ΛΟΓΟΣ Β΄
Περὶ τοῦ ὅτι πρέπει νὰ βροῦμε κάποιον ἀληθινὸ ἐργάτη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἀπὸ τὸν ὁποῖον νὰ μάθουμε τοὺς τρόπους καὶ τὰ σημεῖα της, καὶ ὅτι ὅποιος τὴν ἔχει μέσα του πάντοτε καὶ τὴν μελετᾶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ προσοχή, ἀντιλαμβάνεται ἀπὸ κάποια πνευματικὰ σημεῖα ὅτι ἑνώνεται ἀοράτως ἡ ψυχή του μὲ τὸν μελετώμενο Ἰησοῦ. Ἐπίσης καὶ ποιὸς εἶναι ὁ καρπὸς αὐτῆς τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Εὐλόγησον πάτερ.
Γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ τὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὴν καρδιά του, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀποκτήσει ἔσω στὴν καρδία του τὴν νοερὰ προσευχή. Διότι ἂν δὲν ἐγκατασταθεῖ ἡ νοερὰ προσευχὴ στὸν τόπο, ἀπ᾿ ὅπου ἀναβλύζουν τὰ πάθη, αὐτὰ δὲν ξεριζώνονται.
Λοιπόν, ἂν δὲν ἀποκοποῦν τὰ πάθη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἀναχωροῦν ἀπὸ αὐτὸν οὔτε οἱ δαίμονες. Διότι οἱ δαίμονες ἔχουν συνήθεια νὰ συγκεντρώνονται ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὰ πάθη, καθὼς συγκεντρώνονται καὶ οἱ μῦγες ἐκεῖ ποὺ εἶναι κάποια βρώμικη πληγὴ καὶ κάποια δυσοσμία. Καὶ καθὼς οἱ κόρακες καὶ τὰ σαρκοφάγα πτηνὰ μαζεύονται ἐκεῖ ποὺ βλέπουν πτῶμα ἢ ὀσφραίνονται δυσοσμία νεκροῦ ζώου καὶ τὸ καταβροχθίζουν, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες ὅταν δοῦν κάποιον σαρκικὸ καὶ ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, κάνουν ἐκεῖ τὴν φωλιά τους καὶ καταβροχθίζουν νοερῶς μὲ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες ἐκεῖνο τὸ σαρκικὸ σῶμα. Γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε ὁ προφήτης· «Ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας μου» (Ψλμ. κστ΄ 2). Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ κάποιος ἀπὸ τὰ πάθη ὅπως ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀποκτήσει τὴν νοερὰ προσευχὴ στὴν καρδιά του.
Καὶ πάλι, γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσει κανεὶς στὴν καρδιά του, χρειάζεται νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς μὲ ταπείνωση, ταλαιπωρώντας τὸ σῶμα μὲ νηστεῖες, μὲ γονυκλισίες καὶ μὲ ἄλλους σωματικοὺς καὶ φανεροὺς κόπους, γιὰ νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ τοῦ δείξει κάποιον ἀπλανῆ ὁδηγό, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται τὴν νοερὰ προσευχὴ μυστικῶς, ἀπὸ τὸν ὁποῖο νὰ τὴν διδαχτεῖ ἀκριβῶς. Ἢ πάλι, ἂν δὲν βρίσκεται κανεὶς τέτοιος ὁδηγὸς σ᾿ ἐκεῖνον τὸν τόπο, νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ κάνει σ᾿ αὐτὸν κάποια ἄλλη οἰκονομία γι᾿ αὐτό, δηλαδὴ νὰ τὸν πληροφορήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἤ, ἂν καὶ βρίσκεται κάποιος ἐργάτης αὐτῆς καὶ τὴν διδάσκει, ὅμως αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβει ἀκριβῶς, τότε, ἂς παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν ὁδηγήσει μὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο, πῶς νὰ τὴν μεταχειριστεῖ καὶ πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσει.
Κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ἀκούγοντας κάποιον νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν νοερὰ προσευχή, ἐπιθύμησε νὰ τὴν ἀποκτήσει καὶ αὐτός. Ὅμως, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀποκτήσει οὔτε νὰ τὴν καταλάβει, διότι αὐτὴ ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι δυσκολοκατανόητη καὶ δυσκολοκατόρθωτη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀδελφὸς δόθηκε στὴν προσευχὴ παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ τὸν πληροφορήσει πῶς νὰ τὴν μεταχειριστεῖ καὶ πῶς νὰ τὴν λέγει, χωρὶς νὰ πλανηθεῖ. Διότι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν λογισμό τους σ᾿ αὐτὴν τὴν εὐχή, χωρὶς καμμία θεϊκὴ πληροφορία, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν τοὺς κυριεύσει κάποια πλάνη ἀπὸ τὸν διάβολο, ἐκτὸς μόνον ἂν εἶναι κανεὶς τελείως ταπεινόφρων καὶ ἀποφεύγει τὰ τεχνάσματα τοῦ σατανᾶ μὲ θεϊκὴ φώτιση. Γι᾿ αὐτὸ -λέγω- καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτός, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ μὲ πολλὴ ταπείνωση. Διότι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτήν, προσπάθησε πολὺ νὰ τὴν ἀποκτήσει. Ὅμως, πάλι δὲν εἶχε καμμία ἀληθινὴ πληροφορία· «Χωρὶς ἐμοῦ», λέγει ὁ Σωτήρ, «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε΄ 5).
Βλέποντας λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν πόθο τοῦ ἀδελφοῦ, ἔστειλε στὸν ὕπνο του τὸν ἄγγελό του μὲ τὴ μορφὴ κάποιου γνωστοῦ του Μοναχοῦ, τὸν ὁποῖο γνώριζε ὁ ἀδελφὸς ὅτι εἶναι τέλειος σ᾿ αὐτὴν τὴν εὐχή. Καὶ λοιπὸν ἑρμήνευε ὁ ἄγγελος αὐτὴν τὴν νοερὰ καὶ καρδιακὴ εὐχὴ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο· ἔχοντας τὸ στῆθος του γυμνὸ καὶ λέγοντας ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἔδειχνε στὸν ἀδελφὸ μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ σημεῖα τῆς νοερᾶς καὶ καρδιακῆς εὐχῆς. Ὅταν δηλαδὴ ἔλεγε ὁ ἄγγελος τὴν εὐχή, ἔβλεπε ὁ ἀδελφὸς τὴν βία τοῦ ἀγγέλου, πῶς δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἐσωτερικὴ βία, ἵδρωνε καὶ ἔφτυνε αἷμα καὶ στενοχωροῦσε τὴν καρδιά του μὲ ὑπερβολὴ καὶ εἶχε πολλὴ προσοχὴ στὴν εὐχή. Καὶ ἄλλοτε φαινόταν τὸ πρόσωπό του δοξασμένο, λαμπρὸ καὶ γεμᾶτο ἀπὸ Χάρη Θεοῦ, ἀπὸ τὴν χαρὰ ποὺ λάμβανε μέσα ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴν εὐχή, καθὼς λέγει· «Καρδίας εὐφραινομένης θάλλει πρόσωπον» (Παρ. ιε΄ 13), ἄλλοτε πάλι φαινόταν ἡ ὄψη του πικραμένη καὶ λυπημένη ἀπὸ τοὺς ἀένναους ἀναστεναγμούς, ὅπως λέγει ὅτι «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου»(Ματθ. κστ΄ 18). Ἄλλοτε πάλι φαινόταν ὁ ἄγγελος ὅτι μὲ τὴν δύναμη καὶ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς ἡμέρευε τὸ θυμωμένο καὶ ἄγριο πρόσωπό του. Ἄλλοτε φαινόταν ὅτι θὰ ἔπεφτε στὴ γῆ ἀπὸ τὴν ἄκρα βία ποὺ ἀσκοῦσε στὴν εὐχή, ἀπὸ ἀτονία καὶ ἀδυναμία μεγάλη, καὶ ἄλλοτε φαινόταν σὰν σὲ καθρέπτη ὅτι ἡ καρδιά του κινδύνευε νὰ σπάσει καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τήν θέση της, ἀπὸ τὴν βία ποὺ τῆς ἔκανε. Ἄλλοτε πάλι φαινόταν τὸ σῶμα του σὰν νεκρό.
Καὶ ἔλεγε στὸν ἀδελφὸ ὁ ἄγγελος· «Ἔτσι ὅπως μὲ εἶδες νὰ λέγω τὴν εὐχή, ἔτσι λέγε την καὶ ἐσὺ καὶ θὰ βρεῖ ἡ ψυχή σου ἀνάπαυση». Αὐτὸ τὸ εἶδε ὁ ἀδελφὸς δύο καὶ τρεῖς καὶ πολλὲς φορὲς καὶ κάνοντας ἔτσι ἀναπαύθηκε ὁ λογισμός του.
Ὁμοίως καὶ ἕνας ἄλλος ἀδελφός, προσευχόμενος κάποτε νοερῶς ἦλθε σὲ ὀπτασία. Εἶδε μπροστά του δύο ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι βαστοῦσαν ἀνοικτὸ ἕνα βιβλίο ποὺ ὀνομάζεται «Φιλοκαλία». Ἔδειχναν οἱ ἄγγελοι στὸν ἀδελφὸ μὲ τὸ δάκτυλό τους ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς Φιλοκαλίας ποὺ ἀναφέρεται στὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ λέγει ὅτι «ὀφείλει ὁ Μοναχὸς εἰς πᾶσαν ἀναπνοὴν νὰ λέγει μίαν εὐχὴν ἀργῶς καὶ καθαρῶς». Καὶ μόλις διάβασε αὐτὸ τὸ ρητό, ἀμέσως ἦλθε πάλι στὸν ἑαυτό του.
Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅσο εἶναι ὑψηλὸς καὶ σωστός, τόσο χρειάζεται καὶ πολλὴ προετοιμασία σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τὸν μεταχειρίζεται, καθὼς λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ σὲ ἕνα μέρος τῶν λόγων του· «Ἐν ἱδρῶτι εὐδόκησε ὁ σοφὸς Κύριος τοῦτον τὸν ἄρτον τοῖς ζητοῦσιν εὑρίσκεσθαι. Καὶ τοῦτο συμφερόντως, ἵνα μή, πρὸ καιροῦ μεταλαβοῦσιν ἡμῖν ἐξ αὐτοῦ, γένηται ἀπεψία καὶ ἀποθανοῦμεν». Δηλαδή, θέλησε ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ λάβουν αὐτὸ τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς νοερᾶς θεωρίας ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἱδρώνουν καὶ ἀγωνίζονται ὑπερβολικῶς γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτῆς τῆς νοερᾶς προσευχῆς· καθὼς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες εἶπε ὅτι πολὺ αἷμα ἔφτυσε ἀπὸ τὴν βία ποὺ ἐφάρμοσε, μέχρι νὰ τὴν ἀποκτήσει μέσα του.
Αὐτό, τὸ νὰ ἀγωνιζόμαστε δηλαδὴ γι᾿ αὐτήν, ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεὸ προνοητικῶς, γιὰ τὸ συμφέρον μας, γιὰ νὰ προσέχουμε νὰ μὴν ἀσχοληθοῦμε μ᾿ αὐτὴν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε. Διότι ἂν τὴν γευόμαστε χωρὶς τὴν πρέπουσα προετοιμασία, θὰ πεθάνουμε μὲ θάνατο ψυχικὸ ἢ καὶ σωματικό, καθὼς τὸ ἔπαθαν πολλοὶ καὶ τὸ παθαίνουν μέχρι σήμερα, ἐπειδὴ μᾶς ἔρχεται δυσπεψία, διότι ἡ βρώση τῆς στερεῆς τροφῆς εἶναι τῶν τελείων, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο, καὶ ὄχι τῶν νηπίων ποὺ θηλάζουν.
Αὐτὸ τὸ παθαίνουμε, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἐργάζεται αὐτὴν τὴν νοερὰ προσευχὴ μὲ τὴν πρέπουσα προετοιμασία, αὐτὸς -λέγω- μεταλαμβάνει ἀοράτως τὸν Ἰησοῦ Χριστό, κάθε φορὰ ποὺ τὴν λέγει ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ ἑαυτοῦ του μὲ ἄκρα εὐλάβεια καὶ μὲ ἄκρα προσοχὴ πρὸς αὐτήν. Καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζει ἀπὸ τὴν κατάνυξη ποὺ τοῦ ἔρχεται ἐκείνην τὴν ὥρα, διότι λέγοντας τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς πολλὲς φορές, μὲ θερμότατη πίστη, μὲ ἄκρα ταπείνωση, μὲ πολλὴ εὐλάβεια, μὲ καθαρὴ καρδιά, μὲ ζωντανὴ ἐλπίδα καὶ τὰ παρόμοια, ἀρχίζει ἀμέσως νὰ ἀναβλύζει μέσα στὴν καρδιὰ ἡ κατάνυξη, σὰν ἀπὸ κάποια γλυκειὰ πηγή, ἀπὸ αὐτὸ τὸ μελετώμενο ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ὅσο μάλιστα κατανύσσεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ θεῖο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅσο πίνει καὶ ποτίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θεϊκὸ νάμα τοῦ Χριστοῦ, τόσο ἀγαπᾶ καὶ ὁ προσευχόμενος καὶ κατανυσσόμενος νὰ τὸ μελετάει στὴν καρδιά του, περισσότερο καὶ θερμότερα. Διότι ὅταν φθάσει σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τότε εἰρηνεύει ὄχι μόνον τὸ σῶμα ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ ἡ καρδιά του ἀπὸ τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς καὶ διάγει ζωὴ ἀναπαυμένη, σὰν νὰ εἶναι ἄσαρκος, καθὼς καὶ ἐκεῖνος ποὺ μεταλαμβάνει ἀξίως τὰ Ἄχραντα Μυστήρια διάγει ἐκείνην τὴν ἡμέρα ζωὴ εἰρηνικὴ καὶ ὁλοένα τὸν Χριστὸ φαντάζεται καὶ τὸν Χριστὸ στοχάζεται καὶ δὲν θέλει νὰ μαθαίνει γιὰ τὸν κόσμο καὶ γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, διότι τὸν κυριεύει ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀμόλυντου Ἀρνίου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός.
Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ μὲ αὐθάδεια μεταχειρίζονται αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, χωρὶς νὰ κάνουν καμμία προετοιμασία καὶ χωρὶς νὰ συμβουλευτοῦν κανένα πνευματικὸ πατέρα πῶς νὰ τὴν μεταχειρίζονται, ὁμοιάζουν μὲ ἐκείνους ποὺ τολμοῦν καὶ κοινωνοῦν χωρὶς ἐξομολόγηση καὶ μὲ ἀναξιότητα τὰ Ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδὴ δυσαρεστεῖται γιὰ τὴν ἀνετοιμασία, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ὑπεροψία τους, τοὺς γίνεται βάρος ψυχικὸ καὶ τιμωροῦνται. Διότι, καθὼς ἡ Ἁγία Κοινωνία ἁγιάζει, φωτίζει καὶ δροσίζει αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦν ἀξίως, ἐνῶ κολάζει, φλέγει, συσκοτίζει καὶ θανατώνει αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦν ἀναξίως, ἔτσι καὶ ἡ νοερὰ προσευχὴ τοὺς νηστευτές, τοὺς ἐγκρατεῖς καὶ ταπεινόφρονες εἰρηνεύει ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ τοὺς ἐνδυναμώνει στὴν ἐργασία τοῦ Κυρίου, ἐνῶ τοὺς γαστρίμαργους, τοὺς πολύφαγους καὶ τοὺς ὑπερήφανους, τοὺς ζαλίζει τὸν νοῦ, τοὺς συσκοτίζει τὴν ψυχή, τοὺς τυφλώνει τὴν καρδιὰ καὶ τοὺς παραδίνει σὲ νοῦ ἀσύνετο. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ γίνουν ἔτσι ἀνόητοι, μὲ ἔπαρση στὸν νοῦ, τυφλοὶ στὴν καρδιὰ καὶ σκοτεινοὶ στὴν ψυχή, τοὺς φαίνεται τὸ κακὸ γιὰ καλὸ καὶ τὸ πικρὸ γιὰ γλυκύ. Συνεπῶς δὲν καταδέχονται πιὰ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ συμβουλευτοῦν κανένα, διότι ὁ σατανᾶς, ποὺ κατοίκησε σ᾿ αὐτοὺς ἐξαιτίας τῆς ἔπαρσής τους, τοὺς διδάσκει τὰ δικά του καὶ τοὺς πληροφορεῖ τὴν πλανεμένη τους διάνοια ὅτι μόνον αὐτοὶ βρῆκαν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀληθινὴ καὶ σωτηριώδη ὁδό, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι τοὺς φαίνονται πλανεμένοι. Καὶ αὐτὸ δικαίως συμβαίνει λόγῳ τῆς ὑπερηφάνειάς τους, καὶ ἀντὶ νὰ τρυγήσουν ὥριμο καρπὸ καὶ γλυκὰ σταφύλια ἀπὸ τὴν προσευχή τους, τρυγοῦν μάταιο καρπὸ λόγῳ τῆς ἄγνοιάς τους καὶ ξυνὴ ἀγουρίδα ἀπὸ τὴν ἔπαρσή τους.
Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ μεταχειρίζονται αὐτὴν τὴν νοερὰ προσευχὴ μὲ ὑπακοὴ καὶ μὲ ἄσκηση, μὲ ταπείνωση, νηστεία, μὲ συμβουλὴ ἁγίων Πατέρων καὶ θεοφόρων πνευματικῶν, αὐτοὶ καρποφοροῦν ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχὴ καρπὸ νόμιμο, καρπὸ ὥριμο, καρπὸ ἀγαθό, καρπὸ πνευματικό, καρπὸ γλυκὺ καὶ χαριτωμένο!
Αὐτὸς ὁ καρπός, ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχή, εἶναι τέτοιος καὶ ἀναγνωρίζεται μὲ καθαρότητα ὡς τέτοιος ἀπὸ τὴν συνέχεια τοῦ λόγου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος ἀπὸ σῶμα καὶ ἀπὸ ψυχή· καὶ τὸ σῶμα εἶναι αἰσθητὸ καὶ ὑλικό, καθὼς λέγει· «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς» (Γεν. β΄ 7), ἐνῶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἄϋλη, καθὼς λέγει· «Καὶ ἐνεφύσησεν ὁ Θεὸς εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β΄ 7). Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, τὸ σῶμα, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν γῆ, ἀγαπᾶ τὰ γήινα, ἐνῶ ἡ ψυχή, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Θεό, ἀγαπᾶ τὰ οὐράνια καὶ ἄϋλα. Ὅμως, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ψυχὴ κατοικεῖ μέσα στὸ ὑλικὸ καὶ αἰσθητὸ σῶμα, ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ οὐράνια σύμφωνα μὲ τὸν πόθο της καὶ τὴν ἀξία της. Ἂν κάνει ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὸν Θεὸ κάτι πονηρό, διώχνει καὶ ἐξορίζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη τῶν οὐρανίων καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς θεϊκῆς ἀπόλαυσης.
Ἔτσι, ἀφοῦ φύγει ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τῶν οὐρανίων καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ Παραδείσου, τότε βασιλεύει ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου, ἡ σαρκικὴ ἡδονὴ καὶ ἡ πλάνη τοῦ διαβόλου· δηλαδή, ζεῖ στὸ ἑξῆς ὁ ἄνθρωπος μὲ ἀσωτεία καὶ ἀμεριμνησία πνευματική, ἔχοντας καταπατημένη τὴν συνείδησή του καὶ σκοτεινὰ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς του.
Ζώντας λοιπὸν σὲ τέτοια κατάσταση, ἀπομακρυσμένος πνευματικῶς ἀπὸ τὰ οὐράνια, γιὰ νὰ μπορέσει ἔπειτα νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα νικήθηκε καὶ γιὰ νὰ μπορέσει ἡ ψυχὴ νὰ θυμηθεῖ τὰ οὐράνια μὲ τὰ ὁποῖα ὁμοιάζει, καὶ γιὰ νὰ μεταβεῖ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὰ νοητά, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ στὰ ἄϋλα, ἀπὸ τὰ ὁρατὰ στὰ ἀόρατα, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ γήινα στὰ οὐράνια, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συντριβεῖ ἡ καρδιά του, μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Κατὰ κάποιον τρόπο, νὰ ζυμωθεῖ καὶ νὰ ἑνωθεῖ ἡ καρδιὰ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἑνώνεται τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ νερὸ καὶ γίνεται ὁ ἄρτος μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς φωτιᾶς (δηλαδή, μὲ τὴν Θεία Χάρη). Διότι ὅταν λέγει κανεὶς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του, γεμίζει ἡ καρδιὰ ἀπὸ οὐράνια νοήματα καὶ ἀπὸ πνευματικὰ φρονήματα. Καὶ ὅταν γεμίσει ἡ καρδιὰ ἀπὸ τέτοια νοήματα μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ἀπὸ τὴν καρδιὰ μεταδίδεται αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια σὲ ὅλα τὰ μέλη καὶ σὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις. Γι᾿ αὐτὸ τότε, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁλοκληρωτικῶς ἑνωμένος μὲ τὴν χάρη τῆς εὐχῆς, ὁτιδήποτε αἰσθητὸ δεῖ μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, ἀμέσως ἀναβιβάζεται ἡ διάνοιά του ἀπὸ μόνη της στὰ νοητὰ καὶ ἄυλα χωρίς νὰ νοιώσει ἡδονὴ καὶ χωρὶς νὰ νικηθεῖ ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ ἀπόλαυση τῶν ὁρωμένων. Παραδείγματος χάριν· ὁ ἐργάτης τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἂν δεῖ κάποιον ὄμορφο καὶ ὡραῖο ἄνθρωπο ἢ ἕνα ἄλλο ὡραῖο καὶ θαυμαστὸ δημιούργημα, παίρνει ἀφορμὴ νὰ φανταστεῖ καὶ νὰ στοχαστεῖ ἡ ψυχή του τὴν ὡραιότητα τῶν οὐρανίων καὶ ἀΰλων δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ.
Διότι λέγει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἢ καλύτερα καὶ σωστότερα νὰ πῶ, λέγει ἡ ψυχὴ στὸν ἄνθρωπο ὡς ἑξῆς· «Ἐάν, ὦ ἄνθρωπε, αὐτὰ τὰ αἰσθητὰ δημιουργήματα τὰ ὁποῖα σήμερα ὑπάρχουν καὶ αὔριο χάνονται, τὰ ἔκανε ὁ Θεὸς τόσο ὡραῖα καὶ θαυμαστὰ καὶ χαροποιοῦν τόσο αὐτοὺς ποὺ τὰ βλέπουν καὶ τὰ ἀπολαμβάνουν, ἄραγε πόσο ὀμορφότερα καὶ ὡραιότερα νὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου, ῾῾ ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη᾿᾿ (Α΄ Κορ. β΄ 9), τὰ ὁποῖα τὰ ἔχει ὁ Θεὸς ἑτοιμασμένα γιὰ τοὺς δούλους του «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου;» (Ματθ. κε΄ 34).
Καὶ πάλι, ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἀνεβάζει σὲ ὑψηλότερη θεωρία, δηλαδὴ τοῦ φέρνει τὴν μνήμη αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μακάριο καὶ ἄκρως ἐπιθυμητό, διότι τοῦ λέγει μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο· «Ἐὰν καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι κτίσματα Θεοῦ εἶναι τόσο τίμια καὶ τόσο θαυμαστὰ καὶ ἄρρητα, ἄραγε ὁ Θεός, ὁ κτίστης καὶ ποιητὴς αὐτῶν, πόσο νὰ εἶναι λαμπρότερος καὶ θαυμαστότερος ἀπὸ ἐκεῖνα;». Παρομοίως καὶ ὅποτε ὁ ἐργάτης τῆς νοερᾶς προσευχῆς βλέπει μὲ τὰ μάτια του τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν σελήνη, τὴν ἀστραπὴ καὶ τὸν ἥλιο νὰ λάμπει καὶ νὰ ἀκτινοβολεῖ, ὑψώνεται ἀμέσως ἡ διάνοιά του στὴν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου καὶ στὴν ἄρρητη λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ πλάστου. Διότι λέγει πάλι ἡ ψυχὴ στὸν ἄνθρωπο· «Ἄραγε, ταπεινὲ καὶ ἐλάχιστε ἄνρωπε, ἐὰν τὰ φαινόμενα αὐτὰ ἔχουν τέτοια ὡραιότητα καὶ τέτοια λαμπρότητα, τάχα ὁ Θεός, ὁ ποιητὴς τοῦ ἥλιου, ὁ πλάστης τοῦ οὐρανοῦ, ὁ δημιουργὸς τῶν ἄστρων, πόσο νὰ λάμπει καὶ νὰ ἀκτινοβολεῖ περισσότερο;». Μίλησε ἐπίσης γι᾿ αὐτὴν τὴν θεϊκὴ λαμπρότητα καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ὡς ἑξῆς·
Ὀπτασία
Κάποιος Μοναχὸς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει τὴν δόξα καὶ τὴν λαμπρότητα τῶν Ἁγίων. Ἀξιώθηκε λοιπὸν νὰ δεῖ τὸ ποθούμενο κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο· ἦλθε ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε· Ὅποιος αἰτεῖ, λαμβάνει, καὶ ὅποιος ζητάει, βρίσκει, καὶ σ᾿ ὅποιον χτυπάει τὴν πόρτα, τοῦ ἀνοίγουν (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 8), καὶ ἀμέσως ἄνοιξε τὸ δεξιὸ νοερὸ μάτι τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἶδε αὐτὴν τὴν δόξα τὴν θεϊκὴ καὶ τὴν ἄρρητη χαρὰ ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ ἀπολαμβάνουν στὸν οὐρανό· ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ Μοναχὸς ὅτι εἶδε ὅλους τοὺς Ἁγίους σ᾿ ἐκείνην τὴν δόξα καὶ μακαριότητα, στὴν ὁποία ὁ καθένας Ἅγιος ἔλαμπε ὁμοίως μὲ τὸν αἰσθητὸ ἥλιο, μ᾿ ὅσες ἀκτῖνες ἔχει ὁ αἰσθητὸς ἥλιος· ὅλοι δὲ οἱ Ἅγιοι ἔψαλλαν μὲ γλυκύτατη φωνὴ τὸ «Ἀλληλούϊα».
Λοιπόν, ἐὰν ἐδῶ ὁ ἥλιος ἀκτινοβολεῖ καὶ φωτίζει ὅλη τὴν οἰκουμένη, ποὺ εἶναι ἕνα μόνον φωτεινὸ σῶμα, ἄραγε ἐκεῖ στὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι χίλιες χιλιάδες καὶ μύριες μυριάδες Ἅγιοι, λάμποντας καὶ ἀκτινοβολώντας ὁ καθένας σὰν τὸν ἥλιο, πόση τάχα νὰ εἶναι ἐκείνη ἡ λαμπρότητα; πόσες οἱ ἀκτῖνες; πόση ἡ φωτοχυσία; πόση ἡ δόξα; Καὶ πάλι ἔλεγε ὁ Μοναχὸς ἐκεῖνος ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, δέχονταν τὴν λάμψη τους ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, διότι μία ἀκτίνα τῆς λαμπρότητος τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ ἔμοιαζε μὲ ὅλο τὸν ἥλιο. Τώρα λοιπὸν συλλογίσου καὶ μόνος σου, ἀναγνῶστα, ὅσο φθάνει καὶ ὅσο ἁπλώνεται ἡ μικρὴ καὶ περιορισμένη σου διάνοια πόσο τάχα καὶ τί νὰ εἶναι ἐκεῖνο τὸ φῶς τῆς Θεότητος καὶ ἐκείνη ἡ ἄρρητη καὶ ἀνεξήγητη δόξα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ καὶ ἀκατανόητου δημιουργοῦ καὶ πλάστου μας Κυρίου;
Παρομοίως καὶ ὅταν μυρίσει ὁ ἐργάτης τῆς νοερᾶς προσευχῆς κανένα τριαντάφυλλο ἢ κάποιο ἄλλο μυρωδικό, ἢ ὅταν παρατηρήσει κανένα ἄνθος ἀπὸ τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ, πηγαίνει ἀμέσως ἡ διάνοιά του σὰν ἀστραπὴ στὴν ἄρρητη εὐωδία ποὺ βγάζουν τὰ μοσχοβολοῦντα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ ὁποῖα ὅταν θυμᾶται καὶ μελετάει βρέχει τὸ πρόσωπό του μὲ δάκρυα. Καὶ ὅσο ἀναστενάζει ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, τόσο ὑψώνεται καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ γήινα. Ἀναστενάζει ἐπίσης, διότι, ὄχι μόνον ἐπιθυμεῖ νὰ ἀπολαύσει τὰ οὐράνια ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου, ἀλλὰ ἀκόμη θυμᾶται καὶ τί εἴδους κόλαση ἔχουν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὑστεροῦνται, ἐπειδὴ εἶναι σίγουρο ὅτι κανεὶς βρίσκεται ἢ μὲ τὸν Θεὸ στὸν οὐρανὸ ἢ μὲ τὸν διάβολο στὰ καταχθόνια.
Ἔλεγε ἀκόμη ὁ ἴδιος ἐκεῖνος Μοναχὸς ὅτι, ἀφοῦ εἶδε ἐκείνην τὴν θαυμαστὴ δόξα τῶν Ἁγίων, εἶδε μετὰ καὶ τὸν φρικτὸ βασανισμὸ τῶν κολασμένων. Ἔλεγε λοιπόν· ὅταν ἔπαυσε ἡ οὐράνια ὀπτασία τῆς θεϊκῆς δόξας, καθὼς ἔκλεισε τὸ δεξιὸ μάτι τῆς ψυχῆς, ἄνοιξε ἀμέσως τὸ ἀριστερὸ μάτι, μὲ τὸ ὁποῖο εἶδε τὴν κόλαση σὰν μιὰ θάλασσα, ἡ ὁποία ἦταν τόσο βαθύτατη, ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. Ἦταν ἀκόμη, ἔλεγε, ἐκείνη ἡ θάλασσα τῆς κόλασης σκοτεινότατη καὶ πυκνότατη μέσα στὴν ὁποίαν ἀνακατεύονταν οἱ κολασμένοι, ὅπως ἀνακατεύονται τὰ ὄσπρια στὸ σκεῦος ὅταν βράζουν. Βράζοντας ἐκείνη ἡ κόλαση ὅπως βράζει τὸ νερό, ἄλλοτε ὕψωνε τὸν ἕνα πάνω, ἄλλοτε ρουφοῦσε τὸν ἄλλο κάτω, καὶ ἀπὸ ἕναν φαινόταν μόνον τὸ χέρι, ἀπὸ ἄλλον μόνον ἡ κεφαλή, καὶ ἀπὸ ἄλλον τὸ πόδι, καὶ ὁ ἕνας φώναζε τὸ «ἀλλοίμονο! ἀλλοίμονο!», μὲ ἐλεεινὴ φωνή, ὁ ἄλλος πάλι καταριόταν καὶ βλασφημοῦσε ἐκεῖνον ποὺ τοῦ ἔγινε ἡ αἰτία καὶ κολάστηκε.
Μὲ τόση ἀγανάκτηση καὶ μὲ τέτοιο θυμὸ ἀγανακτοῦσε καὶ θύμωνε ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ὥστε ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ πιαστοῦν μεταξύ τους, θὰ ξεσκίζονταν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο, μὲ τὰ δόντια τους, ὅπως οἱ σκύλοι ὅταν μαλώνουν. Ἐκεῖ ὁ πόρνος θύμωνε κατὰ τῆς πόρνης, διότι αὐτὴ τοῦ ἔγινε αἰτία καὶ κολάστηκε. Καὶ πάλι, ἡ πόρνη θύμωνε καὶ βλασφημοῦσε τὸν πόρνο, διότι αὐτὸς ἔγινε αἰτία καὶ κολάστηκε. Καὶ πάλι, οἱ γονεῖς κινοῦνταν μὲ ἀμέτρητη μανία κατὰ τῶν παιδιῶν τους, διότι θέλοντας νὰ τοὺς πλουτίσουν καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύσουν στὴν ζωή τους, κολάστηκαν ἐκεῖνοι. Ἐκεῖ θύμωναν τὰ παιδιὰ κατὰ τῶν γονέων, ἐπειδὴ τοὺς ἄφηναν νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν καὶ δὲν τοὺς ὁδηγοῦσαν στὸν φόβο τοῦ Κυρίου. Καί, μὲ συντομία νὰ ποῦμε, ἐκεῖ ὑπῆρχε μεγάλη ἀνωμαλία καὶ ἀκαταστασία καὶ ἀνυπόφορη δυσωδία.
Τὰ ὁποῖα ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ ὅμοιά τους στοχαζόμενος ὁ κάθε καλὸς ἀγωνιστὴς ἀναστενάζει ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ ὅσο ἀναστενάζει, τόσο ὑψώνεται ἀπὸ τὰ γήινα πρὸς τὰ οὐράνια. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ὄχι μόνον δὲν πιάνεται ἀπὸ τὶς παγίδες ποὺ ἔχει στημένες ὁ διάβολος, ἀλλὰ γίνεται ἀκόμη θερμότερος στὰ νοητὰ καὶ τὰ οὐράνια, καὶ τότε λέγεται κανεὶς ἀπαθὴς καὶ εἶναι ἀληθῶς, διότι κανένα διαβολικὸ πάθος δὲν ἔχει τόπο σ᾿ αὐτόν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐργάζεται τὴν ἐργασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς μὲ συντετριμμένη τὴν καρδιά, δὲν εἶναι ἔτσι. Αὐτὸς ἀμέσως μόλις δεῖ κάποιο ὄμορφο πρόσωπο ἢ κάποιο ἄλλο ἀκριβὸ καὶ ὄμορφο πρᾶγμα τῆς γῆς, νοιώθει ἀμέσως ἡδονὴ ἡ καρδιά του, σκλαβώνεται ἀμέσως σ᾿ αὐτὸ ὁ λογισμός του, ὅπως σκαλώνεται τὸ ψάρι στὸ ἀγκίστρι, καὶ τρέχει στὴν ἀπόλαυσή του ὅπως ὁ σκύλος στὸ κρεοπωλεῖο βιαζόμενος καὶ ἀγωνιζόμενος, πῶς νὰ τὸ ἀπολαύσει, καθὼς λέγει· «Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι» (Λουκ. ιε΄ 16), ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἂς λυτρωθοῦμε μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ ἐξουσία εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου