Hans Urs
Von Balthasar
Περνώντας λοιπόν στην θεολογία ας τονίσουμε κατά πρώτον τήν
μεταφορά που υφίσταται, απόψεων καθαρά οικονομικών, στα θέματα της ενυπάρχουσας
Τριάδος. [Immanent. Έτσι
ονομάζουν την προαιώνιο Τριάδα. Απολύτως λανθασμένα, διότι είναι ένας όρος
κλεμμένος από την Φιλοσοφία, στην οποία σημαίνει την οντολογική παρουσία της
πρώτης Αρχής στο προερχόμενο και ιδιαιτέρως
εκείνον τον τύπο τής παρουσίας τής αρχής στο αρχόμενο
που προϋποθέτει επίσης την ομοιογένεια τού πρώτου ως προς το δεύτερο. Κάτι
αδιανόητο για την υπερούσιο Αγία Τριάδα]. Στους λατίνους λοιπόν απευθύνεται η
κατηγορία πως επιχειρηματολογούν ξεκινώντας από την δύναμη του Αναστάντος να
διαθέτει το Άγιο πνεύμα καί στην διατριαδική του εξουσία καί να το εκπορεύει μαζί με
τον πατέρα. [Δηλαδή σκέφτονται οι λατίνοι πως ο Αναστημένος Χριστός μας
φανερώνει τις σχέσεις που υπάρχουν στην προαιώνιο Τριάδα και επομένως υποθέτουν
πως εκπορεύεται και εκ του Υιού προαιωνίως. Πως με την Ανάσταση ολοκληρώνεται η
Οικονομία και έχουμε την φανέρωση της καθαυτής Τριάδος. Αυτό υποτίθεται τους
προσάπτουν έξυπνα οι Έλληνες]. Τους Έλληνες όμως μπορούμε να επιπλήξουμε
αντίστοιχα διότι μεταφέρουν το γεγονός πως το Πνεύμα στην βάπτιση του Ιησού
κατεβαίνει επάνω του και «αναπαύεται» πάνω του, στην ενυπάρχουσα Τριάδα (την
προαιώνιο). Πρέπει να σημειώσουμε απαραιτήτως πως για παρόμοια θέματα δεν
διαθέτουμε για την Ενυπάρχουσα Τριάδα άλλη πρόσβαση εκτός από την οικονομική
της αυτοαποκάλυψη. [Κατά πρώτον ας τονίσουμε πως έχουμε καταγραμμένες εμπειρίες
των πατέρων μας, της θεολογικής και προαιωνίου Τριάδος. Οι λατίνοι δεν
διαθέτουν πλέον την εμπειρία του ζωντανού Θεού, ούτε Αγίους. Κατά δεύτερον
πρέπει να προσέξουμε τον ύπουλο ελιγμό. Δεν διαθέτει καμμία εξήγηση για την
αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος στην βάπτιση του Κυρίου. Πώς είναι δυνατόν να
αναπαύεται απλώς, αφού εκπορεύεται και από τον Υιό; Πώς είναι δυνατόν να μην
είναι υπόσταση αλλά η αμοιβαία αγάπη του πατρός και του Υιού; Αφού ανεπαύθη
απλώς, πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζονται οι Ρώσοι θεολόγοι ότι το Άγιο Πνεύμα
στην υπόστασή Του απεκαλύφθη στην Πεντηκοστή και να αγνοούν την αποκάλυψη της
Αγίας Τριάδος στην Βάπτιση του Κυρίου; Αυτή η αποστέρηση υποστάσεως του Αγίου
Πνεύματος γέννησε την αίρεση του Αγίου Πνεύματος η οποία σαν αγαπολογία θα
ενώσει τις δύο Εκκλησίες, όπως ενώνει τις δύο υποστάσεις και θα καλύψει όλες
τις θρησκείες σε μια νέα Εκκλησία η οποία θα ολοκληρώνει την αντίστοιχη
Εβραϊκή. Φοβερός ελιγμός. Αντάξιος του όφεως του προπατορικού].
Μπορούμε λοιπόν να χρησιμοποιήσουμε το αξίωμα της ταυτότητος
των δύο μόνον μέχρι του σημείου που η Οικονομική μορφή (δηλαδή η υπακοή του
Υιού μέχρι θανάτου βάσει της προσλήψεως της αμαρτίας του κόσμου) δεν θα
απαιτήσει την αλλαγή τής απεικονίσεως, της εικόνος. Αυτή η θέση αναπτύσσεται
στο κεφάλαιο «τριαδική αντιστροφή», στο βιβλίο «Θεοδραματική» στον τρίτο τόμο!
[Μια καινούρια Summa Contra Gentiles,
μια Σούμα εναντίον των Ελλήνων]. Με το κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με συντομία
στην συνέχεια!
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η έννοια της αποστολής είναι ο μίτος της Αριάδνης στην
Χριστολογία που θα ακολουθήσει. [Η Χριστολογία λαβύρινθος και ο Κύριος ο νέος
Μινώταυρος που τρώει του παπόδουλους. Έχουν συνείδηση τελικώς του
τερατουργήματος της παπικής Εκκλησίας]. Αυτό απορρέει από την πρόθεσή μας μιάς
αμοιβαίας διεισδύσεως ανάμεσα στην εμπροσθοφυλακή της εξηγήσεως και του δόγματος, ανάμεσα στο
«αποκαλυπτικό» στοιχείο στο φαινόμενο Ιησούς και την θεολογική ερμηνεία του προσώπου του.[ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ] Μια τέτοια συγχώνευση
είναι δυνατή μόνον στο επίπεδο της αποδοχής μιας αποστολικής συνειδήσεως του
Ιησού, εσχατολογικής και καθολικής, ο οποίος στο εσωτερικό της υπάρξεώς του
–στην οποία ανήκει ο θάνατός του και η εγκατάλειψή του στον θεό– πρέπει να
φθάσει στην ολοκλήρωση του καθήκοντός του που αφορά ολόκληρη την δημιουργία,
κάτι που προϋποθέτει όχι μόνον μια αποστολή απολύτως μοναδική, αλλά επίσης ένα
απολύτως μοναδικό Είναι που απεστάλη. [Ας σημειώσουμε την προσπάθεια του
καθολικισμού να συνθέσει τον ίδιο τον καθολικισμό με τον προτεσταντισμό. Το
Είναι, την θεολογία του Ακινάτη, ο θεός το υπέρτατο Είναι, με την συνείδηση του
προτεσταντισμού, με το υποκείμενο. Ο Χριστός δεν είναι Θεός, αποστέλλεται για
μια ειδική αποστολή, για να σώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο από την αμαρτία.
Είναι κάτι σαν Summum Απόστολος. Ο κορυφαίος Απόστολος ο οποίος κληρονομήθηκε από
τον Πέτρο, ο οποίος άφησε την κληρονομιά του στον πάπα και ο πάπας την μοιράζει
μεγαλόψυχα σε όλους ώστε να αποκτήσουν συνείδηση, να γίνουν συνειδητοί
Χριστιανοί. Μπράβο κουστουμιά ο σακάτης. Ο Θεός, που δεν είναι ο Κύριος για
τους παπόδουλους, είναι ανύπαρκτος (για τους λατίνους),
ενώ όπως διδάσκεται από τους πατέρες συνέχισε καί ολοκλήρωσε
την δημιουργία, δεν την αποκατέστησε, ενώνοντάς την μαζί Του, καινά ποιώντας τα
πάντα. Δεν εξαγίασε την ύλη, δεν αποκατέστησε, δεν έχει μοναδικό του
περιεχόμενο το Άγιο πνεύμα, ολοκλήρωσε την δημιουργία με την όγδοη ημέρα.
Εγκαταλείφθη στην θεότητά, όχι στον θεό (όπως
ισχυρίζεται ο Balthasar). Είναι Θεός ο Ίδιος. Δυστυχώς αυτές οι ανοησίες
επικρατούν και στην Ορθοδοξία].
Ο Oscar Cullman,
λέει πολύ σωστά καί προτεσταντικά: Όταν στην Κ.Δ. τίθεται
το ερώτημα «ποιος είναι ο Χριστός;», αυτό δεν σημαίνει ποτέ και ούτε κυρίως «ποια
είναι η Φύση του», αλλά σημαίνει πάνω απ’ όλα: «ποια είναι η υπηρεσία του, η
λειτουργία του;». Όλες οι ερωτήσεις έχουν σαν σκοπό να διευκρινίσουν ποιο είναι
το πρόσωπό του και το έργο του. Ακριβέστερα: η ερώτηση γύρω από το έργο του
εμπλέκει την ερώτηση γύρω από το πρόσωπό του. ΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ
ΔΙΝΕΤΑΙ Μ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙ ΑΥΤΟ;
Όποιος επιμείνει σ’ αυτή την ερώτηση θα ανέβει οπωσδήποτε
τον δρόμο που πάει από την λειτουργία η οποία φανερώνεται στο Είναι, η οποία
προϋποτίθεται κρυφά, αλλά θα αποκτήσει ταυτοχρόνως σχετικά μ’ αυτό και την
εμπειρία πως η διάκριση (σχετική τουλάχιστον) ανάμεσα στο Ουσιώδες (πρόσωπο)
και στο λειτούργημα που ισχύει σε σχέση με τους προφήτες –οι οποίοι εκλήθησαν σε κάποιο σημείο κατά
την διάρκεια της ζωής τους– εδώ γίνεται προβληματική και πως εδώ και τώρα
συναντάται με κάποιον ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ άλλο, ούτε ήταν δυνατόν να
είναι, ο οποίος είναι από πάντοτε ένας απεσταλμένος. [Μήπως είναι ο Ερμής;]
Όποιος ερωτά με έναν τέτοιο τρόπο ξεκινά με μια «Χριστολογία
από τα κάτω». Δεν ερωτά άμεσα, για παράδειγμα, για το περιεχόμενο της γνώσεως
του Χριστού, ακόμη δε λιγότερο για την δομή τού προσώπου του, αλλά για τις δυνατότητες
όσων φανερώνονται εμπειρικά σ’ αυτόν, διατηρώντας τα μάτια του ανοιχτά για μια
πιθανή ενδεχομένως απάντηση από την «Χριστολογία άνωθεν», δηλαδή για κάτι που
υπερβαίνει όλα τα ανθρωπολογικά δεδομένα και μέχρι εδώ, δεδομένα
ιστορικο-σωτηριώδη. Μια τέτοια ανθρωπολογία είναι υπερβατική μόνον ως προς την
τάξη του θεού, καθώς ο παλαιοδιαθηκικός προφητισμός (με την πιο πλατειά έννοια
ώστε να περιλαμβάνεται και η αποκάλυψη του νόμου) δείχνει πως σ’ αυτόν που
ανεβαίνει πηγαίνει προς συνάντησή του ένα συγκεκριμένο μήνυμα και μια εντολή
από μέρους του θεού. Αλλά ο αγγελιοφόρος που το μεταφέρει από ψηλά μπορεί να
είναι κάτι παραπάνω από ένα απεσταλμένο και μόνον, αποσπασματικό και μερικό;
[Σαν ένας άγγελος]. Θα μπορούσε ποτέ να είναι σε ένα τέτοιο βαθμό απεσταλμένος
ώστε η αποστολή του να συμπίπτει με το πρόσωπό του; [Σαν τον Ερμή τον
Τρισμέγιστο ας πούμε]. Έτσι ώστε τα δύο πράγματα να μπορούν να είναι σε μια
ενότητα ή ολοκληρωμένη αποστολή του θεού; Τοιουτοτρόπως όμως οδηγούμαστε σε
έναν «ρόλο», ο οποίος δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να ανταλλαγεί με κάποιον
άλλον, διότι αυτός, καθότι «αποστολή», θα είχε αναπτυχθεί οριστικά μαζί, μάλιστα
θα ήταν ταυτόσημος, με το πρόσωπο. Αυτή η μεγαλειώδης απάντηση στην ανιούσα
ερώτηση γύρω από τον Ιησού Χριστό, είναι πάντως, εκείνη της Καινής Διαθήκης.[ ΕΝΑΣ ΜΠΟΝΤΙΣΑΤΒΑ]
[Μια θεολογία βασισμένη στην αμφιβολία του Αυγουστίνου. Στην
οποία εναπόκειται να δώσει την γνώση που είναι απαραίτητη στην πίστη].
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου