Συνέχεια από: Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020
Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXΙ)
Από τον Hegel ξεκινά η πιό τολμηρή πρωτοβουλία, και η πιο επικίνδυνη ταυτόχρονα, αναστοχασμού τής χριστιανικής τριάδος στην προοπτική μιας πρωτότυπης συλλήψεως τού προσώπου, η οποία δέχεται και οδηγεί ταυτοχρόνως σε πληρότητα τήν κληρονομιά τής σκέψης. Η βάση τού διαλόγου γύρω από τήν Persona Dei στον “ιδεαλισμό” τού Φίχτε και τού Σέλλινγκ είναι ο κριτικισμός και η φιλοσοφία τής θρησκείας τού Kant. Συγκρουόμενος με τον Kant ακριβώς, προτείνει την “συμμαχία” τής πίστεως με την γνώση, με το φιλοσοφικό του “σύστημα”, μέσα στο οποίο περιέχεται μια γοητευτική και ιδιόρρυθμη ανάγνωση τού Τριαδικού Χριστιανικού δόγματος!
Διαχωρίζοντας βίαια πίστη και γνώση, ο Kant καταλήγει να θεωρεί όχι μόνον ανόητη την πίστη αλλά και ά-πιστη την γνώση! Αυτή είναι η κριτική τού Hegel εναντίον τού εμπνευστού τής Κριτικής! Από νωρίς εξάλλου, από τα νεανικά του γραπτά, όπως «Τό πνεύμα τού Χριστιανισμού και η μοίρα του» (1799), ο Hegel βλέπει στον Kant την επανάκαμψη της αρχαίας Ιουδαϊκής διαχωρίσεως ανάμεσα στο πέρας και στο άπειρο, στο είναι και στο δέον, στην αισθησιακή ροπή και στον νόμο. Η περιπέτεια αυτή είχε ξεκινήσει ήδη από τον Διαφωτισμό, όταν ο πόλεμος συγκεντρώθηκε ενάντια στην θρησκεία, καθώς αυτή κατανοείτο σαν κάτι “θετικό”, απόλυτο.
Με την σειρά του ο Hegel πιστεύει πως η θρησκεία πρέπει να εννοηθεί με “ιδεαλιστικό” τρόπο, δηλαδή σαν «στιγμή, στάδιο» το οποίο η νόηση να μπορεί να αναγνωρίσει σαν δικό της. Βεβαίως και ο Καντ δείχνει την τάση να εννοιολογήσει αυτόν τον ίδιο τόν κόσμο τής πίστεως. Δεν προσπάθησε μήπως να μεταφράσει με τον τρόπο του αυτό το ίδιο τό τριαδικό δόγμα; Αλλά όμως, κατά την κρίση τού Hegel, η πίστη χωρίς την γνώση καταλήγει να καταφέρει την πιο μεγάλη νίκη της εναντίον τής γνώσεως! Η νίκη του Διαφωτισμού είναι μια φαινομενική νίκη. Η θρησκεία σαν κάτι απόλυτο αφήνει στην νόηση το πεπερασμένο και τό εμπειρικό, ενώ το αιώνιο παραμένει στο επέκεινα, ασύλληπτο από την γνώση.
Ο κενός χώρος τότε που αφήνει η γνώση, μπορεί να γεμίσει μόνον από την νοσταλγία τού αιωνίου.
Κατά τον Hegel, το αποτέλεσμα τής επιθέσεως τού Διαφωτισμού όπως εμφανίζεται στον Kant, είναι ο θρίαμβος τού υποκειμενικού συναισθήματος. Στην απόλυτη αντιπαράθεση πίστεως και νοήσεως ο θεός καταλήγει μακρινός και άγνωστος, απομακρύνεται από τα όρια τής νοήσεως. Αντιθέτως λοιπόν από τον Kant, η αληθινή Αρχή τής νοήσεως πρέπει να ιδρυθεί στην ίδια την στιγμή κατά την οποία ο θεός δεν είναι για την σκέψη άγνωστος και άρρητος, αλλά συλλαμβάνεται σαν «Ιδέα», όταν δηλαδή αναγνωρίζεται σαν σκέψη και ακόμη καλύτερα, σαν δική μας σκέψη. Πρέπει δηλαδή ο θεός να γίνει δικό μου πράγμα, σκέψη μου, αυτοσυνείδησή μου! Τί συμβαίνει λοιπόν όταν ο θεός, ο Τριαδικός χριστιανικός θεός δεν αντιμετωπίζεται πλέον σάν Εκκλησιαστική πίστη, σαν “θετικό” δεδομένο (αντικειμενικό), σαν ένα πράγμα “εις εαυτόν”, αλλά ένα στάδιο «προς εαυτόν» τής σκέψης μου, τής αυτοσυνειδησίας μου;
Οι θεολόγοι τών τελευταίων πενήντα χρόνων, γράφει ο Hegel στην «Φιλοσοφία τής θρησκείας», έκαναν τα πάντα για να εκμηδενίσουν το περιεχόμενο τής θρησκείας, τόσο πολύ μάλιστα πέτυχαν τον σκοπό τους, ώστε δεν διαθέτουν πλέον τίποτε από το περιεχόμενό της, που θα ήταν δυνατόν να καταστραφεί. Υπάρχει μια γενική αδιαφορία για το κεντρικό δόγμα τού χριστιανισμού, και ιδιαιτέρως για το τριαδικό, που είναι η βάση της πίστεως. Εάν λοιπόν η θεολογία δεν αναγνωρίζει την σπουδαιότητα αυτού τού δόγματος, παρακάμπτεται και το τελευταίο εμπόδιο για την προσπάθεια εννοιολογικής επεξεργασίας τού δόγματος εκ μέρους της Φιλοσοφίας.
Δεν πρόκειται βεβαίως να ερευνηθεί ιστορικά το δόγμα, αλλά να ερευνηθεί η αλήθεια του, δηλαδή τι πράγμα αντιπροσωπεύει αυτό το δόγμα για την νόηση! Δεν ανήκει και η νόηση στην θεία αποκάλυψη; Μπορεί η Εκκλησία και οι θεολόγοι της να αρνηθούν την βοήθεια τής νοήσεως; Οι προσπάθειες τής φιλοσοφίας δεν κατευθύνονται εναντίον τής θρησκείας, αλλά επιθυμούν αντιθέτως να εμβαθύνουν την αλήθεια της!
Τί λέει λοιπόν η Φιλοσοφία τού Hegel για το τριαδικό δόγμα και συγκεκριμένα για την πραγματοποίηση τού προσώπου στον θεό;
Εν και παν: Αυτό έγραψε στο άλμπουμ τού Hegel ο φίλος του Χαίλντερλιν στις 12 Φεβρουαρίου 1791. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ασίγαστη πείνα και δίψα τού Hegel υπήρξε η ενότης, η συμφιλίωση, η “φιλοσοφία τής ενοποιήσεως” (Vereinigungs philosophie). Γι’ αυτό και στον Hegel η φιλοσοφία γίνεται Σύστημα, ένα σύστημα μέσα στο οποίο δεν αποκτάται μόνον η γνώση, αλλά μέσα στο οποίο ολοκληρώνεται η αλήθεια. Υπερβαίνοντας την πληγή πού κατάφερε στο πνεύμα ο διαφωτισμός, η θρησκεία εισέρχεται στο σύστημα σαν ένα στάδιο ουσιώδες, μόνο που εισέρχεται για να υπερβαθεί. Στην θρησκεία, κατά τον Hegel, ανήκει η «αναπαράσταση», ενώ στην φιλοσοφία ανήκει η «έννοια». Οι απλές και απλοϊκές μορφές τής αναπαραστάσεως πρέπει να μεταφραστούν στην εννοιολογική σκέψη!
Ο Χριστιανισμός είναι για τόν Hegel η “θρησκεία par excellence”, η “αποκεκαλυμένη θρησκεία” στην οποία ο θεός γνωρίζεται γι’ αυτό πού Αυτός είναι, δηλαδή σαν απόλυτο και σαν πνεύμα. Στο Χριστιανικό δόγμα τού τριαδικού θεού παρουσιάζεται λοιπόν ο θεός όπως είναι, αλλά στην μορφή τής αναπαραστάσεως. Η φιλοσοφία τού Hegel πρέπει να μεταφέρει στην έννοια αυτή την ίδια αναπαράσταση, έτσι ώστε ο θεός να μπορέσει να εμφανιστεί στην συνείδηση και μέσα στην συνείδηση να φανερωθεί εκείνο που είναι “εις εαυτόν”!
Η νόηση είναι για τον Hegel το όργανο τής θεωρητικής γνώσεως που πρέπει να εγκαταλείψει τις παιδικές αναπαραστάσεις τής θρησκείας, ενώ ταυτοχρόνως πρέπει να δώσει ζωή και κίνηση στις σκληρές και ακίνητες έννοιες τού νου!
Αμέθυστος
Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXΙ)
Από τον Hegel ξεκινά η πιό τολμηρή πρωτοβουλία, και η πιο επικίνδυνη ταυτόχρονα, αναστοχασμού τής χριστιανικής τριάδος στην προοπτική μιας πρωτότυπης συλλήψεως τού προσώπου, η οποία δέχεται και οδηγεί ταυτοχρόνως σε πληρότητα τήν κληρονομιά τής σκέψης. Η βάση τού διαλόγου γύρω από τήν Persona Dei στον “ιδεαλισμό” τού Φίχτε και τού Σέλλινγκ είναι ο κριτικισμός και η φιλοσοφία τής θρησκείας τού Kant. Συγκρουόμενος με τον Kant ακριβώς, προτείνει την “συμμαχία” τής πίστεως με την γνώση, με το φιλοσοφικό του “σύστημα”, μέσα στο οποίο περιέχεται μια γοητευτική και ιδιόρρυθμη ανάγνωση τού Τριαδικού Χριστιανικού δόγματος!
Διαχωρίζοντας βίαια πίστη και γνώση, ο Kant καταλήγει να θεωρεί όχι μόνον ανόητη την πίστη αλλά και ά-πιστη την γνώση! Αυτή είναι η κριτική τού Hegel εναντίον τού εμπνευστού τής Κριτικής! Από νωρίς εξάλλου, από τα νεανικά του γραπτά, όπως «Τό πνεύμα τού Χριστιανισμού και η μοίρα του» (1799), ο Hegel βλέπει στον Kant την επανάκαμψη της αρχαίας Ιουδαϊκής διαχωρίσεως ανάμεσα στο πέρας και στο άπειρο, στο είναι και στο δέον, στην αισθησιακή ροπή και στον νόμο. Η περιπέτεια αυτή είχε ξεκινήσει ήδη από τον Διαφωτισμό, όταν ο πόλεμος συγκεντρώθηκε ενάντια στην θρησκεία, καθώς αυτή κατανοείτο σαν κάτι “θετικό”, απόλυτο.
Με την σειρά του ο Hegel πιστεύει πως η θρησκεία πρέπει να εννοηθεί με “ιδεαλιστικό” τρόπο, δηλαδή σαν «στιγμή, στάδιο» το οποίο η νόηση να μπορεί να αναγνωρίσει σαν δικό της. Βεβαίως και ο Καντ δείχνει την τάση να εννοιολογήσει αυτόν τον ίδιο τόν κόσμο τής πίστεως. Δεν προσπάθησε μήπως να μεταφράσει με τον τρόπο του αυτό το ίδιο τό τριαδικό δόγμα; Αλλά όμως, κατά την κρίση τού Hegel, η πίστη χωρίς την γνώση καταλήγει να καταφέρει την πιο μεγάλη νίκη της εναντίον τής γνώσεως! Η νίκη του Διαφωτισμού είναι μια φαινομενική νίκη. Η θρησκεία σαν κάτι απόλυτο αφήνει στην νόηση το πεπερασμένο και τό εμπειρικό, ενώ το αιώνιο παραμένει στο επέκεινα, ασύλληπτο από την γνώση.
Ο κενός χώρος τότε που αφήνει η γνώση, μπορεί να γεμίσει μόνον από την νοσταλγία τού αιωνίου.
Κατά τον Hegel, το αποτέλεσμα τής επιθέσεως τού Διαφωτισμού όπως εμφανίζεται στον Kant, είναι ο θρίαμβος τού υποκειμενικού συναισθήματος. Στην απόλυτη αντιπαράθεση πίστεως και νοήσεως ο θεός καταλήγει μακρινός και άγνωστος, απομακρύνεται από τα όρια τής νοήσεως. Αντιθέτως λοιπόν από τον Kant, η αληθινή Αρχή τής νοήσεως πρέπει να ιδρυθεί στην ίδια την στιγμή κατά την οποία ο θεός δεν είναι για την σκέψη άγνωστος και άρρητος, αλλά συλλαμβάνεται σαν «Ιδέα», όταν δηλαδή αναγνωρίζεται σαν σκέψη και ακόμη καλύτερα, σαν δική μας σκέψη. Πρέπει δηλαδή ο θεός να γίνει δικό μου πράγμα, σκέψη μου, αυτοσυνείδησή μου! Τί συμβαίνει λοιπόν όταν ο θεός, ο Τριαδικός χριστιανικός θεός δεν αντιμετωπίζεται πλέον σάν Εκκλησιαστική πίστη, σαν “θετικό” δεδομένο (αντικειμενικό), σαν ένα πράγμα “εις εαυτόν”, αλλά ένα στάδιο «προς εαυτόν» τής σκέψης μου, τής αυτοσυνειδησίας μου;
Οι θεολόγοι τών τελευταίων πενήντα χρόνων, γράφει ο Hegel στην «Φιλοσοφία τής θρησκείας», έκαναν τα πάντα για να εκμηδενίσουν το περιεχόμενο τής θρησκείας, τόσο πολύ μάλιστα πέτυχαν τον σκοπό τους, ώστε δεν διαθέτουν πλέον τίποτε από το περιεχόμενό της, που θα ήταν δυνατόν να καταστραφεί. Υπάρχει μια γενική αδιαφορία για το κεντρικό δόγμα τού χριστιανισμού, και ιδιαιτέρως για το τριαδικό, που είναι η βάση της πίστεως. Εάν λοιπόν η θεολογία δεν αναγνωρίζει την σπουδαιότητα αυτού τού δόγματος, παρακάμπτεται και το τελευταίο εμπόδιο για την προσπάθεια εννοιολογικής επεξεργασίας τού δόγματος εκ μέρους της Φιλοσοφίας.
Δεν πρόκειται βεβαίως να ερευνηθεί ιστορικά το δόγμα, αλλά να ερευνηθεί η αλήθεια του, δηλαδή τι πράγμα αντιπροσωπεύει αυτό το δόγμα για την νόηση! Δεν ανήκει και η νόηση στην θεία αποκάλυψη; Μπορεί η Εκκλησία και οι θεολόγοι της να αρνηθούν την βοήθεια τής νοήσεως; Οι προσπάθειες τής φιλοσοφίας δεν κατευθύνονται εναντίον τής θρησκείας, αλλά επιθυμούν αντιθέτως να εμβαθύνουν την αλήθεια της!
Τί λέει λοιπόν η Φιλοσοφία τού Hegel για το τριαδικό δόγμα και συγκεκριμένα για την πραγματοποίηση τού προσώπου στον θεό;
Εν και παν: Αυτό έγραψε στο άλμπουμ τού Hegel ο φίλος του Χαίλντερλιν στις 12 Φεβρουαρίου 1791. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ασίγαστη πείνα και δίψα τού Hegel υπήρξε η ενότης, η συμφιλίωση, η “φιλοσοφία τής ενοποιήσεως” (Vereinigungs philosophie). Γι’ αυτό και στον Hegel η φιλοσοφία γίνεται Σύστημα, ένα σύστημα μέσα στο οποίο δεν αποκτάται μόνον η γνώση, αλλά μέσα στο οποίο ολοκληρώνεται η αλήθεια. Υπερβαίνοντας την πληγή πού κατάφερε στο πνεύμα ο διαφωτισμός, η θρησκεία εισέρχεται στο σύστημα σαν ένα στάδιο ουσιώδες, μόνο που εισέρχεται για να υπερβαθεί. Στην θρησκεία, κατά τον Hegel, ανήκει η «αναπαράσταση», ενώ στην φιλοσοφία ανήκει η «έννοια». Οι απλές και απλοϊκές μορφές τής αναπαραστάσεως πρέπει να μεταφραστούν στην εννοιολογική σκέψη!
Ο Χριστιανισμός είναι για τόν Hegel η “θρησκεία par excellence”, η “αποκεκαλυμένη θρησκεία” στην οποία ο θεός γνωρίζεται γι’ αυτό πού Αυτός είναι, δηλαδή σαν απόλυτο και σαν πνεύμα. Στο Χριστιανικό δόγμα τού τριαδικού θεού παρουσιάζεται λοιπόν ο θεός όπως είναι, αλλά στην μορφή τής αναπαραστάσεως. Η φιλοσοφία τού Hegel πρέπει να μεταφέρει στην έννοια αυτή την ίδια αναπαράσταση, έτσι ώστε ο θεός να μπορέσει να εμφανιστεί στην συνείδηση και μέσα στην συνείδηση να φανερωθεί εκείνο που είναι “εις εαυτόν”!
Η νόηση είναι για τον Hegel το όργανο τής θεωρητικής γνώσεως που πρέπει να εγκαταλείψει τις παιδικές αναπαραστάσεις τής θρησκείας, ενώ ταυτοχρόνως πρέπει να δώσει ζωή και κίνηση στις σκληρές και ακίνητες έννοιες τού νου!
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου