Είναι επιπόλαιο να επενδύουμε ελπίδες στο καινούργιο, μόνο επειδή είναι καινούργιο. Δεν είναι «γκρίνια» ούτε «απαισιοδοξία» να σώζουμε σε εγρήγορση την κριτική μας σκέψη, συνεχώς.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής βεβαίωσε αυτό που, χρόνια τώρα, πιστοποιεί η κριτική σκέψη: Οτι το πολιτικό μας σύστημα έχει καταρρεύσει. Η ψήφος κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών έφερε τρίτο σε δύναμη κόμμα στη Βουλή έναν πολιτικό σχηματισμό με απροκάλυπτα φασιστικές πρακτικές και νοοτροπία. Σίγουρα είναι ψήφος τιμωρητική, οργής και αηδίας για την ανικανότητα και τη διαφθορά, τον αμοραλισμό και τη μικρόνοια των κυβερνήσεων του πράσινου και του γαλάζιου ΠΑΣΟΚ. Αλλά τόσοι πολίτες, που για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια ψηφίζουν ναζιστικού τύπου κόμμα, μάλλον παγιώνονται στην ενεργό άρνηση των όρων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και, μαζί με το κόμμα των εραστών της δικτατορίας του προλεταριάτου, επιτείνουν σοβαρά την καταξίωση μεθόδων ολοκληρωτισμού στους κόλπους του πολιτικού μας συστήματος.
Αλλά και η εκπληκτική αύξηση της κοινοβουλευτικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε ελάχιστα χρόνια (ένα πολυσυλλεκτικό σχήμα, σχεδόν περιθωριακών «συνιστωσών», καθηλωμένο επί δεκαετίες σε ποσοστά εκλογικής προτίμησης κάτω του 5 ή 4 ή 3%, που εκτινάσσεται, μέσα σε κάποιους μήνες στο 27 και μέσα σε εβδομάδες στο 36,5%) δεν μαρτυρεί υγεία του πολιτικού συστήματος. Κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να έχει εμφανίσει ποτέ πρόγραμμα πολιτικό, καταστατικές θέσεις του για την εξωτερική πολιτική, την κατεστραμμένη παιδεία, το ασφαλιστικό, το σύστημα υγείας, τον συνδικαλισμό, τον κοινωνικό έλεγχο των ΜΜΕ, τη λογοδοσία εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου. Και όταν ένα κόμμα επιλέγεται από τους ψηφοφόρους για να κυβερνήσει τον τόπο, χωρίς να έχει πρόγραμμα (παρά μόνο διακηρύξεις διαχειριστικών της οικονομίας μέτρων), τότε δικαιούμαστε να συναγάγουμε ότι το πολιτικό σύστημα έχει αχρηστευθεί ή καταρρεύσει.
Βέβαια, στα σαράντα (40) χρόνια της «μεταπολίτευσης» η υποχρέωση των κομμάτων να καταθέτουν πρόγραμμα κυβερνητικών προτάσεων (θεμελιώδης προϋπόθεση λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας), αγνοείται παγιωμένα. Εχει υποκατασταθεί με ανταγωνιστικές συνταγές πλύσης εγκεφάλου των ψηφοφόρων, από ειδικούς, χρυσοπληρωμένους διαφημιστές που «λανσάρουν» τις κομματικές επαγγελίες ακριβώς με τα ψυχολογικά τεχνάσματα επιβολής στην αγορά μιας οδοντόπαστας ή ενός απορρυπαντικού. Και οι «οργανικοί διανοούμενοι» κορυβαντιούν ότι ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα δεν είχαμε τόση δημοκρατία!
Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης κατέρρευσε διαλύοντας (στην κυριολεξία) το κράτος και την κοινωνία, με εφιαλτικές συνέπειες για την ίδια τη βιοτική συντήρηση του πληθυσμού και την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων – το λεγόμενο πολιτικό σύστημα υποκαταστάθηκε ολοκληρωτικά από το «πελατειακό κράτος». Το πράσινο και το γαλάζιο ΠΑΣΟΚ, με συνεργό το «εγγράμματον τμήμα» του ΠΑΣΟΚ, τον τότε «Συνασπισμό», δημιούργησαν, μεθοδικά και εν ψυχρώ, ένα τερατώδες πελατειακό κράτος. Αρχικά καταληστεύοντας το κοινωνικό (δημόσιο) χρήμα, τους πακτωλούς που εισέρρευσαν στη χώρα για «σύγκλιση» της ελληνικής με τις οικονομίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και στη συνέχεια με έναν εξωφρενικό, παράφρονα υπερδανεισμό. Το σύστημα διακυβέρνησης αλλοτριώθηκε σε σύστημα διαπλοκής λωποδυτικών συμφερόντων απροσμέτρητης σήψης και θεσμοποιημένου αμοραλισμού, που βύθισε την ελλαδική κοινωνία σε ανήκεστη παρακμή και πρωτογονισμό.
Οταν η καταστροφή πήρε διαστάσεις γενικής κατάρρευσης (με τη δήμευση των κρατικών ομολόγων, το κλείσιμο καταστημάτων, την αποβιομηχάνιση, τις απολύσεις, τα ιλιγγιώδη ποσοστά ανεργίας, την εξοντωτική φορολογία, την πείνα και τα συσσίτια σε ολόκληρη τη χώρα), οι αυτουργοί της κακουργίας εμφάνισαν ως αυτονόητο να αναλάβουν οι ίδιοι και τη διαχείρισή της. Ζήσαμε μια πρώτη φάση μικρονοϊκής ιλαροτραγωδίας με τον ολίγιστο των Παπανδρέου και την αυλή του, για να ακολουθήσει το μέγιστο της ευτέλειας, της ανικανότητας και του αμοραλισμού στην περίπτωση της δίδυμης διακυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου. Το βράδυ της περασμένης Κυριακής, των εκλογών, έπεσε για το δίδυμο, μάλλον οριστικά, η αυλαία. Ο κ. Σαμαράς εμφανίστηκε πελιδνός και κατεαγμένος, αλλά όχι για να ελευθερώσει, με την παραίτησή του, εξελίξεις στο κόμμα του. Εμφανίστηκε για να κομπάσει και πάλι, να μεγαλορρημονήσει τα ολέθρια κατορθώματά του.
Σε κάθε κρίσιμη αλλαγή ηγεσίας της χώρας, το «καινούργιο» πριμοδοτείται με επενδύσεις ελπίδων, εμπιστοσύνης, αισιοδοξίας. Κάθε φορά ο νικητής πανίσχυρος, θωρακισμένος με τις αισιόδοξες προσδοκίες του λαϊκού σώματος: O Ανδρέας Παπανδρέου το 1981, παντοδύναμος, ο Κων. Μητσοτάκης το 1990 με το 46,89% των ψηφοφόρων μαζί του, ο Κων. Σημίτης το 1996, Καραμανλής ο βραχύς το 2004, με 165 έδρες. Και κάθε φορά οι ελπίδες να μαδάνε μέσα σε λίγους μήνες, ο λαός να μένει με τη γεύση του ανέφικτου, οι τιμημένοι με την εμπιστοσύνη του λαού αξιολύπητοι αποτυχημένοι, ευτελισμένοι.
Ο Αλέξης Τσίπρας κομίζει τη φρεσκάδα τού εντελώς καινούργιου, του άφθορου. Δεν διαθέτει κόμμα, διαχειρίζεται τη δυνατότητα να πλάσει κόμμα. Να πρωτοπορήσει στην ώριμη πια απαίτηση των καιρών για μια Αριστερά ρεαλιστικά κοινωνιοκεντρική, ελευθερωμένη, επιτέλους, από τις αρτηριοσκληρωτικές αγκυλώσεις του παλαιοημερολογίτικου (και μεταπρατικού επιπλέον) μαρξισμού. Να χαρεί την τιμή και τη δόξα να υπηρετήσει τον λαό και τις ζωτικές ανάγκες του – όχι τον παλιμβαρβαρισμό της καταναλωτικής προτεραιότητας. Να στήσει θεσμούς που θα ποδηγετήσουν την ελληνική κοινωνία στην ελευθερία από τον ζυγό της εγωκεντρικής χυδαιότητας, της βουλιμικής εξηλιθίωσης, της αρπακτικής αποκτήνωσης.
Σπάνια η Ιστορία χαρίζει τόσο συναρπαστικές δυνατότητες σε έναν τόσο νεαρό ηγέτη. Εχει να περπατήσει, κυριολεκτικά, στην κόψη του ξυραφιού: Ο ένας μέγιστος κίνδυνος είναι να «ψηλώσει ο νους του», να χάσει τη σύνεση που χαρίζει η σοβαρότητα, η σεμνότητα, η ταπεινότητα του αληθινού δημιουργού. Ο δεύτερος κίνδυνος: να τον υποτάξει η παλαιοκομματική χαμέρπεια στην κρετινική λογική τής, με κάθε θυσία, επανεκλογής. Το μυστικό του αληθινού ηγέτη είναι η προσήλωσή του στο «ή τώρα ή ποτέ».
kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου