Συνέχεια από: Παρασκευή 4 Μαΐου 2018
ΑΥΤΗ Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΡΧΗ. [Σάν θεοί]
Και όμως το πέρασμα από τον Χριστό στο πνεύμα, που αποτέλεσε τον νεωτερισμό του Ιωακείμ, θεμελιώνει και την πρόοδο τής Ιδέας του στον Γερμανικό ιδεαλισμό. Η πνευματική πρόοδος της σκέψης και της γνώσεως διακρίνεται από την απλή και καθαρή πίστη, διότι αυτή δεν γίνεται αλήθεια παρά μόνον μέσω της σκέψης, του πνεύματος (πλήρης ταύτιση του Αγίου πνεύματος με την σκέψη. Κάτι που θεμελίωσε πρώτος ο Αυγουστίνος και στερέωσε ο Ακινάτης, ορίζοντας το Άγιο πνεύμα βοηθό του Νου τού ανθρώπου, του πνεύματός του ή της σκέψεώς του. Κάτι που πιστεύουν σήμερα καί οι Ορθόδοξοι).
του HENRI DE LYBAC
Hegel
Ο Ιωακείμ ντα Φιόρε (Gioacchino Da Fiore) είχε ανακοινώσει την τρίτη εποχή σαν τον "χρόνο των κρίνων", ο οποίος διαδέχθηκε τους χρόνους των βάτων και των τριαντάφυλλων. Ο Μπαίμε (Jakob Böhme) είχε χαιρετήσει την αυγή αυτή με το ίδιο το σύμβολο και ο Baader (Franz Xaver von Baader) επανέλαβε και αυτός την ίδια εικόνα. Αυτός ο χρόνος των κρίνων θα ήταν τελικώς ο χρόνος τού Χέγκελ; Η εποχή τού πνεύματος θα άνοιγε επιτέλους από αυτόν τον καθηγητή; Γνωρίζουμε ήδη τις ομοιότητές του με τον γνωστικισμό τού Μπαίμε, τις σχέσεις που διατήρησε στην νεότητά του με τους Ιλλουμινάτι της Βαυαρίας, τα μασωνικά του αναγνώσματα. Στο γυμνάσιο της Στουτγκάρδης έμαθε πως η Ιστορία είναι μια προοδευτική πραγματοποίηση ενός θείου σχεδίου, το οποίο μπορούσε να κατανοήσει πλέον η σκέψη. Σαν φίλος του Χαίλντερλιν (Hölderlin) και του Σέλλινγκ (Schelling) είχε χαιρετήσει με ενθουσιασμό το πλησίασμα της βασιλείας του θεού. Είχε γνωρίσει μαθητές του Bengel και του Detinger και σε αυτόν τον τελευταίο οφείλει την χρήση της λέξης Herrlichkeit, η οποία κατάγεται από την Καμπάλα (Kabbahal), όπως και το αξίωμα γύρω από "την αντίφαση σαν πηγής κάθε ζωής". Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να γνωρίσουμε αν οι θεόσοφοι επηρέασαν τον Χέγκελ και τους φίλους του, αλλά να καταλάβουμε πως είναι δυνατόν μια τόσο σίγουρη και βαθειά επιρροή καί μπόρεσε να διαφύγει από την κριτική όλων.
Όταν εμφανίστηκε, στα 1807, η Φαινομενολογία του πνεύματος, ο καθολικός Windischmann, ο οποίος συναναστρεφόταν τους μασόνους, τού έγραψε: «Μια μέρα, όταν θα έρθει η στιγμή για να γίνει κατανοητό, το έργο σας θα ειδωθεί σαν το θεμελιώδες βιβλίο της απελευθερώσεως του ανθρώπου, σαν το κλειδί του νέου Ευαγγελίου που είχε προφητέψει ο Λέσσινγκ».
Στα μαθήματά του στην Ιένα, στις 18 Σεπτεμβρίου 1806, προφήτευε με ακρίβεια: «Βρισκόμαστε σε μια σπουδαία εποχή, σε έναν αναβρασμό, το πνεύμα ολοκλήρωσε μια ξαφνική αύξηση, ξέφυγε από την προηγούμενη μορφή του και αποκτά μια νέα. Όλη η μάζα των προηγούμενων αναπαραστάσεων, των εννοιών, και όλοι οι δεσμοί του κόσμου λύθηκαν και χάνονται σαν ονειρικά οράματα. Ετοιμάζεται μια νέα γέννηση τού πνεύματος». Και την επόμενη χρονιά, στην Φαινομενολογία πλέον γράφει: Δεν είναι δύσκολο να δούμε πως η εποχή μας είναι μια εποχή ενός περάσματος προς μια νέα εποχή. Το πνεύμα έσπασε τις γέφυρες με τον κόσμο της υπάρξεως και τής αναπαραστάσεως, που διήρκεσε μέχρι σήμερα. Είναι έτοιμο να βυθιστεί στο παρελθόν, και διανύει μια ανήσυχη περίοδο μεταμορφώσεως!
Η μεγάλη εισαγωγή στα μαθήματα στην φιλοσοφία της Ιστορίας είναι ένα είδος ύμνου στον ήλιο του πνεύματος: αντιθέτως όμως από τον κοσμικό ήλιο, η κίνησή του δεν είναι μια επανάληψη του εαυτού του. Η μεταβλητή πλευρά του πνεύματος που δίνεται σε σχήματα πάντοτε νέα είναι ουσιαστικώς η πρόοδος.
Όταν ο χριστιανισμός εμφανίστηκε στον κόσμο, εκμηδένισε το ξένο στοιχείο τής συνειδήσεως και οδήγησε την επιστροφή στον εαυτό της τής υποκειμενικότητος. Μέσω του Χριστού ετέθη η ενότης του ανθρώπου και του θεού, καθότι ο άνθρωπος είναι θεός στο μέτρο που υπερβαίνει αυτό που το πνεύμα του έχει Φυσικό και πεπερασμένο. Η χριστιανική θρησκεία περιέχει το δόγμα, την διαίσθηση της ενότητος της θείας φύσης και της ανθρώπινης. Αυτό απεκάλυψε ο Χριστός στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος και ο θεός -η υποκειμενική ιδέα και η αντικειμενική- δεν είναι παρά μόνον ένα πράγμα.
ΑΥΤΗ Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΡΧΗ. [Σάν θεοί]
Έτσι συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με τον εαυτό του, ο χριστιανικός κόσμος είναι ο κόσμος της ολοκληρώσεως. Αλλά είναι ακόμη μια υπόσχεση. Μόνον η χριστιανική πίστη θα έχει εισέλθει στον γερμανικό κόσμο, θα πραγματοποιήσει την νεωτερικότητά της και θα μπορέσουμε να πούμε με όλη την αλήθεια πως οι χρόνοι έχουν ολοκληρωθεί.
Μόνον τα Γερμανικά έθνη ήταν προορισμένα να γίνουν οι βάσεις της χριστιανικής αρχής. Διότι η καθαρή εσωτερικότης τής απλής και ορθής τους καρδιάς προσέφερε το κατάλληλο έδαφος για την ελευθέρωση του πνεύματος. Μόνον σε αυτά τα χαρακτηριστικά ζούσε ένα πνεύμα τελείως νέο το οποίο έπρεπε να ξαναγεννήσει τον κόσμο, δηλαδή το ελεύθερο πνεύμα που θεμελιώνεται στον εαυτό του, το αυτόνομο και απόλυτο αίσθημα της υποκειμενικότητος.
Ο Γερμανικός λαός, ο μόνος αληθινός διάδοχος του αρχαίου Ελληνικού λαού ήταν προορισμένος να οδηγήσει τον χριστιανισμό στην ολοκλήρωσή του, πραγματοποιώντας την απόλυτη αλήθεια καθότι αυτόνομος και άπειρος προσδιορισμός τής ελευθερίας, που είναι το ίδιο το πνεύμα του μοντέρνου κόσμου.
Ο άνθρωπος προσδιορίζεται από τον εαυτό του να είναι ελεύθερος. Μια καινούρια εποχή ανέτειλε στον κόσμο. Μοιάζει σαν το πνεύμα του κόσμου να κατόρθωσε μόλις τώρα να ελευθερωθεί από κάθε ουσία αντικειμενική και ξένη και να κατανοηθεί σαν απόλυτο πνεύμα, να δημιουργήσει από μόνο του όλο αυτό που του αντιτίθεται σαν αντικείμενο και να το διατηρήσει ειρηνικά στον έλεγχό του. Η μάχη τής πεπερασμένης αυτοσυνειδήσεως με την άπειρη αυτοσυνειδησία η οποία εμφανίζεται σαν εξωτερική, έλαβε τέλος.
Η Χριστιανική θρησκεία είναι θρησκεία του πνεύματος. Είναι η θρησκεία του Αγίου πνεύματος που ανήγγειλε ο Χριστός. Το πνεύμα του ανθρώπου που μαρτυρεί το πνεύμα του θεού, είναι και αυτό ουσιαστικά το πνεύμα με την μορφή της σκέψης κ.τ.λ.
Καθίσταται σιγά-σιγά σαφές πως υπάρχει μια διαφοροποίηση ακόμη και από το κήρυγμα του Ιωακείμ ντα Φιόρε, ο οποίος δεν φαντάστηκε ποτέ του το βασίλειο ενός πνεύματος, μιας ανωτέρας νοήσεως η οποία θα καταργούσε κάθε μυστήριο. Ο χρόνος του Αγίου πνεύματος για τον Ιωακείμ δεν ήταν σίγουρα ο χρόνος μιας απολύτου γνώσεως, μιας πραγματικής και αποτελεσματικής γνώσεως, η οποία θα ξεπερνούσε και θα ήταν η επόμενη, της αγάπης και της αναζητήσεως της γνώσεως. Η αλήθεια η οποία βάζει ένα τέλος στα σχήματα και στους τύπους (της καθολικής εκκλησίας) δεν θα έπρεπε να εγκαινιάσει την εποχή μιας καθοριστικής και ολοκληρωτικής εκκοσμικεύσεως. Η πνευματικοποίηση της Εκκλησίας που οραματίστηκε ο Ιωακείμ, δεν ήταν η κατάργησή της μπροστά στο κρατικό δίκτυο.
Εγκυκλοπαίδεια του πνεύματος, Εισαγωγή στην τρίτη έκδοση, 19 Σεπτεμβρίου 1830: «Από το εσωτερικό αυτού που πιστεύει σε μένα, λέει ο Ιωάν. 7, 38, θα ξεπηδήσουν ποταμοί ζωντανού ύδατος. Δεν είναι όμως η εν χρόνω προσωπικότης της οποίας γίνεται αισθητά αντιληπτή η παρουσία, να παράγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Αυτή η παρουσία δεν είναι ακόμη η αλήθεια καθαυτή. Στον στίχο 39 λοιπόν συνεχίζει το κατά Ιωάννην. Εννοούσε το πνεύμα που θα έπρεπε να προσλάβουν όσοι θα πίστευαν σε αυτόν, διότι δεν είχε δοθεί ακόμη το πνεύμα, καθότι δεν είχε δοξασθεί ακόμη ο Ιησούς. Η μορφή τού Χριστού, που δεν έχει δοξασθεί ακόμη είναι η προσωπικότης του αισθητώς παρούσα ή αναπαριστούσα το άμεσο αντικείμενο της πίστεως. Σε αυτή την αισθητή παρουσία, ο Χριστός αποκάλυψε στους μαθητές του την Φύση του, την οικονομία της σωτηρίας, την αιώνια μοίρα του να επανενώσει τον θεό μαζί του και τους ανθρώπους με αυτόν. Η πίστη των μαθητών σε αυτόν περιέχει εν δυνάμει αυτή την αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά η πίστη αυτή λογαριάζεται σαν η αρχή και μόνον, ένα θεμέλιο, μία ατελής ακόμη κατάσταση, διότι αυτοί οι πιστοί δεν κατείχαν ακόμη το πνεύμα αλλά έμελλε να το αποκτήσουν. Αυτό, την ίδια την αλήθεια, η οποία έρχεται μετά την πίστη και οδηγεί στην πληρότητα της αλήθειας.
Μερικοί απαιτούν να παραμείνουν στην ολοκλήρωση αυτής της πίστεως (στην αρχική πίστη) και η βεβαιότητά τους, η οποία είναι μόνον υποκειμενική, δεν τους πλουτίζει παρά μόνον τυπικά με τον υποκειμενικό καρπό της βεβαιώσεως, της συμφωνίας, που περιλαμβάνει την υπερηφάνεια όμως και το πνεύμα της καταδίκης. Αυτή η βεβαιότης τής πίστεως βρίσκεται σε αντίθεση με την Γραφή, και είναι εχθρική προς το πνεύμα το οποίο δίνει τον καρπό της γνώσεως και επομένως αυτό μόνο είναι η αλήθεια».
(Αυτές είναι οι συνέπειες
της ερμηνείας του Ευαγγελίου εκτός της Εκκλησίας, χωρίς την καθοδήγηση των Πατέρων
της Εκκλησίας).
Για τον Χέγκελ, στην χριστιανική θρησκεία η απόλυτη ουσία αναπαρίσταται ιστορικά, αλλά δεν γίνεται κατανοητή στοχαστικά. Το πέρασμα από την θρησκεία στην φιλοσοφία συνίσταται λοιπόν στην ιστορική υπέρβαση αυτής της αναπαραστάσεως, έτσι ώστε το απόλυτο περιεχόμενο τού χριστιανισμού να μπορέσει να σχηματίσει την μόνη απόλυτη μορφή, η οποία είναι, η φιλοσοφική σκέψη.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου