Συνέχεια από : ΣΑΒΒΑΤΟ, 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ENRICO BERTI
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ENRICO BERTI
ΜΕΡΟΣ Ι
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ
Κεφάλαιο Ι
Η αντίφαση εξορκισμένη, ή η διαλεκτική της ταυτότητος, στους Ελεάτες και στους επιγόνους τους.
1. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς η πρώτη «επίσημη» εμφάνιση της αντιφάσεως –παρότι δέν ονομάστηκε εξαρχής με το ονομά της– στην ιστορία της φιλοσοφίας γίνεται ανάμεσα στον VI καί στόν V αιώνα π.Χ. στο ποίημα του Παρμενίδη. Το πλέον αυτονόητο νόημα της αντιθέσεως ανάμεσα στις δύο διάσημες «οδούς», το οποίο παρουσιάζεται από τον φιλόσοφο σαν αποκεκαλυμένο από μία θεότητα, και επομένως σημείο εκκινήσεως το οποίο δέν μπορούμε να θέσουμε σε αμφισβήτηση, είναι εκείνο της αντιθέσεως ανάμεσα στην κατάφαση και στην απόφαση (την άρνηση), δηλ. εκείνης που θα ονομασθεί αργότερα από τον Αριστοτέλη «αντίφασις»
«Έλα τώρα και θα σου πώ (κι εσύ μετάφερε το)
ποιοί είναι οι μόνοι δρόμοι που θα μπορούσε η έρευνα να πάρει.
Ο ένας, ότι ένα πράγμα είναι και δέν μπορεί να μήν είναι,
είναι το μονοπάτι της πειθούς (γιατί αυτό συνοδεύει την Αλήθεια),
ο άλλος, ότι δέν είναι κι’ είναι αναγκαίο να μήν είναι,
αυτός σου λέω πώς είναι ένα στρατί ολωσδιόλου αδιόρατο
γιατί δέν μπορείς να μάθεις τί δέν είναι, αυτό είν’ αδύνατο,
ούτε να το δείξεις δέν μπορείς»
Παρμενίδης απόσπασμα 291 G.S. KIRK-RAVEN-M.SCHOFIELD, MIET.
Είναι γνωστές οι ατελείωτες συζητήσεις που έγιναν σχετικά με το υποκείμενο που υπονοείται, του "είναι" και του "μή είναι": σύμφωνα με κάποιους τό υποκείμενο αφορά τό είναι, σύμφωνα μέ άλλους τήν ολότητα του πραγματικού ή όλο εκείνο που είναι δυνατόν να σκεφθούμε και να πούμε, κατά άλλους ακόμη το ίδιο το "είναι" ή ακόμη και την ίδια την "οδό", ενώ για άλλους πάλι δέν υπάρχει κανένα υποκείμενο. Προσωπικώς βρίσκω απίθανο το υποκείμενο να είναι το ΕΙΝΑΙ, διότι δέν έχει γίνει ακόμη καμμία αναφορά σ’αυτό, ή κάποιο άλλο όν καλά καθορισμένο, για τον ίδιο λόγο, γι’αυτό και κλίνω να εννοώ ένα υποκείμενο αόριστο του τύπου «όλο εκείνο που είναι δυνατόν να σκεφθούμε και να πούμε», δηλ. «κάθε πράγματος».
Όμως δέν θεωρώ σπουδαίο να καθορίσω ποιό είναι το υποκείμενο τού "είναι" και του "μή-είναι", όσο να τονίσω πώς είμαστε μπροστά σε μία κατάφαση και σε μία άρνηση αντίστοιχα, και πώς η πρώτη δηλώνεται όχι μόνον δυνατή, αλλά και αναγκαία και επομένως αληθινή, ενώ η δεύτερη δηλώνεται, όχι μόνον ψεύτικη αλλά και απραγματοποίητη δηλ. αδύνατη. Γύρω από τα πράγματα λοιπόν γίνονται μόνον διαβεβαιώσεις και οι βεβαιώσεις αυτές που γίνονται είναι όλες αναγκαίες, δηλ. αναντίρρητες. Ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να πούμε για ένα πράγμα μόνον πώς "είναι", είναι ακριβώς η αδυναμία να πούμε πώς "δέν είναι" και αυτή η αδυναμία προέρχεται με την σειρά της από το γεγονός πώς η άρνηση θα ισοδυναμούσε μέ τό να μπορούμε να σκεφτούμε και νά πούμε το μή-είναι (το μή εόν).
Ας δούμε τώρα πόση αξία έχει από την οπτική γωνία της λογικής μία τέτοια επιχειρηματολογία. Πρώτα απ’όλα πρέπει να διευκρινίσουμε την σημασία του "είναι" και του "μή-είναι" : πρόκειται για υπαρξιακές κατηγορηματικές δηλώσεις οι οποίες δηλ. ισοδυναμούν με "υπάρχει" και "δέν υπάρχει" ή μήπως για ιδιότητες, οι οποίες ισοδυναμούν με «είναι με έναν τρόπο» και «δέν είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο»;;; Μερικοί κλίνουν προς την πρώτη ερμηνεία, εξηγώντας την με το γεγονός πώς διαφορετικά δέν θα μπορούσε να συλληφθεί η αδυναμία να σκεφθούμε και να πούμε αυτό που δέν είναι: διότι ενώ έχει νόημα να διευκρινίσουμε πώς είναι αδύνατον να πούμε και να σκεφθούμε αυτό που δέν υπάρχει, δέν φαίνεται να έχει νόημα να διευκρινίσουμε τό αδύνατον να πούμε και να σκεφθούμε αυτό που δέν είναι με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Άλλοι όμως παρατηρούν πώς στα Αρχαϊκά Ελληνικά τα ρήματα "είναι" και "μή-είναι" δέν έχουν ποτέ μία υπαρξιακή σημασία αλλά έχουν πάντοτε και μόνον μία σημασία αποδόσεως (P.D.MOURELATOS, The Route of Parmenides 1970). Κατά την άποψη μου το θέμα δέν είναι τόσο σπουδαίο διότι η αληθινή αιτία της αδυναμίας να σκεφτούμε και να πούμε ότι το μή είναι, είναι, και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο, δηλ. είναι το γεγονός ότι εννοούμε το Είναι με μία και μόνη σημασία, δηλ. σαν μία ιδέα μονοσήμαντη.
Είναι πράγματι αδύνατον να σκεφτούμε και να πούμε αυτό που δέν υπάρχει, μόνον εάν δεχθούμε πώς το μή-υπαρκτό είναι τόσο απόλυτο που περιλαμβάνει και το Είναι, το οποίο είναι αδύνατον να σκεφτούμε και να πούμε, είναι όμως επίσης αδύνατον να σκεφτούμε και να πούμε αυτό που δέν είναι με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μόνον εάν δεχθούμε πώς αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον είναι δυνατόν να είμαστε. Εξάλλου ότι τα κατηγορήματα «είναι» και «μή-είναι», εννοούνται από τον Παρμενίδη μ’έναν μονοσήμαντο τρόπο, συμπεραίνεται από το γεγονός πώς και τα δύο θεωρούνται από αυτόν σαν αναγκαία κατηγορήματα, δηλ. θα λέγαμε εμείς ουσιαστικά ή της ταυτότητος. Ο πρώτος δρόμος λοιπόν δέν λέει μόνον «πώς είναι», αλλά λέει επίσης πως «δέν είναι δυνατόν να μήν είναι» : αυτό σημαίνει, ότι εάν δώσουμε στο "είναι" μία υπαρξιακή αξία, ότι δηλ. ένα πράγμα όχι μόνον υπάρχει αλλά υπάρχει αναγκαίως δηλ. υπάρχει μόνον ένας και μοναδικός τρόπος να υπάρχει, εκείνος της αναγκαίας υπάρξεως, δηλ. μίας υπάρξεως η οποία ανήκει στην ουσία αυτού του ίδιου του πράγματος που υπάρχει, δηλ. μία ύπαρξη που είναι ο ίδιος ο ορισμός του υποκειμένου της, σημαίνει δηλ, τελικώς πώς ταυτίζεται τελείως με αυτό.
Ή διαφορετικώς εάν δώσουμε στο "είναι" μία ιδιότητα παροχής η αδυναμία τής μή-υπάρξεως σημαίνει πώς ένα πράγμα όχι μόνον έχει μία συγκεκριμένη ιδιότητα, αλλά πώς την έχει αναγκαίως, πώς την περιέχει στην ουσία της, ταυτίζεται τελείως με αυτή, είναι μία ουσία.
Όσο για τον δεύτερο δρόμο, το κείμενο μας δέν λέει μόνον «οτι δέν είναι», αλλά επίσης και ότι «είναι αναγκαίο να μήν είναι» δηλ. και αυτός υπολογίζει το μή είναι, είτε είναι υπαρξιακό ή ιδιότης σαν αναγκαίο δηλ. ουσιώδες, στο υποκείμενο. Στην περίπτωση στην οποία θα ερμηνεύοντο τα κατηγορήματα σαν προικισμένα με υπαρξιακή αξία θα βρισκόμαστε απέναντι σε μία εναλλαγή ανάμεσα στο απόλυτο Είναι, δηλ. τον Θεό, ο οποίος υπάρχει ουσιαστικώς και το απόλυτο μή-είναι, δηλ. το καθαρό Μηδέν. Στην άλλη περίπτωση όμως που θα ερμηνεύοντο τα κατηγορήματα σαν διαθέτοντα αξία που τους αποδόθηκε, θα βρεθούμε απέναντι σε μία εναλλαγή ανάμεσα σε μία καθαρή ουσία και στην καθαρή άρνησή της. Και στις δύο περιπτώσεις ο δεύτερος δρόμος αποδεικνύεται αδιάβατος : το απόλυτο μηδέν, είναι αδιανόητο και άρρητο, ακριβώς όπως είναι η καθαρή άρνησις μίας ουσίας. Μόνον έτσι, μόνον υποθέτοντας πώς είναι και μή-είναι έχουν μία μονοσήμαντη αξία, έχει νόημα να δηλώσουμε την αδυναμία της δευτέρας οδού.
Μόνον έτσι, επιπλέον, γίνεται κατανοητό πώς ο Παρμενίδης μπορεί να υπολογίζει, αυτούς τους δύο δρόμους, σαν αντιφατικούς μεταξύ τους. Έχει παρατηρηθεί εξάλλου, πως καθεαυτή η εναλλαγή ανάμεσα στις δύο αναγκαιότητες «είναι αναγκαίο να είναι» και «είναι αναγκαίο να μήν είναι» δέν γεννά μία αληθινή αντίφαση, αλλά μόνον μία εναντίωση. Σχετικά με ένα πράγμα που είναι αλλά μπορεί επίσης και να μήν είναι, θα ήταν ψεύτικη τόσο η πρώτη οδός, η οποία βεβαιώνει την αναγκαιότητα πώς υπάρχει, όσο και η δεύτερη, η οποία βεβαιώνει πώς η αναγκαιότης πώς δέν υπάρχει, και είναι γνωστό πώς το ψευδές και των δύο κατηγορημάτων, δηλ, και της βεβαιώσεως και της αρνήσεως, είναι χαρακτηριστικό της εναντιώσεως και όχι της αντιφάσεως, για την οποία αναγκαίως το ένα μέρος είναι αληθινό και το άλλο ψευδές. Μπορούμε παρ’όλα αυτά να δεχθούμε πώς ένα πράγμα είναι και μπορεί καί να μήν είναι, μόνον εάν αποδεχθούμε κατηγορήματα που δέν είναι ουσιώδη, δηλ. εάν πέρα από τους ορισμούς των ουσιών γίνονται αποδεκτές και οι τυχαίες ιδιότητες, δηλ. εάν αναγνωρίσουμε στο είναι και στο μή-είναι, όπως θα κάνει ο Αριστοτέλης πολλές διαφορετικές σημασίες.
Ας προσθέσουμε πως και ο ίδιος ο Αριστοτέλης πιστοποίησε το γεγονός πως ο Παρμενίδης εννοούσε το Είναι με μία και μόνη σημασία, και δέν υπήρξε καμμία διαμαρτυρία. Εκείνη η ενότης του Είναι η οποία αποδόθηκε στον Παρμενίδη σύμφωνα με μερικούς κατά λάθος, από τον Πλάτωνα και ιδιαιτέρως από τον Ζήνωνα ξεκαθάρισε αμέσως από τον Αριστοτέλη σαν μία ενότης «κατα τον λόγον», ενώ η ενότης «κατα την ύλην» απεδόθη μόνον στον Μέλισσο. Και ο ίδιος ο Αριστοτέλης ακόμη ξεκαθάρισε πως το μονοσήμαντο "είναι" προσελήφθη απο τον Παρμενίδη, ουσιαστικώς παρότι ασυνειδήτως σαν προϋπόθεση όλου του τού οικοδομήματος, παρότι σε μία στροφή αρνείται πως απο μία τέτοια προϋπόθεση μπορεί να προκύψει η ενότης όλων των πραγμάτων, ενώ σε ένα άλλο σημείο την επιβεβαιώνει!
Αριστ, Φυσ. I 3 186 α 22-23, Μετάφ III 4, 1001 α29 b1.
Μένει νά δούμε κάπως καλύτερα τό ΕREIGNIS, τό οποίο είναι η ένωσις τών αντιθέτων, η φιλοσοφία τού CUSANO. Αφού θυμηθούμε τήν απόρριψη τού Αριστοτέλη εκ μέρους τού Χάιντεγκερ χάριν τής φαινομενολογίας.
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου