Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Λόγος Θεολογικός πρώτος (Β’): Το Συνάναρχον των Τριαδικών Προσώπων – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

 Συνέχεια από: Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Απ’ αυτά λοιπόν και από τα παρόμοια πληροφορούμαστε και βεβαιωνόμαστε ότι ο ίδιος είναι ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα και μας έπλασε, αφού πήρε χώμα από τη γη1 ότι είναι ο Θεός που μας χάρισε νου και λόγο και ψυχή πνευματική, που μας δημιούργησε σύμφωνα με την εικόνα του και με τη δυνατότητα να γίνουμε όμοιοι μ’ αυτόν2, και που απομάκρυνε από μας το σκότος της άγνοιας, και ότι ο ίδιος είναι ο Θεός που με κάποιο αμυδρό τρόπο αξίωσε να δείξει σ’ εμάς σαν σε σκιά αυτά που είναι επάνω από τα ανθρώπινα, αντλώντας παράδειγμα από τα ανθρώπινα, από τα οποία ότι, όπως δημιούργησε κατά την πλάση του σώματος συγχρόνως το νου μας και την ψυχή και τον ίδιο τον ενδιάθετο λόγο μας- διότι με το να πει η Γραφή, ότι «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, παίρνοντας χώμα από τη γη, και εμφύσησε στο πρόσωπό του πνεύμα ζωής, και έγινε ο άνθρωπος ζωντανή ύπαρξη3, δείχνει ότι υπήρχε μαζί με την ψυχή ο νους μας και ο λόγος, χωρίς να υπάρχει από πριν μόνο του ένα απ’ αυτά και χωρίς να προηγηθεί το ένα από το άλλο, επειδή τα τρία αυτά είναι συγχρόνως ένα και δόθηκαν σ’ εμάς σε ένα πνεύμα ζωής. Όπως λοιπόν σ’ αυτά δεν υπήρχε από πριν το ένα και δεν προηγήθηκε το ένα από το άλλο, επειδή αυτά έχουν μία ουσία και φύση, κατά τον ίδιο τρόπο ούτε στην αγία και ομοούσια και ομότιμη Τριάδα υπήρχε από πριν το ένα πρόσωπο από το άλλο. Διότι ούτε είχε ποτέ ο δημιουργός της εικόνας4 Θεός, που είναι τρισυπόστατος, προηγούμενο το ένα από τα τρία πρόσωπα, αλλά τα τρία πρόσωπα ήταν συγχρόνως ένας Θεός, ο Θεός, και, κατά τον ίδιο τρόπο, ο ένας Θεός ήταν πάντοτε τρία πρόσωπα.

Αυτό λοιπόν ομολογούμε και πιστεύουμε και διακηρύττουμε σε όλους τους άλλους, που δεν τολμούν να λένε και να ερευνούν αυτά που αναφέρονται στον Θεό ότι δηλαδή υπάρχει Θεός τρισυπόστατος, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, η Αγία Τριάδα, στην οποία έχουμε βαπτισθεί· αυτό βεβαιωθήκαμε από τις ενέργειες και από τα χαρίσματα του Πνεύματος, που δόθηκαν σ’ εμάς, και από τις ίδιες τις ιερές παραδόσεις και τα Ευαγγέλια. Αλλά, πώς ο Θεός είναι Τριάδα, η οποία είναι δημιουργός των πάντων, πότε άρχισε να υπάρχει ή τι λογής είναι ή από πού προήλθε, εμείς, που είμαστε δημιουργήματα, δεν γνωρίζουμε. Αν όμως δεν γνωρίζουμε, όπως και δεν γνωρίζουμε, τότε πόσους κεραυνούς αξίζουμε, επειδή μιλούμε γι’ αυτά που δεν γνωρίζουμε; Διότι αυτό που δεν είναι κανένα από όλα αυτά που έγιναν, ούτε από τα ορατά ούτε από τα αόρατα, πώς μπορούμε να το γνωρίζουμε εμείς οι ορατοί και δημιουργημένοι, οι φθαρτοί, οι αισθητοί, οι τυφλοί και αφώτιστοι; Και μάλιστα, όταν οι αμαρτίες μας ορθώνονται ανάμεσα σ’ εμάς και στον Θεό σαν ένα

τείχος, και μας εμποδίζουν από τον Θεό, που, αν δεν το γκρεμίσουμε και δεν το ξεπεράσουμε με τη μετάνοια, όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε τον Θεό, αλλά ούτε θα καταλάβουμε ότι είμαστε άνθρωποι. Διότι, αν το εμπόδιο στέκεται και μας χωρίζει από το φως, πώς θα μπορέσουμε, ζώντας μέσα στο σκότος, να δούμε καλά τους εαυτούς μας, ή πώς θα γνωρίσουμε τί λογής και από πού είμαστε ή πού είμαστε και από πού ερχόμαστε ή που πηγαίνουμε και ποιοί είμαστε αληθινά; Αν όμως δεν γνωρίζουμε τους εαυτούς μας, τότε πολύ περισσότερο δεν γνωρίζουμε αυτόν, που είναι ασύγκριτα ανώτερος από μας. Διότι, αν δεν αγνοούσαμε τους εαυτούς μας, δεν θα μιλούσαμε με τολμηρό τρόπο για τον Θεό· διότι το να μιλούμε για τον Θεό και για τα θεία πράγματα, ενώ είμαστε αφώτιστοι και στερημένοι από Άγιο Πνεύμα, φανερώνει την άγνοια του εαυτού μας. Και είναι φυσικό· διότι, αν γνωρίζαμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας, δεν θα τους θεωρούσαμε ποτέ άξιους να ατενίσουν στον ουρανό, ούτε να βλέπουν το φως αυτού του κόσμου, ούτε να πατούν την ίδια τη γη, αλλά θα είμαστε πρόθυμοι να κρυφθούμε κάτω από τη γη.

Διότι, πες μου, τί είναι πιο ακάθαρτο από εκείνον που επιχειρεί να διδάσκει με οίηση και υπερηφάνεια τα πράγματα του Πνεύματος χωρίς Πνεύμα; Τί είναι πιο αισχρό από εκείνον που δεν μετανόησε και δεν καθάρισε από πριν τον εαυτό του, αλλά τα άφησε αυτά και θέλει με μόνη την ψεύτικη γνώση και την κοσμική σοφία να θεολογεί και να συζητά με τολμηρό τρόπο γι’ αυτά που υπάρχουν, και που υπάρχουν πάντοτε κατά τον ίδιο τρόπο αμετάβλητα; Διότι αυτός, και καμία άλλη αμαρτία να μην έκανε, κάτι που είναι αδύνατο, ωστόσο αυτό και μόνο τον κάνει υπόδικο για την αιώνια κρίση, επειδή «κάθε υπερήφανος είναι ακάθαρτος για τον Κύριο».5 Διότι κάποιοι απ’ αυτούς παρασύρθηκαν σε τόση μεγάλη ανοησία, ώστε ούτε να λένε ούτε να νομίζουν ότι αμάρτησαν. Απορώ για την παραφροσύνη τους! Κανείς δεν είναι αναμάρτητος, παρά μόνο ένας ο Θεός. «Διότι όλοι αμάρτησαν», λέει ο θείος απόστολος, «και στερούνται από τη δόξα του Θεού, αλλά ο Θεός τους δικαιώνει δωρεάν με τη χάρη του».6 Αν όμως σύμφωνα με τον ιερό λόγο κανείς δεν είναι

αναμάρτητος, παρά μόνο ένας, ο Θεός, και αν όλοι αμάρτησαν και στερούνται από τη δόξα του Θεού, τότε εκείνος που λέει ότι δεν έχει αμαρτήσει, επειδή δεν γνωρίζει, αυτός εξισώνει τον εαυτό του με τον Θεό και γίνεται όμοιος μ’ εκείνον που είπε: «Θα στήσω το θρόνο μου επάνω στα σύννεφα και θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο».7 Αν όμως ομολογείς ότι έχεις αμαρτήσει, τότε δείξε μου την αληθινή εξομολόγηση για τα αμαρτήματα, την ειλικρινή εμπιστοσύνη στον πνευματικό πατέρα που ακούει την εξομολόγησή σου, την υποταγή, την υπακοή στα ασήμαντα έργα, την υπηρεσία σου τους κατώτερους από τους αδελφούς, την βοήθειά σου στους ασθενείς, και ακόμη δείξε μου την ταπείνωση που πηγάζει από την ψυχή, δείξε μου την απλή, την ειλικρινή και την ανυπόκριτη συμπεριφορά· και αν με την εσωτερική διάθεση της ψυχής έχεις τον εαυτό σου κατώτερο από όλους, απ’ όπου γεννιούνται η συνεχής κατάνυξη και τα χαροποιά δάκρυα, που απ’ αυτά και μ’ αυτά προστίθεται στον αγωνιστή η κάθαρση της ψυχής και η επίγνωση των μυστηρίων του Θεού, και να μιλάς τότε για τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα, και εγώ θα αναγνωρίσω το κύρος των λόγων σου.

Διότι αυτά είναι ο καρπός και το αποτέλεσμα της μετάνοιας, που απομακρύνουν την άγνοια και συγχρόνως προσθέτουν την γνώση· γνώση άλλωστε εννοώ εκείνη πρώτα, που αναφέρεται σ’ εμάς και στα δικά μας, έπειτα εκείνη που αναφέρεται σ’ αυτά που είναι επάνω από μας, και στα θεία μυστήρια, που είναι αθέατα και άγνωστα στους αμετανόητους· εννοώ τα μυστήρια της πίστης μας, που κανείς δεν θα μπορέσει να αποκτήσει πριν από την εργασία αυτών που έχουμε πει, και αν ακόμη μελετήσει όλη τη βασική φιλοσοφία· αν όμως δεν αποκτήσει πλούσια αυτή τη γνώση, θα περάσει το χρόνο της ζωής του μέσα στο βαθύτατο σκότος της άγνοιας. Διότι, αν και τα θεία και αυτά που αναφέρονται στα θεία βρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους προς όλους, ωστόσο αυτά αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμά και καθαρίστηκαν καλά με την ειλικρινή μετάνοια, και τόσο περισσότερο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας και της κάθαρσής τους συγχρόνως· σ’ αυτούς μάλιστα και φανερώνονται τα βάθη του Πνεύματος, και απ’ αυτούς πηγάζει ο λόγος της σοφίας και της γνώσης του Θεού σαν ένας πολύρροος ποταμός, που κατακλύζει το νου εκείνων που φρονούν τα αντίθετα. Για όλους τους άλλους βέβαια αυτά είναι άγνωστα και κρυμμένα και δεν φανερώνονται διόλου από εκείνον που ανοίγει το νου των πιστών για να καταλάβουν τις Γραφές8. Και αυτό είναι λογικό· διότι «το μυστήριό μου», λέει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου»9.

Αυτοί λοιπόν και νομίζουν ότι βλέπουν, χωρίς να βλέπουν, και ότι ακούν, χωρίς διόλου να ακούν, και ότι καταλαβαίνουν, ενώ είναι ανόητοι, χωρίς δηλαδή να μπορούν να αντιληφθούν αυτά που αναγινώσκονται. Και όπως καθένας από τους άπιστους φρονεί ότι σκέφτεται καλά, χωρίς να σκέφτεται καλά, και νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, γνωρίζει λαθεμένα, πράγμα που είναι και χειρότερο από κάθε άγνοια, έτσι νομίζω ότι κάνουν και αυτοί· διότι, ενώ νομίζουν ότι είναι σοφοί, αποδείχθηκαν πραγματικά μωροί10, ζώντας οι δύστυχοι τις μέρες τους σαν έξαλλοι και αλλόφρονες, και χωρίς να γνωρίζουν κανένα από τα μυστήρια του Χριστού όπως πρέπει. Μακάρι από την οίηση και την υπερηφάνειά τους να μας σώσει ο Θεός του Ισραήλ και να μας αξιώσει να γίνουμε μιμητές της δικής του ταπείνωσης.

Εκείνος λοιπόν που απομακρύνεται απ’ αυτό το δρόμο, εννοώ από τη μακάρια ταπεινοφροσύνη, και βαδίζει και πορεύεται κάπου έξω, δεξιά τυχόν ή αριστερά, και δεν καταδέχεται να ακολουθεί τα ίχνη του Ιησού και Θεού, πώς θα μπει μαζί μ’ αυτόν στον νυμφώνα του; Αν όμως δεν μπει μαζί μ’ αυτόν στον νυμφώνα του, πώς θα δει τη δόξα του; Και αν δεν δει την δόξα του, πώς θα διηγηθεί σε άλλους αυτά που αναφέρονται σ’ αυτήν ή αυτά που την περιβάλλουν; Πώς δηλαδή θα τολμούσε να μιλήσει διόλου γι’ αυτά που δεν γνωρίζει και που δεν είδε ποτέ ως τώρα; Αν όμως επιχειρήσει να διδάσκει για τέτοια και παρόμοια, άραγε υπάρχει επάνω στη γη πιο άμυαλος από έναν τέτοιο άνθρωπο, άραγε δεν θα είναι πιο ανόητος και από τα ίδια τα τετράποδα ζώα, και τελείως κτηνωδέστερος; Διότι, όπως φαίνεται, όλα τα άλογα ζώα τηρούν τη δική τους φύση και τάξη, και το καθένα απ’ αυτά δεν παραβαίνει ποτέ τα όριά του. Ο άνθρωπος όμως που πλάσθηκε με το χέρι του Θεού, που τιμήθηκε από τον Θεό με λογική και αυτεξουσιότητα, δεν χρησιμοποίησε όπως έπρεπε αυτή την τιμή, ούτε κατάλαβε την αδυναμία του, ούτε έμεινε σταθερός στα αγαθά που ο Θεός έβαλε μέσα στη φύση του, ούτε περιορίσθηκε μέσα στα όριά του, ούτε αντιλήφθηκε την πνευματική του δυνατότητα, αλλά απεναντίας, όπως ο Εωσφόρος, ή και όπως ο Αδάμ ύστερα, ο ένας αν και ήταν άγγελος, ο άλλος άνθρωπος, με το να υπερηφανευθούν εναντίον του Δημιουργού, επιθύμησαν να γίνουν θεοί11. Έτσι αλίμονο και αυτός, με το να παραβεί τα όρια της φύσης του, και να επιθυμήσει και να φαντασθεί εκείνα που είναι επάνω από τη δυνατότητά του, δεν θέλησε να ανεβεί στο ύψος της πνευματικής γνώσης με την ταπείνωση και τον χριστομίμητο τρόπο ζωής, αλά με την υπερηφάνεια και την έπαρση· σαν να μάζεψε δηλαδή πλίνθους της ψεύτικης γνώσης, άλλους από εδώ και άλλους από εκεί, και να τους έψησε καλά με επίμονη μελέτη, κτίζοντάς τους με φιλοδοξία και ανθρωπαρέσκεια, που συνοδευόταν από οίηση, έλπισε να αποκτήσει έναν πύργο12 θεολογίας και πνευματικής γνώσης. Και επιπλέον, με το να νομίσει ότι βρίσκεται στους ουρανούς, ή και επάνω από τους ουρανούς, και με το να φαντάζεται ότι στέκεται επάνω απ’ αυτούς, μιλά γι’ αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη. Έναν τέτοιο άνθρωπο λοιπόν, ποιός άραγε θα τον ονόμαζε άνθρωπο, ή ίσο με τα ίδια τα ζώα, ή ότι έχει διόλου αίσθηση; Διότι, αν ο άνθρωπος, που πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού13 και αξιώθηκε να λάβει ισάγγελη και αθάνατη ζωή, δίκαια στερήθηκε, με την παράβαση μιας εντολής του Θεού, όχι μόνο εκείνη την αγγελική διαβίωση αλλά και την αιώνια ζωή, με το να καταδικασθεί σε θάνατο και φθορά και κατάρα, τί άραγε θα πάθουν όλοι εκείνοι που γεννιούνται απ’ αυτόν και φορούν ακόμη την εικόνα του γήινου14 και επιχειρούν να θεολογούν, χωρίς να καθαρισθούν;

Αλλά όμως, όποιος και αν είσαι εσύ, που θέλεις να μη διδάσκεσαι για τον Θεό και για τα θεία πράγματα, αλλά επιχειρείς να διδάσκεις, πες μου, αν πρώτα ανέβηκες από τον άδη και έφθασες στη γη, και πώς κατόρθωσες να επιτύχεις αυτό, και με ποιά στηρίγματα και με ποιά σκαλιά, με ποιούς επίσης και με τί λογής συνεργούς και βοηθούς, ώστε να ανεβείς. Αφού όμως ανέβηκες από τον άδη, αποπνέοντας δυσωδία και αναβλύζοντας φθορά, και, σωστότερα, με το να κρατείσαι από το θάνατο και να είσαι ακόμη νεκρός, πώς έζησες και πώς έγινες πιο δυνατός από το θάνατο και μπόρεσες να διαφύγεις από τα χέρια εκείνου; Απάντησε λοιπόν σ’ εμάς, και έπειτα θα πεις τότε ασφαλώς και πώς μετά την άνοδό σου από τον άδη και το πάτημά σου στη γη απαλλάχθηκες από τη φθορά και ελευθερώθηκες από την κατάρα. Στη συνέχεια δίδαξε σ’ εμάς πώς πάλι ανέβηκες από τη γη, σε ποιά σκαλιά πατώντας· με ποιά φτερά πετώντας ανυψώθηκες στους ουρανούς· σε ποιό άρμα επιβαίνοντας, αν και ήσουν με σώμα, προχώρησες χωρίς το σώμα15 πιο επάνω από τους ουρανούς· πιο σύννεφο σε παρέλαβε; Δείξε μας αυτά και δίδαξέ μας γι’ αυτά και τότε θα σε αποδεχθούμε ότι μιλάς για τον Θεό ασφαλώς με μετριοφροσύνη και με φόβο και τρόμο. Αν όμως επιχειρήσεις να μιλήσεις με τόλμη χωρίς αυτά που ειπώθηκαν, χωρίς δηλαδή αυτά που γίνονται πάντοτε μυστικά μέσα σ’ αυτούς, που έφθασαν να γίνουν άνδρες τέλειοι, στο μέτρο της τελειότητας του αναστήματος του Χριστού16, αλλά και πριν από την τήρηση αυτών, που ο Θεός έδωσε εντολή να εκτελούμε, τότε θα σε αποστραφούμε σαν μανιακό και ανόητο και δαιμονισμένο, επειδή ούτε ο Ηλίας ανυψώθηκε σωματικά στον ουρανό χωρίς εκείνο το φλογερό άρμα17, ούτε ο Δεσπότης μας και Θεός χωρίς το σύννεφο18 του Πνεύματος, που τον παρέλαβε.

Και παρ’ όλο που ο Θεός μπορούσε και τον ίδιο τον Ηλία να μεταφέρει από τη γη στον ουρανό χωρίς το άρμα που φάνηκε, όπως μετέφερε τον Ενώχ19, και παρ’ όλο που ο ίδιος ο Δεσπότης μπορούσε πάλι χωρίς το σύννεφο και τους αγγέλους που τον συνόδευαν να ανεβεί στον ουρανό, δεν το κάνει. Γιατί αυτό; Για να μας διδάξει ότι και ο νους μας χρειάζεται οπωσδήποτε κάτι που θα τον ανεβάσει στον ουρανό και θα του δείξει τα θαυμαστά που υπάρχουν εκεί και θα του αποκαλύψει τα μυστήρια του Θεού· διότι όπως δεν είναι δυνατό να πετάξει ψηλά ένα πουλί χωρίς φτερά, έτσι δεν είναι δυνατό ούτε ο νους του ανθρώπου να ανεβεί σ’ εκείνα τα ύψη από τα οποία έπεσε, αν δεν έχει αυτόν που τον οδηγεί και τον ανεβάζει. Άλλωστε αυτό γίνεται και για να βεβαιώσει ο Δεσπότης μ’ αυτά τα έργα την ανάληψη και την άνοδο στους ουρανούς του δούλου του και τη δική του, και να μας διδάξει να μην εξαπατόμαστε με λόγια μόνο και να μην πιστεύουμε κάθε άνθρωπο που λέει ότι είναι πνευματικός, αλλά να βεβαιωνόμαστε προηγουμένως από τη ζωή και τις πράξεις του, και μάλιστα αν συμφωνούν τα λόγια και οι πράξεις του με τις διδασκαλίες του Κυρίου και των αποστόλων και των αγίων πατέρων, και τότε να δεχόμαστε και να ακούμε τα λόγια του σαν λόγια του Χριστού· αλλιώς, ακόμη και αν ανασταίνει νεκρούς, και αν παρουσιάζει μύρια άλλα θαύματα, να τον αποφεύγουμε και να τον μισούμε σαν δαίμονα, και μάλιστα, όταν, ενώ τον συμβουλεύουν, βλέπουμε να μη δέχεται να αλλάξει τη γνώμη του, αλλά να επιμένει ακόμη στην πλανεμένη γνώση του και να νομίζει ότι έχει τη βιοτή και τη ζωή του στους ουρανούς20.

Έτσι λοιπόν, αφού μυσταγωγηθήκαμε από την αρχή από τους αποστόλους του Χριστού και από τους θαυμαστούς πατέρες στη θεόπνευστη διδασκαλία, απορρίπτουμε τις μάταιες φλυαρίες αυτών που δεν έχουν καιρό για τίποτε άλλο παρά να περιεργάζονται και να ερευνούν αυτά που είναι ακατανόητα και από τους αγγέλους· κρατούμε μάλιστα αβλαβή και ακλόνητη την ομολογία της πίστης μας, που από την αρχή παραλάβαμε απ’ αυτούς, την πίστη στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, στη μία Θεότητα και ασύγχυτη και αδιαίρετη Τριάδα, στο όνομα της οποίας έχουμε βαπτισθεί, με την ενέργεια της οποίας και ζούμε και γνωρίζουμε και σκεφτόμαστε, στην εξουσία της οποίας και υπάρχουμε και θα υπάρχουμε στους απέραντους αιώνες, επειδή από αυτή έχουμε την ύπαρξη, και μάλιστα την καλή ύπαρξη· η οποία Τριάδα με σοφία δημιούργησε τα πάντα από την ανυπαρξία, με την οποία και είθε να μεταφερθούμε από την παρούσα ζωή στα γαλήνια λιμάνια της άφθαρτης ζωής, όπου είναι η κατοικία όλων αυτών που ευφραίνονται21, και ο τόπος όλων αυτών που εορτάζουν μέσα στη χάρη του Πνεύματος, στην οποία πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Γέν. 2, 7
2. Γέν. 1, 26
3. Γέν. 2, 7
4. Εικόνα· συνεκδοχικά, ο άνθρωπος.
5. Παροιμ. 16, 5
6. Ρωμ. 3, 23-24
7. Ησ’. 14, 14
8. Πρβ. Λουκ. 24, 45
9. Η φράση αυτή αποδίδεται στον Κύριο, αλλά δεν περιέχεται στην αγία Γραφή, (¨άγραφον λόγιον¨). Βλ. Α. Resch, Agrapha. Texte und Untersuch. N. F. XV, 3-4
10. Ρωμ. 1, 22
11. Πρβ. Γέν. 3, 5
12. Πρβ. Γέν. 11, 4
13. Πρβ. Γέν. 1, 26
14. Πρβ. Α’ Κορ. 15, 49
15. Πρβ. Β’ Κορ. 12, 3
16. Εφ. 4, 13
17. Δ’ Βασ’. 2, 11
18. Πράξ. 1, 9
19. Γέν. 5, 24
20. Φιλίπ. 3, 20
21. Πρβ. Ψαλ. 86, 7

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Πηγή: https://www.orp.gr/wordpress/?p=36525

Δεν υπάρχουν σχόλια: