ΛΟΓΟΣ Γ΄
Λόγος τρίτος - Περί δειλίας και φόβου.
Περὶ τοῦ πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ φθάσει στὴν ἀκρότατη καὶ τελειότατη μέθοδο τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἐξορίσει καὶ νὰ διώξει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τοὺς δαίμονες τῆς δειλίας, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐκφοβίζουν τὴν νύκτα, ὅταν θελήσει νὰ προσευχηθεῖ ἢ ὅταν θελήσει νὰ πάει μόνος τὰ μεσάνυκτα σὲ κάποια σπηλιὰ ἢ σὲ κάποια ἐρημιὰ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μὲ ἡσυχία.
Εὐλόγησον πάτερ.
Ἀληθινὲ ἐργάτη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἂν θέλεις νὰ φθάσεις στὰ ἀληθινὰ καὶ ὑψηλὰ μέτρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἄκουσε μὲ προσοχὴ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Μερικὲς φορές, τὴν νύκτα, πήγαινε μόνος σου σὲ τόπους φοβεροὺς καὶ σκοτεινούς, στοὺς ὁποίους καταλαβαίνεις ὅτι εἶναι φωλιὰ καὶ κατοικία δαιμόνων. Ὅμως, πρὶν πᾶς, νὰ προετοιμαστεῖς γι᾿ αὐτήν σου τὴν πορεία καὶ ἐνέργεια.
Ἡ συνείδησή σου νὰ εἶναι ἥσυχη καὶ εἰρηνική, νὰ μὴν σὲ ἐνοχλεῖ γιὰ κάποιο κρυφὸ ἔγκλημα· νὰ εἶσαι ἐξομολογημένος, νὰ ἔχεις κοινωνήσει τὸ Δεσποτικὸ Σῶμα καὶ Αἷμα, καὶ μὲ συντομία νὰ πῶ, νὰ εἶσαι προετοιμασμένος σὲ ὅλα καὶ ὁπλισμένος μὲ τὰ ὅπλα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ ξεκινήσεις μόνος σου τὴν νύκτα, σφράγιζε συχνὰ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸν τύπο τοῦ Τιμίου καὶ παντοδυνάμου Σταυροῦ, σκεπτόμενος ὅτι πηγαίνεις σὲ μεγάλο πόλεμο, τόσο μεγάλο, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μὴν δεῖς πιὰ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, καὶ σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ πεθάνεις ὁπωσδήποτε ἐκείνην τὴν νύκτα, πολεμώντας μὲ τοὺς ἄγριους καὶ ἄσπλαγχνους δαίμονες τῆς δειλίας, τοὺς ὁποίους ἢ θὰ τοὺς νικήσεις μὲ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου καὶ θὰ τοὺς διώξεις ἀπὸ τὴν κατοικία τους καὶ ἔτσι θὰ γυρίσεις νικητής, ἢ θὰ πεθάνεις σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο.
Όθεν, αγαπητέ, αφού προετοιμασθής καθώς είπαμεν, πήγαινε είς αυτόν τόν νοητόν πόλεμον μέ τοιαύτην γνώμην.
Πηγαίνοντας, θὰ καταλάβουν οἱ δαίμονες ὅτι πηγαίνεις ἐναντίον τους νὰ τοὺς πολεμήσεις μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ προϋπαντήσουν καὶ αὐτοὶ ἀοράτως μὲ τὴν συνηθισμένη τους πονηρία. Πρῶτα θὰ σὲ ἐκφοβίσουν τόσο, ποὺ θὰ ἀρχίσεις νὰ ἱδρώνεις μὲ ψυχρὸ καὶ κρύο ἱδρώτα καὶ θὰ τρέμεις, γιὰ νὰ σὲ τρέψουν σὲ φυγή. Ἄν ὅμως ἐσὺ πολεμούμενος δὲν λογαριάζεις τὸν πόλεμό τους γιὰ τίποτε, τότε οἱ πονηροὶ θὰ μεταβάλουν τὴν ἀγριότητα καὶ τὸν φοβερισμό τους σὲ κολακεία καὶ κατὰ κάποιον τρόπο σὲ συμβουλὴ γιὰ νὰ σὲ γυρίσουν πίσω. Θὰ σοῦ προτείνουν τότε σὰν νὰ σὲ συμβουλεύουν οἱ δόλιοι, λέγοντας· «Ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, σὲ βλέπουμε ὅτι ἔχεις μεγάλη ἁπλότητα καὶ γι᾿ αὐτό, μὴ γνωρίζοντας τὸ συμφέρον σου ἔρχεσαι τώρα σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο τὴν νύκτα, δίχως νὰ λυπηθεῖς τὴν ζωή σου καὶ δίχως νὰ φοβηθεῖς μὴν τύχει καὶ κολασθεῖς ἀπὸ τὴν ἀνετοιμασία σου, ἂν πεθάνεις αὐτὴν τὴν ὥρα. Ἢ τάχα δὲν ξέρεις ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς καὶ ἔρχεσαι ἐναντίον μας; Ἄκουσέ μας λοιπόν, ὦ ἄνθρωπε, καὶ γύρισε πίσω τὸ γρηγορότερο, πρὶν θυμώσουμε ἐναντίον σου καὶ πρὶν δοκιμάσεις ἐμπράκτως τὴν μεγάλη μας δύναμη. Ἡσύχασε στὸ κελλί σου, ἀγωνίσου ἐκεῖ νὰ εὐαρεστήσεις στὸν Θεό, κάνοντας αὐτὲς καὶ ἐκεῖνες τὶς ἀρετές, διότι γνώριζε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν πεθάνεις τώρα ἐδῶ πολεμώντας μὲ ἐμᾶς, θὰ σὲ φάγουν τὰ θηρία, δίχως νὰ ἀξιωθεῖς ἐνταφιασμοῦ καὶ δίχως νὰ σοῦ ψάλλουν ἐπιτάφιους ὕμνους».
Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἄλλα παρόμοια θὰ σοῦ προβάλουν ὕστερα ἀπὸ τὴν δειλία καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν φοβερισμό, σὰν τάχα νὰ σὲ παρακινοῦν σὲ καλύτερη προκοπὴ καὶ σὲ ἀσφαλέστερη διαγωγή. Ἐσὺ ὅμως, ἀγαπητὲ δοῦλε τοῦ Κυρίου, μὴν ἀκοῦς τὴν συμβουλή τους, οὔτε τὴν καλωσύνη ποὺ θέλουν νὰ σοῦ κάνουν, διότι εἶναι γραμμένο· «Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου» (Ψλμ. ρμ΄ 5). Γι᾿ αὐτό, κάνε συχνὰ τὸν σταυρό σου καὶ λέγοντας ἀκαταπαύστως τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» βάδιζε ἐναντίον τους σὰν νὰ εἶσαι κουφὸς καὶ βουβός, ἔχοντας τὸ στόμα σου κλειστό. Διότι, ἂν τοὺς ἀκούσεις ἀπὸ τὴν πρώτη προσβολὴ καὶ γυρίσεις νὰ φύγεις, γνώριζε ὅτι θὰ κινδυνεύσεις πάρα πολύ. Διότι ἀμέσως ὅταν θὰ γυρίσεις νὰ φύγεις, θὰ σοῦ φανοῦν οἱ δαίμονες ὅτι σὲ κυνηγοῦν ἀπὸ πίσω σὰν ἀναρίθμητοι ληστὲς μὲ σπαθιὰ γυμνὰ ἢ σὰν νὰ ὁρμοῦν ἐναντίον σου ἀνήμερα καὶ ἄγρια θηρία γιὰ νὰ σὲ καταπιοῦν ζωντανὸ καὶ ὁλόσωμο. Ἔτσι, θὰ κινδυνεύσεις καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Σωματικῶς θὰ κινδυνεύσεις, διότι φεύγοντας μὲ πολλὴ ὁρμὴ ἀπὸ τὸν φόβο σου, ἢ ἀπὸ συνέργεια αὐτῶν τῶν δαιμόνων ποὺ σὲ κυνηγοῦν, ἢ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας καὶ ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία τῆς ταραγμένης σου καρδιᾶς καὶ διάνοιας, μπορεῖ νὰ σκοντάψεις καὶ νὰ πέσεις καὶ νὰ συντρίψεις κάποιο μέλος σου. Ψυχικῶς θὰ κινδυνεύσεις, διότι ἀπὸ τὴν φυγή σου θὰ πάρουν δύναμη οἱ δαίμονες ἐναντίον σου, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσες νὰ τοὺς ἐναντιωθεῖς, καὶ γι᾿ αὐτὸ θὰ εἰσχωρήσουν σ᾿ ἐσένα καὶ θὰ γίνεις φρενοβλαβής, ὥστε νὰ φοβᾶσαι στὸ ἑξῆς καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἴσκιο σου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἄρχισες τέτοιο νοητὸ καὶ ἀόρατο πόλεμο, ἀγρύπνησε καὶ πρόσεχε ὅσο μπορεῖς, γιὰ νὰ μὴν σὲ παγιδεύσουν οἱ δόλιοι μὲ κανένα πονηρὸ ἐφεύρημα.
Βαδίζοντας λοιπὸν ἐναντίον τους, ὅταν σὲ συναντήσουν αὐτὲς οἱ προσβολές, στήριξε πρῶτα τὴν καρδιά σου μὲ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, πιστεύοντας ὁλοψύχως ὅτι ὁ Θεὸς θὰ εἶναι παρὼν σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀόρατο πόλεμο, γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀγῶνα σου. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, θὰ καταλάβεις ἀμέσως στὸν ἑαυτό σου κάποια παρηγορία καὶ κάποια χαρὰ στὴν καρδιά σου, διότι λέγει· «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ ηὐφράνθην» (Ψλμ. οστ΄ 4). Ἔπειτα, στήριξε τὸ φοβισμένο σου σῶμα μὲ τὴν ἀκινησία καὶ σκύβοντας λίγο στὴν γῆ, πίεζε τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχή, λέγοντάς την ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς σου πέντε - δέκα φορές. Καὶ ἔπειτα, σήκω καὶ πήγαινε ἥσυχα κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταλαβαίνεις ὅτι σοῦ ἔρχονται τὰ πυρωμένα βέλη τῶν δαιμόνων, οἱ προσβολὲς -ἐννοῶ- τῆς δειλίας, σὰν κάποια ἀεικίνητα καὶ ἀσταμάτητα κύματα.
Πηγαίνοντας ἐναντίον τους, σφράγιζε πάλι συχνὰ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Καὶ πρόσεχε καλὰ νὰ μὴν ἀνοίξεις καθόλου τὸ στόμα σου καὶ φωνάζεις ἀπὸ τὸν φόβο σου σὰν νήπιο ζητώντας βοήθεια, ἀλλὰ ἔχοντας τὸ στόμα σου κλεισμένο καὶ λέγοντας μυστικῶς καὶ ἀδιαλείπτως μὲ πολλὴ προσοχὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» σὲ κάθε ἀναπνοή σου, πήγαινε μὲ τόλμη καὶ ἀφοβία ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου, οἱ ὁποῖοι βλέποντάς σε νὰ πηγαίνεις ἔτσι ἐναντίον τους, θὰ ταράξουν πάλι τὴν διάνοιά σου μὲ ἄπειρες προσβολές, διάφορων εἰδῶν καὶ ποικίλων λογισμῶν. Καὶ τόσο σφοδρῶς θὰ σὲ πολεμήσουν, ὥστε θὰ αἰσθάνεσαι τὸν πόλεμο στὸν ἑαυτό σου. Διότι αὐτοὶ οἱ δαίμονες τῆς δειλίας θὰ ἔλθουν ἐναντίον σου σὰν ἀγριώτατα βόδια καὶ φοβερότατα βουβάλια, σὰν νὰ σὲ χτυποῦν μὲ τὰ κέρατα καὶ νὰ σὲ καταπατοῦν.
Καὶ ἀληθῶς, ἔτσι ἔχει ἡ ὑπόθεση. Διότι θὰ ἔλθουν ἐκεῖ ἀοράτως γιὰ παρηγορία σου θεϊκοὶ ἄγγελοι, νὰ σὲ φυλάττουν καὶ νὰ σὲ στεφανώνουν γιὰ τὸ νικηφόρο σου τρόπαιο ποὺ σήκωσες καὶ ἔστησες ἐκεῖ κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου. Ἔτσι, θὰ ψάλλεις καὶ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Δαβὶδ μὲ ἀμέτρητη χαρὰ καὶ θὰ λέγεις· «Κύριος φωτισμός μου καὶ Σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω; ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας μου, οἱ θλίβοντές με καὶ οἱ ἐχθροί μου αὐτοὶ ἠσθένησαν καὶ ἔπεσον. Ἐὰν δὲ παρατάξηται ἐπ᾿ ἐμὲ παρεμβολή, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου· ἐὰν ἐπαναστῇ ἐπ᾿ ἐμὲ πόλεμος, ἐν ταύτῃ ἐγὼ ἐλπίζω» (Ψλμ. κστ΄ 1-3). Ἐκεῖνοι, δηλαδή, ποὺ πλησίασαν γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα σου καὶ ἔδειχναν ὅτι ἤθελαν νὰ τὸ καταφάγουν, δηλαδὴ νὰ τὸ σκοτώσουν, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ σὲ ἔθλιβαν, ἀρρώστησαν καὶ ἀδυνάτισαν καὶ ἀποτυγχάνοντας ἀπὸ τὸν σκοπό τους χάθηκαν ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅπως χάνεται τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν ἡμέρα.
ΣΧΟΛΙΟ: Σ' αυτό εδώ ακριβώς τό σημείο τής πνευματικής μας καταστάσεως, επεμβαίνει ο Ζηζιούλας καί αφού δηλώσει ότι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τού Ησυχασμού, τόν οποίον δοκιμάζει νά αντικαταστήσει, ώς νέος Βαρλαάμ, μέ τήν δική του εκκλησιολογία, μάς προτείνει τήν ετερότητα σάν θεραπεία καί απελευθέρωση, από τήν σκλαβιά μας στούς δαίμονες. Από τήν δειλία καί τόν φόβο πού μάς κρατούν φυλακισμένους, δέσμιους, στήν εωσφορική μας πτώση. Τήν πρόσληψη καί καταλλαγή, μέ τήν ετερότητα καί τήν διαφορετικότητα, αναλόγως τού Χριστού πού προσέλαβε τήν αμαρτωλή μας φύση καί τήν θεράπευσε άπαξ διά παντός (αγνοώντας προκλητικά τήν Θεοτόκο), μέ τήν ετερότητα τών θρησκειών καί τών αιρέσεων, όπως καί μέ τήν ηθική διαφορετικότητα καί ετερότητα, (ένεκεν τής αγάπης στούς δαίμονες, οι οποίοι κάνουν τόσο σκληρό αγώνα διά μέσου τών αιώνων, γιά νά τούς αποδεχθεί ο Θεός όπως είναι).
Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἄλλα παρόμοια θὰ σοῦ προβάλουν ὕστερα ἀπὸ τὴν δειλία καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν φοβερισμό, σὰν τάχα νὰ σὲ παρακινοῦν σὲ καλύτερη προκοπὴ καὶ σὲ ἀσφαλέστερη διαγωγή. Ἐσὺ ὅμως, ἀγαπητὲ δοῦλε τοῦ Κυρίου, μὴν ἀκοῦς τὴν συμβουλή τους, οὔτε τὴν καλωσύνη ποὺ θέλουν νὰ σοῦ κάνουν, διότι εἶναι γραμμένο· «Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου» (Ψλμ. ρμ΄ 5). Γι᾿ αὐτό, κάνε συχνὰ τὸν σταυρό σου καὶ λέγοντας ἀκαταπαύστως τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» βάδιζε ἐναντίον τους σὰν νὰ εἶσαι κουφὸς καὶ βουβός, ἔχοντας τὸ στόμα σου κλειστό. Διότι, ἂν τοὺς ἀκούσεις ἀπὸ τὴν πρώτη προσβολὴ καὶ γυρίσεις νὰ φύγεις, γνώριζε ὅτι θὰ κινδυνεύσεις πάρα πολύ. Διότι ἀμέσως ὅταν θὰ γυρίσεις νὰ φύγεις, θὰ σοῦ φανοῦν οἱ δαίμονες ὅτι σὲ κυνηγοῦν ἀπὸ πίσω σὰν ἀναρίθμητοι ληστὲς μὲ σπαθιὰ γυμνὰ ἢ σὰν νὰ ὁρμοῦν ἐναντίον σου ἀνήμερα καὶ ἄγρια θηρία γιὰ νὰ σὲ καταπιοῦν ζωντανὸ καὶ ὁλόσωμο. Ἔτσι, θὰ κινδυνεύσεις καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Σωματικῶς θὰ κινδυνεύσεις, διότι φεύγοντας μὲ πολλὴ ὁρμὴ ἀπὸ τὸν φόβο σου, ἢ ἀπὸ συνέργεια αὐτῶν τῶν δαιμόνων ποὺ σὲ κυνηγοῦν, ἢ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας καὶ ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία τῆς ταραγμένης σου καρδιᾶς καὶ διάνοιας, μπορεῖ νὰ σκοντάψεις καὶ νὰ πέσεις καὶ νὰ συντρίψεις κάποιο μέλος σου. Ψυχικῶς θὰ κινδυνεύσεις, διότι ἀπὸ τὴν φυγή σου θὰ πάρουν δύναμη οἱ δαίμονες ἐναντίον σου, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσες νὰ τοὺς ἐναντιωθεῖς, καὶ γι᾿ αὐτὸ θὰ εἰσχωρήσουν σ᾿ ἐσένα καὶ θὰ γίνεις φρενοβλαβής, ὥστε νὰ φοβᾶσαι στὸ ἑξῆς καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἴσκιο σου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἄρχισες τέτοιο νοητὸ καὶ ἀόρατο πόλεμο, ἀγρύπνησε καὶ πρόσεχε ὅσο μπορεῖς, γιὰ νὰ μὴν σὲ παγιδεύσουν οἱ δόλιοι μὲ κανένα πονηρὸ ἐφεύρημα.
Βαδίζοντας λοιπὸν ἐναντίον τους, ὅταν σὲ συναντήσουν αὐτὲς οἱ προσβολές, στήριξε πρῶτα τὴν καρδιά σου μὲ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, πιστεύοντας ὁλοψύχως ὅτι ὁ Θεὸς θὰ εἶναι παρὼν σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀόρατο πόλεμο, γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀγῶνα σου. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, θὰ καταλάβεις ἀμέσως στὸν ἑαυτό σου κάποια παρηγορία καὶ κάποια χαρὰ στὴν καρδιά σου, διότι λέγει· «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ ηὐφράνθην» (Ψλμ. οστ΄ 4). Ἔπειτα, στήριξε τὸ φοβισμένο σου σῶμα μὲ τὴν ἀκινησία καὶ σκύβοντας λίγο στὴν γῆ, πίεζε τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχή, λέγοντάς την ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς σου πέντε - δέκα φορές. Καὶ ἔπειτα, σήκω καὶ πήγαινε ἥσυχα κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταλαβαίνεις ὅτι σοῦ ἔρχονται τὰ πυρωμένα βέλη τῶν δαιμόνων, οἱ προσβολὲς -ἐννοῶ- τῆς δειλίας, σὰν κάποια ἀεικίνητα καὶ ἀσταμάτητα κύματα.
Πηγαίνοντας ἐναντίον τους, σφράγιζε πάλι συχνὰ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Καὶ πρόσεχε καλὰ νὰ μὴν ἀνοίξεις καθόλου τὸ στόμα σου καὶ φωνάζεις ἀπὸ τὸν φόβο σου σὰν νήπιο ζητώντας βοήθεια, ἀλλὰ ἔχοντας τὸ στόμα σου κλεισμένο καὶ λέγοντας μυστικῶς καὶ ἀδιαλείπτως μὲ πολλὴ προσοχὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» σὲ κάθε ἀναπνοή σου, πήγαινε μὲ τόλμη καὶ ἀφοβία ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου, οἱ ὁποῖοι βλέποντάς σε νὰ πηγαίνεις ἔτσι ἐναντίον τους, θὰ ταράξουν πάλι τὴν διάνοιά σου μὲ ἄπειρες προσβολές, διάφορων εἰδῶν καὶ ποικίλων λογισμῶν. Καὶ τόσο σφοδρῶς θὰ σὲ πολεμήσουν, ὥστε θὰ αἰσθάνεσαι τὸν πόλεμο στὸν ἑαυτό σου. Διότι αὐτοὶ οἱ δαίμονες τῆς δειλίας θὰ ἔλθουν ἐναντίον σου σὰν ἀγριώτατα βόδια καὶ φοβερότατα βουβάλια, σὰν νὰ σὲ χτυποῦν μὲ τὰ κέρατα καὶ νὰ σὲ καταπατοῦν.
Ἐσὺ ὅμως, ἀγαπητέ, αὐτὴν τὴν ὥρα στήριξε τὴν καρδιά σου μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, λέγοντας στὸν ἑαυτό σου· «Τώρα τελειώνει ἡ ζωή μου, διότι ἢ οἱ δαίμονες μὲ σκοτώνουν, ἢ ἐγὼ πεθαίνω ἀπὸ τὴν βία τῆς εὐχῆς μέχρι θανάτου. Καὶ ἂν μὲ νικήσουν οἱ δαίμονες καὶ μὲ σκοτώσουν, ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ τὴν ψυχή μου. Ἂν ὅμως πεθάνω ἐγὼ ἀπὸ τὴν βία τῆς εὐχῆς, ὁ Θεὸς θὰ ἀναπαύσει τὴν ψυχή μου ἐκεῖ ποὺ ἐξουσιάζει τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του, διότι αὐτὸν τὸν θανατό μου θὰ τὸν ὑπολογίσει σὰν μαρτυρικὸ θάνατο».
Ἀφοῦ λοιπὸν στηρίξεις, ἀγαπητέ, ἔτσι τὸν ἑαυτό σου, ἄρχισε νὰ λέγεις τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς σου. Λέγοντας αὐτὴν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς σου, κατεβαίνεις ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιακῆς σου εὐχῆς σὲ βαθύτερο βάθος. Καὶ ὅσο βλέπεις κοντά σου τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς δαίμονες, τόσο βιάζεις τὸν ἑαυτό σου στὴν εὐχή, καὶ βιάζοντας ἔτσι τὴν καρδιά σου, τόσο προχωρᾶς στὸ βάθος τῆς καρδιακῆς εὐχῆς, ὥστε βρίσκεις τὴν ἀκροτάτη καὶ τὴν τελειοτάτη μέθοδο τῆς νοερᾶς προσευχῆς· καὶ ἀληθῶς, ὅταν κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ρωτήθηκε, ἀπὸ ποῦ ἔμαθε τὴν νοερὰ προσευχή, εἶπε ὅτι τὴν ἔμαθε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Καὶ ἄλλος πάλι ὅταν ρωτήθηκε γι᾿ αὐτό, εἶπε ὅτι τὴν ἔμαθε ἀπὸ τὰ ἀγένεια παιδιά. Αὐτὰ φαίνονται λόγια παράξενα, ὅμως δὲν εἶναι· διότι ὁ ἕνας βιάζοντας τὴν καρδιά του στὴν εὐχὴ γιὰ νὰ διώξει τοὺς δαίμονες ποὺ πλησίαζαν, τόσο προχώρησε στὴν εὐχή, ὥστε βρῆκε τὴν τελειότητα αὐτῆς τῆς εὐχῆς· σ᾿ αὐτό, οἱ δαίμονες ἔγιναν αἰτία, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὅτι τὴν ἔμαθε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Ὁ ἄλλος πάλι, βλέποντας τὰ ἀγένεια παιδιά, φοβόταν μήπως μολυνθεῖ ἡ καρδιά του ἀπὸ κάποιο πονηρὸ λογισμὸ καὶ κακὴ συγκατάθεση τῆς καρδιᾶς, γι᾿ αὐτὸ βίαζε τόσο τὴν καρδιά του στὴν εὐχή, ὥστε βρῆκε καὶ αὐτὸς τὴν τελειοτάτη μέθοδο τῆς νοερᾶς καὶ καρδιακῆς εὐχῆς. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ὀρθῶς ἀπάντησαν καὶ οἱ δύο. Ἐμεῖς δέ, ἂς ἔλθουμε πάλι στὴν συνέχεια τοῦ λόγου.
Καὶ λοιπόν, ἀγαπητέ, βρίσκοντας τὴν τελειοτάτη μέθοδο τῆς νοερᾶς καὶ καρδιακῆς εὐχῆς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, βίαζε καὶ πάλι τὴν καρδιά σου, ἕως ὅτου χαραχτεῖ μέσα της σὰν σὲ χάλκινη ἢ πέτρινη πλάκα ἡ εὐχή, μέχρι νὰ διωχτεῖ ὅλη ἡ ἐνέργεια τῶν δαιμόνων τῆς δειλίας, ποὺ σὲ πολεμοῦν δυνατά.
Τότε θὰ δεῖς φανερῶς τὴν δύναμη τῆς εὐχῆς, διότι ὄχι μόνον θὰ ἐξαφανιστοῦν οἱ ἄγριες φοβέρες τους, οἱ διάφορες φαντασίες καὶ οἱ ἀνύπαρκτες μεταμορφώσεις τους, ἀλλὰ ἀκόμη θὰ λάμψει στὴν ψυχή σου ἡ ἀκτίνα καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ Κυρίου σου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι θὰ γίνεις καὶ θὰ εἶσαι ἔπειτα ὅλος χαρά, ὅλος παρηγορία, ὅλος εὐφροσύνη, ὅλος ἀφοβία, σὰν νὰ σὲ περικυκλώνουν ἀγαπημένοι σου φίλοι καὶ ἔμπιστοι φύλακες καὶ συνοδοί.
Καὶ ἀληθῶς, ἔτσι ἔχει ἡ ὑπόθεση. Διότι θὰ ἔλθουν ἐκεῖ ἀοράτως γιὰ παρηγορία σου θεϊκοὶ ἄγγελοι, νὰ σὲ φυλάττουν καὶ νὰ σὲ στεφανώνουν γιὰ τὸ νικηφόρο σου τρόπαιο ποὺ σήκωσες καὶ ἔστησες ἐκεῖ κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου. Ἔτσι, θὰ ψάλλεις καὶ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Δαβὶδ μὲ ἀμέτρητη χαρὰ καὶ θὰ λέγεις· «Κύριος φωτισμός μου καὶ Σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω; ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας μου, οἱ θλίβοντές με καὶ οἱ ἐχθροί μου αὐτοὶ ἠσθένησαν καὶ ἔπεσον. Ἐὰν δὲ παρατάξηται ἐπ᾿ ἐμὲ παρεμβολή, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου· ἐὰν ἐπαναστῇ ἐπ᾿ ἐμὲ πόλεμος, ἐν ταύτῃ ἐγὼ ἐλπίζω» (Ψλμ. κστ΄ 1-3). Ἐκεῖνοι, δηλαδή, ποὺ πλησίασαν γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα σου καὶ ἔδειχναν ὅτι ἤθελαν νὰ τὸ καταφάγουν, δηλαδὴ νὰ τὸ σκοτώσουν, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ σὲ ἔθλιβαν, ἀρρώστησαν καὶ ἀδυνάτισαν καὶ ἀποτυγχάνοντας ἀπὸ τὸν σκοπό τους χάθηκαν ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅπως χάνεται τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν ἡμέρα.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ὥρα, ποὺ νίκησες ἐκεῖ τοὺς ἐχθρούς σου μὲ τὸ ἰσχυρὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, θὰ ἀγαπήσεις τόσο πολὺ ἐκεῖνον τὸν τόπο, ποὺ τὸν φοβόσουν πρῶτα καὶ τὸν ἔτρεμες, ὥστε στὸ ἑξῆς ὅταν τὸν θυμηθεῖς ἢ τὸν δεῖς, ἀμέσως θὰ σκιρτάει χαρούμενη ἡ καρδιά σου καὶ θὰ ποθεῖ ἡ ψυχή σου νὰ πηγαίνεις ἐκεῖ συχνὰ γιὰ νὰ προσευχηθεῖς πάλι στὸν Θεό. Εἶπε καὶ γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴν κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες·
Κάποιος ἀδελφὸς ἀγωνιζόταν πάντοτε σ᾿ αὐτὴν τὴν νοερὰ προσευχὴ γιὰ νὰ βρεῖ τὴν τελειότητά της, ὅμως δὲν μποροῦσε, διότι ἡ ἀκρότητα τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀδύνατο νὰ βρεθεῖ δίχως ἀκραῖο ἀγῶνα καὶ δίχως ἀκραῖο πειρασμό.
Γι᾿ αὐτό, πολλὲς φορὲς ὁ ἀδελφὸς μεταχειριζόταν διάφορους ἀγῶνες, τὶς περισσότερες φορὲς τὴν ὥρα τῆς νύκτας, τότε ποὺ κοιμόνταν οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί. Μερικὲς φορὲς καθόταν μόνος του τὴν νύκτα, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ κλίνοντας τὴν κεφαλὴ πρὸς τὸ στῆθος του προσευχόταν νοερῶς ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του μόνος μὲ μόνον τὸν Θεό.
Κάνοντας ἔτσι πολλὲς φορές, θύμωσαν οἱ δαίμονες ἐναντίον του καὶ θέλησαν νὰ τὸν ἐκφοβίσουν, γιὰ νὰ μὴν προσεύχεται πλέον ἔτσι, διότι δὲν τοὺς ἄρεσε ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ὁ ἀδελφός. Γι᾿ αὐτό, τὸν τάραξαν ἀποτόμως μὲ τέτοιο φόβο ὥστε κινδύνευσε ὁ ἀδελφὸς νὰ ξεψυχήσει ἀπὸ τὸν ξαφνικὸ ἐκεῖνον φόβο. Καὶ ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα, τόσο αὐξανόταν καὶ δυνάμωνε καὶ ὁ φόβος, διότι φαίνονταν οἱ δαίμονες τῆς δειλίας στὴν φαντασία καὶ στὴν διάνοια τοῦ ἀδελφοῦ σὰν νὰ ὁρμοῦσαν ἐναντίον του πολλοὶ καὶ πάνοπλοι, γιὰ νὰ τὸν ἐξαλείψουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ἔτσι, σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη μὴ ἔχοντας καμμία ἀνθρώπινη βοήθεια, συμμάζεψε καλύτερα τὸν νοῦ του μέσα στὴν καρδιά του, στὴν νοερὰ προσευχή.
Σκύβοντας λοιπὸν τὴν κεφαλή του πρὸς τὸ στῆθος, ἄρχισε νὰ λέγει τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» τόσο δυνατῶς, τόσο πιεστικῶς, τόσο προσεκτικῶς, ὥστε σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ δὲν ἐβίασε ἄλλη φορὰ ἔτσι τὴν καρδιά του μὲ τὴν εὐχή. Ἐπειδὴ τὰ νοητά, ἄγρια καὶ φοβερὰ κύματα τῶν δαιμόνων τῆς δειλίας τὸν ἔπληξαν στὴν διάνοια μὲ τὴν δειλία, στὸ σῶμα μὲ τὸν τρόμο, στὸν νοῦ μὲ τὴν φοβέρα καὶ μὲ φανταστικὸ κρότο, τότε καὶ αὐτὸς βίασε τὴν καρδιά του μὲ τὴν εὐχή, μὲ ἄκρα ἐγρήγορση καὶ προσοχή.
Καὶ ἦταν ἀληθῶς νὰ θαυμάζει κανεὶς σ᾿ αὐτὸν τὸν νοητὸ πόλεμο καὶ αἰσθητὸ ἀγῶνα τοῦ ἀδελφοῦ ὅτι βίαζε τὸν ἑαυτό του στὴν καρδιακὴ εὐχὴ μέχρι θανάτου. Ἔτσι, ἀφοῦ χάθηκε τελείως ἡ δική του δύναμη, τότε ἦλθε σ᾿ αὐτὸν ἡ ἄνωθεν δύναμη, τότε τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τοὺς δαίμονες καὶ τὶς διάφορες φαντασίες τους ὁλοκληρωτικῶς διέλυσε καὶ ἀφάνισε, ἐνῶ αὐτὸν θαυμασίως τὸν παρηγόρησε καὶ διπλασίως τὸν χαροποίησε. Διότι πρῶτα, μὲ τὴν βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς βρῆκε ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀκρότητα καὶ τελειότητα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἔπειτα τόση χαρὰ καὶ παρηγορία ἔλαβε καὶ τόση ἀφοβία τοῦ ἦλθε, σὰν νὰ τὸν περικύκλωνε συνάθροιση ἀγγέλων. Καὶ πράγματι, ἔτσι ἦταν ἡ ἀλήθεια, διότι λέγει· «Παρεμβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τῶν φοβουμένων αὐτόν, καὶ ρύσεται αὐτούς» (Ψλμ. λγ΄ 8). Στὸν Θεό μας πρέπει δόξα, ἐξουσία, ὕμνος καὶ προσκύνηση εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΣΧΟΛΙΟ: Σ' αυτό εδώ ακριβώς τό σημείο τής πνευματικής μας καταστάσεως, επεμβαίνει ο Ζηζιούλας καί αφού δηλώσει ότι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τού Ησυχασμού, τόν οποίον δοκιμάζει νά αντικαταστήσει, ώς νέος Βαρλαάμ, μέ τήν δική του εκκλησιολογία, μάς προτείνει τήν ετερότητα σάν θεραπεία καί απελευθέρωση, από τήν σκλαβιά μας στούς δαίμονες. Από τήν δειλία καί τόν φόβο πού μάς κρατούν φυλακισμένους, δέσμιους, στήν εωσφορική μας πτώση. Τήν πρόσληψη καί καταλλαγή, μέ τήν ετερότητα καί τήν διαφορετικότητα, αναλόγως τού Χριστού πού προσέλαβε τήν αμαρτωλή μας φύση καί τήν θεράπευσε άπαξ διά παντός (αγνοώντας προκλητικά τήν Θεοτόκο), μέ τήν ετερότητα τών θρησκειών καί τών αιρέσεων, όπως καί μέ τήν ηθική διαφορετικότητα καί ετερότητα, (ένεκεν τής αγάπης στούς δαίμονες, οι οποίοι κάνουν τόσο σκληρό αγώνα διά μέσου τών αιώνων, γιά νά τούς αποδεχθεί ο Θεός όπως είναι).
O KYΡΙΟΣ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου