Συνέχεια από: Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020
Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧX)
Τώρα πια ο Σέλλινγκ δεν αντιπαραθέτει τον «θεϊσμό» και τον «πανθεϊσμό» για να συλλάβει το απόλυτο στην μορφή ενός «παν-εν-θεϊσμού». Διακρίνοντας «πανθεϊσμό» και «μονοθεϊσμό», επεξεργάζεται αυτόν τον τελευταίο σε μια πρωτότυπη και γοητευτική ταυτοχρόνως παρουσίαση.
Ο τελευταίος Σέλλινγκ συνεχίζει να απωθεί τον θεϊσμό τού Γιακόμπι, τον οποίο ταυτίζει με τον Διαφωτισμό, καθώς δεν ικανοποιεί κατά την γνώμη του, ούτε το αίσθημα ούτε την διάνοια. Προσκολλημένος πάντοτε στην προϋπόθεση τής φιλοσοφίας τής ταυτότητος, θέλει ταυτόχρονα να υπερβεί και τον πανθεϊσμό, αλλά να τον υπερβεί στοχαστικά, πραγματοποιώντας τις νόμιμες προθέσεις του, και όλα αυτά σε έναν «μονοθεϊσμό» στον οποίο ο θεός μπορεί να είναι ολότης η οποία περιέχει τα πάντα, απρόσωπη ζωή και ταυτοχρόνως αυτοσυνειδησία δηλαδή διαφοροποίηση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο και τοιουτοτρόπως ΠΡΟΣΩΠΟ.
Πώς όμως είναι δυνατόν ο θεός να είναι το απόλυτο, το όλον των πραγμάτων και της Ιστορίας και ταυτόχρονα ένας άλλος, ξεχωριστός, Κύριος του Είναι και έτσι ΠΡΟΣΩΠΟ; Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε είναι η ερώτηση γύρω από την οποία κινείται ολόκληρη η φιλοσοφία τού γέρο-Σέλλινγκ, την ίδια στιγμή όμως, ας μην ξεχνάμε, ότι η απάντηση ερευνάται σε μια τιτάνεια αντιπαράθεση, σε μια πάλη σώμα με σώμα τού στοχασμού με το δόγμα του χριστιανικού θεού, τον Τριαδικό θεό.
Ήδη από το 1802 ο Σέλλινγκ είχε δηλώσει πως ο θεός και η Ιστορία έχουν μια ενδόμυχη αμοιβαιότητα, με την έννοια πως ο θεός ενσαρκώνεται από την αιωνιότητα στην περατότητα και επιστρέφει στην αιωνιότητα με μια μοναδική πράξη αυτογνωσίας και αυτοβεβαιώσεως. Στην συνέχεια όμως ο Σέλλινγκ, μέσα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας τής ταυτότητος, δεν ενδιαφέρεται πλέον για το Τριαδικό δόγμα, καθώς το σημείο εκκίνησης τού στοχασμού είναι τώρα η απόλυτη ελευθερία τού θεού στην δημιουργία του κόσμου. Βεβαίως ο θεός συνεχίζει να διαθέτει μια αναφορά στην Ιστορία, αλλά δεν διαλύεται σ’ αυτή, όπως σκεφτόταν κατ’ αρχάς ο Σέλλινγκ. Ακόμη και στα 1811 ο φιλόσοφος, παρουσιάζει ένα προτύπωμα του στοχασμού του γύρω από την Αγία Τριάδα το οποίο δεν ξαναεμφανίζεται, όπου η αΐδιος λειτουργία και η Ιστορία τής Σωτηρίας των θείων προσώπων δεν είναι ακόμη διαφοροποιημένες.
Στην τελευταία όμως φιλοσοφία του Σέλλινγκ το Τριαδικό δόγμα επιστρέφει θριαμβευτικά. Στην «Φιλοσοφία τής αποκαλύψεως» είναι το θεμελιώδες δόγμα ολοκλήρου τού Χριστιανισμού, παρότι δεν είναι μια ιδέα αποκλειστικώς Χριστιανική, καθώς είναι αρχαία όσο και ο κόσμος.
Διακρίνει, ακόμη, μια στενή σχέση ανάμεσα στον τριαδικό θεό και στην Ιστορία και παρότι παρουσιάζεται και στην μυθολογία και στην Παλαιά Διαθήκη, απεκαλύφθη πλήρως μόνον με τον Χριστό. Φτάνει δε να αναγνωρίζει ο ίδιος πως η θέση του είναι ένας καθαρός Σαβελλιανισμός, και να δηλώσει πως έχει σαν σκοπό του να τον υπερβεί, όπως επίσης και τον Αρειανισμό. Δεν κατόρθωσε όμως τελικά παρά μόνον την αναγνώριση πως στην Ιστορική οικονομία τα τρία πρόσωπα είναι μόνον τρεις μορφές της μοναδικής θείας ουσίας, καθεμία από τις οποίες έχει διαφορετική σχέση με τον κόσμο.
Στην «Φιλοσοφία τής αποκαλύψεως» ο Σέλλινγκ δεν ξεκινά μεθοδολογικά από την «οικονομική Τριάδα», δηλαδή από την Ιστορική σωτηριολογική δραστηριότητα κάθε προσώπου, για να αναρωτηθεί στη συνέχεια, γύρω από την «Τριάδα καθεαυτή», την μόνιμη (immanente) τριάδα. Παραμένοντας πιστός στον «Ιδεαλισμό» του θέλει να κατασκευάσει a priori τις συνθήκες με τις οποίες έγινε δυνατή η Δημιουργία και η Ιστορία, ξεκινώντας από την «απόλυτη προσωπικότητα», στην οποία ολόκληρη η θεότης πραγματοποιείται «προοδεύοντας» σε τρεις διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό το εσωτερικό γίγνεσθαι της θεότητος ή όπως το ονομάζει ο Σέλλινγκ, αυτή η «θεογονία» είναι αναμφισβήτητα ένα αποκαλυπτικό γεγονός, αλλά είναι ταυτοχρόνως συνδεδεμένο «αναγκαίως» στο αιώνιο θεμέλιό του. Τοιουτοτρόπως η Ιστορία στην ολότητά της είναι ένα τριαδικό ένδυμα, αλλά παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλε δεν κατόρθωσε να την διακρίνει από την αιωνιότητα. Η Ιστορία για τον Σέλλινγκ είναι η μοναδική μορφή, στην οποία μας επιτρέπεται να ομιλούμε για τό άπειρο.
Εάν μάς επιτρέπεται να μιλήσουμε πριν τής ώρας της για μια μεγάλη διαμάχη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η στάση τού Hegel και του Σέλλινγκ απέναντι στον Χριστιανισμό συνθέτει την φιλοσοφική συμφωνία τους και την διαφωνία τους. Και οι δύο ξεκινούν από την ιδέα πως η γνώση τής αντικειμενικής πραγματικότητος τού θεού πραγματοποιείται στην φιλοσοφία, συγκεκριμένα δε στην φιλοσοφία της θρησκείας. Για τον Hegel όμως η αποκεκαλυμμένη θρησκεία φανερώνει και αποκαλύπτει ολόκληρο το Μυστήριο, το οποίο στη συνέχεια ξεδιπλώνεται στον στοχασμό και στην δυναμική τής έννοιας. Έτσι για τον Hegel ο θεός είναι άπειρη προσωπικότης, άπειρη ελευθερία μόνον στο τέλος τής κινήσεως, τής προόδου, όταν το πνεύμα το οποίο εξήλθε από τον εαυτό του επιστρέφει εις εαυτόν. Η Ιστορία τού θεού είναι η αυτομεσιτεία, η αντίφαση τοποθετημένη και λυμένη, απαντημένη. Η ενσάρκωση τού θεού είναι η απλή φανέρωση τής ουσιώδους ενότητος τού θεού με τον άνθρωπο. Εν συντομία λοιπόν, ο θεός τού Hegel είναι ταυτόχρονα απόλυτη πραγματικότης και απόλυτος Ιδεαλισμός.
Ο θεός τού τελευταίου Σέλλινγκ είναι απόλυτη πραγματικότης και επομένως αμείωτος σε μία ταυτότητα αντιθέτων. Η αποκάλυψη υψώνεται πάνω σ’ ένα σκοτεινό απλησίαστο βάθος, στην απόλυτη υπερβατικότητα του θεού. Γι’ αυτόν, όπως θα πει αργότερα ο Κίρκεγκαρντ, υπάρχει μία διαλεκτική αποκαλύψεως και αποκρύψεως, σχεδόν ένας Λουθηρανικός θεός κρυμμένος (Deus absconditus) και ένας θεός αποκεκαλυμμένος (Deus revelatus), σε ένα είδος θεϊκής ειρωνίας, με την οποία η κυρίαρχη ελευθερία τού Δημιουργού σώζεται μέσα στην ίδια πρόοδο αποκαλύψεως και αποκρύψεως. Για τον τελευταίο Σέλλινγκ η θεϊκότης τού θεού σαν actus Purissimus παραμένει άθικτη, δεν εισέρχεται στην κοσμική πρόοδο. Η ενσάρκωση τού θεού δεν στηρίζεται στην προσωπική ταυτότητα τού θεού με τον άνθρωπο: Η «μορφή δούλου» φανερώνει την δόξα τού Μονογενούς Υιού, αφαιρώντας του την δόξα τής μορφής του θεού η οποία τύλιγε και έκρυβε την θεότητα.
Αμέσως μετά όμως είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πως ο Σέλλινγκ σαν καλός Ιδεαλιστής που ήταν, ανακατεύει και συγχέει την τάξη τής γνώσεως με την τάξη τού Είναι, ομολογώντας την ταυτότητά τους. Αυτή η φιλοσοφία τής ταυτότητος τον εμποδίζει να διακρίνει ανάμεσα στην αιώνια «θεογονία» και στην ιστορική «θεογονία». Εκμηδενίζοντας τοιουτοτρόπως την τόσο επιθυμητή ελευθερία του θεού και την τόσο αγαπητή του ελευθερία του ανθρώπου. Πρέπει να προσθέσουμε πως στην «φιλοσοφία τής αποκαλύψεως» αναδεικνύεται μια πολύ δυνατή κατανόηση της οικονομίας της σωτηρίας, η οποία όμως συνθλίβεται μέσα στην χαώδη εκλογίκευση των χριστιανικών περιεχομένων, καταστρέφοντας έτσι τις καλές του προθέσεις. Για τον Σέλλινγκ η ομολογία πίστεως προσφέρεται από την συμφωνία των φιλοσόφων, από την συμφωνία των ανώτερων πνευμάτων και στο τέλος από την αυταπάτη του ότι είναι ο «οραματιστής όλων των αρμονιών».
Στην τελευταία περίοδο τής σκέψης του το ενδιαφέρον τού Σέλλινγκ για τα Χριστιανικά δόγματα επικεντρώνεται λοιπόν στο πρόσωπο του θεού. Τώρα υποστηρίζει την Τριάδα, αλλά στον επαναπροσδιορισμό που επιδιώκει όλα γίνονται «πρόοδος». Ο θεός λέει τώρα ο Σέλλινγκ, στην απόλυτη ενότητα τών πρωτογενών δυναμεών του, είναι ο πατέρας, η δημιουργός προσωπικότης, η οποία παράγει ένα ομογενές προς εαυτόν ον ως προς το είδος, το οποίο όμως πρέπει να αναπτυχθεί και να φθάσει στην ισότητα αυτή, ξεκινώντας από μια εν δυνάμει κατάσταση. Η αναγκαία ύπαρξη η οποία εξέρχεται τής ενότητος και βρίσκεται σε ένταση με τον πατέρα, είναι ο Υιός, γεννηθείς, χωρίς να διαθέτει όμως πραγματοποιημένη την πληρότητά του, ο οποίος γίνεται αληθινός Υιός, μόνον όταν επανέρχεται στην ενότητα έχοντας ήδη κατακτήσει μια δική του αυτόνομη προσωπικότητα, παρότι ταυτόσημη με τον πατέρα.[ Τό θεμέλιο τής ψυχολογίας] Ταυτόχρονα όμως ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, εξαρτάται από το θείο γίγνεσθαι τής δημιουργίας. Αυτή η εξάρτηση η οποία τίθεται από την ύπαρξη τής δημιουργίας αφορά και το τρίτο πρόσωπο ακόμη δε και το πρώτο πρόσωπο, του Πατρός, ως προς το ότι είναι δημιουργός και ως προς το γεγονός πως οι δυνάμεις, στο πρώτο πρόσωπο, αποκαθίστανται σ’ αυτό στην ενότητά τους. Ο Υιός ονομάζεται γεννηθείς και άκτιστος, αλλά η κτίσις ορίζεται σαν απαραίτητη συνθήκη τής γεννήσεως τού Υιού, καθώς χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η ένταση των δυνάμεων, η επιστροφή στην ενότητα και η εγκατάσταση του Υιού σαν αυτόνομο πρόσωπο. Μόνον στο τέλος αυτού του γίγνεσθαι ο θεός είναι πραγματικός στα τρία του πρόσωπα: Ο άνθρωπος είναι το ον στο οποίο πραγματοποιείται αυτή η αποκατάσταση-πραγματοποίηση του θεού.
Για τον τελευταίο Σέλλινγκ λοιπόν ο θεός είναι πρόοδος, και καθότι πρόοδος, εισέρχεται στην πρόοδο τού κόσμου, τόσο ώστε στο τέλος δεν υπάρχει ένας αληθινός κόσμος extra Deum, έξω απ’ τον θεό, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας αληθινός θεός extra mundum. Η φιλοσοφία τού Σέλλινγκ όπως και του Hegel, καταλήγει στην άρνηση τού Τριαδικού θεού του χριστιανικού δόγματος. Οπωσδήποτε, παρατηρεί ο Löwith, έχει κάποιους δεσμούς με τον Χριστιανισμό, η παραδοχή ότι ο θεός έχει μια αδυναμία προς τον άνθρωπο και ότι σ’ αυτή του την αδυναμία είναι πιο δυνατός από τον άνθρωπο. «Πάνω σ’ αυτή την αδυναμία τού θεού για τον άνθρωπο -φτάνει να υπογράφει συμφωνίες μαζί του, τον τιμωρεί, τον αγαπάει και θέλει να αγαπηθεί από το αντικείμενο της αγάπης του- στηρίζεται ολόκληρη η άνθρωπο-θεολογία τής Χριστιανικής σκέψης με όλες της τις Μεταφυσικές συνέπειες και σε όλες τις εκκοσμικευμένες της μορφές, τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές». Παρόλα αυτά, εάν ο θεός δεν «είναι» εις εαυτόν, στην απόλυτη υπερβατικότητά του, πως μπορεί να είναι για μας Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, μ’ έναν τρόπο δηλαδή Σωτήριο και ελευθερωτικό; Στην πραγματικότητα για τον Σέλλινγκ, ο θεός δεν είναι, αλλά γίνεται Τριάδα. Ο άνθρωπος με την σειρά του πραγματοποιείται στο εσωτερικό μιας θεογονικής προόδου στην οποία ο θεός δεν είναι ούτε υπαρκτός, ούτε ανύπαρκτος, αλλά καθαρή ελευθερία, Βούληση που δεν θέλει τίποτε, χωρίς σκοπούς και επιθυμίες. Όλες οι θέσεις λοιπόν του τελευταίου Σέλλινγκ απέχουν τόσο από την Ιστορική Χριστιανική πίστη της Εκκλησίας, όσο και από τον θεϊσμό και τον αθεϊσμό του Διαφωτισμού.
Από την εποχή τής κατηγορίας για Αθεϊσμό, τής φιλοσοφίας, από εκείνη την διασταύρωση κατηγοριών για αθεϊσμό οι οποίες δεν άφησαν κανέναν ανέπαφο, ούτε αυτόν τον ίδιο τον «μεγάλο Ιεροεξεταστή» τον Γιακόμπι, μέχρι την μοντέρνα συζήτηση για το πρόσωπο του θεού, μάλιστα δε από ολόκληρη την περιπέτεια της σκέψης που ξεκίνησε από το Cogito του Καρτέσιου και κατέληξε στον Μηδενισμό των ημερών μας, μπορούμε να εξάγουμε μια προειδοποίηση!
Η διάλυση τού Τριαδικού δόγματος, που ακολούθησε το Cogito, δεν καταλήγει μόνον στον θεϊσμό ούτε στον αγνωστικισμό: Γι’ αυτή τήν ίδια την λογική του, μια ενυπάρχουσα ανάγκη απαιτεί, στον Δυτικό πολιτισμό, τον αθεϊσμό. Εάν δεν ξαναπροσλάβουμε το αρχαίο δόγμα τής Εκκλησίας, του μοναδικού θεού σε τρία πρόσωπα, δεν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να ελευθερωθούμε από την μοίρα του άθεου μηδενισμού.
Πώς να κατορθώσουμε όμως να πιστέψουμε ξανά την Αγία Τριάδα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος χωρίς να αγνοήσουμε και χωρίς να ειδωλοποιήσουμε την περιπέτεια τής μοντέρνας φιλοσοφίας;
Αμέθυστος
Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧX)
Τώρα πια ο Σέλλινγκ δεν αντιπαραθέτει τον «θεϊσμό» και τον «πανθεϊσμό» για να συλλάβει το απόλυτο στην μορφή ενός «παν-εν-θεϊσμού». Διακρίνοντας «πανθεϊσμό» και «μονοθεϊσμό», επεξεργάζεται αυτόν τον τελευταίο σε μια πρωτότυπη και γοητευτική ταυτοχρόνως παρουσίαση.
Ο τελευταίος Σέλλινγκ συνεχίζει να απωθεί τον θεϊσμό τού Γιακόμπι, τον οποίο ταυτίζει με τον Διαφωτισμό, καθώς δεν ικανοποιεί κατά την γνώμη του, ούτε το αίσθημα ούτε την διάνοια. Προσκολλημένος πάντοτε στην προϋπόθεση τής φιλοσοφίας τής ταυτότητος, θέλει ταυτόχρονα να υπερβεί και τον πανθεϊσμό, αλλά να τον υπερβεί στοχαστικά, πραγματοποιώντας τις νόμιμες προθέσεις του, και όλα αυτά σε έναν «μονοθεϊσμό» στον οποίο ο θεός μπορεί να είναι ολότης η οποία περιέχει τα πάντα, απρόσωπη ζωή και ταυτοχρόνως αυτοσυνειδησία δηλαδή διαφοροποίηση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο και τοιουτοτρόπως ΠΡΟΣΩΠΟ.
Πώς όμως είναι δυνατόν ο θεός να είναι το απόλυτο, το όλον των πραγμάτων και της Ιστορίας και ταυτόχρονα ένας άλλος, ξεχωριστός, Κύριος του Είναι και έτσι ΠΡΟΣΩΠΟ; Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε είναι η ερώτηση γύρω από την οποία κινείται ολόκληρη η φιλοσοφία τού γέρο-Σέλλινγκ, την ίδια στιγμή όμως, ας μην ξεχνάμε, ότι η απάντηση ερευνάται σε μια τιτάνεια αντιπαράθεση, σε μια πάλη σώμα με σώμα τού στοχασμού με το δόγμα του χριστιανικού θεού, τον Τριαδικό θεό.
Ήδη από το 1802 ο Σέλλινγκ είχε δηλώσει πως ο θεός και η Ιστορία έχουν μια ενδόμυχη αμοιβαιότητα, με την έννοια πως ο θεός ενσαρκώνεται από την αιωνιότητα στην περατότητα και επιστρέφει στην αιωνιότητα με μια μοναδική πράξη αυτογνωσίας και αυτοβεβαιώσεως. Στην συνέχεια όμως ο Σέλλινγκ, μέσα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας τής ταυτότητος, δεν ενδιαφέρεται πλέον για το Τριαδικό δόγμα, καθώς το σημείο εκκίνησης τού στοχασμού είναι τώρα η απόλυτη ελευθερία τού θεού στην δημιουργία του κόσμου. Βεβαίως ο θεός συνεχίζει να διαθέτει μια αναφορά στην Ιστορία, αλλά δεν διαλύεται σ’ αυτή, όπως σκεφτόταν κατ’ αρχάς ο Σέλλινγκ. Ακόμη και στα 1811 ο φιλόσοφος, παρουσιάζει ένα προτύπωμα του στοχασμού του γύρω από την Αγία Τριάδα το οποίο δεν ξαναεμφανίζεται, όπου η αΐδιος λειτουργία και η Ιστορία τής Σωτηρίας των θείων προσώπων δεν είναι ακόμη διαφοροποιημένες.
Στην τελευταία όμως φιλοσοφία του Σέλλινγκ το Τριαδικό δόγμα επιστρέφει θριαμβευτικά. Στην «Φιλοσοφία τής αποκαλύψεως» είναι το θεμελιώδες δόγμα ολοκλήρου τού Χριστιανισμού, παρότι δεν είναι μια ιδέα αποκλειστικώς Χριστιανική, καθώς είναι αρχαία όσο και ο κόσμος.
Διακρίνει, ακόμη, μια στενή σχέση ανάμεσα στον τριαδικό θεό και στην Ιστορία και παρότι παρουσιάζεται και στην μυθολογία και στην Παλαιά Διαθήκη, απεκαλύφθη πλήρως μόνον με τον Χριστό. Φτάνει δε να αναγνωρίζει ο ίδιος πως η θέση του είναι ένας καθαρός Σαβελλιανισμός, και να δηλώσει πως έχει σαν σκοπό του να τον υπερβεί, όπως επίσης και τον Αρειανισμό. Δεν κατόρθωσε όμως τελικά παρά μόνον την αναγνώριση πως στην Ιστορική οικονομία τα τρία πρόσωπα είναι μόνον τρεις μορφές της μοναδικής θείας ουσίας, καθεμία από τις οποίες έχει διαφορετική σχέση με τον κόσμο.
Στην «Φιλοσοφία τής αποκαλύψεως» ο Σέλλινγκ δεν ξεκινά μεθοδολογικά από την «οικονομική Τριάδα», δηλαδή από την Ιστορική σωτηριολογική δραστηριότητα κάθε προσώπου, για να αναρωτηθεί στη συνέχεια, γύρω από την «Τριάδα καθεαυτή», την μόνιμη (immanente) τριάδα. Παραμένοντας πιστός στον «Ιδεαλισμό» του θέλει να κατασκευάσει a priori τις συνθήκες με τις οποίες έγινε δυνατή η Δημιουργία και η Ιστορία, ξεκινώντας από την «απόλυτη προσωπικότητα», στην οποία ολόκληρη η θεότης πραγματοποιείται «προοδεύοντας» σε τρεις διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό το εσωτερικό γίγνεσθαι της θεότητος ή όπως το ονομάζει ο Σέλλινγκ, αυτή η «θεογονία» είναι αναμφισβήτητα ένα αποκαλυπτικό γεγονός, αλλά είναι ταυτοχρόνως συνδεδεμένο «αναγκαίως» στο αιώνιο θεμέλιό του. Τοιουτοτρόπως η Ιστορία στην ολότητά της είναι ένα τριαδικό ένδυμα, αλλά παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλε δεν κατόρθωσε να την διακρίνει από την αιωνιότητα. Η Ιστορία για τον Σέλλινγκ είναι η μοναδική μορφή, στην οποία μας επιτρέπεται να ομιλούμε για τό άπειρο.
Εάν μάς επιτρέπεται να μιλήσουμε πριν τής ώρας της για μια μεγάλη διαμάχη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η στάση τού Hegel και του Σέλλινγκ απέναντι στον Χριστιανισμό συνθέτει την φιλοσοφική συμφωνία τους και την διαφωνία τους. Και οι δύο ξεκινούν από την ιδέα πως η γνώση τής αντικειμενικής πραγματικότητος τού θεού πραγματοποιείται στην φιλοσοφία, συγκεκριμένα δε στην φιλοσοφία της θρησκείας. Για τον Hegel όμως η αποκεκαλυμμένη θρησκεία φανερώνει και αποκαλύπτει ολόκληρο το Μυστήριο, το οποίο στη συνέχεια ξεδιπλώνεται στον στοχασμό και στην δυναμική τής έννοιας. Έτσι για τον Hegel ο θεός είναι άπειρη προσωπικότης, άπειρη ελευθερία μόνον στο τέλος τής κινήσεως, τής προόδου, όταν το πνεύμα το οποίο εξήλθε από τον εαυτό του επιστρέφει εις εαυτόν. Η Ιστορία τού θεού είναι η αυτομεσιτεία, η αντίφαση τοποθετημένη και λυμένη, απαντημένη. Η ενσάρκωση τού θεού είναι η απλή φανέρωση τής ουσιώδους ενότητος τού θεού με τον άνθρωπο. Εν συντομία λοιπόν, ο θεός τού Hegel είναι ταυτόχρονα απόλυτη πραγματικότης και απόλυτος Ιδεαλισμός.
Ο θεός τού τελευταίου Σέλλινγκ είναι απόλυτη πραγματικότης και επομένως αμείωτος σε μία ταυτότητα αντιθέτων. Η αποκάλυψη υψώνεται πάνω σ’ ένα σκοτεινό απλησίαστο βάθος, στην απόλυτη υπερβατικότητα του θεού. Γι’ αυτόν, όπως θα πει αργότερα ο Κίρκεγκαρντ, υπάρχει μία διαλεκτική αποκαλύψεως και αποκρύψεως, σχεδόν ένας Λουθηρανικός θεός κρυμμένος (Deus absconditus) και ένας θεός αποκεκαλυμμένος (Deus revelatus), σε ένα είδος θεϊκής ειρωνίας, με την οποία η κυρίαρχη ελευθερία τού Δημιουργού σώζεται μέσα στην ίδια πρόοδο αποκαλύψεως και αποκρύψεως. Για τον τελευταίο Σέλλινγκ η θεϊκότης τού θεού σαν actus Purissimus παραμένει άθικτη, δεν εισέρχεται στην κοσμική πρόοδο. Η ενσάρκωση τού θεού δεν στηρίζεται στην προσωπική ταυτότητα τού θεού με τον άνθρωπο: Η «μορφή δούλου» φανερώνει την δόξα τού Μονογενούς Υιού, αφαιρώντας του την δόξα τής μορφής του θεού η οποία τύλιγε και έκρυβε την θεότητα.
Αμέσως μετά όμως είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πως ο Σέλλινγκ σαν καλός Ιδεαλιστής που ήταν, ανακατεύει και συγχέει την τάξη τής γνώσεως με την τάξη τού Είναι, ομολογώντας την ταυτότητά τους. Αυτή η φιλοσοφία τής ταυτότητος τον εμποδίζει να διακρίνει ανάμεσα στην αιώνια «θεογονία» και στην ιστορική «θεογονία». Εκμηδενίζοντας τοιουτοτρόπως την τόσο επιθυμητή ελευθερία του θεού και την τόσο αγαπητή του ελευθερία του ανθρώπου. Πρέπει να προσθέσουμε πως στην «φιλοσοφία τής αποκαλύψεως» αναδεικνύεται μια πολύ δυνατή κατανόηση της οικονομίας της σωτηρίας, η οποία όμως συνθλίβεται μέσα στην χαώδη εκλογίκευση των χριστιανικών περιεχομένων, καταστρέφοντας έτσι τις καλές του προθέσεις. Για τον Σέλλινγκ η ομολογία πίστεως προσφέρεται από την συμφωνία των φιλοσόφων, από την συμφωνία των ανώτερων πνευμάτων και στο τέλος από την αυταπάτη του ότι είναι ο «οραματιστής όλων των αρμονιών».
Στην τελευταία περίοδο τής σκέψης του το ενδιαφέρον τού Σέλλινγκ για τα Χριστιανικά δόγματα επικεντρώνεται λοιπόν στο πρόσωπο του θεού. Τώρα υποστηρίζει την Τριάδα, αλλά στον επαναπροσδιορισμό που επιδιώκει όλα γίνονται «πρόοδος». Ο θεός λέει τώρα ο Σέλλινγκ, στην απόλυτη ενότητα τών πρωτογενών δυναμεών του, είναι ο πατέρας, η δημιουργός προσωπικότης, η οποία παράγει ένα ομογενές προς εαυτόν ον ως προς το είδος, το οποίο όμως πρέπει να αναπτυχθεί και να φθάσει στην ισότητα αυτή, ξεκινώντας από μια εν δυνάμει κατάσταση. Η αναγκαία ύπαρξη η οποία εξέρχεται τής ενότητος και βρίσκεται σε ένταση με τον πατέρα, είναι ο Υιός, γεννηθείς, χωρίς να διαθέτει όμως πραγματοποιημένη την πληρότητά του, ο οποίος γίνεται αληθινός Υιός, μόνον όταν επανέρχεται στην ενότητα έχοντας ήδη κατακτήσει μια δική του αυτόνομη προσωπικότητα, παρότι ταυτόσημη με τον πατέρα.[ Τό θεμέλιο τής ψυχολογίας] Ταυτόχρονα όμως ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, εξαρτάται από το θείο γίγνεσθαι τής δημιουργίας. Αυτή η εξάρτηση η οποία τίθεται από την ύπαρξη τής δημιουργίας αφορά και το τρίτο πρόσωπο ακόμη δε και το πρώτο πρόσωπο, του Πατρός, ως προς το ότι είναι δημιουργός και ως προς το γεγονός πως οι δυνάμεις, στο πρώτο πρόσωπο, αποκαθίστανται σ’ αυτό στην ενότητά τους. Ο Υιός ονομάζεται γεννηθείς και άκτιστος, αλλά η κτίσις ορίζεται σαν απαραίτητη συνθήκη τής γεννήσεως τού Υιού, καθώς χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η ένταση των δυνάμεων, η επιστροφή στην ενότητα και η εγκατάσταση του Υιού σαν αυτόνομο πρόσωπο. Μόνον στο τέλος αυτού του γίγνεσθαι ο θεός είναι πραγματικός στα τρία του πρόσωπα: Ο άνθρωπος είναι το ον στο οποίο πραγματοποιείται αυτή η αποκατάσταση-πραγματοποίηση του θεού.
Για τον τελευταίο Σέλλινγκ λοιπόν ο θεός είναι πρόοδος, και καθότι πρόοδος, εισέρχεται στην πρόοδο τού κόσμου, τόσο ώστε στο τέλος δεν υπάρχει ένας αληθινός κόσμος extra Deum, έξω απ’ τον θεό, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας αληθινός θεός extra mundum. Η φιλοσοφία τού Σέλλινγκ όπως και του Hegel, καταλήγει στην άρνηση τού Τριαδικού θεού του χριστιανικού δόγματος. Οπωσδήποτε, παρατηρεί ο Löwith, έχει κάποιους δεσμούς με τον Χριστιανισμό, η παραδοχή ότι ο θεός έχει μια αδυναμία προς τον άνθρωπο και ότι σ’ αυτή του την αδυναμία είναι πιο δυνατός από τον άνθρωπο. «Πάνω σ’ αυτή την αδυναμία τού θεού για τον άνθρωπο -φτάνει να υπογράφει συμφωνίες μαζί του, τον τιμωρεί, τον αγαπάει και θέλει να αγαπηθεί από το αντικείμενο της αγάπης του- στηρίζεται ολόκληρη η άνθρωπο-θεολογία τής Χριστιανικής σκέψης με όλες της τις Μεταφυσικές συνέπειες και σε όλες τις εκκοσμικευμένες της μορφές, τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές». Παρόλα αυτά, εάν ο θεός δεν «είναι» εις εαυτόν, στην απόλυτη υπερβατικότητά του, πως μπορεί να είναι για μας Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, μ’ έναν τρόπο δηλαδή Σωτήριο και ελευθερωτικό; Στην πραγματικότητα για τον Σέλλινγκ, ο θεός δεν είναι, αλλά γίνεται Τριάδα. Ο άνθρωπος με την σειρά του πραγματοποιείται στο εσωτερικό μιας θεογονικής προόδου στην οποία ο θεός δεν είναι ούτε υπαρκτός, ούτε ανύπαρκτος, αλλά καθαρή ελευθερία, Βούληση που δεν θέλει τίποτε, χωρίς σκοπούς και επιθυμίες. Όλες οι θέσεις λοιπόν του τελευταίου Σέλλινγκ απέχουν τόσο από την Ιστορική Χριστιανική πίστη της Εκκλησίας, όσο και από τον θεϊσμό και τον αθεϊσμό του Διαφωτισμού.
Από την εποχή τής κατηγορίας για Αθεϊσμό, τής φιλοσοφίας, από εκείνη την διασταύρωση κατηγοριών για αθεϊσμό οι οποίες δεν άφησαν κανέναν ανέπαφο, ούτε αυτόν τον ίδιο τον «μεγάλο Ιεροεξεταστή» τον Γιακόμπι, μέχρι την μοντέρνα συζήτηση για το πρόσωπο του θεού, μάλιστα δε από ολόκληρη την περιπέτεια της σκέψης που ξεκίνησε από το Cogito του Καρτέσιου και κατέληξε στον Μηδενισμό των ημερών μας, μπορούμε να εξάγουμε μια προειδοποίηση!
Η διάλυση τού Τριαδικού δόγματος, που ακολούθησε το Cogito, δεν καταλήγει μόνον στον θεϊσμό ούτε στον αγνωστικισμό: Γι’ αυτή τήν ίδια την λογική του, μια ενυπάρχουσα ανάγκη απαιτεί, στον Δυτικό πολιτισμό, τον αθεϊσμό. Εάν δεν ξαναπροσλάβουμε το αρχαίο δόγμα τής Εκκλησίας, του μοναδικού θεού σε τρία πρόσωπα, δεν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να ελευθερωθούμε από την μοίρα του άθεου μηδενισμού.
Πώς να κατορθώσουμε όμως να πιστέψουμε ξανά την Αγία Τριάδα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος χωρίς να αγνοήσουμε και χωρίς να ειδωλοποιήσουμε την περιπέτεια τής μοντέρνας φιλοσοφίας;
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου