμη και εκείνη η «συλλογική» ιστορία, είναι ιστορία προσώπων. Η ιστορία αρχίζει με την δημιουργία τού ανθρώπου και υπάρχει ιστορία μόνον τού ανθρώπου και τού ανθρώπινου. Αλλά ο Θεός είναι ο Δημιουργός του παντός και θέλησε να ενσαρκωθεί για να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο. Επι πλέον η ιστορία όπως μπορούμε να την φτιάξουμε ξεκινά με έναν τρομακτικό διάλογο ανάμεσα στον Θεό και στον Αδάμ «μήν κάνεις αυτό διαφορετικά θα πεθάνεις» και ο Αδάμ το έκανε. Η ιστορία είναι λοιπόν του ανθρώπου, αλλά ο Θεός είναι πάντοτε παρών σ’αυτή, απο την αρχή μέχρι το τέλος σαν Μονάδα και Τριάδα, Δημιουργός, Χάρις, Πρόνοια. Και ο Θεός είναι πρόσωπο, τρία πρόσωπα και ένας μόνον Θεός. Ο Χριστιανισμός προσωποποίησε το Είναι, την αλήθεια. Πρόσωπο Δημιουργός και πρόσωπο δημιουργημένο: τα υπόλοιπα όντα, και αυτά δημιουργήματα, ανήκουν στον Θεό ο οποίος τα έφτιαξε για τον άνθρωπο. Τα ίχνη του Θεού είναι αποτυπωμένα σε ολόκληρη την Δημιουργία, αλλά μόνον στο εσωτερικό του ανθρώπου, το μόνο Δημιούργημα με νοημοσύνη και ελευθερία, αυτός εισέρχεται σαν φωτίζουσα σοφία. Και μόνον ο άνθρωπος είναι ιστορικός. Δέν μπορούμε να γνωρίσουμε την ιστορία της ανθρωπότητος τοποθετώντας το θέμα θεωρητικά αφαιρετικά, της γνώσεως της ανθρωπότητος αφαιρετικά, διότι συγκεκριμένοι είναι οι ξεχωριστοί άνθρωποι. Η τάξις της ανθρώπινης ιστορίας είναι η ίδια η εσωτερική τάξις του ξεχωριστού, του μοναχικού ανθρώπου. Έτσι λοιπόν μόνον μέσα στην πνευματική οντότητα μπορούμε να ανακαλύψουμε τήν ανθρωπό-θεο τάξη της ιστορίας.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
6 σχόλια:
"..Περπατούσε δηλαδή, ως Επίσκοπος Ίππωνος, ο Αυγουστίνος μια μέρα στην ακρογιαλιά απορροφημένος από τα μεγάλα θεολογικά του προβλήματα. Εκεί παρατήρησε ένα μικρό παιδάκι που έπαιζε. Το αθώο παιδί είχε ανοίξει μικρό λάκκο και μετέφερε με το δοχείο του νερό από τη θάλασσα στον λάκκο. Παραξενεύτηκε ο Επίσκοπος με το παιγνίδι του μικρού και κουρασμένος από τους βαθείς του στεναγμούς διέκοψε προς στιγμήν τον περίπατο και το ρώτησε τι προσπαθεί να κάνει:
"Θα αδειάσω τη θάλασσα μέσα σ'αυτόν εδώ τον λάκκο", είπε το παιδί. Η απάντηση του παιδιού φάνηκε αστεία στον Επίσκοπο. Γι'αυτό, με το χαμόγελο της καλοσύνης του και με τη σύνεση του ώριμου, το βεβαίωσε:
-Παιδάκι μου, αυτό είναι αδύνατο να γίνει. Μην κουράζεσαι. Δεν μπορεί ποτέ η θάλασσα να χωρέσει στον μικρό αυτό λάκκο σου.
Και ο μικρός, με τη σύνεση πλέον σοφού, απάντησε στον φιλόσοφο Επίσκοπο:
-Εάν η θάλασσα είναι αδύνατον να χωρέσει στον μικρόν αυτό λάκκο, πώς εσύ προσπαθείς να χωρέσεις στο μικρό ανθρώπινο μυαλό σου τον απέραντο ωκεανό των Μυστηρίων του Θεού;
Και πήρε τότε ο Ιερός Πατήρ την απάντηση που του χρειαζόταν, από τον μικρό δάσκαλο, που δεν ήταν άλλος, παρά Άγγελος απεσταλμένος του Θεού."
ο Υιός των δακρύων
(ο Ιερός Αυγουστίνος)
Τό πήρε όμως τό μάθημα;
Το μάθημα το πήρε σαφώς. Την ψυχή του με απόλυτη βεβαιότητα ποιος την πήρε δεν μπορούμε να ξέρουμε. Με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούμε να ξέρουμε για κανέναν απολύτως. Είναι μονάχα Αυτό που αφήνει ο άνθρωπος στην ψυχή του, πριν κλείσει τα μάτια του. Κι αυτό το ξέρει μόνο Ένας. Εντούτοις, για κάποιες ψυχές θέλουμε να πιστεύουμε πως η αγάπη τους για την Αγάπη Του, τις πήγε κοντά Του.. Σε ποιες σκηνές κατατάχθηκαν επακριβώς, ούτε κι αυτό το γνωρίζουμε. Ίσως και να μην έχει σημασία να το ψάχνουμε. Απλά, προσπαθούμε να μοιάσουμε σ' αυτές..όσο μπορούμε..Αγαπώντας.
Πώς φαίνεται ότι τό πήρε; Πρός τά τέλη τής ζωής του έγραψε τίς αναιρέσεις. Αυτών πού ισχυρίστηκε καί αποδείχτηκαν λάθος. Εάν τό είχε πάρει τό μάθημα δέν θάπρεπε νά τίς είχε γράψει νωρίτερα ή νά μήν τίς είχε γράψει καθόλου καθώς τό μάθημα τού έλεγε ότι κάνει λάθος. Οτι μόνον η Θεοτόκος χώρεσε τόν αχώρητο; Καί πράγματι η Δύση, αρχής γενομένης μέ τόν καθολικισμό δέν έχει θέση γιά τήν θεοτόκο. Στήν θέση της υπάρχει ο Αυγουστίνος ο οποίος μέ τήν θεολογία τών κτιστών ενεργειών τού θεού στρίμωξε στό κτιστό τόν απέραντο ωκεανό τών Μυστηρίων τού Θεού.
Δεν έχω επιχειρηματολογία γιατί δεν γνωρίζω το έργο του και τα συγγράμματά του. Αυτό που λέω απορρέει απλά από τη δική μου φιλοσοφία. Μπορεί και να έχω λάθος. Θεωρώ λοιπόν πως εάν ο οποιοσδήποτε όχι μόνο αναιρέσει, ακόμα κι αν μηδενίσει, με λόγια ή με έργα την Πίστη μας, εάν πριν ξεψυχήσει μετανοήσει-κάτι το οποίος εμείς δεν ξέρουμε ποτέ-τότε ο Δίκαιος Κριτής θα τον τακτοποιήσει αναλόγως..
Η αίρεση είναι ύβρις εναντίον τού Αγίου Πνεύματος.
Δημοσίευση σχολίου