Ήταν ωραία, δεν μπορείτε να πείτε. Μια ησυχία απλώθηκε παντού, ένα βαρύ, αν και γιορτινό, πέπλο εορταστικής γύρης που κάλυψε τα πάντα. Σχεδόν κουκούλωσε και την ίδια την άνοιξη. Ακόμη και οι ανόητοι (ανούσιοι απολύτως) διαξιφισμοί με τους πληρωμένους ή τους τρελούς τού Twitter σίγησαν για εκατό ώρες — ελάτε τώρα, ούτε το Μαξίμου ούτε κανείς δεν δίνει υπερωρίες, δεν είμαστε για τέτοια. Κι αν κάποια περιστατικά εδώ κι εκεί διεκδίκησαν την προσοχή μας με εκλάμψεις πόνου, το έκαναν περισσότερο για την τιμή των όπλων. (Κυριολεκτικά). Και πάλι, κάτι τέτοια μεμονωμένα περιστατικά είναι σαν τη σκόνη που σηκώνει το αμάξι τρέχοντας: κάτι που θα κατακάτσει μέχρι να στρίψει στην επόμενη στροφή. Δεν αφορούν σύνολα. Τα σύνολα απλώς βγάζουν ένα επιφώνημα, προς στιγμήν κατασυγκινημένα, και κατόπιν συνεχίζουν να προχωρούν κοιτώντας τις πλάτες των προπορευομένων. Έτσι πάει. Είναι ανθρώπινη παράδοση, είναι η κοινή μας μοίρα.
Οπότε, ναι: ήταν ωραία. Και, καθώς ο Κύριος είναι μεγάλος, θα συνεχίσει να είναι ωραία και σήμερα και αύριο. Κι επειδή, αγκαλιασμένο καθώς είναι από δύο αργίες, το σήμερα δεν πιάνεται —μεταξύ μας είμαστε, μην κοροϊδευόμαστε—, και μιας που η Παρασκευή είναι θεσμοθετημένη ημιαργία (κάθε Παρασκευή στο γαλατικό μας χωριουδάκι είναι ημιαργία), μπορούμε σαφώς να μιλάμε για ένα γεμάτο δεκαήμερο ελληνικής αφασίας. Πολλοί, δε, άρχισαν κιόλας τα μπάνια. Ανεπισήμως μεν, τα άρχισαν δε. Είδαμε και τις σχετικές φωτογραφίες.
Ναι, όλα είναι μια χαρά — δεν μπορείτε να πείτε. Όλα όσα έχουμε, όλα όσα ζούμε στο κοινό μας σήμερα: μια ζωή κανονική και ωραία, ναι. Κανονικοποιημένη μέσα στα όρια που της έχουμε θέσει. Μικρή και κάπως κοντή, θα πεις, τσουρούτικη, αλλά ωραία κατά βάθος. Κυρίως όμως: κόμοδη.
Ίσως μάλιστα μια τέτοιου είδους κανονικότητα, τέτοια δηλαδή που να μπορείς να τη μανιπουλάρεις χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς εξτρά βοήθειες και ανάγκη μακράς μαθητείας, ίσως μια τέτοια κανονικότητα να είναι αυτή που κυρίως μάς ταιριάζει. Λίγο από δουλειά —όποτε υπάρχει ή όποτε τέλος πάντων σταυρωθεί πελάτης—, πολλή φασαρία και αχός στο απ’ ανάμεσα —γιατί είμαστε και μεσογειακός λαός και βράζει το μέσα μας—, γιορτούλες, έθιμα, τραπέζια, αργίες, μπάλα, κεριά, χαμόγελα, τηλεόραση, κι όλα καλά: παράδοση. Παράδοση, και έχει ο Θεός. Για να μην πούμε για τις καλοκαιρινές διακοπές που έρχονται. Είπαμε: η σεζόν άνοιξε, ο Μάης, αιώνιος σύμμαχος της ελληνικότητας, είναι εδώ και μας δείχνει με το δάχτυλο τον Ιούνιο — ακόμα-ακόμα, και τον Αύγουστο στο βάθος.
Οπότε, ξαναλέμε: καλοκαιράκι, θαλασσίτσα, πλαζ, μπιτς-μπαρ, καφές και μπίρα, χταποδάκι και τζατζίκι, «Νικολάκη, μη στα βαθιά» — ναι, αμέ, γιατί όχι; Παράδοση. Φολκλόρ; Ας είναι και φλοκλόρ. Θυμίζουν το ’60 όλα αυτά; Ε, ας το θυμίζουν, τι να κάνουμε τώρα; Αυτά μάθαμε, αυτά μάς δόθηκαν, αυτά έχουμε, αυτά μάς αρέσουν. Παράδοση. Κι αυτά θα μας μείνουν βέβαια, όταν μείνουμε μόνοι. Μ’ αυτά θα πορευτούμε και τότε. Γιατί, ότι θα μείνουμε μόνοι, θα μείνουμε. Αυτό δεν θέλει να ’σαι δα και τίποτα προφήτης για να το μυριστείς. Θέλει μόνο κάπως να νιώθεις από μοναξιά. Ναι, θα τείνουμε πάντα να γίνουμε μια εθνική στήλη σ’ εκείνο το παλιό περιοδικό, το «Ρομάντσο». Μα θα ’ναι απροσδιόριστα καλά και τότε, με κάποιον τρόπο. Θα ’ναι, κι αυτό, παράδοση. Η κοινή ελληνική μας μοίρα.
Ας το παραδεχτούμε ακόμη κι εμείς οι δυσκοίλιοι, οι χολερικοί, οι είρωνες: μέχρι εδώ, κι αν εξαιρέσεις κάτι στιγμές που κάπως αλαφιαστήκαμε —άνθρωποι είμαστε κι εμείς, παρά το ταμπεραμέντο που λέμε, αυτό το μεσογειακό—, μέχρι εδώ όλα πάνε καλά. Δεν πάθαμε και τίποτα. Ίσα-ίσα που, αν θες, φτάσαμε πλάκα-πλάκα στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Το είδαμε καθαρά όλοι μας αυτό, το νιώσαμε, το νιώθουμε κάθε μέρα και περισσότερο. Συνδεόμαστε καθημερινώς όλο και περισσότερο με την έσω φτώχεια μας, και με αυτόν τον παράδοξο πλούτο που έχει η φτώχεια. Γιατί, ναι, το ’παμε: αυτοί είμαστε. Δεν είμαστε άλλοι. Και μας αρέσει που είμαστε αυτό που είμαστε. Είναι κατάκτησή μας. Είναι εμείς. Είναι παράδοση. Είναι το Ρωμαίικο.
Καλό μήνα και καλό καλοκαίρι σε όλους.
ΥΓ. Κοροϊδεύουμε, σαχλαμαρίζουμε και παρωδούμε επί πολλά-πολλά χρόνια, κάποιοι, εκείνο το μαθηματικο-ποιητικό απόφθεγμα (ναι, το γνωστό), εκείνο το «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις», αλλά να δείτε τελικά που έτσι είναι. Ή έτσι θα αποδειχτεί πως ήταν από πάντα. Γιατί, τι άλλο θέλει ο άνθρωπος; Ο Έλλην άνθρωπος; Φαΐ (εκείνο το λάδι), κρασί (εκείνο τ’ αμπέλι), και κάτι χαριτωμένο για να βλέπει (εκείνο το καράβι), μια θέα δηλαδή, ένα πανί — ή ένα μέσον για να φύγει.
Ή, τέλος πάντων, ένα μέσον για να φύγει. Για να το σκάσει. Για να μην παραδοθεί στην παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου