Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο DESCARTES ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΘΕΟΣ
Ο Descartes και ο απατεώνας Θεός
Η επίδραση του νομιναλισμού υπήρξε επομένως σημαντική στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα για την ανάπτυξη του αγγλικού εμπειρισμού, για τη νέα επιστήμη της φύσης, για τη θεολογία της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης και για την καλλιέργεια του σκεπτικισμού. Ωστόσο, εάν ο νομιναλισμός υποκίνησε αυτή την επανάσταση βάσει του τρόπου σκέψης που χαρακτήριζε τον δέκατο πέμπτο και τον δέκατο έκτο αιώνα, η δυσοίωνη μορφή του παντοδύναμου Θεού είναι αυτή που υποκίνησε τον νομιναλισμό, αφού αμφισβήτησε όλες τις προσπάθειες του καθαυτό ανθρώπινου Λόγου να κατανοήσει τον κόσμο και διέψευσε την πιθανότητα για κάποιο είδος γνώσης το οποίο να υπερβαίνει τον ανθρώπινο Λόγο.Την
ιδέα ενός τέτοιου Θεού έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Descartes εφ' όσον
ήταν η πηγή του ερωτήματος στο οποίο στηρίζεται η θεμελιώδης αρχή του. Η
σκέψη του Descartes θα πρέπει, λοιπόν, να κατανοηθεί, τουλάχιστον εν
μέρει ως μία απόπειρα να απελευθερωθεί κάποιος χώρος για τον άνθρωπο,
μια σφαίρα ελευθερίας που δεν θα υποκύπτει στις δυνάμεις αυτού του Θεού. Η βάση γι' αυτή τη σφαίρα της ανθρώπινης ελευθερίας είναι το καρτεσιανό ego cogito ergo sum. [ΤΟ
SELF ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ
ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ ΠΟΥ ΔΙΟΙΚΕΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ,
ΕΝΑΠΟΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ, ΣΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΕΓΩ ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ,
ΤΟΥ ΗΜΙΘΕΟΥ ΗΡΩΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΠΕΡΣΕΑ ΝΙΚΑ
ΤΗΝ ΤΕΡΑΤΩΔΗ ΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΠΑΓΩΝΕΙ ΤΟΝ ΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΤΗΝ
ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. ΕΝΑΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΑΠΟΗΧΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΥΠΗΡΞΕ Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΞΕΝΟΦΕΡΤΗΣ
ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑΣ]
Ο
Descartes εξοικειώθηκε με τον νομιναλισμό και το πρόβλημα του
παντοδύναμου Θεού στη διάρκεια της εκπαίδευσής του στη σχολή La Flèche.
Μελέτησε Αριστοτέλη και Ακινάτη σε μια σειρά μαθημάτων για τη
μεταφυσική, και Suarez και Lessius στην ηθική φιλοσοφία. Γνώριζε άριστα
τη ρεαλιστική θεώρηση μέσω των Ακινάτη και Suarez, καθώς και τη
νομιναλιστική θεώρηση, που περιγράφεται διεξοδικά (αν και δεν
κατονομάζεται πάντοτε) από τον Suarez. Η εξοικείωσή του όμως με τον
σχολαστικισμό και τον νομιναλισμό ήταν αναμφίβολα μεγαλύτερη. Ο Descartes ισχυρίζεται ότι διάβαζε κάθε λογής βιβλία στο La Flèche, ακόμη και όσα αφορούσαν την αλχημεία και τη μαγεία (Λόγος, ΑΤ, 6:5· CSM, 1:113). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ή λίγο αργότερα διάβασε τα συγγράμματα των σκεπτικιστών
(Λόγος, AT, 6:29· CSM, 1:125· Απαντήσεις, ΑΤ, 7:130· CSM, 2:94). Είναι
επίσης πιθανόν να άκουσε τον σπουδαίο υπέρμαχο της Αντιμεταρρύθμισης
François Veron, ο οποίος ήταν στο La Flèche, αν και δεν φαίνεται να
υπήρξε μαθητής του, όπως υποστηρίχθηκε κάποιες φορές. Υποτίθεται ότι στο
La Flèche μπορεί να υπήρχε κάποιο νομιναλιστικό ρεύμα και ότι ο Veron,
πιθανώς ένας από τους διδασκάλους του Descartes, του δίδαξε τη θεϊκή αδιαφορία.
Είναι, λοιπόν, σχεδόν βέβαιο ότι ο Descartes τέλειωσε τη σχολή έχοντας
κάποια γενική τουλάχιστον κατανόηση του νομιναλισμού και των πνευματικών
κινημάτων της εποχής του τα οποία ήσαν υπόχρεα στον νομιναλισμό.
Είναι δύσκολο, ωστόσο, να προσδιορίσουμε το εύρος των γνώσεων του Descartes για τον νομιναλισμό και τον σχολαστικισμό γενικώς. Στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι η σκέψη του γεννήθηκε ab ovo, φθάνει στα άκρα για να αποκρύψει τις πηγές του. Ο
σχολαστικισμός με τις ατέρμονες και άγονες διαμάχες του είχε
συνεισφέρει ελάχιστα, σύμφωνα με την άποψη του Descartes, στον
περιορισμό των ανθρώπινων δεινών ή στην αύξηση της ανθρώπινης ισχύος και
ελευθερίας. Ο σχολαστικισμός στηριζόταν στην άποψη ότι τα ανθρώπινα
όντα ζουν σε ένα περίκλειστο σύμπαν, όπου δεν υπάρχει χώρος για την
ανθρώπινη ελευθερία και πρωτοβουλία. Μολονότι ο Descartes πίστευε ότι
ήταν αναγκαία μια ξεκάθαρη ρήξη με αυτό το παρελθόν, αναγνώριζε ότι το
εννοιολογικό σύμπαν στο πλαίσιο του οποίου στοχαζόταν και έγραφε
προσδιοριζόταν κατ' ουσίαν από τον σχολαστικισμό και έπρεπε να
χρησιμοποιεί τουλάχιστον μέρος από τη γλώσσα του σχολαστικισμού εάν ήθελε να γίνει κατανοητός.
Το
μεγαλύτερο μέρος των γνώσεων του Descartes για τον σχολαστικισμό
προερχόταν αναμφίβολα από τον Suarez, ο οποίος ήταν, καθώς φαίνεται, η
πηγή των γνώσεών του για τον Αυγουστίνο, τον John Scotus Erigena, τον
Άνσελμο, τον Bonaventure και, σε μεγάλο βαθμό, για τον Ακινάτη, καθώς
και για τον Ockham και τους νομιναλιστές Robert Holcot, Marsilius του
Inghen, Gabriel Biel, Gerson, Peter d'Ailly και Andreas του Newcastle. Ο
Descartes μάλλον γνώριζε αρκετά καλά τον Duns Scotus από κείμενα που
διάβαζε στη σχολή La Flèche και βέβαια ήξερε το μαθηματικό έργο του
νομιναλιστή Nicholas του Oresme, τα επιστημονικά έργα του Nicholas της
Cusa και τουλάχιστον τα ιατρικά έργα του Francisco Sanchez. Ήταν επίσης εξοικειωμένος με πολλά επιχειρήματα γύρω από τη θεϊκή παντοδυναμία και αδιαφορία χάρη στο έργο του Guillaume Gibieuf “De libertate Dei et creatura”,
αλλά, εφ' όσον αυτό το έργο δεν είχε δημοσιευθεί μέχρι το 1630, μάλλον
δεν ήταν η αρχική πηγή των ιδεών του για τη θεϊκή παντοδυναμία ή τη
θεϊκή εξαπάτηση.
Πράγματι,
ο παντοδύναμος Θεός ή, εν πάση περιπτώσει, το alter ego του, η
κακόβουλη μεγαλοφυΐα, είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στο πρώιμο
αποσπασματικό σύγγραμμα του Descartes «Ολυμπιακά». Αυτό το έργο φιλοδοξεί να παρουσιάσει
τρία σπουδαία όνειρα του Descartes της 10ης Νοεμβρίου 1619, τα οποία
υπήρξαν αποφασιστικά για τη «λαμπρή» ιδέα του για μια καθολική επιστήμη. Όμως ο αποσπασματικός χαρακτήρας του συγγράμματος και η ασάφεια του κειμένου καθιστούν προβληματική την οποιαδήποτε ερμηνεία.
Το κύριο ερώτημα που τίθεται στο σύγγραμμα είναι πώς μπορεί να
συμφιλιωθεί η κακόβουλη μεγαλοφυΐα ή το κακόβουλο πνεύμα με την καλοσύνη
και την παντοδυναμία του Θεού. Η απάντηση που δίνουν τα
Ολυμπιακά σε αυτό το πρόβλημα ακολουθεί μια στωική κατεύθυνση, συναφή με
εκείνη του Montaigne και του αναγεννησιακού ανθρωπισμού.
Η
ιδέα του Descartes για μια καθολική επιστήμη βασιζομένη στα μαθηματικά
αντιπροσωπεύει το ενάλλαγμα σε αυτή τη στωική κατεύθυνση. Κατά τη
διάρκεια των εννεα ετών μετά τα περίφημα όνειρά του ο Descartes
αφοσιώθηκε στη μελέτη των μαθηματικών και της επιστήμης, ιδίως της οπτικής και της ανατομίας. Για τον Descartes
η βάση για τη νέα επιστήμη του, όπως εκτίθεται στο αποσπασματικό έργο
Κανόνες, ήταν η βεβαιότητα της ενόρασης, «η αναμφίβολη σύλληψη ενός
γαλήνιου και απερίσπαστου νου», η οποία «εκπηγάζει από το φως του Λόγου
και μόνο» (AT, 10:368· CSM, 1:14). Η εγκατάλειψη των Κανόνων
από τον Descartes ήταν επακόλουθο μιας προϊούσας σκεπτικιστικής κρίσης
που τον κατέλαβε την περίοδο 1628-29. Η προέλευση αυτής της κρίσης δεν
είναι σαφής, αλλά η σχέση του Descartes με τους λιβερτίνους στο Παρίσι
και τον κύκλο των Ορατοριανών γύρω από τον καρδινάλιο Borulle ίσως να
έπαιξε και ποιο ρόλο στην εξέλιξή της. Αυτή
η σκεπτικιστική κρίση οδήγησε τον Descartes να εγκαταλείψει την απλοϊκή
εμπιστοσύνη του στην ενόραση και στον φυσικό Λόγο ως βάση για
βεβαιότητα χάριν μιας μεταφυσικής λύσης.
Ο Descartes, ωστόσο, δεν εγκατέλειψε την ιδέα του για μια καθολική επιστήμη, αλλά προσπάθησε να της δώσει μεταφυσικό θεμέλιο. Σε
επιστολή του προς τον Mersenne στις 15 Απριλίου 1630 καθιστά σαφή τη
σχέση αυτών των μεταφυσικών ερευνών με την επιστήμη του: «Πιστεύω ότι
όλοι εκείνοι στους οποίους ο Θεός έδωσε την ικανότητα του Λόγου οφείλουν
να τον χρησιμοποιούν κυρίως για να γνωρίσουν Εκείνον και τον εαυτό
τους. Να πώς αποπειράθηκα να αρχίσω τις μελέτες μου, και δεν θα ήμουν σε
θέση να ανακαλύψω τη βάση για τη φυσική μου εάν δεν την αναζητούσα σε
αυτή την προοπτική» (ΑΤ, 1:135). Στην ίδια επιστολή συνεχίζει περιγράφοντας τη σημασία της θεϊκής παντοδυναμίας για τη μεταφυσική του:
«Μη
διστάζετε να διακηρύσσετε παντού ότι ο Θεός καθίδρυσε αυτούς τους
νόμους στη φύση όπως ακριβώς ο κυρίαρχος καθιδρύει τους νόμους στο
βασίλειό του. [...] Θα σας πει κανείς ότι, αφού ο Θεός καθίδρυσε αυτές
τις αλήθειες, ο ίδιος επίσης είναι σε θέση να τις μεταβάλλει, όπως ο
βασιλιάς μεταβάλλει τους νόμους του σε αυτό θα μπορούσε κανείς να
απαντήσει ότι είναι πιθανό, εάν το θέλει, να τις μεταβάλλει. Ωστόσο
κατανοώ αυτές τις αλήθειες ως αιώνιες και αμετάβλητες με τον ίδιο τρόπο
που κρίνω τον Θεό. Η δύναμή Του είναι
πέραν της κατανόησης, και γενικώς εικάζουμε ότι ο Θεός μπορεί να κάνει
οτιδήποτε είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε, αλλά δεν εικάζουμε το
αντίστροφο, δηλαδή πως ο Θεός δεν μπορεί να κάνει ό,τι είμαστε ανίκανοι
να κατανοήσουμε, γιατί θα ήταν αλαζονικό να νομίζουμε πως η φαντασία μας
έχει τόση λαμπρότητα όση και η δύναμή Του. Ελπίζω να τα καταγράψω όλα τούτα μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες στη Φυσική μου» (ΑΤ, 1:135-136).
Ο
Descartes επεκτείνεται επ' αυτού σε επιστολή του προς τον Mersenne με
ημερομηνία 27 Μαΐου 1630, όπου αμφισβητεί την αναγκαιότητα για αιώνιες
αλήθειες: Η βούληση του Θεού είναι
αιώνια, αλλά δεν υπάρχει κάποια αναγκαιότητα που να τον υποχρεώνει να
δημιουργεί αιώνιες αλήθειες, και άρα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές (ΑΤ,
1:151). Υποστηρίζει με παρόμοιο και ίσως πιο σθεναρό τρόπο στις
Απαντήσεις του ότι, «εάν κανείς παρακολουθεί το απέραντο μεγαλείο του
Θεού, σίγουρα θα διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε απολύτως το οποίο να μην εξαρτάται από αυτόν.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για ό,τι υφίσταται αλλά για κάθε τάξη, κάθε νόμο
και κάθε αίτιο για ό,τι είναι αληθινό ή καλό» (ΑΤ, 7:435· CSM,
2:293-294).
Αυτά τα αποσπάσματα μας δίνουν μια ιδέα για τη σημασία που έχει η θεϊκή παντοδυναμία για τον Descartes. Ο Descartes αναγνωρίζει το πελώριο πρόβλημα που ένας τέτοιος Θεός συνεπάγεται, αλλά υποστηρίζει στην πρώιμη σκέψη του ότι η βούληση του Θεού και οι νόμοι τους οποίους καθιδρύει δεν μεταβάλλονται επειδή, όπως ο Θεός, είναι αιώνια. Αυτή
η θεολογική θεώρηση εγγυάται την αλήθεια των εναργών και διακριτών
ιδεών που αποτελούν τη βάση της επιστήμης του. Ο Descartes, εν τούτοις,
δεν εξηγεί γιατί πιστεύει πως η θεϊκή βούληση είναι αμετάβλητη, ούτε
προσπαθεί να αποδείξει αυτό τον ισχυρισμό. Επιπλέον, ο ίδιος αμφισβητεί
αυτό τον ισχυρισμό όταν υποστηρίζει ότι η δύναμη του Θεού είναι
ακατανόητη. Εάν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της θεϊκής
δύναμης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ότι η δύναμη και η βούλησή του είναι
αμετάβλητες, όπως δηλώνει ο Descartes. Επομένως αυτή η θεολογική λύση
στο πρόβλημα της θεϊκής παντοδυναμίας, την οποία ο Descartes ίσως
άντλησε από τον Duns Scotus, αποτυγχάνει. Βέβαια, αυτή η λύση στο
πρόβλημα της θεϊκής παντοδυναμίας ισοδυναμεί από πολλές απόψεις με την
κατεύθυνση της ευσέβειας που, όπως είδαμε, ο Descartes απορρίπτει στους
Στοχασμούς. Σε αυτή την προοπτική, συμπληρώνει τη λύση που έδωσε στους
Κανόνες αλλά και στα Ολυμπιακά, αφού αμφότερα λίγο πολύ ισοδυναμούν με
την κατεύθυνση του αθεϊσμού, την οποία επίσης απορρίπτει στους
Στοχασμούς. Η
αποτυχία των πρώιμων προσπαθειών του Descartes να ανακαλύψει κάποιο
θεμέλιο για την επιστήμη του, το οποίο θα την προφύλασσε από την
τυραννία του παντοδύναμου Θεού, τον ωθεί σε μια νέα κατεύθυνση και τον οδηγεί να κατασκευάσει ένα ανάχωμα απέναντι σε αυτό τον Θεό και στις άπειρες δυνάμεις του. Αυτό είναι το πρόταγμα της καρτεσιανής μεταφυσικής. [ΕΝΑ
ΝΕΟ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΟΥ ΕΣΚΙΣΕ Ο
ΚΥΡΙΟΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΝΟΜΑΣΑΝ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟ. ΕΝΑ ΝΕΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟ, ΠΟΥ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΝΑ
ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ.]
Το
πρόβλημα της θεϊκής παντοδυναμίας μάλλον ήταν αναπόφευκτο για τον
Descartes άπαξ και διατύπωσε τις βασικές αρχές για την καθολική επιστήμη
του, εφ' όσον αυτή η επιστήμη εδράζεται σε εικασίες γύρω από τη σχέση φύσης και ανθρώπου, που είναι λίγο πολύ ταυτόσημες με εκείνες του νομιναλισμού.
Η απόρριψη των ουσιαστικών μορφών, των τελικών αιτιών και της
συλλογιστικής λογικής, καθώς και η επικύρωση της θεϊκής αδιαφορίας, της
θεϊκής βούλησης ως ενεργού αιτίας, των συμβολικών μαθηματικών και της
ύλης ως έκτασης είναι κοινές και στους δύο. Η επιστήμη του υπ'
αυτή την έννοια εδράζεται σε νομιναλιστικά θεμέλια. Επειδή όμως εμμένει
στη βεβαιότητα και στα μαθηματικά ως βάση της επιστήμης του, δεν είναι
σε θέση να ακολουθήσει την εμπειρική κατεύθυνση του πειράματος και της
πιθανότητας. Ο Bacon και ο Hobbes, επειδή δεν επιδίωκαν να ιδρύσουν
κάποια απολύτως βέβαιη επιστήμη, δεν όφειλαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της θεϊκής εξαπάτησης.
Για τον Descartes, όμως, αυτό το πρόβλημα ήταν αναπόφευκτο, διότι,
σύμφωνα με την άποψή του, εάν δεν έχουμε βέβαιη γνώση, δεν γνωρίζουμε εν
γένει.
Η
τελική λύση του Descartes σε αυτό το πρόβλημα είναι η αρχή του ego
cogito ergo sum, που δημιουργεί έναν προμαχώνα και ένα καταφύγιο
απέναντι σε αυτό τον πανίσχυρο Θεό. Σε αυτή τη σφαίρα η βεβαιότητα είναι εγγυημένη, και η επιστήμη δεσπόζει υπό την ηγεμονία της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης. Αντιθέτως προς ό,τι θα υποθέταμε, αυτή η σφαίρα δεν είναι ταυτόσημη με τον αθεϊσμό, γιατί εκεί δεν υπάρχει θέση για τον Θεό. Εντός
των τειχών που ανεγείρει ο Descartes, όμως, αυτός ο Θεός, όπως καθετί
άλλο, υπόκειται σε ανθρώπινους νόμους, και άρα ενεργεί σύμφωνα με τα
κριτήρια του Λόγου τα οποία καθιδρύονται από τη θεμελιώδη αρχή του
Descartes. Το ego cogito ergo sum
καθιδρύει μια νέα αντίληψη για την αλήθεια ως βεβαιότητα και μια νέα
αντίληψη για τον άνθρωπο ως ελεύθερη, ανεξάρτητη και αυτεξούσια ύπαρξη.
Το συμπέρασμα από την περίφημη αρχή του Descartes, γραμμένο με κάπως
μικρότερα γράμματα πάνω στην πύλη του και συχνά παραγνωρισμένο απ' όσους
προσπερνούν βιαστικά τον παντοδύναμο Θεό, είναι ίσως εξ ίσου
διαφωτιστικό για τον χαρακτήρα της νεοτερικότητας: «Όσοι εισέρχεστε εδώ εγκαταλείψτε κάθε αμφιβολία».
Το
ότι η αμφιβολία δεν εξαφανίστηκε είναι μια ένδειξη πως ο προμαχώνας του
Descartes δεν ήταν τόσο ασφαλής όσο υπέθετε, μια ένδειξη ότι ο
παντοδύναμος Θεός του νομιναλισμού κατόρθωσε να περάσει μέσα από τα
λαμπρά οχυρωματικά έργα του Descartes. Η
ιστορία αυτής της εφόδου και η τελική κατάκτηση του καρτεσιανού οχυρού
είναι η ιστορία του παντοδύναμου Θεού και του απόλυτου εγώ. Είναι η
ιστορία που αρχίζει με το καρτεσιανό εγώ και περνά μέσα από τη σκέψη του
Fichte, προτού φθάσει στο δυσοίωνο πέρας της τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα.
ΝΑΜΑΣΤΕ. ΟΙ
ΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΤΟΝ
ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟ ΔΙΟΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑΝ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ ΚΑΤΑ
ΓΡΑΜΜΑ, ΣΑΝ ΚΤΙΣΤΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΑΔΥΝΑΜΕΣ, ΕΦΟΣΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ,
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΑΚΤΙΣΤΟ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ ΘΕΟ. ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ
ΣΤΟΝ ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ, ΤΑΥΤΙΣΑΝ
ΔΕ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΑΥΤΕΣ, ΠΑΡΑΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ
ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ.
ΚΑΙ
ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΑΝ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥΣ ΝΑ ΤΙΣ ΤΑΥΤΙΣΟΥΝ ΜΕ ΤΟ
ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΟΥΝ ΤΗΝ ΠΛΑΝΕΜΕΝΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΙΣΜΟΥ ΟΤΙ
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΔΙ' ΑΥΤΩΝ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΠΑΡΗΓΑΓΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΓΙΑ ΝΑ
ΕΛΑΦΡΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΟΥΣ, ΤΙΣ ΣΟΦΙΟΛΟΓΙΕΣ, ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ
ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΝΣΑΡΚΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΣΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΕΓΩ ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου