Σάββατο 7 Ιουλίου 2018

Διασπορά ψεύτικων ελπίδων


Χωρίς την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους η Ελλάδα θα καταστραφεί εντελώς αλλάζοντας παράλληλα ιδιοκτήτες, ενώ θα διακινδυνεύσει ακόμη και να χαθεί ως Έθνος – οπότε όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με τα παραισθησιογόνα που διατηρούν τους ανθρώπους σε μία ελπιδοφόρα αποχαύνωση, για να μην συνειδητοποιούν που οδηγούνται.

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος 
«Πρέπει να έχουν αντιληφθεί πια όλοι οι Έλληνες ότι, οι «Τρόικες» θα μας ζητούν 2 € μέτρα, για να μας δανείσουν με τόκο 1 € – ενώ την ίδια στιγμή θα μας κλέβουν 4 € με διάφορους τρόπους, όπως τελευταία με τις τράπεζες και με τα αεροδρόμια, χωρίς να το παίρνουμε καν είδηση. Επίσης πως τα μνημόνια παράγουν μαζικά ανέργους, οδύνη, φτώχεια και εξαθλιωμένους υποψηφίους για τις φυλακές – ενώ θα συνεχίζονται επ’ άπειρον όσο δεν αντιδράει κανένας».
Εισαγωγικά, η διαγραφή ενός μέρους του υπέρογκου δημοσίου χρέους της Ελλάδας, όπως η στρατιωτική της άμυνα και η εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων που της οφείλει η Γερμανία, αποτελούν εθνικά θέματα – τα οποία οφείλουν να αντιμετωπίζονται από όλα τα κόμματα μαζί, με τη σύσταση ανάλογων επιτροπών που θα πλαισιώνονται από ξένους οργανισμούς όπου υπάρχει ανάγκη. Ειδικά όσον αφορά το δημόσιο χρέος, θα πρέπει να συσταθεί μία διακομματική Επιτροπή, η οποία οφείλει να στελεχωθεί με ικανούς τεχνοκράτες και διαπραγματευτές – με τη συμμετοχή ξένων νομικών ή οικονομικών εταιρειών που είναι σε θέση να προσφέρουν τη βοήθεια που χρειάζεται.


Διαφορετικά δεν θα βρεθεί ποτέ λύση για τα προβλήματα της Ελλάδας που έχουν επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ θα αναλωνόμαστε σε ανόητες συζητήσεις για την έξοδο ή μη από τα μνημόνια – όταν όλοι γνωρίζουμε πως είναι κενές νοήματος, για εκείνο το χρονικό διάστημα που το δημόσιο χρέος όχι μόνο παραμένει σε δυσθεώρητα επίπεδα, αλλά συνεχίζει να αυξάνεται (γράφημα), στραγγαλίζοντας κάθε προσπάθεια αναβίωσης της ελληνικής οικονομίας.

Πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται από τη ραγδαία άνοδο του κόκκινου ιδιωτικού, καθώς επίσης από τη μαζική μετανάστευση των Ελλήνων, η οποία από μόνη της μειώνει το ΑΕΠ αυξάνοντας ως εκ τούτου το χρέος ως προς αυτό – αφού κάθε ένας Έλληνας που εγκαταλείπει τη χώρα του παίρνει μαζί του ένα δυνητικό ΑΕΠ 50.000 € ετησίως, καθώς επίσης μία επένδυση στο άτομο του ύψους άνω των 200.000 €. Αποτελεί δε τη βασική αιτία της αδύναμης πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους και των ιδιωτών, η οποία εκμηδενίζει τις δυνατότητες διενέργειας επενδύσεων, την κατανάλωση και την ανάπτυξη – καθώς επίσης το λόγο της μη επιστροφής των καταθέσεων που διέφυγαν στο εξωτερικό, ύψους περί τα 100 δις €, με τα οποία θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από μόνη της η ελληνική οικονομία.

Οι διεθνείς απόψεις

Περαιτέρω, θα είχαμε ίσως άδικο στην κριτική μας, ενδεχομένως μία αρρωστημένη εμμονή με το θέμα της ονομαστικής διαγραφής μέρους του χρέους ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση, εάν είμαστε οι μοναδικοί που το ισχυριζόμαστε – ή εάν οι οπαδοί της συγκεκριμένης τοποθέτησης ήταν μόνο Έλληνες, οπότε τα κίνητρα τους θα ήταν ιδιοτελή και υποκειμενικά.

Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο, αφού διεθνείς οικονομολόγοι όπως ο Γάλλος T. Piketty ή ο Αμερικανός J. Sachs, ο γνωστός δόκτορας του σοκκαθώς επίσης αρκετοί Γερμανοί (Haering), υποστηρίζουν ακριβώς το ίδιο – αναφερόμενοι στη συμφωνία διαγραφής του χρέους της Γερμανίας, η οποία υπεγράφη στο Λονδίνο το 1953 και από την Ελλάδα.

Εκείνη την εποχή το δημόσιο χρέος της Γερμανίας μειώθηκε από τα 30 δις μάρκα στα 14 δις μάρκα παραμένοντας στο εθνικό της νόμισμα (ενώ το δικό μας είναι σε ευρώ που φυσικά δεν μπορούμε να τυπώσουμε), με την εξυπηρέτηση του να περιορίζεται στο 3% των εξαγωγικών εσόδων – όπου ο τότε επικεφαλής της διαπραγμάτευσης, ο Γερμανός J. Abs, δήλωσε τα εξής:
«Με τη ρύθμιση των χρεών η Γερμανία δεν ανάκτησε μόνο την πιστοληπτική της ικανότητα αλλά, επίσης, ο πλανήτης άρχισε ξανά να την εμπιστεύεται«.
Αυτό ακριβώς θεωρούμε και εμείς ως απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεφύγει η Ελλάδα από την κρίση: (α) την ανάκτηση της πιστοληπτικής της ικανότητας, την οποία έχει χάσει ήδη από το 2010 το δημόσιο, ενώ αμέσως μετά οι τράπεζες με το PSI, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, καθώς επίσης (β) να αρχίσει ξανά να την εμπιστεύεται ο υπόλοιπος πλανήτης για να πάψει να ευρίσκεται στον ορό της Γερμανίας, υφιστάμενη συνεχείς προσβολές από τους πάντες.

Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, όπου είναι αδιάφορο κατά τη γνώμη μας εάν επιτευχθεί με το ευρώ ή με τη δραχμή, τότε η πατρίδα μας δεν έχει μέλλον – γεγονός που σημαίνει ότι, αυτό που προέχει είναι η διαγραφή, σε συνδυασμό με την εξυπηρέτηση του υπολοίπου χρέους με ρήτρα εξαγωγών. Όσον αφορά την επίτευξη της, θα έπρεπε να συσταθεί μία ειδική διαπραγματευτική ομάδα από τους ικανότερους στον τομέα – η οποία να στηρίζεται από όλα τα κόμματα, καθώς επίσης από το σύνολο της κοινωνίας, αφού θα επρόκειτο για μία εθνική στρατηγική, χωρίς κομματικές αποχρώσεις.

Συνεχίζοντας, θα αναρωτηθεί ίσως κανείς εάν η κατάσταση της Ελλάδας είναι συγκρίσιμη με αυτήν της Γερμανίας το 1953 – λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ότι, η Ελλάδα έκανε μεν πολλά λάθη, αλλά δεν αιματοκύλισε τον πλανήτη. Επίσης πως πλήρωσε πανάκριβα τα λάθη της με τα εσφαλμένα μνημόνια που της επιβλήθηκαν – όπου οι ζημίες που προκλήθηκαν στην οικονομία της είναι μεγαλύτερες από αυτές κατά το βομβαρδισμό της Γερμανίας το 1944 (άρθρο). Εν προκειμένω ο δόκτορας του σοκ που διδάσκει σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια δήλωσε τα εξής:
«Ο καθένας, ο οποίος μελέτησε προσεκτικά την αριθμητική του ελληνικού χρέους γνωρίζει ότι η χώρα, με χρέος σήμερα της τάξης του 170% του ΑΕΠ της, δεν είναι σε θέση να το πληρώσει ποτέ πίσω«(J. Sachs).
Ως εκ τούτου, η κατάσταση της Ελλάδας, το δημόσιο χρέος της οποίας σήμερα έχει φτάσει ήδη στο 193% του ΑΕΠ της ενώ θα υπερβεί το 200% με την εκταμίευση της δόσης των 15 δις €, είναι απολύτως συγκρίσιμη με αυτήν της Γερμανίας του 1953 – ενώ όλοι οι ιστορικοί της οικονομίας είναι πεπεισμένοι σχετικά με το ότι, η διαγραφή του χρέους ήταν αυτή που επέτρεψε στη Γερμανία να εξυγιανθεί και όχι το Marshall Plan. Στο θέμα αυτό ο γνωστός Γερμανός καθηγητής του LSE κ. A. Ritschl, ο οποίος έχει κατηγορήσει επανειλημμένα τη χώρα του για την άθλια συμπεριφορά της σχετικά με τις πολεμικές επανορθώσεις που οφείλει στην Ελλάδα, είπε τα παρακάτω:
«Η δυτική Γερμανία οφείλει το οικονομικό της θαύμα, τη σταθερότητα του νομίσματος της (μάρκο), καθώς επίσης την υγιή εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών της αποκλειστικά και μόνο στη μαζική διαγραφή χρεών» (A. Ritschl).
Συνεχίζοντας, οι γνωστοί οικονομολόγοι Carmen Reinhart (που θεωρεί πως οι οφειλές απέναντι στο σύστημα Target 2 της ΕΚΤ πρέπει να προστίθενται στο δημόσιο χρέος) και Ken Rogoff, ερευνώντας διεξοδικά τις 45 μεγαλύτερες διαγραφές χρεών από το 1920 και μετά, διαπίστωσαν πως το ΑΕΠ των χωρών αυτών αυξήθηκε κατά μέσον όρο περί το 20% τα πρώτα πέντε χρόνια – ενώ τέσσερις άλλοι αμερικανοί ερεύνησαν τα αποτελέσματα της διαγραφής χρέους της Δυτικής Γερμανίας με εμπειρικές στατιστικές, βασιζόμενοι στο γνωστό σύγγραμμα του Keynes σχετικά με τις πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη συνθήκη των Βερσαλλιών, οι οποίες θεωρούνται ως η βασική αιτία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη μελέτη τους με τον τίτλο «Οι οικονομικές συνέπειες της συμφωνίας χρεών του Λονδίνου από το 1953» διαπίστωσαν πως η διαγραφή επηρέασε στην αρχή τις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά – εύλογα, αφού για να αναπτυχθεί μία χώρα προηγούνται οι επενδύσεις του δημοσίου τομέα της, έτσι ώστε να αυξηθεί η ζήτηση και να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας. Όταν όμως στην Ελλάδα επιβάλλονται μνημόνια και απαγορεύεται ουσιαστικά να επενδύσει το δημόσιο, είναι αδύνατες οι ιδιωτικές επενδύσεις – οπότε η χώρα καταρρέει σταδιακά και σταθερά.

Η διαγραφή αύξησε επίσης σημαντικά την πιστοληπτική ικανότητα της Γερμανίας, οπότε η κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να αυξήσει τις δαπάνες της στηρίζοντας την ανάπτυξη, χρηματοδοτούμενη με νέα δάνεια χαμηλού επιτοκίου – υπενθυμίζοντας πως από το ξεκίνημα της διαπραγμάτευσης το 1951 έως την ολοκλήρωση της τα επιτόκια των γερμανικών δεκαετών ομολόγων μειώθηκαν κατά περίπου 50% στο 1,8%. Εκτός αυτού η διαγραφή σταθεροποίησε το νόμισμα – ενώ από τη μείωση των επιτοκίων ωφελήθηκε επίσης ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος άρχισε να επενδύει δανειζόμενος πολύ φθηνότερα.

Σύγκριση της Γερμανίας του 1953 με την Ελλάδα σήμερα

Περαιτέρω αυτό που βοήθησε τότε τη Γερμανία, η αυξημένη πιστοληπτική της ικανότητα δηλαδή, την οποία εκμεταλλεύθηκε για να δανεισθεί φθηνά χρήματα και να επενδύσει, χρησιμοποιείται σήμερα από την πρωσική κυβέρνηση για να τεκμηριώσει ακριβώς το αντίθετο – ισχυριζόμενη πως η Ελλάδα δεν θα χρησιμοποιούσε τα νέα δάνεια αποτελεσματικά!

Κάτι ανάλογο βέβαια ισχυρίζονταν το 1953 οι πιστωτές της Γερμανίας που δεν συμφωνούσαν με τη διαγραφή – δηλώνοντας πως τυχόν διαγραφή του γερμανικού χρέους θα οδηγούσε την κυβέρνηση σε μία εσφαλμένη δημοσιονομική πολιτική, σε σπατάλες με απλά λόγια.

Συγκρίνοντας τώρα τη συμφωνία της Γερμανίας του 1953 με την αντίστοιχη της Ελλάδας σήμερα (PSI, μνημόνια κλπ.) οι ερευνητές, διαπίστωσαν την εξής σημαντικότερη διαφορά: η προτεραιότητα της τότε συμφωνίας ήταν η αναβίωση του γερμανικού παραγωγικού ιστού, ενώ της σημερινής είναι η προγραμματισμένη εξυπηρέτηση των χρεών της Ελλάδας, με κέντρο βάρους τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις. Φυσικά εκείνη την εποχή η Γερμανία ήταν ένας σημαντικός σύμμαχος των Η.Π.Α. στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου – ενώ η Ελλάδα σήμερα δεν είναι τόσο σημαντική για κανέναν.

Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε πως θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν οι Γερμανοί άξιζαν τότε τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση – όπου όμως η ερώτηση θα ήταν λανθασμένη, σύμφωνα με τον κ. Sachs, επειδή η νεαρή γερμανική Δημοκρατία χρειαζόταν βοήθεια, ενώ η οικονομία της χώρας απαιτούσε την επανεκκίνηση της. Επομένως, ήταν απαραίτητη τόσο η διαγραφή, όσο και το Marshall Plan, χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε συμβεί το γερμανικό θαύμα.

Ως εκ τούτου, η ερώτηση σχετικά με το εάν αξίζει ή εάν δικαιούται η Ελλάδα μία διαγραφή του χρέους της, η οποία όμως δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, εάν δεν συνοδεύεται με ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας της, είναι λανθασμένη – όπως και η αντίστοιχη για τη Γερμανία το 1953.

Με απλά λόγια, το θέμα δεν είναι εάν το αξίζει ή όχι η Ελλάδα, αλλά εάν το χρειάζεται –καθώς επίσης εάν η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης μπορούν να το προσφέρουν, χωρίς να καταστραφούν οι ίδιες. Εδώ οι απόψεις συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό – επειδή η Ελλάδα το έχει απόλυτη ανάγκη, ενώ τόσο η Γερμανία, όσο και η Ευρωζώνη μπορούν πολύ εύκολα να συνδράμουν οικονομικά στην επίλυση του προβλήματος.

Επίλογος

Από την παραπάνω μικρή ανάλυση συμπεραίνεται ότι, χωρίς την ονομαστική διαγραφή του χρέους δεν θα είχε μέλλον η δυτική Γερμανία το 1953, ούτε η Ελλάδα σήμερα. Επομένως, αυτή θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα των Ελλήνων και όχι το νόμισμα ή οτιδήποτε άλλο – ιδίως των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ, καθώς επίσης της πνευματικής ηγεσίας της χώρας, οι οποίοι οφείλουν να επικεντρώσουν από κοινού τις προσπάθειες τους εδώ ακριβώς.

Στα πλαίσια αυτά, είναι αδύνατον να υποθέσουμε ότι, τα κόμματα δεν μπορούν να συνεργασθούν μεταξύ τους, συστήνοντας από κοινού μία ειδική διαπραγματευτική ομάδα που θα ασχολείται μόνο με το θέμα του χρέους. Φυσικά δεν θα είναι καμία εύκολη ή γρήγορη διαδικασία – αφού ακόμη και τότε στη Γερμανία απαιτήθηκαν σχεδόν δύο χρόνια.

Εν τούτοις δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, ακόμη και αν εκβιασθούμε να αποχωρήσουμε εκούσια από την Ευρωζώνη (ακούσια δεν γίνεται) – όπως απαίτησε κάποτε ο κ. Σόιμπλε, ισχυριζόμενος αυθαίρετα ως συνήθως πως η διαγραφή δεν επιτρέπεται σε χώρες της νομισματικής ένωσης, σαν να ήταν η χρεοκοπία επιλογή ενός κράτους και όχι αναγκαιότητα.

Οι συνθήκες πάντως είναι ώριμες, η αναζήτηση συμμάχων είναι εφικτή και απαραίτητη, αλλά πρέπει να ενεργήσουμε γρήγορα, καθώς επίσης από κοινού και με αποφασιστικότητα – συνειδητοποιώντας πως έχουμε το δικαίωμα να διεκδικήσουμε αυτά που κατάφερε η Γερμανία το 1953, παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη για δεύτερη φορά στην ιστορία της, χωρίς να έχει βάλλει μυαλό ακόμη.

Πρέπει επίσης να καταλάβουμε πως θα ήταν ένα ακόμη λάθος μας ως κοινωνία, ίσως το μεγαλύτερο, το να μεταφέρουμε το χρέος στα παιδιά μας επιμηκύνοντας το – στα οποία έχουμε στερήσει ήδη τις αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, το λειτουργικό κοινωνικό κράτος τις συντάξεις κοκ., διώχνοντας έναν μεγάλο αριθμό τους στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή λοιπόν πρέπει να νοιώσουμε επιτέλους ντροπή για την ανοχή μας απέναντι στα εγκλήματα που διενεργούνται – με θύματα τα παιδιά μας, την ιστορία μας (Μακεδονία) και την πατρίδα μας.

Σε κάθε περίπτωση, όλες οι άλλες συζητήσεις που διεξάγονται στη Βουλή ή στην κοινωνία σχετικά με το εάν θα βγει η Ελλάδα από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 ή όχι, όταν είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό χρεωμένη στους εταίρους της και στο ΔΝΤ, δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα – αφού δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία σχετικά με το ότι, χωρίς την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους η χώρα μας θα καταστραφεί εντελώς αλλάζοντας παράλληλα ιδιοκτήτες, ενώ θα διακινδυνεύσει ακόμη και να χαθεί ως Έθνος.

Analyst

kostasxan

Δεν υπάρχουν σχόλια: