Συνέχεια από Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023
ΤΟ ΟΛΟΝΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Οψεις της θεολογίας της ιστορίας
1) Tο όραμα του Αυγουστίνου
Το βιβλίο ΧΙ είναι το βιβλίο του χρόνου. Όπως η ανάλυση της μνήμης –μ’ έναν τρόπο ίσως ακόμη περισσότερο ουσιαστικό– έτσι και του χρόνου είναι μαζί θεολογική και φιλοσοφική. Ξεκινά με μία μεγάλη προσευχή στον θεό της αιωνιότητος, ο οποίος γνωρίζει καλά την προσευχή και τον αγώνα αυτού που ζει στον χρόνο, στον οποίο (θεό) ανήκει η ημέρα και η νύχτα, στην κλήση του οποίου όλες οι στιγμές χάνονται, ο οποίος εδημιούργησε ουρανό και γη με τον αιώνιο Λόγο του (ΧΙ, 1-9).
Από το ένα μέρος λοιπόν, ο θεός στον αιώνιο Λόγο του εμφανίζεται σαν αμετάβλητος (stabilis veritas). Από το άλλο το δημιούργημά του είναι μεταβλητό, έρχεται από τον θεό και διέρχεται στο επίπεδο της μη-θεότητος, από τον ορίζοντα του αμετάβλητου. «Ναι, ακόμη και όταν δεχόμαστε μια προτροπή από τα ασταθή σου πλάσματα, πάλι αυτή μας οδηγεί στη σταθερή Αλήθεια. Ναι, μονάχα εκεί μαθαίνουμε αληθινά, και μένουμε σταθεροί και ακούμε “χαίροντες χαρά δια την φωνήν του νυμφίου”, γιατί επιστρέφουμε σε εκείνον από τον οποίο ερχόμαστε. Ναι γιατί εκείνος είναι η Αρχή: αν δεν έμενε σταθερός όσο εμείς πλανιόμαστε, δεν θα ξέραμε που να επιστρέψουμε»(ΧΙ,10). Προερχόμαστε από τον θεό, το πρώτο είναι Δημιουργία, το άλλο είναι πτώση. Ποιος όμως μπορεί να ξεχωρίσει τα δύο πράγματα στην συγκεκριμένη υπαρξιακή συνείδηση; Η ανάλυση του χρόνου η οποία ακολουθεί αυτές τις διαπιστώσεις εξαρτάται ουσιαστικά από αυτό το δίλημμα!
Τόσο η σκέψη όσο και η αγάπη είχαν περιγραφεί στο προηγούμενο βιβλίο σαν συγκέντρωση αυτού που ήταν διασκορπισμένο ή κρυμμένο στην μνήμη, ώστε να αποκτήσει συν-κέντρωση (πρό-θεση) και μεγαλύτερη οργάνωση (continentia). Για τον αιώνιο Δημιουργό δεν υπήρχε η ανάγκη αυτής της συγκεντρώσεως: «Είσαι πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, και προχωρείς και πέρα από το μέλλον, από τα ύψη της πάντα παρούσας αιωνιότητός σου, γιατί και το μέλλον έρχεται για να γίνει παρελθόν»(ΧΙ, 16). Αλλ’ όμως το δημιούργημά σου δεν βρίσκει εις εαυτόν την δική του ικανότητα να είναι: αυτή είναι «χρόνος», το χαρακτηριστικό του οποίου είναι «ότι οδεύει προς το μη-είναι»(ΧΙ, 17). Το μέλλον και το παρελθόν μπορεί να είναι μακρό ή κοντό, στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχουν καθότι μέλλον και παρελθόν (ΧΙ,23). Μόνον το παρόν υπάρχει, «το οποίο όμως περνά σαν κλέφτης από το μέλλον στο παρελθόν ώστε να μην διαθέτει καμμιά, ούτε μια ελάχιστη διάρκεια (extenditur). Δεν έχει καθόλου έκταση (spatium)»(ΧΙ, 20). Και γι’ αυτό όταν εμείς ξεχωρίζουμε μεγέθη χρόνου μεγάλα ή μικρά, τα μετράμε μέσω της αισθήσεως που έχουμε (ΧΙ, 21). Δηλαδή επειδή στην πραγματικότητα διαθέτουμε μόνον το παρόν και όχι την επέκταση, πως θα μπορούσαμε να μετρήσουμε μια επέκταση μέσω αυτού που δεν επεκτείνεται; (ΧΙ, 27) Ή μήπως πρέπει να βεβαιώσουμε πως το παρόν το ίδιο έχει τρεις διαστάσεις: το παρόν του παρελθόντος, το παρόν του παρόντος, το παρόν του μέλλοντος! Το πρώτο να περιγράφεται σαν μνήμη, το δεύτερο σαν όραμα και το τρίτο σαν αναμονή; (ΧΙ, 26) Όλο αυτό όμως δεν αλλάζει πάλι το γεγονός πως εμείς «μετρούμε μόνον αυτό που περνά». Μεταφερόμενους στους απέραντους χώρους της μνήμης, ο χρόνος φαντάζει σαν κάτι εξαιρετικώς ασύστατο (ΧΙ, 27). Ο Αυγουστίνος στρέφεται ξανά στη προσευχή και σ’ αυτό το σημείο για να ζητήσει σαν δώρο από τον θεό την λύση αυτού του λεπτού προβλήματος. Εκ των πραγμάτων αυτή η λύση δεν προέρχεται από τον αριστοτελικό ορισμό σύμφωνα με τον οποίο ο χρόνος είναι η διάρκεια μετρημένη με την κίνηση (την σταθερή) των ουρανίων σωμάτων. Η δυσκολία βρίσκεται ακριβώς στην ψυχική εμπειρία της διάρκειας (ΧΙ, 29) η οποία εμπλέκει καθαρά μία έννοια ξεδιπλώματος (dis-tensio. Μια εξωτερική κίνηση. Την οποία ολοκληρώνει ο Αυγουστίνος εσωτερικεύοντάς την, ορίζοντας την in-tensio, αλλάζοντάς της κατεύθυνση). Με αυτή την λέξη ο Αυγουστίνος (dis-tensio) μεταφράζει την ήδη υπάρχουσα στους νεοπλατωνικούς έννοια, και καθορισμένη από τον Γρηγόριο Νύσσης τελικώς, σαν διάστασις. Η επέκταση με τον τρόπο της διάρκειας υπάρχει επίσης και όταν δεν υπάρχει κίνηση σωμάτων («οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συλλάβουν, να αντιληφθούν μια τέτοια διάρκεια ακόμη και αν κατοικούσαν σε σπήλαια όπου δεν θα μπορούσαν να δουν την ανατολή και την δύση του ηλίου»). Έτσι λοιπόν ο χρόνος μπορεί να ορισθεί σαν διάστασις.
Αλλά τι πράγμα είναι αυτή η διάστασις; Πρώτα απ’ όλα είναι ξεκάθαρο πως αυτό που είναι διασκορπισμένο για να μπορέσει να γίνει ορατό και μετρήσιμο πρέπει να συγκεντρωθεί σε κάποιο μέρος, και στην περίπτωσή μας, ένας τέτοιος τόπος μπορεί να είναι μόνον η ψυχή. «Εγώ δεν μετρώ τις διάρκειες καθ’ εαυτές, οι οποίες δεν υπάρχουν πια, αλλά κάτι που παραμένει τυπωμένο στην μνήμη μου. Μέσα σε μένα, πνεύμα μου, εγώ μετρώ τον χρόνο»(ΧΙ, 35-36). Αυτό όμως είναι δυνατόν μόνον εάν το πνεύμα λαμβάνει μέρος στην επέκταση –περιμένοντας, προσέχοντας και ενθυμούμενο– και ταυτόχρονα επιμένει σε μια διαρκή συγκέντρωση (Perolurat attention, XI, 37) η οποία επιτρέπει την συγκέντρωση αυτού που κυλά στο παρόν. Συμβαίνει όπως σε μία κλεψύδρα, μέσα στην οποία αδειάζει το ανώτερο δοχείο (το αναμενόμενο μέλλον) μέσα από στενό πέρασμα (το παρόν) ενώ γεμίζει το κατώτερο δοχείο (το ζωντανό παρελθόν): «Καθώς ετοιμάζομαι να απαγγείλω ένα ποίημα που γνωρίζω, πριν αρχίσω η αναμονή μου επεκτείνεται προς όλο το ποίημα, μετά την αρχή όμως, με τις στροφές τις οποίες αποδίδω ξανά στο παρελθόν επεκτείνεται και η μνήμη μου. Η ζωτική ενέργεια της πράξεως εξαπλώνεται προς την μνήμη, για αυτά που είπα, και προς την αναμονή, γι’ αυτό που θα πω: είναι όμως παρούσα και η προσοχή μου, για την οποία το μέλλον μεταφράζεται σε παρελθόν. Αυτή η εξάπλωση δεν είναι μόνον το ψυχολογικό άπλωμα του χρόνου, στο οποίο η διάρκεια βιώνεται αμέσως σαν ενότης, αλλά “ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου”, ο χρόνος του κόσμου των ανθρώπων, “του οποίου αποτελούν μέρος όλες οι ζωές των ανθρώπων”» (ΧΙ, 38). Πρόκειται λοιπόν για τον χρόνο της ιστορίας, η οποία σαν ανθρώπινη διάρκεια αντιπροσωπεύει ένα ομογενές και λογικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Ο ζωώδης χρόνος (Χ, 26), υπάνθρωπος, και ο χρόνος των Αγγέλων, παρότι είναι και αυτοί μέσα της διάρκειας κτιστών πραγματικοτήτων, ανήκουν σε μιαν άλλη διάσταση.
Αυτή η διάσταση του πνεύματος, προϋπόθεση της εμπειρίας του χρόνου, εξηγείται θεολογικώς από τον Αυγουστίνο, πάντοτε στις “Εξομολογήσεις”: Αυτή είναι, σε μια αδιαίρετη ενότητα, χρόνος δημιουργίας και χρόνος αμαρτίας. «Εγώ είμαι βουτηγμένος στον χρόνο, την νομοτέλεια του οποίου δεν γνωρίζω, ενώ οι σκέψεις μου είναι αναστατωμένες από την ένταση των αλλαγών μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Μέχρι την ημέρα που θα ενωθώ με Σένα, καθαρός και βουτηγμένος στο πυρ της αγάπης Σου. Διότι η φιλανθρωπία σου είναι ανώτερη από όλες τις ζωές (Ψαλμοί 62,4), να που η ζωή μου δεν ήταν παρά ένας περισπασμός, καθώς η δεξιά σου με περιμάζευε στον Κύριό μου, τον Υιό του ανθρώπου, μεσάζοντα ανάμεσα σε σένα, τον Ένα και εμάς, τους πολλούς, σε πολλά πράγματα και σε πολλές μορφές, μέχρις ότου μέσα από σένα “εγώ θα πλησιάσω αυτόν που με πλησίασε” και μέχρις να με ξανασυστήσει μετά τον καιρό στον οποίο θα ακολουθώ το Ένα. Έχοντας λησμονήσει τα παρελθόντα, ούτε και προς τα μέλλοντα, που θα περάσουν, αλλά μόνον προς εκείνα που υπάρχουν απέναντί μου, δίνοντας σημασία, καθόλου εξαπλωμένος, αλλά τεντωμένος, όχι σε διάσταση, αλλά με ένταση ακολουθώ την αγάπη της κλήσεως από ψηλά (Φιλ. 3, 12-14). Τότε θα ακούσω την φωνή επιβραβεύσεώς Σου (Ψαλμ. 25,7) και θα θεωρήσω όλα σου τα αγαθά, τα οποία ούτε έρχονται, ούτε φεύγουν»(ΧΙ.39).
Το απόσπασμα του Παύλου μας επιτρέπει να οργανώσουμε ολόκληρο το τόξο της εξάπλωσης του χρόνου σαν κάτι ουσιαστικώς του παρελθόντος, και να διακρίνουμε την ένταση προς αυτό που στέκει μπρος και ψηλά –από όπου προήλθε ήδη η Χάρις η οποία καλεί και συγκεντρώνει– από ένα μέλλον δεμένο στον χρόνο . Αυτό που ο Αυγουστίνος ονομάζει “μέρες περασμένες” ονομάζονται στο γράμμα προς τους Εφεσίους “μέρες οργής” με την παράκληση να “εκμεταλλευθούμε καλά τον χρόνο”. «Τί πράγμα σημαίνει εκμεταλλεύομαι καλά τον χρόνο; Θέλει να πει να ζήσουμε τις στιγμές του χρόνου –και όπου είναι αναγκαίο χάνοντας ακόμη και εποχιακές ευκαιρίες– με συνεχή ένταση προς την κατάκτηση του αιωνίου». «Να εκμεταλλευθούμε καλά τον χρόνο σημαίνει: όταν κάποιος προσπαθεί να μαλώσει μαζί σου, παραιτήσου από το δικό σου, προκειμένου να παραμείνεις στον θεό και να μην κατοικήσεις στον θυμό. Όταν χάνεις κάτι με σκοπό να δεχθείς κάτι άλλο, τότε το αγοράζεις: διότι αυτό που θα αποκτήσεις είναι αγορασμένο, καθώς αυτό που χάνεις είναι η τιμή του». Να κερδίζεις μέσα από το χάσιμο: αυτή είναι η αναγκαία παραίτηση, η συγκέντρωση του διεσπαρμένου Είναι στον χρόνο χωρίς καμμία μορφή. Πέφτω στον χρόνο σημαίνει «εκτρέπομαι»(ΧΙ, 10), «πετάγομαι έξω», «χάνομαι στα διάφορα γεγονότα του χρόνου»(ΧΙΙ, 19). Θέλει να πει «βυθίζομαι» για να «αναστηθώ» ξανά μέσω της Χάριτος του Κυρίου(ΧΙΙΙ, 8). Θέλει να πει πάνω απ’ όλα βυθίζομαι σ’ εκείνη την άβυσσο που είναι η Δημιουργία καθ’ εαυτή, έξω από το δημιουργικό έργο της Χάριτος του θεού: δηλαδή αυτό που γίνεται ο άνθρωπος που ξεχνά τον θεό. «Αποκολλούμενη από την πηγή της αληθινής ζωής η ψυχή πεθαίνει και κατόπιν τούτου εμπλέκεται στον ορμητικό τροχό του κόσμου και απορροφάται από αυτόν»(ΧΙΙΙ, 30).
Από το ένα μέρος λοιπόν, ο θεός στον αιώνιο Λόγο του εμφανίζεται σαν αμετάβλητος (stabilis veritas). Από το άλλο το δημιούργημά του είναι μεταβλητό, έρχεται από τον θεό και διέρχεται στο επίπεδο της μη-θεότητος, από τον ορίζοντα του αμετάβλητου. «Ναι, ακόμη και όταν δεχόμαστε μια προτροπή από τα ασταθή σου πλάσματα, πάλι αυτή μας οδηγεί στη σταθερή Αλήθεια. Ναι, μονάχα εκεί μαθαίνουμε αληθινά, και μένουμε σταθεροί και ακούμε “χαίροντες χαρά δια την φωνήν του νυμφίου”, γιατί επιστρέφουμε σε εκείνον από τον οποίο ερχόμαστε. Ναι γιατί εκείνος είναι η Αρχή: αν δεν έμενε σταθερός όσο εμείς πλανιόμαστε, δεν θα ξέραμε που να επιστρέψουμε»(ΧΙ,10). Προερχόμαστε από τον θεό, το πρώτο είναι Δημιουργία, το άλλο είναι πτώση. Ποιος όμως μπορεί να ξεχωρίσει τα δύο πράγματα στην συγκεκριμένη υπαρξιακή συνείδηση; Η ανάλυση του χρόνου η οποία ακολουθεί αυτές τις διαπιστώσεις εξαρτάται ουσιαστικά από αυτό το δίλημμα!
Τόσο η σκέψη όσο και η αγάπη είχαν περιγραφεί στο προηγούμενο βιβλίο σαν συγκέντρωση αυτού που ήταν διασκορπισμένο ή κρυμμένο στην μνήμη, ώστε να αποκτήσει συν-κέντρωση (πρό-θεση) και μεγαλύτερη οργάνωση (continentia). Για τον αιώνιο Δημιουργό δεν υπήρχε η ανάγκη αυτής της συγκεντρώσεως: «Είσαι πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, και προχωρείς και πέρα από το μέλλον, από τα ύψη της πάντα παρούσας αιωνιότητός σου, γιατί και το μέλλον έρχεται για να γίνει παρελθόν»(ΧΙ, 16). Αλλ’ όμως το δημιούργημά σου δεν βρίσκει εις εαυτόν την δική του ικανότητα να είναι: αυτή είναι «χρόνος», το χαρακτηριστικό του οποίου είναι «ότι οδεύει προς το μη-είναι»(ΧΙ, 17). Το μέλλον και το παρελθόν μπορεί να είναι μακρό ή κοντό, στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχουν καθότι μέλλον και παρελθόν (ΧΙ,23). Μόνον το παρόν υπάρχει, «το οποίο όμως περνά σαν κλέφτης από το μέλλον στο παρελθόν ώστε να μην διαθέτει καμμιά, ούτε μια ελάχιστη διάρκεια (extenditur). Δεν έχει καθόλου έκταση (spatium)»(ΧΙ, 20). Και γι’ αυτό όταν εμείς ξεχωρίζουμε μεγέθη χρόνου μεγάλα ή μικρά, τα μετράμε μέσω της αισθήσεως που έχουμε (ΧΙ, 21). Δηλαδή επειδή στην πραγματικότητα διαθέτουμε μόνον το παρόν και όχι την επέκταση, πως θα μπορούσαμε να μετρήσουμε μια επέκταση μέσω αυτού που δεν επεκτείνεται; (ΧΙ, 27) Ή μήπως πρέπει να βεβαιώσουμε πως το παρόν το ίδιο έχει τρεις διαστάσεις: το παρόν του παρελθόντος, το παρόν του παρόντος, το παρόν του μέλλοντος! Το πρώτο να περιγράφεται σαν μνήμη, το δεύτερο σαν όραμα και το τρίτο σαν αναμονή; (ΧΙ, 26) Όλο αυτό όμως δεν αλλάζει πάλι το γεγονός πως εμείς «μετρούμε μόνον αυτό που περνά». Μεταφερόμενους στους απέραντους χώρους της μνήμης, ο χρόνος φαντάζει σαν κάτι εξαιρετικώς ασύστατο (ΧΙ, 27). Ο Αυγουστίνος στρέφεται ξανά στη προσευχή και σ’ αυτό το σημείο για να ζητήσει σαν δώρο από τον θεό την λύση αυτού του λεπτού προβλήματος. Εκ των πραγμάτων αυτή η λύση δεν προέρχεται από τον αριστοτελικό ορισμό σύμφωνα με τον οποίο ο χρόνος είναι η διάρκεια μετρημένη με την κίνηση (την σταθερή) των ουρανίων σωμάτων. Η δυσκολία βρίσκεται ακριβώς στην ψυχική εμπειρία της διάρκειας (ΧΙ, 29) η οποία εμπλέκει καθαρά μία έννοια ξεδιπλώματος (dis-tensio. Μια εξωτερική κίνηση. Την οποία ολοκληρώνει ο Αυγουστίνος εσωτερικεύοντάς την, ορίζοντας την in-tensio, αλλάζοντάς της κατεύθυνση). Με αυτή την λέξη ο Αυγουστίνος (dis-tensio) μεταφράζει την ήδη υπάρχουσα στους νεοπλατωνικούς έννοια, και καθορισμένη από τον Γρηγόριο Νύσσης τελικώς, σαν διάστασις. Η επέκταση με τον τρόπο της διάρκειας υπάρχει επίσης και όταν δεν υπάρχει κίνηση σωμάτων («οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συλλάβουν, να αντιληφθούν μια τέτοια διάρκεια ακόμη και αν κατοικούσαν σε σπήλαια όπου δεν θα μπορούσαν να δουν την ανατολή και την δύση του ηλίου»). Έτσι λοιπόν ο χρόνος μπορεί να ορισθεί σαν διάστασις.
Αλλά τι πράγμα είναι αυτή η διάστασις; Πρώτα απ’ όλα είναι ξεκάθαρο πως αυτό που είναι διασκορπισμένο για να μπορέσει να γίνει ορατό και μετρήσιμο πρέπει να συγκεντρωθεί σε κάποιο μέρος, και στην περίπτωσή μας, ένας τέτοιος τόπος μπορεί να είναι μόνον η ψυχή. «Εγώ δεν μετρώ τις διάρκειες καθ’ εαυτές, οι οποίες δεν υπάρχουν πια, αλλά κάτι που παραμένει τυπωμένο στην μνήμη μου. Μέσα σε μένα, πνεύμα μου, εγώ μετρώ τον χρόνο»(ΧΙ, 35-36). Αυτό όμως είναι δυνατόν μόνον εάν το πνεύμα λαμβάνει μέρος στην επέκταση –περιμένοντας, προσέχοντας και ενθυμούμενο– και ταυτόχρονα επιμένει σε μια διαρκή συγκέντρωση (Perolurat attention, XI, 37) η οποία επιτρέπει την συγκέντρωση αυτού που κυλά στο παρόν. Συμβαίνει όπως σε μία κλεψύδρα, μέσα στην οποία αδειάζει το ανώτερο δοχείο (το αναμενόμενο μέλλον) μέσα από στενό πέρασμα (το παρόν) ενώ γεμίζει το κατώτερο δοχείο (το ζωντανό παρελθόν): «Καθώς ετοιμάζομαι να απαγγείλω ένα ποίημα που γνωρίζω, πριν αρχίσω η αναμονή μου επεκτείνεται προς όλο το ποίημα, μετά την αρχή όμως, με τις στροφές τις οποίες αποδίδω ξανά στο παρελθόν επεκτείνεται και η μνήμη μου. Η ζωτική ενέργεια της πράξεως εξαπλώνεται προς την μνήμη, για αυτά που είπα, και προς την αναμονή, γι’ αυτό που θα πω: είναι όμως παρούσα και η προσοχή μου, για την οποία το μέλλον μεταφράζεται σε παρελθόν. Αυτή η εξάπλωση δεν είναι μόνον το ψυχολογικό άπλωμα του χρόνου, στο οποίο η διάρκεια βιώνεται αμέσως σαν ενότης, αλλά “ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου”, ο χρόνος του κόσμου των ανθρώπων, “του οποίου αποτελούν μέρος όλες οι ζωές των ανθρώπων”» (ΧΙ, 38). Πρόκειται λοιπόν για τον χρόνο της ιστορίας, η οποία σαν ανθρώπινη διάρκεια αντιπροσωπεύει ένα ομογενές και λογικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Ο ζωώδης χρόνος (Χ, 26), υπάνθρωπος, και ο χρόνος των Αγγέλων, παρότι είναι και αυτοί μέσα της διάρκειας κτιστών πραγματικοτήτων, ανήκουν σε μιαν άλλη διάσταση.
Αυτή η διάσταση του πνεύματος, προϋπόθεση της εμπειρίας του χρόνου, εξηγείται θεολογικώς από τον Αυγουστίνο, πάντοτε στις “Εξομολογήσεις”: Αυτή είναι, σε μια αδιαίρετη ενότητα, χρόνος δημιουργίας και χρόνος αμαρτίας. «Εγώ είμαι βουτηγμένος στον χρόνο, την νομοτέλεια του οποίου δεν γνωρίζω, ενώ οι σκέψεις μου είναι αναστατωμένες από την ένταση των αλλαγών μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Μέχρι την ημέρα που θα ενωθώ με Σένα, καθαρός και βουτηγμένος στο πυρ της αγάπης Σου. Διότι η φιλανθρωπία σου είναι ανώτερη από όλες τις ζωές (Ψαλμοί 62,4), να που η ζωή μου δεν ήταν παρά ένας περισπασμός, καθώς η δεξιά σου με περιμάζευε στον Κύριό μου, τον Υιό του ανθρώπου, μεσάζοντα ανάμεσα σε σένα, τον Ένα και εμάς, τους πολλούς, σε πολλά πράγματα και σε πολλές μορφές, μέχρις ότου μέσα από σένα “εγώ θα πλησιάσω αυτόν που με πλησίασε” και μέχρις να με ξανασυστήσει μετά τον καιρό στον οποίο θα ακολουθώ το Ένα. Έχοντας λησμονήσει τα παρελθόντα, ούτε και προς τα μέλλοντα, που θα περάσουν, αλλά μόνον προς εκείνα που υπάρχουν απέναντί μου, δίνοντας σημασία, καθόλου εξαπλωμένος, αλλά τεντωμένος, όχι σε διάσταση, αλλά με ένταση ακολουθώ την αγάπη της κλήσεως από ψηλά (Φιλ. 3, 12-14). Τότε θα ακούσω την φωνή επιβραβεύσεώς Σου (Ψαλμ. 25,7) και θα θεωρήσω όλα σου τα αγαθά, τα οποία ούτε έρχονται, ούτε φεύγουν»(ΧΙ.39).
Το απόσπασμα του Παύλου μας επιτρέπει να οργανώσουμε ολόκληρο το τόξο της εξάπλωσης του χρόνου σαν κάτι ουσιαστικώς του παρελθόντος, και να διακρίνουμε την ένταση προς αυτό που στέκει μπρος και ψηλά –από όπου προήλθε ήδη η Χάρις η οποία καλεί και συγκεντρώνει– από ένα μέλλον δεμένο στον χρόνο . Αυτό που ο Αυγουστίνος ονομάζει “μέρες περασμένες” ονομάζονται στο γράμμα προς τους Εφεσίους “μέρες οργής” με την παράκληση να “εκμεταλλευθούμε καλά τον χρόνο”. «Τί πράγμα σημαίνει εκμεταλλεύομαι καλά τον χρόνο; Θέλει να πει να ζήσουμε τις στιγμές του χρόνου –και όπου είναι αναγκαίο χάνοντας ακόμη και εποχιακές ευκαιρίες– με συνεχή ένταση προς την κατάκτηση του αιωνίου». «Να εκμεταλλευθούμε καλά τον χρόνο σημαίνει: όταν κάποιος προσπαθεί να μαλώσει μαζί σου, παραιτήσου από το δικό σου, προκειμένου να παραμείνεις στον θεό και να μην κατοικήσεις στον θυμό. Όταν χάνεις κάτι με σκοπό να δεχθείς κάτι άλλο, τότε το αγοράζεις: διότι αυτό που θα αποκτήσεις είναι αγορασμένο, καθώς αυτό που χάνεις είναι η τιμή του». Να κερδίζεις μέσα από το χάσιμο: αυτή είναι η αναγκαία παραίτηση, η συγκέντρωση του διεσπαρμένου Είναι στον χρόνο χωρίς καμμία μορφή. Πέφτω στον χρόνο σημαίνει «εκτρέπομαι»(ΧΙ, 10), «πετάγομαι έξω», «χάνομαι στα διάφορα γεγονότα του χρόνου»(ΧΙΙ, 19). Θέλει να πει «βυθίζομαι» για να «αναστηθώ» ξανά μέσω της Χάριτος του Κυρίου(ΧΙΙΙ, 8). Θέλει να πει πάνω απ’ όλα βυθίζομαι σ’ εκείνη την άβυσσο που είναι η Δημιουργία καθ’ εαυτή, έξω από το δημιουργικό έργο της Χάριτος του θεού: δηλαδή αυτό που γίνεται ο άνθρωπος που ξεχνά τον θεό. «Αποκολλούμενη από την πηγή της αληθινής ζωής η ψυχή πεθαίνει και κατόπιν τούτου εμπλέκεται στον ορμητικό τροχό του κόσμου και απορροφάται από αυτόν»(ΧΙΙΙ, 30).
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου