Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης
Ο φιλάργυρος είναι «κουμπαράς»· μαζεύει αυτός, για να τα βρουν οι άλλοι.
– Γέροντα, είναι δυο αδελφάκια· το μικρό δίνει, ενώ το μεγάλο δεν δίνει.
– Να μάθουν οι γονείς και στο μεγάλο να γλυκαίνεται από το να δίνη. Αν το μεγάλο δουλέψη πάνω σ᾿ αυτό, θα έχη μεγαλύτερο μισθό από το μικρό που από την φύση του δίνει, και θα γίνη καλύτερο.
– Γέροντα, πώς θα απαλλαγή κανείς από την στενότητα της καρδιάς, από την δυσκολία που έχει να δίνη;
– Τί, είσαι τσιγγούνα; Θα σε πετάξω έξω! Και στην διακονία, λ.χ. όταν είσαι στο αρχονταρίκι, να πάρης μια γενική ευλογία, για να μπορής να δίνης. Βλέπεις και ο Θεός πόσο άφθονα δίνει σε όλους τις ευλογίες Του; Αν δεν συνηθίση να δίνη κανείς, μαθαίνει στην τσιγγουνιά και δυσκολεύεται μετά να δώση.
Ο φιλάργυρος είναι «κουμπαράς»· μαζεύει αυτός, για να τα βρουν οι άλλοι. Χάνει έτσι την χαρά του δοσίματος και την θεία ανταπόδοση. Λέω σε έναν πλούσιο μια φορά: «Τί τα μαζεύεις; Υποχρεώσεις δεν έχεις. Τί θα τα κάνης;». «Εδώ θα μείνουν, μου λέει, όταν πεθάνω». «Εγώ σού δίνω ευλογία, του λέω, να τα πάρης επάνω όλα!». «Εδώ θα μείνουν, ξαναλέει. Άμα πεθάνω, ας τα πάρουν οι άλλοι». «Έμ, εδώ θα μείνουν, του λέω. Ο σκοπός είναι να τα δώσης με τα ίδια σου τα χέρια τώρα που ζής!». Δεν υπάρχει πιο ανόητος άνθρωπος από τον πλεονέκτη, που μαζεύει συνέχεια και ζη συνέχεια με στέρηση και τελικά αγοράζει την κόλαση με τις συγκεντρωμένες του οικονομίες. Το έχει τελείως χαμένο, γιατί δεν δίνει και χάνεται με υλικά πράγματα, οπότε χάνει τον Χριστό.
Τον τσιγγούνη τον κοροϊδεύουν και οι άλλοι. Ήταν ένας πολύ πλούσιος κτηματίας· είχε χωράφια σε μια επαρχία, είχε και στην Αθήνα διαμερίσματα, αλλά ήταν πολύ τσιγγούνης. Μια φορά έφτιαξε μια χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, για να φάνε οι εργάτες που δούλευαν στα χωράφια του. Παλιά δούλευαν οι καημένοι από το πρωί, πριν βγή ο ήλιος, μέχρι να βασιλέψη. Το μεσημέρι που σταμάτησαν λίγο, για να ξεκουρασθούν, άδειασε το αφεντικό μέσα σε έναν ταβά την φασολάδα και φώναξε τους εργάτες να φάνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οι καημένοι οι εργάτες και άρχισαν να τρώνε· πότε έπιαναν με το κουτάλι από κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί! Ένας εργάτης ήταν πολύ πειραχτήρι. Αφήνει το κουτάλι του και πάει παραπέρα. Βγάζει τις αρβύλες του, τις κάλτσες του και προχωράει να μπή μέσα στον ταβά. «Τί κάνεις;», του λένε οι άλλοι. «Λέω να μπώ μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τους λέει. Τόσο τσιγγούνης ήταν εκείνος ο ταλαίπωρος. Γι᾿ αυτό, χίλιες φορές να τον κυριέψη η σπατάλη τον άνθρωπο παρά η τσιγγουνιά.
– Η τσιγγουνιά είναι αρρώστια, Γέροντα.
– Πολύ μεγάλη αρρώστια! Άμα κυριέψη τον άνθρωπο η τσιγγουνιά, μεγαλύτερη αρρώστια δεν υπάρχει. Η οικονομία καλή είναι, αλλά να προσέξη κανείς να μην τον κυριέψη σιγά-σιγά ο πειρασμός με την τσιγγουνιά.
Δεν λέω να είναι κανείς σπάταλος, αλλά τουλάχιστον, όταν κάποιος είναι σπάταλος, αν του ζητήσης κάτι, εύκολα θα σού το δώση. Αν είναι τσιγγούνης, θα λυπάται να σού το δώση. Ήταν μια φορά δυο νοικοκυρές και συζητούσαν στην γειτονιά για σαλάτες, για ξίδια και πάνω στην συζήτηση είπε η μία: «Έχω πολύ καλό ξίδι». Μια φορά χρειάσθηκε η άλλη η φουκαριάρα λίγο ξίδι και πήγε να της ζητήση. «Άκου εδώ, της λέει εκείνη, εγώ, αν το έδινα, δεν θα είχα ξίδι επτά χρόνων!». Καλά είναι να κάνη οικονομία κανείς και να δίνη. Οικονόμος δεν θα πη τσιγγούνης. Ο πατέρας μου χρήματα δεν κρατούσε. Στα Φάρασα δεν είχαν ξενοδοχείο· το σπίτι μας ήταν σαν ξενοδοχείο. Όποιος ερχόταν στο χωριό, στον πρόεδρο θα πήγαινε να μείνη. Θα έτρωγε, θα του έπλεναν τα πόδια, θα του έδιναν και κάλτσες καθαρές.
Τώρα, βλέπω ότι και σε μερικά προσκυνήματα έχουν αποθήκες ολόκληρες με κανδήλια και δεν λένε: «Έχουμε, μη μας δίνετε άλλα». Αυτά ούτε μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν ούτε να τα πουλήσουν, αλλά ούτε και τα δίνουν. Όταν αρχίση να μαζεύη κανείς, δένεται και δεν μπορεί να δώση. Αν όμως αρχίση να μη μαζεύη πράγματα και τα δίνη, τότε θα μαζευτή η καρδιά στον Χριστό, χωρίς να το καταλάβη. Μια χήρα να μην έχη χρήματα να αγοράση έναν πήχυ ύφασμα να ντύση τα παιδιά της, και εγώ να μαζεύω! Πώς να το ανεχθώ αυτό; Στο Καλύβι δεν έχω ούτε πιάτα ούτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια έχω. Προτιμώ ένα πεντακοσάρικο να το δώσω σε έναν φοιτητή, να πάη από το ένα μοναστήρι στο άλλο, παρά να πάρω κάτι για μένα. Αν δεν μαζεύης, έχεις ευλογία από τον Θεό. Όταν δίνης ευλογία, παίρνεις ευλογία. Η ευλογία γεννάει ευλογία.
Μια θρησκευόμενη γυναίκα μου διηγήθηκε ένα περιστατικό. Ήθελε να αγοράση ένα φορτιό ξύλα από μια γιαγιά, η οποία έκανε τρεις ώρες δρόμο, για να τα φέρη από το δάσος στο χωριό. Εκείνη την φορά μάλιστα είχε κάνει και μισή ώρα επιπλέον, δηλαδή τρεισήμισι ώρες, γιατί έκανε τον κύκλο της στρατώνας, μην την πιάση το Δασαρχείο. «Πόσο κάνουν;», την ρωτάει η κυρία. «Δεκαπέντε δραχμές», λέει η γιαγιά. «Όχι, είναι πολλά, της λέει, έντεκα δραχμές τα παίρνω». «Έτσι, για να μη μας παίρνουν για κουτούς, μου λέει, εμάς τους πνευματικούς ανθρώπους…». Της έκανα μετά ένα ξεσκόνισμα. Δύο ζώα είχε η γιαγιά και είχε χάσει δύο μέρες, για να κερδίση είκοσι δύο δραχμές. Αντί να της έδινε και ένα εικοσάρικο παραπάνω, της έκανε εβραίικα παζάρια.
Ο πλούτος φέρνει την καταστροφή στον άνθρωπο, όταν δεν διανέμεται στους φτωχούς για την ψυχή μας και για τις ψυχές των πεθαμένων μας. Η ελεημοσύνη στους πονεμένους, χήρες, ορφανά κ.λπ. πάρα πολύ βοηθάει και για την ανάπαυση των κεκοιμημένων. Γιατί, όταν δίνη κανείς ελεημοσύνη για έναν κεκοιμημένο, οι άλλοι λένε: «Θεός σχωρέσ᾿ τον. Να αγιάσουν τα κόκκαλά του». Αν τύχη κάποιος να έχη αρρώστιες, να μην μπορή να δουλέψη, να έχη χρέη, και σε μια τέτοια δύσκολη περίσταση τον βοηθήσης και πής «πάρ᾿ τα για την ψυχή του τάδε», θα πη και αυτός: «Θεός σχωρέσ᾿ τον, να αγιάσουν τα κόκκαλά του!». Κάνουν δηλαδή καρδιακή προσευχή και αυτό είναι που βοηθάει πολύ τους κεκοιμημένους.
Ακόμη και πνευματικοί άνθρωποι, όσους χώρους και να έχουν, βλέπεις να μη χωρούν, γιατί μέσα τους δεν έχει χωρέσει ο Χριστός ολόκληρος. Αν οι γυναίκες που ζούσαν στα Φάρασα έβλεπαν την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα, ακόμη και σε πολλά Μοναστήρια, θα έλεγαν: «Θα ρίξη ο Θεός φωτιά να μας κάψη! Εγκατάλειψη Θεού!». Εκείνες μάζευαν τις δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί έπρεπε να βγάλουν τα γίδια, μετά να συμμάσουν το σπίτι. Ύστερα πήγαιναν στα εξωκκλήσια ή μαζεύονταν στις σπηλιές, και μία που ήξερε λίγα γράμματα διάβαζε το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά δωσ’ του μετάνοιες, έλεγαν και την ευχή. Και δούλευαν, κουράζονταν…..
Αν σκέφτονταν οι άνθρωποι λίγο καλογερικά, αν ζούσαν πιο απλά, θα ήταν ήσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Άγχος και απελπισία στην ψυχή. «Ο τάδε πέτυχε που εφτίαξε δύο πολυκατοικίες ή που έμαθε πέντε γλώσσες κ.λπ.! Εγώ δεν έχω ούτε ένα διαμέρισμα, δεν ξέρω ούτε μία ξένη γλώσσα. Ώχ, χάθηκα!». Έχει κάποιος ένα αυτοκίνητο και αρχίζει: «Ο άλλος έχει καλύτερο. Να πάρω και εγώ». Παίρνει το καλύτερο, ύστερα μαθαίνει ότι άλλοι έχουν αεροπλάνα ατομικά και πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δεν έχουν. Ενώ άλλος που δεν έχει αυτοκίνητο, όταν δοξάζη τον Θεό, χαίρεται: «Δόξα τω Θεώ, λέει, ας μην έχω αυτοκίνητο, έχω γερά τα πόδια μου και μπορώ να περπατήσω. Πόσοι άνθρωποι είναι με κομμένα πόδια, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, να βγουν έναν περίπατο, θέλουν έναν άνθρωπο να τους υπηρετή, ενώ εγώ έχω τα πόδια μου!». Κια ένας κουτσός που λέει: «Και άλλοι που δεν έχουν και τα δυο πόδια;», και αυτός χαίρεται.
Η αχαριστία και η απληστία είναι μεγάλο κακό. Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή.
– Γέροντα, τί βοηθάει περισσότερο, για να καταλάβη κανείς αυτήν την χαρά της λιτότητος;
– Να συλλάβη κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού…»1. Από εκεί ξεκινά η απλότητα και κάθε σωστή αντιμετώπιση.
– Να μάθουν οι γονείς και στο μεγάλο να γλυκαίνεται από το να δίνη. Αν το μεγάλο δουλέψη πάνω σ᾿ αυτό, θα έχη μεγαλύτερο μισθό από το μικρό που από την φύση του δίνει, και θα γίνη καλύτερο.
– Γέροντα, πώς θα απαλλαγή κανείς από την στενότητα της καρδιάς, από την δυσκολία που έχει να δίνη;
– Τί, είσαι τσιγγούνα; Θα σε πετάξω έξω! Και στην διακονία, λ.χ. όταν είσαι στο αρχονταρίκι, να πάρης μια γενική ευλογία, για να μπορής να δίνης. Βλέπεις και ο Θεός πόσο άφθονα δίνει σε όλους τις ευλογίες Του; Αν δεν συνηθίση να δίνη κανείς, μαθαίνει στην τσιγγουνιά και δυσκολεύεται μετά να δώση.
Ο φιλάργυρος είναι «κουμπαράς»· μαζεύει αυτός, για να τα βρουν οι άλλοι. Χάνει έτσι την χαρά του δοσίματος και την θεία ανταπόδοση. Λέω σε έναν πλούσιο μια φορά: «Τί τα μαζεύεις; Υποχρεώσεις δεν έχεις. Τί θα τα κάνης;». «Εδώ θα μείνουν, μου λέει, όταν πεθάνω». «Εγώ σού δίνω ευλογία, του λέω, να τα πάρης επάνω όλα!». «Εδώ θα μείνουν, ξαναλέει. Άμα πεθάνω, ας τα πάρουν οι άλλοι». «Έμ, εδώ θα μείνουν, του λέω. Ο σκοπός είναι να τα δώσης με τα ίδια σου τα χέρια τώρα που ζής!». Δεν υπάρχει πιο ανόητος άνθρωπος από τον πλεονέκτη, που μαζεύει συνέχεια και ζη συνέχεια με στέρηση και τελικά αγοράζει την κόλαση με τις συγκεντρωμένες του οικονομίες. Το έχει τελείως χαμένο, γιατί δεν δίνει και χάνεται με υλικά πράγματα, οπότε χάνει τον Χριστό.
Τον τσιγγούνη τον κοροϊδεύουν και οι άλλοι. Ήταν ένας πολύ πλούσιος κτηματίας· είχε χωράφια σε μια επαρχία, είχε και στην Αθήνα διαμερίσματα, αλλά ήταν πολύ τσιγγούνης. Μια φορά έφτιαξε μια χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, για να φάνε οι εργάτες που δούλευαν στα χωράφια του. Παλιά δούλευαν οι καημένοι από το πρωί, πριν βγή ο ήλιος, μέχρι να βασιλέψη. Το μεσημέρι που σταμάτησαν λίγο, για να ξεκουρασθούν, άδειασε το αφεντικό μέσα σε έναν ταβά την φασολάδα και φώναξε τους εργάτες να φάνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οι καημένοι οι εργάτες και άρχισαν να τρώνε· πότε έπιαναν με το κουτάλι από κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί! Ένας εργάτης ήταν πολύ πειραχτήρι. Αφήνει το κουτάλι του και πάει παραπέρα. Βγάζει τις αρβύλες του, τις κάλτσες του και προχωράει να μπή μέσα στον ταβά. «Τί κάνεις;», του λένε οι άλλοι. «Λέω να μπώ μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τους λέει. Τόσο τσιγγούνης ήταν εκείνος ο ταλαίπωρος. Γι᾿ αυτό, χίλιες φορές να τον κυριέψη η σπατάλη τον άνθρωπο παρά η τσιγγουνιά.
– Η τσιγγουνιά είναι αρρώστια, Γέροντα.
– Πολύ μεγάλη αρρώστια! Άμα κυριέψη τον άνθρωπο η τσιγγουνιά, μεγαλύτερη αρρώστια δεν υπάρχει. Η οικονομία καλή είναι, αλλά να προσέξη κανείς να μην τον κυριέψη σιγά-σιγά ο πειρασμός με την τσιγγουνιά.
Δεν λέω να είναι κανείς σπάταλος, αλλά τουλάχιστον, όταν κάποιος είναι σπάταλος, αν του ζητήσης κάτι, εύκολα θα σού το δώση. Αν είναι τσιγγούνης, θα λυπάται να σού το δώση. Ήταν μια φορά δυο νοικοκυρές και συζητούσαν στην γειτονιά για σαλάτες, για ξίδια και πάνω στην συζήτηση είπε η μία: «Έχω πολύ καλό ξίδι». Μια φορά χρειάσθηκε η άλλη η φουκαριάρα λίγο ξίδι και πήγε να της ζητήση. «Άκου εδώ, της λέει εκείνη, εγώ, αν το έδινα, δεν θα είχα ξίδι επτά χρόνων!». Καλά είναι να κάνη οικονομία κανείς και να δίνη. Οικονόμος δεν θα πη τσιγγούνης. Ο πατέρας μου χρήματα δεν κρατούσε. Στα Φάρασα δεν είχαν ξενοδοχείο· το σπίτι μας ήταν σαν ξενοδοχείο. Όποιος ερχόταν στο χωριό, στον πρόεδρο θα πήγαινε να μείνη. Θα έτρωγε, θα του έπλεναν τα πόδια, θα του έδιναν και κάλτσες καθαρές.
Τώρα, βλέπω ότι και σε μερικά προσκυνήματα έχουν αποθήκες ολόκληρες με κανδήλια και δεν λένε: «Έχουμε, μη μας δίνετε άλλα». Αυτά ούτε μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν ούτε να τα πουλήσουν, αλλά ούτε και τα δίνουν. Όταν αρχίση να μαζεύη κανείς, δένεται και δεν μπορεί να δώση. Αν όμως αρχίση να μη μαζεύη πράγματα και τα δίνη, τότε θα μαζευτή η καρδιά στον Χριστό, χωρίς να το καταλάβη. Μια χήρα να μην έχη χρήματα να αγοράση έναν πήχυ ύφασμα να ντύση τα παιδιά της, και εγώ να μαζεύω! Πώς να το ανεχθώ αυτό; Στο Καλύβι δεν έχω ούτε πιάτα ούτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια έχω. Προτιμώ ένα πεντακοσάρικο να το δώσω σε έναν φοιτητή, να πάη από το ένα μοναστήρι στο άλλο, παρά να πάρω κάτι για μένα. Αν δεν μαζεύης, έχεις ευλογία από τον Θεό. Όταν δίνης ευλογία, παίρνεις ευλογία. Η ευλογία γεννάει ευλογία.
Μια θρησκευόμενη γυναίκα μου διηγήθηκε ένα περιστατικό. Ήθελε να αγοράση ένα φορτιό ξύλα από μια γιαγιά, η οποία έκανε τρεις ώρες δρόμο, για να τα φέρη από το δάσος στο χωριό. Εκείνη την φορά μάλιστα είχε κάνει και μισή ώρα επιπλέον, δηλαδή τρεισήμισι ώρες, γιατί έκανε τον κύκλο της στρατώνας, μην την πιάση το Δασαρχείο. «Πόσο κάνουν;», την ρωτάει η κυρία. «Δεκαπέντε δραχμές», λέει η γιαγιά. «Όχι, είναι πολλά, της λέει, έντεκα δραχμές τα παίρνω». «Έτσι, για να μη μας παίρνουν για κουτούς, μου λέει, εμάς τους πνευματικούς ανθρώπους…». Της έκανα μετά ένα ξεσκόνισμα. Δύο ζώα είχε η γιαγιά και είχε χάσει δύο μέρες, για να κερδίση είκοσι δύο δραχμές. Αντί να της έδινε και ένα εικοσάρικο παραπάνω, της έκανε εβραίικα παζάρια.
Ο πλούτος φέρνει την καταστροφή στον άνθρωπο, όταν δεν διανέμεται στους φτωχούς για την ψυχή μας και για τις ψυχές των πεθαμένων μας. Η ελεημοσύνη στους πονεμένους, χήρες, ορφανά κ.λπ. πάρα πολύ βοηθάει και για την ανάπαυση των κεκοιμημένων. Γιατί, όταν δίνη κανείς ελεημοσύνη για έναν κεκοιμημένο, οι άλλοι λένε: «Θεός σχωρέσ᾿ τον. Να αγιάσουν τα κόκκαλά του». Αν τύχη κάποιος να έχη αρρώστιες, να μην μπορή να δουλέψη, να έχη χρέη, και σε μια τέτοια δύσκολη περίσταση τον βοηθήσης και πής «πάρ᾿ τα για την ψυχή του τάδε», θα πη και αυτός: «Θεός σχωρέσ᾿ τον, να αγιάσουν τα κόκκαλά του!». Κάνουν δηλαδή καρδιακή προσευχή και αυτό είναι που βοηθάει πολύ τους κεκοιμημένους.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου – Πνευματική αφύπνιση, Λόγοι Β’,σελ 160-165, Ι. Ησυχαστήριον ” Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης
Καλύτερα σπάταλος παρὰ φιλάργυρος. Μὲ τὴν οἰκονομία θὰ πέσω ἔξω. Γιὰ νὰ μοῦ φθάσουν τὰ λουκούμια ποὺ κερνοῦσα τὸν κόσμο τὰ ἔκοβα στὰ δύο. Ἔ, τότε τὰ λουκούμια δὲν μοῦ ἔφθαναν ποτέ. Ὅταν ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ πάρουν καὶ δεύτερο λουκούμι, ἔ, τότε εἶχα περίσσευμα ἀπὸ λουκούμια. Ὁ οἰκογενειάρχης ὅμως ἔχει ὑποχρέωση, χωρὶς ἀγωνία, νὰ κάνει οἰκονομίες γιὰ νὰ βοηθήσει τὰ παιδιά του.***
Μία φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια καί, καθώς συζητούσαμε, μου είπαν: «Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται». «Ζήτε στην κόλαση, τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί», είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Που θέλεις να σε βάλουμε, σε μία φυλακή ή σε ένα σπίτι σαν αυτό;», θα έλεγα: «Σε μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γής, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα εμοίαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τί θα μου θύμιζε και σε τί θα με βοηθούσε; Γι’ αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και απ’ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι».
Ακόμη και πνευματικοί άνθρωποι, όσους χώρους και να έχουν, βλέπεις να μη χωρούν, γιατί μέσα τους δεν έχει χωρέσει ο Χριστός ολόκληρος. Αν οι γυναίκες που ζούσαν στα Φάρασα έβλεπαν την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα, ακόμη και σε πολλά Μοναστήρια, θα έλεγαν: «Θα ρίξη ο Θεός φωτιά να μας κάψη! Εγκατάλειψη Θεού!». Εκείνες μάζευαν τις δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί έπρεπε να βγάλουν τα γίδια, μετά να συμμάσουν το σπίτι. Ύστερα πήγαιναν στα εξωκκλήσια ή μαζεύονταν στις σπηλιές, και μία που ήξερε λίγα γράμματα διάβαζε το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά δωσ’ του μετάνοιες, έλεγαν και την ευχή. Και δούλευαν, κουράζονταν…..
Αν σκέφτονταν οι άνθρωποι λίγο καλογερικά, αν ζούσαν πιο απλά, θα ήταν ήσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Άγχος και απελπισία στην ψυχή. «Ο τάδε πέτυχε που εφτίαξε δύο πολυκατοικίες ή που έμαθε πέντε γλώσσες κ.λπ.! Εγώ δεν έχω ούτε ένα διαμέρισμα, δεν ξέρω ούτε μία ξένη γλώσσα. Ώχ, χάθηκα!». Έχει κάποιος ένα αυτοκίνητο και αρχίζει: «Ο άλλος έχει καλύτερο. Να πάρω και εγώ». Παίρνει το καλύτερο, ύστερα μαθαίνει ότι άλλοι έχουν αεροπλάνα ατομικά και πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δεν έχουν. Ενώ άλλος που δεν έχει αυτοκίνητο, όταν δοξάζη τον Θεό, χαίρεται: «Δόξα τω Θεώ, λέει, ας μην έχω αυτοκίνητο, έχω γερά τα πόδια μου και μπορώ να περπατήσω. Πόσοι άνθρωποι είναι με κομμένα πόδια, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, να βγουν έναν περίπατο, θέλουν έναν άνθρωπο να τους υπηρετή, ενώ εγώ έχω τα πόδια μου!». Κια ένας κουτσός που λέει: «Και άλλοι που δεν έχουν και τα δυο πόδια;», και αυτός χαίρεται.
Η αχαριστία και η απληστία είναι μεγάλο κακό. Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή.
– Γέροντα, τί βοηθάει περισσότερο, για να καταλάβη κανείς αυτήν την χαρά της λιτότητος;
– Να συλλάβη κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού…»1. Από εκεί ξεκινά η απλότητα και κάθε σωστή αντιμετώπιση.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου – Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο. Λόγοι Α΄
Πολλοί άνθρωποι βασανίζονται, γιατί δεν κατορθώνουν να δοξασθούν με μάταιες δόξες ή να πλουτίσουν με μάταια πράγματα. Δεν σκέφτονται ότι αυτά στην άλλη, την αληθινή, ζωή ούτε χρειάζονται, αλλά ούτε και μεταφέρονται. Εκεί μόνον τα έργα μας θα μεταφέρουμε, τα οποία θα μας βγάλουν από εδώ και το ανάλογο διαβατήριο για το μεγάλο και αιώνιο ταξίδι μας.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου-Οικογενειακή Ζωή. Λόγοι Δ’
iconandlight
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου