Συνέχεια από: Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023
ΣΕΛΛΙΝΓΚ: ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ.
Τού Claudio Ciancio.
1. To άτομο σάν φανέρωση τού Απολύτου.
Όπως απεδείχθη τελευταίως ο Σέλλινγκ μέσω τού Λάιμπνιτς και τού Γιακόμπι, έθεσε στο κέντρο τής φιλοσοφίας την φιγούρα τού πνεύματος σαν ατομικότητος. Το πνεύμα είναι ο τόπος στον οποίο πραγματοποιείται η μεσολάβηση απείρου και πεπερασμένου, αποφεύγοντας εκείνο το πέρασμα από το ένα στο άλλο, το οποίο ο Σέλινγκ θεωρούσε αδύνατο. Το πνεύμα είναι πράγματι πρωταρχικώς άπειρο καθότι απόλυτο υποκείμενο, αλλά καθότι επίσης σαν πνεύμα πρέπει να γίνει αντικείμενο στον εαυτό του, τότε σαν αντικείμενο, γίνεται πεπερασμένο. Γι’αυτό λοιπόν δεν είναι ούτε άπειρο ούτε πεπερασμένο, αλλά σ’αυτό υπάρχει η πιο πρωτότυπη ένωση τού απείρου και του πεπερασμένου. Σύμφωνα με τον Σέλλινγκ στο πνεύμα, καθορισμένο τοιουτοτρόπως, ανήκει ουσιωδώς ο χαρακτήρας τής τέλειας ατομικότητος, δηλαδή ο χαρακτήρας τού ορισμού και μαζί τής αδιαιρέτου ενότητος. Αυτή είναι η έννοια τής οργανικότητος, μία έννοια χάρη στην οποία γίνεται δυνατή η συνέχεια και μάλιστα η ομοιογένεια πνεύματος και φύσεως και συνεπώς η εφαρμογή και στα φυσικά προϊόντα τών χαρακτήρων τής πνευματικής ατομικότητος. Έτσι εάν το ανθρώπινο πνεύμα ορίζεται σαν “φύσις η οποία οργανώνει τον εαυτό της” ότι δηλαδή αντλεί τα πάντα από τον εαυτό της καθώς είναι ταυτοχρόνως αιτία και αποτέλεσμα τού εαυτού της και στην οποία αυτό που παράγεται δεν είναι άλλο από την παραχθείσα αρχή (να η αδιαίρετος ενότης), με τον ίδιο τρόπο ο φυσικός οργανισμός είναι μία ενότης στην οποία τα μέρη είναι δυνατά μόνον μέσω τού όλου και το όλον μέσω τής αμοιβαίας πράξης των μερών. Μία ενότης στην οποία εφαρμόζεται η έννοια τής ατομικότητος. Στο “Μέσα στην παγκόσμια ψυχή” (1798) ενώ επαναλαμβάνει την αμοιβαία μεταστρεψιμότητα ατομικότητος και οργανώσεως, ο Σέλινγκ αναγνωρίζει και μάλιστα στην πρόοδο τής εξατομικεύσεως τήν σημασία τής αναπτύξεως τής φύσεως: ήδη η διαμόρφωση τής ύλης είναι “το πρώτο πέρασμα στην ατομικότητα” και κάθε στερεό σώμα έχει ένα είδος ατομικότητος”. Γενικότερα μπορούμε να πούμε : “η ουσία της προόδου της οργάνωσης συνίσταται στην εξατομίκευση της ύλης στο άπειρο”!
2. Αμφιθυμία τής ατομικότητος.
Μία άλλη σημασία λιγότερο θετική, θα προσλάβει η ατομικότης όταν, χωρίς να τροποποιηθεί η δομή, θα υπολογισθεί στην διαφορετικότητά της και την διάκρισή της από το Απόλυτο, και θα προκύψει όταν ο νεαρός Σέλλινγκ θα φέρει σε πλήρη ωριμότητα την μετακίνηση από την οπτική γωνία τής υπερβατικότητος σε εκείνη τής οντολογίας. Σ’αυτή την νέα προοπτική το Απόλυτο δεν θα είναι μόνον συνθήκη τής δυνατότητος τού πεπερασμένου, όσο η οπτική γωνία από όπου μπορεί να υπολογισθεί. Από εδώ λοιπόν η ατομικότης θα εμφανισθεί οριζόμενη από έναν αμφίθυμο χαρακτήρα: από το ένα μέρος αξιολογούμενη σαν φιγούρα πεπερασμένη του Απολύτου και από το άλλο μειωμένη σαν ακατάλληλη αντιπροσώπευση του. Γι’αυτή την δεύτερη όψη το πρώτο σχέδιο μιας φιλοσοφίας τής φύσεως (1799) δηλώνει ότι το άτομο “ντροπιάζει την φύση”. Η δημιουργική ώθηση τής φύσης, σταθεροποιείται σε συγκεκριμένους βαθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι αντιστοιχούν στα γένη. Σταθεροποιημένα καθότι γένη, τα προϊόντα τής φύσεως δεν υφίστανται όμως επειδή είναι ατομικά. “Το άτομο πρέπει να φανεί σαν μέσον και το γένος ο σκοπός της φύσεως-το άτομο πρέπει να χαθεί και το γένος να παραμείνει-εάν είναι αλήθεια ότι τα ξεχωριστά προϊόντα πρέπει να υπολογισθούν, στην φύση, αποτυχημένες προσπάθειες αντιπροσώπευσης του Απολύτου. Και αυτό επειδή εάν η φύση, παρά το ότι είναι άπειρη “πρέπει να παρουσιασθεί μέσω πεπερασμένων προϊόντων”, δεν μπορεί όμως να σταματήσει σ’αυτά τα προϊόντα τα οποία γίνονται, καταλήγουν, ένα “όριο τής δραστηριότητός της, τα οποία θα ενεργήσει για να τα καταστρέψει”. Η αμφιθυμία τής ατομικότητος επανέρχεται στα γραπτά τής φιλοσοφίας τής ταυτότητος, στα οποία εκείνη η διττότης τίθεται σαν θέμα και εξηγείται στην γένεσή της. Από το ένα μέρος η πεπερασμένη ατομικότης αναγνωρίζεται σαν αναγκαία έκφραση τού Απολύτου. “Κάθε ξεχωριστό όν εάν δεν είναι απόλυτο είναι όμως άπειρο στο γένος του. Εκφράζει το γένος του, το είναι τής απολύτου ταυτότητος, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το εκφράζει το άπειρο”. Έτσι και στον Bruno επίσης (1802), ισχυρίζεται ότι σε κάθε συγκεκριμένο όν υπάρχει ολόκληρο το σύμπαν, έτσι ώστε λόγω ή εκ της ουσίας κάθε πράγμα είναι ίσο προς τα άλλα, μία θέση που θα επαναλάβει στην συνέχεια! Αλλά μ’αυτόν τον τρόπο καταλήγει να αφαιρέσει κάθε αυτονομία στην πεπερασμένη ατομικότητα: εάν η ουσία της είναι το άπειρο, στο οποίο κάθε πράγμα εξομοιώνεται στα άλλα, τότε σαν ιδιαίτερο, είναι αμέσως και αναγκαίως ένα πράγμα ξεχωριστό, η μορφή της οποίας είναι ακατάλληλη στην ουσία [το καθόλου] και σε αντίφαση μ’αυτή. Από αυτή την άποψη η ατομικότης δεν επιτελεί πλέον την λειτουργία τής μεσολαβήσεως τού απείρου με το πεπερασμένο, διότι έλειψε ακριβώς ο χώρος αυτής τής μεσολαβήσεως και μάλιστα αντικαθίσταται η ίδια η έννοια τής ατομικότητος (τουλάχιστον όταν γίνεται λόγος για τον άνθρωπο) από εκείνη τής ιδιαιτερότητος, μία έννοια η οποία μοιάζει να παρουσιάζει καλύτερα τήν αρνητικότητα τού πεπερασμένου (ενώ η έννοια τής ατομικότητος παραπέμπει σε μία άτμητη ενότητα, σε ένα ενωμένο όλον). Αντί για μεσολάβηση έχουμε μάλλον μία διάλυση τού ξεχωριστού, τού ιδιαιτέρου, στην ολότητα. Αυτή η διάλυση είναι η αληθινή ταυτότης τού απείρου και τού πεπερασμένου. Το πεπερασμένο είναι μόνον στο άπειρο αλλά ακριβώς γι’αυτό παύει να είναι πεπερασμένο!
Πολλαπλασιάζονται στα γραπτά αυτών τών ετών οι εκφράσεις οι σχετικές με την αρνητικότητα και τον μηδενισμό τού πεπερασμένου καθότι μερικότης και ατομικότης, ιδιαιτερότης. “Αυτή (εκείνη η πραγματική) περατότης όχι μόνον δεν είναι σε ενότητα με το άπειρο, αλλά δεν είναι απολύτως τίποτε”. Το απόλυτο είναι το μόνο πραγματικό, ενώ τα περασμένα πράγματα δεν είναι πραγματικά. Το θεμέλιο τους δεν είναι δυνατόν να βρεθεί λοιπόν σε μία μετοχή πραγματικότητος σ’αυτά ή στο υπόβαθρό τους, μία μετοχή η οποία θα προερχόταν από το Απόλυτο, αλλά αντιθέτως μόνον σε μία απομάκρυνση και σε μία πτώση από το Απόλυτο”. “Το πεπερασμένο δεν έχει τίποτε θετικό, είναι μόνον η όψη των ιδεών λόγω του ότι αυτές είναι ανεξάρτητες. Το συγκεκριμένο, ιδιαίτερο πράγμα δεν είναι άλλο παρά το σχετικό μη-είναι του ιδιαιτέρου αυτού πράγματος σε σχέση με την ιδέα. Η χρονικότης τής ζωής τών πραγμάτων είναι μία οδός τού μηδενός. Το πεπερασμένο δεν μπορεί, αιωνίως να ζήσει στ’αλήθεια. Κάθε περατότης είναι άρνηση τού Είναι”. Ίσως δεν υπάρχει χωρίο να εκφράζει τον μηδενισμό των ξεχωριστών πραγμάτων με μεγαλύτερη πληρότητα από το ΙΧ απόφθεγμα της φιλοσοφίας της Φύσεως: “Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τόσο η ουσία τού φωτός όσο και η παρουσία της δεν μας επιτρέπει να δούμε τον καθαρό αέρα, έτσι δεν μπορούμε να δούμε τα πράγματα ούτε χωρίς την ουσία ούτε με αυτή. Όχι χωρίς αυτή, διότι έτσι χάνονται στην νύχτα, ούτε με αυτή, διότι μ’αυτόν τον τρόπο είναι το Ένα που διαφαίνεται διεισδύοντας μέσω αυτών”.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου