Συνέχεια από: Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019
Συνέχεια και τέλος δευτέρου κεφαλαίου
Διαλύοντας την αρχαία έννοια τού Είναι, ο Κάντ είχε κατά Νού να ξαναδώσει την αυτονομία στον άνθρωπο, αυτό που ονόμαζε την αξιοπρέπεια τού ανθρώπου. Είναι ο πρώτος φιλόσοφος πού θέλησε να κατανοήσει ολόκληρο τον άνθρωπο ξεκινώντας από τον νόμο του και να τον αφαιρέσει από την γενική οντολογική συνάφεια μέσα στην οποία δεν ήταν άλλο από ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα - ακόμη και όταν τίθεται αντιμέτωπος όπως η res cogitans στην res extensa. Συμφωνώντας με τον Λέσσινγκ, η ωριμότης τού ανθρώπου υποδεικνύεται στη σκέψη και δεν είναι τυχαίο πως μία τέτοια φιλοσοφική δήλωση συμπίπτει με την Γαλλική Επανάσταση. Ο Κάντ είναι εξάλλου ο φιλόσοφος της Γαλλικής Επαναστάσεως. Για την εξέλιξη του ΧΙΧ αιώνος αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε τίποτα από την νέα επαναστατική έννοια της Citoyen (ιθαγένεια), όπως και για την εξέλιξη της μετα-Καντιανής φιλοσοφίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε στα γρήγορα αυτή η έννοια του ανθρώπου, παρότι ήταν στην αρχή τής αναπτύξεώς της ακόμη.
Η Καντιανή διάλυση της αρχαίας έννοιας του Είναι έμεινε στη μέση του δρόμου. Διέλυσε την αρχαία ταυτότητα Είναι και Σκέψης και μαζί μ’ αυτή, την ιδέα της προκαθορισμένης αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κόσμο. Αυτό όμως που δεν διέλυσε, αλλά αντιθέτως διατήρησε, είναι η έννοια -και αυτή με τη σειρά της αρχαία και παραδοσιακώς δεμένη στην έννοια της αρμονίας- τού Είναι σαν κάτι δοσμένο, στους νόμους τού οποίου ο άνθρωπος υπόκειται. Ο άνθρωπος μπόρεσε να ανεχθεί μια τέτοια Ιδέα μόνο μέχρις ότου είχε, μέσα σ’ ένα αίσθημα ασφάλειας και συγγένειας με τον κόσμο, τουλάχιστον τη βεβαιότητα πως μπορεί να γνωρίσει το Είναι και το Γίγνεσθαι του κόσμου. Πάνω σ’ αυτό βρήκε στήριγμα –μέχρι τον ΧΙΧ αιώνα, δηλαδή μέχρι την αποθεώση του Ρομάντζου- η αρχαία έννοια, τυπικώς Δυτική της μοίρας. Χωρίς αυτή την αλαζονεία δεν θα ήταν δυνατή ούτε η τραγωδία ούτε η Δυτική φιλοσοφία. Ακόμη και ο Χριστιανισμός δεν αρνήθηκε στον άνθρωπο την δυνατότητα μιας κατανοήσεως του σχεδίου της Θείας Σωτηρίας, και εδώ λίγο μας ενδιαφέρει εάν αυτή την κατανόηση την οφείλει στην νόησή του, όμοια με την Θεία, και όχι τόσο στην Θεία αποκάλυψη. Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος μυείται στα μυστήρια του κόσμου και εισέρχεται στο κοσμικό γίγνεσθαι.
Αυτό που ισχύει για την διάλυση τής αρχαίας έννοιας του Είναι από μέρους του Κάντ ισχύει ακόμη περισσότερο για την νέα έννοια της ελευθερίας του ανθρώπου, στην οποία διαγράφεται ήδη η πιο μοντέρνα δουλεία του ανθρώπου. Κατά τον Κάντ ο άνθρωπος έχει βεβαίως την δυνατότητα να καθορίσει τις πράξεις του ξεκινώντας από την ελευθερία μιας καλής θελήσεως, αλλά αυτές οι πράξεις πέφτουν κάτω από την νομοθεσία της φυσικής αιτιότητος, ενός κράτους ξένου εντελώς προς τον άνθρωπο, ως προς την ουσία του. Έξω λοιπόν από την υποκειμενικότητα, δηλαδή από την ελευθερία, οι ανθρώπινες πράξεις εισέρχονται στη σφαίρα της αντικειμενικότητος, δηλαδή στην αιτιότητα, και χάνουν τον ελεύθερο χαρακτήρα τους. Ο άνθρωπος, ελεύθερος καθεαυτός, είναι παραδομένος χωρίς καμμιά ελπίδα στην τάξη της φύσεως η οποία τού είναι ξένη, δηλαδή σε μια μοίρα που του αντιτίθεται και η οποία καταστρέφει την ελευθερία του. Εδώ εκφράζεται για άλλη μια φορά η αντινομική δομή της υπάρξεώς του, στο μέτρο που αυτή ξετυλίγεται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Ανακηρύσσοντας τον άνθρωπο μέτρο και κύριο του Είναι, ο Κάντ τον μειώνει ταυτόχρονα στο επίπεδο ενός σκλάβου του Είναι. Εναντίον αυτής της μειώσεως ακριβώς διαμαρτυρήθηκαν όλοι οι φιλόσοφοι από τον Σέλλινγκ κι ύστερα. Μ’ αυτή την υποβάθμιση του ανθρώπου, αμέσως μόλις εκλήθη στην ωριμότητα, ασχολείται η μοντέρνα φιλοσοφία μέχρι σήμερα. Φαίνεται σαν να μην έχει ανέβει ποτέ τόσο ψηλά ο άνθρωπος και την ίδια στιγμή, πως δεν έχει πέσει ποτέ του τόσο χαμηλά μέχρι τώρα.
Από τον Kant κι’ έπειτα όλη η φιλοσοφία διαθέτει από το ένα μέρος ένα στοιχείο αλαζονείας, από το άλλο, μια ιδέα της μοίρας. Ο ίδιος ο Μαρξ δηλώνοντας πως δεν ήθελε να ερμηνεύσει πλέον τον κόσμο αλλά να τον αλλάξει, βρέθηκε στο όριο ακριβώς μιας νέας έννοιας του Είναι και του κόσμου, στην οποία Είναι και κόσμος δεν αναγνωρίζονται πλέον σαν δεδομένοι, αλλά σαν πιθανά ανθρώπινα προϊόντα! Όμως κατέφυγε πολύ σύντομα σε ένα αρχαίο και σίγουρο καταφύγιο, δηλώνοντας πως η ελευθερία ήταν η κατανόηση τής ανάγκης, προσφέροντας μ’ αυτόν τον τρόπο στον άνθρωπο, ο οποίος με την βοήθειά του είχε χάσει επίσης την υπερηφάνειά του, μια αξιοπρέπεια την οποία κατά βάθος δεν ήξερε τι να την κάνει.
L’ amor fati του Νίτσε, η αποφασιστικότης (entschlossenheit) του Χάιντεγκερ, η επιμονή του Καμύ –ο οποίος θέλει να αποκτήσει εμπειρία της ζωής παρόλο τον παραλογισμό τής ανθρώπινης κατάστασης (condition humaine), αποτέλεσμα τού γεγονότος πως ο άνθρωπος δεν έχει πατρίδα- όλα αυτά δεν είναι παρά προσπάθειες να καταφύγουμε σε μια βεβαιότητα. Δεν είναι τυχαίο πως η ηρωική χειρονομία έγινε, μετά τον Νίτσε, η τυπική συμπεριφορά της φιλοσοφίας. Χρειάζεται στα σίγουρα μια κάποια δόσις ηρωισμού για να ζήσουμε στον κόσμο έτσι όπως τον άφησε ο Kant. Με την ηρωική τους πόζα, οι πιο σύγχρονοι φιλόσοφοι, δεν δείχνουν τίποτε άλλο, παρά ότι κατόρθωσαν να ακολουθήσουν μέχρι τέλους και σε πολλές κατευθύνσεις μάλιστα, την σκέψη του Καντ, αλλά ότι επίσης δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα μπρος, ενώ δυστυχώς, άτακτα και απογοητευτικά οι περισσότεροι υποχώρησαν μερικά βήματα πιο πίσω. Διότι όλοι τους, με την μόνη μεγάλη εξαίρεση του Γιάσπερς, εγκατέλειψαν αργά ή γρήγορα την βασική έννοια του Κάντ, εκείνη της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Με την απαίτηση να έχει αποκτήσει «τον αληθινό Κύριο του Είναι», ο Σέλλινγκ ήθελε να ξαναπάρει μέρος στα πράγματα του κόσμου από τον οποίο ο ελεύθερος άνθρωπος είχε αποκλειστεί μετά τον Kant. Ο Σέλλινγκ καταφεύγει και αυτός ακόμη σ’ έναν φιλοσοφικό θεό, διότι δεχόταν από τον Κάντ «το γεγονός της πτώσεως», χωρίς να διαθέτει όμως την εκπληκτική διαθεσιμότητα του Κάντ να μένει εύκολα ευχαριστημένος μ’ αυτό το γεγονός. Καθότι αυτή η εκπληκτική για μας, διαθεσιμότητα του Κάντ, οφείλεται μόνον στο γεγονός πως είχε σταθερές ρίζες σε μία παράδοση στην οποία η φιλοσοφία ήταν στην ουσία της ταυτόσημη με τον στοχασμό - μία παράδοση την οποία ο Κάντ, σχεδόν ασυνείδητα συνεισέφερε στην καταστροφή της. Η «θετική φιλοσοφία» του Σέλλινγκ ψάχνει καταφύγιο δίπλα στον θεό, έτσι ώστε αυτός να αντιμετωπίσει «το δεδομένο γεγονός της πτώσεως» ή –με άλλα λόγια– έτσι ώστε ο θεός να χορηγήσει ξανά στον άνθρωπο μια πραγματικότητα, από την στιγμή που η πραγματικότης που διέθετε χάθηκε την στιγμή που βρέθηκε ελεύθερος.
Όταν ομιλούμε για φιλοσοφία τής υπάρξεως γενικώς, αποσιωπούμε τον Σέλλινγκ και αυτό οφείλεται στο ότι κανείς φιλόσοφος δεν πήρε τον δρόμο προς την λύση των αποριών του Κάντ, ανάμεσα στην υποκειμενική ελευθερία και στην αντικειμενική ανελευθερία. Αντί να δοκιμάσουν μια «θετική φιλοσοφία», δοκίμασαν, με την μόνη εξαίρεση του Νίτσε, να ξαναερμηνεύσουν τον άνθρωπο έτσι ώστε να μπορέσει να βρει την θέση του σ’ έναν κόσμο που του αφαίρεσε την αξιοπρέπεια. Θέλησαν, το ναυάγιο του ανθρώπου, να αποτελεί μέρος του Είναι του και να μην αποτελεί μόνον την μοίρα του. Θέλησαν το ναυάγιο να μην έχει προκληθεί από μία εχθρική Φύση, καθώς καθορίζεται απολύτως από τον νόμο της αιτίας, αλλά να ‘χει γραφτεί στην ουσία του ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο εγκατελείφθησαν οι καντιανές έννοιες της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως ακριβώς εγκατελείφθη επίσης το σχέδιο της ανθρωπότητος σαν ρυθμιστικής Αρχής όλων των πολιτικών πράξεων και από εδώ ακριβώς προέρχεται ο βαρύς τόνος που χαρακτηρίζει, μετά τον Κίρκεγκαρντ, όλη την λιγότερο επιφανειακή φιλοσοφία. Κατά βάθος φαινόταν πιο ευχάριστο να είμαστε υποδουλωμένοι στην «κένωση» (verfallen), σαν στον νόμο τής ανθρώπινης εσωτερικότητος, παρά να καταστραφούμε σ’ έναν αλλότριο κόσμο, καθορισμένο από τον νόμο της αιτιότητος.
(Συνεχίζεται)
---------------------------------------------------
Σχόλιο: Σ’ αυτό το σημείο νομίζουμε “αναγκαία” μια διευκρίνιση. Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία αποκάλυψε τον Νού και τον Λόγο. Η Ρωμαϊκή και Σχολαστική της “συνέχεια” εργάστηκε με την Νόηση και την πραγματικότητα! Ο Γερμανικός Ιδεαλισμός μείωσε την φιλοσοφία με την σειρά του στην έννοια και στο υποκείμενο, στην αναπαράσταση, στην σκέψη! Τέλος η σημερινή φιλοσοφία με τον υπαρξισμό και τον πραγματισμό μειώνει εκ νέου την φιλοσοφία στην λογική και στο τίποτα! Στο Μηδέν από όπου δημιουργηθήκαμε και στο οποίο ελεύθερα επιστρέφουμε, νομοτελειακά, εφόσον δεν κατορθώσαμε να χωρίσουμε καν το καλό από το κακό.
Αμέθυστος
Διαλύοντας την αρχαία έννοια τού Είναι, ο Κάντ είχε κατά Νού να ξαναδώσει την αυτονομία στον άνθρωπο, αυτό που ονόμαζε την αξιοπρέπεια τού ανθρώπου. Είναι ο πρώτος φιλόσοφος πού θέλησε να κατανοήσει ολόκληρο τον άνθρωπο ξεκινώντας από τον νόμο του και να τον αφαιρέσει από την γενική οντολογική συνάφεια μέσα στην οποία δεν ήταν άλλο από ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα - ακόμη και όταν τίθεται αντιμέτωπος όπως η res cogitans στην res extensa. Συμφωνώντας με τον Λέσσινγκ, η ωριμότης τού ανθρώπου υποδεικνύεται στη σκέψη και δεν είναι τυχαίο πως μία τέτοια φιλοσοφική δήλωση συμπίπτει με την Γαλλική Επανάσταση. Ο Κάντ είναι εξάλλου ο φιλόσοφος της Γαλλικής Επαναστάσεως. Για την εξέλιξη του ΧΙΧ αιώνος αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε τίποτα από την νέα επαναστατική έννοια της Citoyen (ιθαγένεια), όπως και για την εξέλιξη της μετα-Καντιανής φιλοσοφίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε στα γρήγορα αυτή η έννοια του ανθρώπου, παρότι ήταν στην αρχή τής αναπτύξεώς της ακόμη.
Η Καντιανή διάλυση της αρχαίας έννοιας του Είναι έμεινε στη μέση του δρόμου. Διέλυσε την αρχαία ταυτότητα Είναι και Σκέψης και μαζί μ’ αυτή, την ιδέα της προκαθορισμένης αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κόσμο. Αυτό όμως που δεν διέλυσε, αλλά αντιθέτως διατήρησε, είναι η έννοια -και αυτή με τη σειρά της αρχαία και παραδοσιακώς δεμένη στην έννοια της αρμονίας- τού Είναι σαν κάτι δοσμένο, στους νόμους τού οποίου ο άνθρωπος υπόκειται. Ο άνθρωπος μπόρεσε να ανεχθεί μια τέτοια Ιδέα μόνο μέχρις ότου είχε, μέσα σ’ ένα αίσθημα ασφάλειας και συγγένειας με τον κόσμο, τουλάχιστον τη βεβαιότητα πως μπορεί να γνωρίσει το Είναι και το Γίγνεσθαι του κόσμου. Πάνω σ’ αυτό βρήκε στήριγμα –μέχρι τον ΧΙΧ αιώνα, δηλαδή μέχρι την αποθεώση του Ρομάντζου- η αρχαία έννοια, τυπικώς Δυτική της μοίρας. Χωρίς αυτή την αλαζονεία δεν θα ήταν δυνατή ούτε η τραγωδία ούτε η Δυτική φιλοσοφία. Ακόμη και ο Χριστιανισμός δεν αρνήθηκε στον άνθρωπο την δυνατότητα μιας κατανοήσεως του σχεδίου της Θείας Σωτηρίας, και εδώ λίγο μας ενδιαφέρει εάν αυτή την κατανόηση την οφείλει στην νόησή του, όμοια με την Θεία, και όχι τόσο στην Θεία αποκάλυψη. Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος μυείται στα μυστήρια του κόσμου και εισέρχεται στο κοσμικό γίγνεσθαι.
Αυτό που ισχύει για την διάλυση τής αρχαίας έννοιας του Είναι από μέρους του Κάντ ισχύει ακόμη περισσότερο για την νέα έννοια της ελευθερίας του ανθρώπου, στην οποία διαγράφεται ήδη η πιο μοντέρνα δουλεία του ανθρώπου. Κατά τον Κάντ ο άνθρωπος έχει βεβαίως την δυνατότητα να καθορίσει τις πράξεις του ξεκινώντας από την ελευθερία μιας καλής θελήσεως, αλλά αυτές οι πράξεις πέφτουν κάτω από την νομοθεσία της φυσικής αιτιότητος, ενός κράτους ξένου εντελώς προς τον άνθρωπο, ως προς την ουσία του. Έξω λοιπόν από την υποκειμενικότητα, δηλαδή από την ελευθερία, οι ανθρώπινες πράξεις εισέρχονται στη σφαίρα της αντικειμενικότητος, δηλαδή στην αιτιότητα, και χάνουν τον ελεύθερο χαρακτήρα τους. Ο άνθρωπος, ελεύθερος καθεαυτός, είναι παραδομένος χωρίς καμμιά ελπίδα στην τάξη της φύσεως η οποία τού είναι ξένη, δηλαδή σε μια μοίρα που του αντιτίθεται και η οποία καταστρέφει την ελευθερία του. Εδώ εκφράζεται για άλλη μια φορά η αντινομική δομή της υπάρξεώς του, στο μέτρο που αυτή ξετυλίγεται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Ανακηρύσσοντας τον άνθρωπο μέτρο και κύριο του Είναι, ο Κάντ τον μειώνει ταυτόχρονα στο επίπεδο ενός σκλάβου του Είναι. Εναντίον αυτής της μειώσεως ακριβώς διαμαρτυρήθηκαν όλοι οι φιλόσοφοι από τον Σέλλινγκ κι ύστερα. Μ’ αυτή την υποβάθμιση του ανθρώπου, αμέσως μόλις εκλήθη στην ωριμότητα, ασχολείται η μοντέρνα φιλοσοφία μέχρι σήμερα. Φαίνεται σαν να μην έχει ανέβει ποτέ τόσο ψηλά ο άνθρωπος και την ίδια στιγμή, πως δεν έχει πέσει ποτέ του τόσο χαμηλά μέχρι τώρα.
Από τον Kant κι’ έπειτα όλη η φιλοσοφία διαθέτει από το ένα μέρος ένα στοιχείο αλαζονείας, από το άλλο, μια ιδέα της μοίρας. Ο ίδιος ο Μαρξ δηλώνοντας πως δεν ήθελε να ερμηνεύσει πλέον τον κόσμο αλλά να τον αλλάξει, βρέθηκε στο όριο ακριβώς μιας νέας έννοιας του Είναι και του κόσμου, στην οποία Είναι και κόσμος δεν αναγνωρίζονται πλέον σαν δεδομένοι, αλλά σαν πιθανά ανθρώπινα προϊόντα! Όμως κατέφυγε πολύ σύντομα σε ένα αρχαίο και σίγουρο καταφύγιο, δηλώνοντας πως η ελευθερία ήταν η κατανόηση τής ανάγκης, προσφέροντας μ’ αυτόν τον τρόπο στον άνθρωπο, ο οποίος με την βοήθειά του είχε χάσει επίσης την υπερηφάνειά του, μια αξιοπρέπεια την οποία κατά βάθος δεν ήξερε τι να την κάνει.
L’ amor fati του Νίτσε, η αποφασιστικότης (entschlossenheit) του Χάιντεγκερ, η επιμονή του Καμύ –ο οποίος θέλει να αποκτήσει εμπειρία της ζωής παρόλο τον παραλογισμό τής ανθρώπινης κατάστασης (condition humaine), αποτέλεσμα τού γεγονότος πως ο άνθρωπος δεν έχει πατρίδα- όλα αυτά δεν είναι παρά προσπάθειες να καταφύγουμε σε μια βεβαιότητα. Δεν είναι τυχαίο πως η ηρωική χειρονομία έγινε, μετά τον Νίτσε, η τυπική συμπεριφορά της φιλοσοφίας. Χρειάζεται στα σίγουρα μια κάποια δόσις ηρωισμού για να ζήσουμε στον κόσμο έτσι όπως τον άφησε ο Kant. Με την ηρωική τους πόζα, οι πιο σύγχρονοι φιλόσοφοι, δεν δείχνουν τίποτε άλλο, παρά ότι κατόρθωσαν να ακολουθήσουν μέχρι τέλους και σε πολλές κατευθύνσεις μάλιστα, την σκέψη του Καντ, αλλά ότι επίσης δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα μπρος, ενώ δυστυχώς, άτακτα και απογοητευτικά οι περισσότεροι υποχώρησαν μερικά βήματα πιο πίσω. Διότι όλοι τους, με την μόνη μεγάλη εξαίρεση του Γιάσπερς, εγκατέλειψαν αργά ή γρήγορα την βασική έννοια του Κάντ, εκείνη της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Με την απαίτηση να έχει αποκτήσει «τον αληθινό Κύριο του Είναι», ο Σέλλινγκ ήθελε να ξαναπάρει μέρος στα πράγματα του κόσμου από τον οποίο ο ελεύθερος άνθρωπος είχε αποκλειστεί μετά τον Kant. Ο Σέλλινγκ καταφεύγει και αυτός ακόμη σ’ έναν φιλοσοφικό θεό, διότι δεχόταν από τον Κάντ «το γεγονός της πτώσεως», χωρίς να διαθέτει όμως την εκπληκτική διαθεσιμότητα του Κάντ να μένει εύκολα ευχαριστημένος μ’ αυτό το γεγονός. Καθότι αυτή η εκπληκτική για μας, διαθεσιμότητα του Κάντ, οφείλεται μόνον στο γεγονός πως είχε σταθερές ρίζες σε μία παράδοση στην οποία η φιλοσοφία ήταν στην ουσία της ταυτόσημη με τον στοχασμό - μία παράδοση την οποία ο Κάντ, σχεδόν ασυνείδητα συνεισέφερε στην καταστροφή της. Η «θετική φιλοσοφία» του Σέλλινγκ ψάχνει καταφύγιο δίπλα στον θεό, έτσι ώστε αυτός να αντιμετωπίσει «το δεδομένο γεγονός της πτώσεως» ή –με άλλα λόγια– έτσι ώστε ο θεός να χορηγήσει ξανά στον άνθρωπο μια πραγματικότητα, από την στιγμή που η πραγματικότης που διέθετε χάθηκε την στιγμή που βρέθηκε ελεύθερος.
Όταν ομιλούμε για φιλοσοφία τής υπάρξεως γενικώς, αποσιωπούμε τον Σέλλινγκ και αυτό οφείλεται στο ότι κανείς φιλόσοφος δεν πήρε τον δρόμο προς την λύση των αποριών του Κάντ, ανάμεσα στην υποκειμενική ελευθερία και στην αντικειμενική ανελευθερία. Αντί να δοκιμάσουν μια «θετική φιλοσοφία», δοκίμασαν, με την μόνη εξαίρεση του Νίτσε, να ξαναερμηνεύσουν τον άνθρωπο έτσι ώστε να μπορέσει να βρει την θέση του σ’ έναν κόσμο που του αφαίρεσε την αξιοπρέπεια. Θέλησαν, το ναυάγιο του ανθρώπου, να αποτελεί μέρος του Είναι του και να μην αποτελεί μόνον την μοίρα του. Θέλησαν το ναυάγιο να μην έχει προκληθεί από μία εχθρική Φύση, καθώς καθορίζεται απολύτως από τον νόμο της αιτίας, αλλά να ‘χει γραφτεί στην ουσία του ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο εγκατελείφθησαν οι καντιανές έννοιες της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως ακριβώς εγκατελείφθη επίσης το σχέδιο της ανθρωπότητος σαν ρυθμιστικής Αρχής όλων των πολιτικών πράξεων και από εδώ ακριβώς προέρχεται ο βαρύς τόνος που χαρακτηρίζει, μετά τον Κίρκεγκαρντ, όλη την λιγότερο επιφανειακή φιλοσοφία. Κατά βάθος φαινόταν πιο ευχάριστο να είμαστε υποδουλωμένοι στην «κένωση» (verfallen), σαν στον νόμο τής ανθρώπινης εσωτερικότητος, παρά να καταστραφούμε σ’ έναν αλλότριο κόσμο, καθορισμένο από τον νόμο της αιτιότητος.
(Συνεχίζεται)
---------------------------------------------------
Σχόλιο: Σ’ αυτό το σημείο νομίζουμε “αναγκαία” μια διευκρίνιση. Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία αποκάλυψε τον Νού και τον Λόγο. Η Ρωμαϊκή και Σχολαστική της “συνέχεια” εργάστηκε με την Νόηση και την πραγματικότητα! Ο Γερμανικός Ιδεαλισμός μείωσε την φιλοσοφία με την σειρά του στην έννοια και στο υποκείμενο, στην αναπαράσταση, στην σκέψη! Τέλος η σημερινή φιλοσοφία με τον υπαρξισμό και τον πραγματισμό μειώνει εκ νέου την φιλοσοφία στην λογική και στο τίποτα! Στο Μηδέν από όπου δημιουργηθήκαμε και στο οποίο ελεύθερα επιστρέφουμε, νομοτελειακά, εφόσον δεν κατορθώσαμε να χωρίσουμε καν το καλό από το κακό.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου