Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὅρια, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Νὰ ἐκτείνεται παντοῦ, στὰ πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐγὼ ἤθελα νὰ πάω νὰ ζήσω μαζὶ μὲ τοὺς χίπηδες στὰ Μάταλα χωρίς, βέβαια, ἁμαρτίες, γιὰ νὰ τοὺς δείξω τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο εἶναι μεγάλη καὶ πῶς μπορεῖ νὰ τοὺς ἀλλάξει, νὰ τοὺς μεταμορφώσει. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα. Θὰ σᾶς τὸ πῶ μ’ ἕνα παράδειγμα. Ἦταν ἕνας ἀσκητὴς κι εἶχε δύο ὑποτακτικούς. Προσπαθοῦσε πολὺ νὰ τοὺς ὠφελήσει καὶ νὰ τοὺς κάνει καλούς. Εἶχε, ὅμως, τὴν ἀνησυχία ἂν ὄντως προχωροῦν στὴν πνευματικὴ ζωή, ἂν προοδεύουν καὶ ἂν εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Περίμενε ἕνα σημάδι γι’ αὐτὸ ἀπ’ τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔπαιρνε καμία ἀπάντηση. Κάποια ἡμέρα θὰ γινόταν ἀγρυπνία στὴν ἐκκλησία μιᾶς ἄλλης σκήτης, ποὺ ἀπεῖχε πολλὲς ὧρες ἀπ’ τὴ δική τους. Ἔπρεπε νὰ γίνει πορεία μὲς στὴν ἔρημο. Ἔστειλε τοὺς δύο ὑποτακτικούς του ἀπ’ τὸ πρωί, ὥστε νὰ φτάσουν νωρίς, νὰ τακτοποιήσουν τὴν ἐκκλησία, κι ὁ Γέροντας θὰ πήγαινε τὸ ἀπόγευμα. Οἱ ὑποτακτικοὶ εἶχαν προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν ξαφνικὰ ἄκουσαν βογγητά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος βαριὰ τραυματισμένος καὶ ζητοῦσε βοήθεια
: – Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ, τοὺς ἔλεγε, γιατὶ ἐδῶ εἶναι ἐρημιά, κανεὶς δὲν περνάει, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ βοηθήσει; Ἐσεῖς εἶστε δύο. Σηκῶστε με καὶ ὁδηγῆστε με στὸ πρῶτο χωριό.
– Δὲν μποροῦμε, τοῦ εἶπαν, βιαζόμαστε νὰ πᾶμε γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ἔχουμε πάρει ἐντολὴ νὰ τὴν ἑτοιμάσουμε.
– Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ! Ἂν μ’ ἀφήσετε, θὰ πεθάνω, θὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία.
– Δὲν μποροῦμε. Τί νὰ κάνουμε; Πρέπει νὰ πᾶμε στὸ καθῆκον μας. Κι ἔφυγαν. Τ’ ἀπόγευμα ξεκίνησε ὁ Γέροντας γιὰ τὴν ἀγρυπνία. Πέρασε ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο. Ἔφτασε καὶ στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ τραυματισμένος. Τὸν βλέπει, τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ λέει:
– Τί ἔπαθες, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχεις; Ἀπὸ πότε εἶσαι ἐδῶ; Δὲν σὲ εἶδε κανείς;
– Πέρασαν τὸ πρωὶ δύο μοναχοὶ καὶ τοὺς παρακαλοῦσα νὰ μὲ βοηθήσουν, ἀλλὰ βιαζόντουσαν νὰ πᾶνε στὴν ἀγρυπνία.
– Θὰ σὲ πάρω ἐγώ. Μὴν ἀνησυχεῖς! τοῦ λέει. – Δὲν μπορεῖς ἐσύ, εἶσαι γέροντας, δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σηκώσεις, ἀδύνατο! – Ὄχι, θὰ σὲ πάρω. Δὲν μπορῶ νὰ σ’ ἀφήσω.
– Μὰ δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σηκώσεις.
– Θὰ σκύψω καὶ σὺ πιάσου ἀπὸ πάνω μου καὶ λίγο-λίγο θὰ σὲ πάω σὲ κανένα κοντινὸ χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αὔριο, θὰ σὲ φτάσω. Καὶ τὸν πῆρε μὲ μεγάλη δυσκολία κι ἄρχισε νὰ βαδίζει μὲ τὸ βάρος ἐκεῖνο μὲς στὴν ἄμμο πάρα πολὺ δύσκολα. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι καὶ σκεφτόταν: “Ἔστω καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ φτάσω”. Καθὼς ὅμως προχωροῦσε, ἄρχισε νὰ νιώθει τὸ φορτί του πιὸ ἐλαφρό, πιὸ ἐλαφρὸ καὶ σὲ κάποια στιγμὴ αἰσθάνθηκε σὰν νὰ μὴν κρατάει τίποτε. Τότε γυρίζει πίσω νὰ δεῖ τί συμβαίνει καὶ βλέπει μ’ ἔκπληξη πάνω του ἕναν ἄγγελο. Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:
– Μ’ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πληροφορήσω ὅτι οἱ δύο ὑποτακτικοί σου δὲν εἶναι ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατὶ δὲν ἔχουν ἀγάπη.
Βίος καὶ Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου
Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net/?p=1500
2 σχόλια:
Να έχουμε όλοι την ευχή του.
Δεν πήγε ούτε στο Δημοτικό, όμως είχε την "άνωθεν Σοφία". Το "μυστικό" του όπως έλεγε ο ίδιος ήταν η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ υπακοή που έκανε στους γέροντές του, και η αποστήθιση και απαγγελία διαρκώς (τις ώρες που εργαζόταν)κειμένων της Αγίας Γραφής και ύμνων της εκκλησίας.Αγάπησε ΠΟΛΥ τον Κύριο και αγίασε.
Μ.Π.
Ενα εκπληκτικό περιστατικό από τη ζωή του:
Πήγαινε με ταξί με κάποια πνευματικά του παιδιά, μια μεγάλη διαδρομή νομίζω από Αθήνα, προς Θεσσαλονίκη. Σε όλο το δρόμο ο ταξιτζής κατηγορούσε συνεχώς την εκκλησία, και μιλούσε με σκληρότητα και απιστία για τον Θεό.Οι άλλοι ήθελαν να του πουν κάτι αλλά ο γέροντας δεν τους άφησε.Είχε σταυρώσει τα χερια του και δεν μιλούσε καθόλου, μόνο προσευχόταν.
Και αφού είπε είπε και "ξεθύμανε" του λέει ο άγιος Πορφύριος:
"Παιδί μου θέλω να σου πω μια ιστορία. Ηταν κάποτε ένας άνθρωπος ο οποίος μισούσε τον γείτονά του.Μια νύχτα που έβρεχε πολύ, τον σκότωσε, άνοιξε ένα λάκο και τον έθαψε, και μετά έκανε πλαστά χαρτιά και του έφαγε το κτήμα.Αυτός ο άνθρωπος πιστεύει ότι δεν το ξερει κανένας μέχρι σήμερα.Ομως υπάρχει ΚΑΠΟΙΟΣ που τον ΑΓΑΠΑΕΙ ΠΟΛΥ, και του το φανερώνει σήμερα για να μετανοήσει και να γυρίσει κοντά Του".
Και τότε σταμάτησε απότομα ο ταξιτζής, βγήκε στον δρόμο, έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας και φίλησε τα πόδια του Αγίου.Ηταν ο ίδιος.
Μ.Π.
Δημοσίευση σχολίου