Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (6)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

§ 4. Ἡ αἵρεση - ἀναίρεση τῆς ἑνότητας (2η συνέχεια)

Ἡ ἑνοποίηση τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς γνώσης στὸ γεγονὸς τῆς προσωπικής σχέσης εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ στὸ πρόβλημα τῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας, πρόβλημα ἀφετηριακὸ γιὰ τὴ θεολογία καὶ τὴ ζωὴ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης.

Ἡ ὕπαρξη μιᾶς ἀντικειμενικῆς «ἀρχῆς» ποὺ ἐκπροσωπεῖ, ἐκφράζει καὶ διδάσκει αὐθεντικὰ καὶ ἀλάθητα τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, θεωρήθηκε πάντοτε στὴ Δύση σὰν ἀναγκαία προϋπόθεση για τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, δηλαδὴ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ὑποκειμενικῶν θεωρήσεων καὶ τῶν διασπαστικῶν τάσεων.

᾿Αλλὰ εἶναι ἀμέσως φανερὸ ὅτι ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας – αὐθεντικῆς καὶ ἀλάθητης έκφρασης τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας – προϋποθέτει οπωσδήποτε μιὰ θετικιστικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας, δηλαδή τὴ γνωσιολογία ποὺ ἐξαντλεῖ τὴν ἀλήθεια στὴν ἀντικειμενική διατύπωση καὶ καθιερώνει τὸ κύρος τοῦ ἀλάθητου φορέα καὶ ἐκφραστῇ αὐτῆς τῆς διατύπωσης.

᾿Αντίθετα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Θεολογία ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας ὑπερβαίνει κάθε ἀντικειμενική νοητική διατύπωση, γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατό οὔτε καὶ νὰ τεθῆ πρόβλημα προσδιορισμοῦ μιᾶς ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας καὶ συγκεκριμένου φορέα αὐτῆς τῆς αὐθεντίας.

Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξαντληθή στη στεγανή στατικότητα τῆς ἀντικειμενικής διατύπωσης καὶ τῆς ἀντικειμενικῆς ἐκπροσώπησης, γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι δυναμικό γεγονός, εἶναι ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας πέρα («ἐπέκεινα») ἀπὸ τὴ συμβατική ταυτότητα ἔννοιας καὶ νοουμένου. Η έκφραση καὶ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας μέσα στὴν ᾿Αγία Γραφή, στις ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, στὰ κείμενα τῆς λατρείας καὶ στις συγγραφές τῶν Πατέρων «ὁρίζει» χωρίς νὰ ἐξαντλῇ τὸ γεγονὸς τῆς «καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, τὴν τελειότητα τῶν ἁγίων «τὴν ὄντως ἀτέλεστoν» πάντοτε.

Οπωσδήποτε, οἱ καθιερωμένες μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας «oμολογίες» τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας της καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικών Συνόδων της έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, που σημαίνει ὅτι οἱ διατυπώσεις τῶν δογμάτων καὶ τῶν συμβόλων δὲν εἶναι δυνατό νὰ ἀλλοιωθούν ἢ νὰ παραθεωρηθούν χωρίς νὰ κινδυνεύση ἡ γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἡ πραγματικότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας.

᾿Αλλὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας καὶ ἡ δυναμική του πραγμάτωση στὰ ὅρια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας προηγεῖται ἀπὸ κάθε διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας. Τὰ δόγματα τῶν Συνόδων εἶναι «όροι»-ὅρια τῆς ἀλήθειας που βιώνει καὶ σαρκώνει ἡ Ἐκκλησία. Ὁροθετούν αὐτὴ τὴ βίωση καὶ σάρκωση ὡς πρὸς τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴ μὴ Ἐκκλησία, ὡς πρὸς τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης. [ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΤΩΣΗΣ]Οἱ συνοδικοί «όροι» καὶ οἱ λειτουργικές «ομολογίες» τῆς πίστης εἶναι «σύμβολα» τῆς ἀλήθειας, «συμβάλλουν» τὴν προσωπική εμπειρία στὴν κοινὴ ἐμπειρία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Επομένως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκλαμβάνωνται σὰν ἀφηρημένες ἰδεολογικές «ἀρχὲς» καὶ αὐτονομημένα ἀπὸ τὴ ζωὴ νοήματα.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ τὴ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ συμβόλων δὲν εἶναι δυνατό νὰ τὴν διεκδικήση ipso jure κανένας ἱδρυματικός φορέας, καμιὰ «ἀρχὴ» μιᾶς a priori αὐθεντίας αὐτονομημένης ἀπὸ τὸ σύνολο εκκλησιαστικό σῶμα. ᾿Ακόμα καὶ μιὰ Σύνοδος τῆς πλειοψηφίας τῶν «κατὰ τὴν οἰκουμένην» Επισκόπων ποὺ αὐτοανακηρύσσεται Οἰκουμενική, πρέπει νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς Ὀρθόδοξη ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἀποφάσεις της δεσμευτικό χαρακτήρα γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπῆρξαν Σύνοδοι Επισκόπων πολυαριθμότατες ποὺ αὐτοανακηρύχθηκαν Οἰκουμενικὲς καὶ ποὺ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τὶς ἀπέρριψε, ἐπειδὴ δὲν ἀνεγνώρισε στις ἀποφάσεις τους τη γνήσια καὶ ἀληθινὴ ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας ποὺ μόνο τὸ ἐκκλησιαστικό σώμα στο σύνολό του βιώνει καὶ ἔνσαρκώνει.

Αὐτὸς ὁ ἀπροσδιόριστος παράγων τῆς «συνείδησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος» δὲν σημαίνει μιὰν ὀρθολογικὴ ἀρχὴ «δημοκρατικής πλειοψηφίας», ἀλλὰ τὴν προτεραιότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας πρὶν ἀπὸ κάθε διατύπωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Καὶ σημαίνει ταυτόχρονα τη συμμετοχὴ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρωταρχικὴ καὶ θεμελιώδη ὁδὸ γνώσεως τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ διατύπωση τῆς ἀλήθειας ἁπλῶς «ὁρίζει» καὶ διαστέλλει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης (τῆς ἁμαρτίας-ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου)[ΠΩΣ;ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ;], γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ έκφραση τῆς ἀλήθειας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποσοτικά, ἀλλὰ μόνο κριτήρια καθολικότητας τῆς ἀλήθειας: Ἕνα καὶ μόνο μέλος τῆς Ἐκκλησίας;;; μπορεῖ νὰ σώζη στο πρόσωπό του καὶ νὰ σαρκώνη στὸν βίο του καὶ στὸ λόγο του τὴν ὁλότητα τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας, «τὸν ὅλον Χριστόν», τὸν καθολικό τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας[Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ; ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ;]. Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς εἶναι, σὲ κάποιο ποσοστό, ἐνδεικτικὰ ἱστορικά παραδείγματα τέτοιας προσωπικῆς-καθολικής διάσωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.

Αὐτὴ ἡ καθολικότητα τῆς ἀλήθειας διευκρινίζει πληρέστερα καὶ τὸν παράγοντα τῆς «συνείδησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». [ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΔΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ]Ὅταν μιὰ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφαίνεται μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι «εδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», ἀντλεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν τόλμη γιὰ μιὰ τέτοια διατύπωση ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συγκεφαλαιώνει καὶ ἐκφράζει τὴν ἐμπειρία καὶ αὐτοσυνειδησία τοῦ σύνολου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ οἱ ἐπιμέρους Ἐπίσκοποι εἶναι στόματα καὶ φορεῖς τῆς καθολικῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας, ὅπως σαρκώνεται σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι οὔτε ὁ ἱερατικός «βαθμός» τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε ὁ θεσμικός χαρακτήρας τῆς Συνόδου ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ὀρθὴ ἔκφραση καὶ διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὁ συντονισμὸς τῶν Ἐπισκόπων τῆς Συνόδου μὲ τὴν καθόλικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μὲ τὴν κοινὴ θέληση καὶ ἐνέργεια τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ τριαδικού Πρωτοτύπου.[Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΑ ΟΥ ΕΣΤΙΝ ΧΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ. Η ΜΟΝΗ ΕΝΟΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ]

Καὶ γι' αὐτὸ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δογματικὲς καὶ «κανονικές», δὲν ἐξαντλοῦνται σὲ ἐποχιακές καταστάσεις καὶ σὲ παροδικά καιρικά προβλήματα. ᾿Ακόμα καὶ οἱ λεπτομερέστεροι κανόνες ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας ἀναφέρονται τελικά, ὅσο καὶ οἱ δογματικοί όροι, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ' ἀλήθειαν» τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου - ἀφοροῦν στὴ σύνολη ἀνθρωπότητα, στὸ ὅλο ἀνθρώπινο γένος.[ΘΑ ΑΡΚΟΥΣΕ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ] Αὐτὴ τὴν καθολικὴ ἀλήθεια καὶ γνησιότητα τῆς ζωῆς «ὁρίζει» καὶ προστατεύει ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ τῶν Κανόνων. Ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ τῶν Κανόνων εἶναι μιὰ καθολική λειτουργία ζωῆς καὶ ἀλήθειας καὶ ὄχι τυπικὴ ἁρμοδιότητα μιᾶς α priori αὐθεντικῆς «ἀρχῆς».[Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ; ΘΑ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ ΜΗΤΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ;]

Ανώνυμος είπε...

Βʹ Θεσ 2:13 – 17; 3:1 – 5
Ἀδελφοί, ἡμεῖς ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ ὑμῶν, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ὑπὸ Κυρίου, ὅτι εἵλετο ὑμᾶς ὁ Θεὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς εἰς σωτηρίαν ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος καὶ πίστει ἀληθείας, εἰς ὃ ἐκάλεσεν ὑμᾶς διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἡμῶν εἰς περιποίησιν δόξης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν. Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ ἡμῶν, ὁ ἀγαπήσας ἡμᾶς καὶ δοὺς παράκλησιν αἰωνίαν καὶ ἐλπίδα ἀγαθὴν ἐν χάριτι, παρακαλέσαι ὑμῶν τὰς καρδίας καὶ στηρίξαι ὑμᾶς ἐν παντὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ἀγαθῷ. Τὸ λοιπόν, προσεύχεσθε, ἀδελφοί, περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἵνα ῥυσθῶμεν ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων· οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις. πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος, ὃς στηρίξει ὑμᾶς καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Πεποίθαμεν δὲ ἐν Κυρίῳ ἐφ᾽ ὑμᾶς ὅτι ἃ παραγγέλλομεν ὑμῖν καὶ ποιεῖτε καὶ ποιήσετε. Ὁ δὲ Κύριος κατευθύναι ὑμῶν τὰς καρδίας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ.

Μκ 9:10 – 15
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐκράτησαν οἱ μαθηταὶ τὸν λόγον τοῦ Ἰησοῦ, πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες, ὅτι λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον ἀποκαθιστᾷ πάντα· καὶ πῶς γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ; ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ Ἠλίας ἐλήλυθε, καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν, καθὼς γέγραπται ἐπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτοῖς. καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν.

Ανώνυμος είπε...

Εφ 5:8 – 19
Ἀδελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· — ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· — δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾽ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.

Τὸ Εὐαγγέλιον  Τοῦ Ἁγίου...

Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.


Ιω 10:9 – 16
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Βʹ Θεσ 2:13 – 17; 3:1 – 5

Ἀδελφοί, ἡμεῖς ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ ὑμῶν, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ὑπὸ Κυρίου, ὅτι εἵλετο ὑμᾶς ὁ Θεὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς εἰς σωτηρίαν ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος καὶ πίστει ἀληθείας, εἰς ὃ ἐκάλεσεν ὑμᾶς διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἡμῶν εἰς περιποίησιν δόξης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν. Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ ἡμῶν, ὁ ἀγαπήσας ἡμᾶς καὶ δοὺς παράκλησιν αἰωνίαν καὶ ἐλπίδα ἀγαθὴν ἐν χάριτι, παρακαλέσαι ὑμῶν τὰς καρδίας καὶ στηρίξαι ὑμᾶς ἐν παντὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ἀγαθῷ. Τὸ λοιπόν, προσεύχεσθε, ἀδελφοί, περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἵνα ῥυσθῶμεν ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων· οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις. πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος, ὃς στηρίξει ὑμᾶς καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Πεποίθαμεν δὲ ἐν Κυρίῳ ἐφ᾽ ὑμᾶς ὅτι ἃ παραγγέλλομεν ὑμῖν καὶ ποιεῖτε καὶ ποιήσετε. Ὁ δὲ Κύριος κατευθύναι ὑμῶν τὰς καρδίας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ.

Μκ 9:10 – 15

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐκράτησαν οἱ μαθηταὶ τὸν λόγον τοῦ Ἰησοῦ, πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες, ὅτι λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον ἀποκαθιστᾷ πάντα· καὶ πῶς γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ; ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ Ἠλίας ἐλήλυθε, καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν, καθὼς γέγραπται ἐπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτοῖς. καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν.

Ανώνυμος είπε...

Εφ 5:8 – 19

Ἀδελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· — ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· — δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾽ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.

Τὸ Εὐαγγέλιον

Τοῦ Ἁγίου.

Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.

Ιω 10:9 – 16

Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.