-Κάποτε, ὅταν ὁ Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής, ἦταν στὸν Ἅγιο Βασίλειο, ἦρθε σὲ κάποια γειτονική συνοδεία, ἕνα λαϊκό παιδί, γιὰ νὰ γίνη μοναχός.
Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἦταν ὀρφανὸ καὶ υἱοθετημένο.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ἦρθε ὁ ψυχοπατέρας του στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τοῦ λέγει:
– Ἐγὼ σὲ πῆρα ἀπὸ μικρὸ καὶ σὲ ἀνέθρεψα, γιὰ νὰ μὲ γηροκομήσης κιʼ ἐσὺ τώρα θὰ γίνης καλόγερος;
Καὶ τὸν πῆρε μὲ τὸ ζόρι κιʼ ἔφυγε.
Τό παιδί, ἀπὸ τὴν στενοχώρια του, ἔπαθε φυματίωσι.
Τότε ὁ πατέρας του τὸν ἔδιωξε.
– Φύγε ἀπό ʼδῶ, νὰ μὴ μολύνης κιʼ ἐμᾶς καὶ πήγαινε στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ γίνης καλόγερος ἀφοῦ τὸ θέλεις.
Σηκώθηκε λοιπόν καὶ πῆγε ξανὰ στὸν Γέροντα τοῦ κελλιοῦ στὸν Ἅγιο Βασίλειο, καὶ τοῦ λέγει:
– Γέροντα, μὲ θυμᾶσαι ποιός εἶμαι;
– Ναί, σὲ θυμᾶμαι.
– Λοιπόν, ὁ πατέρας μου μοῦ ἐπέτρεψε νὰ γίνω καλόγερος.
– Καλά.
– Γέροντα ὅμως, νὰ σᾶς εἰπῶ ὅτι ἀπὸ τὴν στενοχώρια μου ἔγινα φυματικός, γιʼ αὐτὸ μʼ ἔδιωξε ὁ πατέρας μου.
– Τί; Εἶσαι φυματικὸς καὶ ἦρθες ἐδῶ νὰ μᾶς κολλήσης κιʼ ἐμᾶς; Ἄντε, φεύγα!
Φεύγα ἀπʼ ἐδῶ!
– Δὲν θέλω τίποτε, ἔλεγε ὁ νέος. Μόνο ἕνα ξεροκόματο καὶ βάλτε με σὲ μιὰ γωνία νὰ πεθάνω! Μόνο καλόγερο κάντε με. Δὲν θέλω τίποτε
– Ὄχι, εἶπε ἐκεῖνος ὁ Γέροντας καὶ τὸν ἔδιωξε.
Ἔφυγε, λοιπὸν, καὶ καθόταν σʼ ἕνα μονοπάτι καὶ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα μὲ λυγμούς.
Κατὰ θεία Πρόνοια τήν στιγμὴ ἐκείνη περνοῦσε ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ἀπό ʼκεῖ.
Τὸν βλέπει καὶ τοῦ λέει:
– Τί ἔχεις, παιδί μου καὶ κλαῖς;
– Γέροντα ἦρθα στό Ἅγιον Ὄρος νὰ γίνω καλόγερος, ἀλλὰ ὁ Γέροντας μου μὲ ἔδιωξε γιατί εἶμαι φθισικός. Δυστυχῶς δὲν βρίσκεται κανένας νὰ μὲ κάνη μοναχό, κιʼ ἄς μʼ ἀφήση σέ μιά γωνιά νὰ πεθάνω. Μόνο νὰ μὲ κάνη καλόγερο καὶ δὲν θέλω τίποτε ἄλλο.
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ σὰν ἄνθρωπος φοβήθηκε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ἡ μεγάλη του καρδιὰ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ παρατήση τὸ παιδί μόνο του.
– Ἔλα παιδί μου, τοῦ λέγει, καὶ τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ πῆγαν πάνω στήν καλλύβα του.
Στὴν συνοδεία του τότε ἦσαν ὁ πατήρ Ἰωάννης, ὁ πατήρ Ἐφραὶμ ὁ Βολιώτης, ὁ πατήρ Ἀθανάσιος ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του καὶ ὁ πατήρ Ἀρσένιος.
Ὅταν τὸ ἄκουσαν, εἶπαν ἰδιαιτέρως στὸν Γέροντα:
– Θὰ μᾶς κολλήση κιʼ ἐμᾶς.
– Μὴ μιλᾶτε, τοὺς λέει ὁ Γέροντας. Ὀ Θεὸς τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ μὲ δοκιμάση, μήπως καὶ κάνω κάνα φταίξιμο στὸν Θεό. Ἐσεῖς μὴ μιλᾶτε καθόλου, ἐγὼ θὰ τὸν περιποιηθῶ μέχρι τὸν θάνατό του.
Τοῦ ἔκαναν μὲ σανίδια ἕνα κελλάκι καί ʼκεῖ τὸν φρόντιζε πολὺ ὁ Γέροντας. Ἔτρεχε καὶ ζητιάνευε νὰ οἰκονομήση κανένα συκάκι, παξιμάδι, σταφίδες, ἐλίτσες γιὰ τὸν νεαρὸ ὑποτακτικό του.
Ἔζησε κοντά τους περίπου ἕξι μῆνες καὶ μιὰ μέρα ὁ νεαρὸς λέει:
– Γέροντα, βλέπω κάτι γύφτισσες. Τί θέλουν γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι μου;
Ὁ Γέροντας κατάλαβε καὶ λέει στὸν πατέρα Ἀρσένιο:
– Πάτερ Ἀρσένιε, ἑτοιμάσου. Εἶναι στὰ τελευταῖα του ὁ Βασίλης. Νὰ τὸν κάνω μεγαλόσχημο γιατί θὰ μᾶς φύγη.
Πᾶνε νὰ τὸν διαβάσουν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ πατήρ Ἐφραὶμ ὁ Βολιώτης δὲν ἔμπαινε μέσα.
– Μπές μέσα!!!
– Δὲν μπαίνω μέσα, γιατὶ ὁ γιατρὸς λέει ὅτι τὸ μικρόβιο κολλάει καὶ στὴν καμπάνα!!!
Στὴν ἀκολουθία ἦταν ὁ Γέροντας, ὁ πατήρ Ἀρσένιος, ὁ πατήρ Ἀθανάσιος καὶ κάποιος ἱερέας. Τὸν διάβασαν, τὸν στολίσαν, τὸν πῆγαν στὸ κελλάκι του καὶ τὸν ἄφησαν στὸ κρεββάτι.
– Βασίλη μου, τώρα θὰ πάω νὰ κάνω τὴν προσευχή μου. Σὲ δύο-τρεῖς ὧρες θά ῥθῶ, μόνο νὰ λὲς συνεχῶς τὴν εὐχή, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας καὶ πῆγε νὰ κάνη τὰ καλογερικά του καθήκοντα.
Κατόπιν ἔτρεξε νὰ δῆ τί κάνει ὁ Βασίλης.
Ὅταν ἔφθασε τὸν σκουντάει:
– Κοιμήθηκες, Βασίλη; ἀλλὰ καμιά ἀπάντησι.
Ἔτσι ὅπως ἦταν πέθανε. Μετὰ τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα πῆγε σὰν ἀγγελούδι στὸν οὐρανό.
Χαρὰ ὁ Γέροντας, ποὺ ἔφυγε ὁ πατήρ Βασίλειος στὸν οὐρανὸ ὡς ἄγγελος. Μόνος του τὸν ξέντυσε κατόπιν, τὸν ἔπλυνε καὶ ἔλεγε:
– Ἄχ, Παναγία μου, νὰ κολλήσω καί ʼγώ! Ἄχ, Παναγία μου, νὰ κολλήσω καί ʼγώ!
Παρακαλοῦσε νὰ κολλήση φυματίωσι, μὰ ὅσο ἐκεῖνος εὐχόταν, τόσο αὐτὴ ἔφευγε μακρυά του.
Ὁ Γέροντας τὴν φυματίωσι τὴν ἔλεγε ἁγία ἀρρώστια, γιατί λιώνεις σιγά-σιγὰ καὶ προλαβαίνεις νὰ ἑτοιμασθῆς ψυχικά. Μετὰ πῆρε ὅλα τὰ πράγματα τοῦ πατρός Βασιλείου καὶ τὰ ἔκαψε ἔξω θέλοντας νὰ προφυλάξη τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν μετάδοση τῆς ἀρρώστιας.
– Ἐλᾶτε, πατέρες νὰ κεραστοῦμε, γιὰ τὸν Βασίλη ποὺ πῆγε στὸν οὐρανό. Ώ, Παναγία μου, σώθηκε μιὰ ψυχή! Φέρτε λουκούμια!
Χαρὰ ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας! "Χριστὸς Ἀνέστη!" Ποὺ ἔφυγε τὸ καλογέρι του καὶ σώθηκε.
Τὴν τρίτη ἡμέρα ποὺ κοιμήθηκε ὁ πατήρ Βασίλειος, τὸν βλέπει ὁ Γέροντας στὸν ὕπνο του, νὰ τὸν ἄγκαλιάζη καὶ νὰ τοῦ λέγη:
– Γέροντά μου, νὰ ἰδῆς τί μέ ʼκανες! ἀξιωματικό! Στρατηγὸ μέ ʼκανες, γεμάτο παράσημα!
ΔΌΞΑ ΤΩ ΘΕΏ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου