Συνέχεια απο :ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2010
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Βιβλία Α, α, Β, -Ι, ΙΙ, ΙΙΙ
Μια παραδειγματική περίπτωση είναι αυτή του Θαλή. Λέει ο Αριστοτέλης πως το νερό, θεωρημένο από τον Θαλή σαν Αρχή, σαν πρώτη αιτία του παντός, είναι μια υλική αιτία, δηλ. υπεισέρχεται στο γένος των υλικών αιτίων. Αυτό ο Θαλής δεν το είχε πει ποτέ του. Ο Θαλής δεν διέθετε καν την έννοια της ύλης. Για τον Θαλή το νερό ήταν το παν. Υπάρχει μια μαρτυρία, την οποία μας μεταφέρει ο Πλάτων και η οποία αποδίδεται στον Θαλή, κατά την οποία ο Θαλής είχε πει: «Όλα τα πράγματα είναι γεμάτα από Θεούς» (οι Νόμοι, Χ833b). Και μας τυλίγει αμέσως η υποψία πως και το νερό είναι κάποιο πράγμα θείο, αφού επιπλέον είναι η πηγή της ζωής, η συνθήκη της ζωής. Δεν είναι αλήθεια επομένως πως για το Θαλή το νερό ήταν ύλη. Δεν είναι ακριβώς το νερό που πίνουμε ή με το οποίο πλυνόμαστε. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Αλλά κρίνοντάς την με το σχήμα που υιοθέτησε ο Αριστοτέλης το μοναδικό γένος στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί, είναι η υλική αιτία. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Θαλής είχε ανακαλύψει την υλική αρχή, παρότι δεν το γνώριζε.
Οι Πυθαγόρειοι ισχυρίζοντο πως όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα από αριθμούς, αλλά οι αριθμοί δεν φαίνονται να είναι ύλη, έτσι λοιπόν, λέει ο Αριστοτέλης, ίσως εννοούσαν την ποιητική αρχή, δηλ. τη δομή, όλα εκείνα τα σύνολα σχέσεων τα οποία επιτρέπουν σε ένα πράγμα να είναι αυτό που είναι (987 α 13-19). Όταν στη συνέχεια ο Εμπεδοκλής λέει πως η αγάπη και το μίσος καθορίζουν όλα τα πράγματα, ανακαλύπτει την κινητική αιτία, αυτό που κινεί (985 α 29-29). Υπάρχει δε, ακόμη η τελική αρχή, αυτή που δεν εντοπίστηκε από κανέναν πριν απ’ αυτόν, κατά τον Αριστοτέλη, γιατί εκείνος που την πλησίασε περισσότερο από όλους υπήρξε ο Αναξαγόρας, όταν είπε πως υπάρχει ένας ΝΟΥΣ που κυβερνά τα πάντα.
Όμως ο Αναξαγόρας περιορίστηκε μόνον σ’ αυτό και δεν χρησιμοποίησε τον ΝΟΥ για να εξηγήσει πως υπάρχουν στ’ αλήθεια τα πράγματα (985 α 18-21). Αυτή την κριτική έκανε και ο Πλάτων στον Αναξαγόρα. Και μάλιστα μπορούμε να δούμε στην ιδέα του Αγαθού, μια τελική αιτία. Καταλήγοντας λοιπόν το αποτέλεσμα της έρευνας είναι πως εξετάζοντας όλους τους προηγηθέντες φιλοσόφους, εκείνους που εμείς ονομάζουμε προσωκρατικούς – άλλη μία λέξη που δεν υπάρχει στον Αριστοτέλη, εκείνος τους ονόμαζε «φυσικούς» διότι έψαχναν τη Φύση, δηλ. την καταγωγή – και κατόπιν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Εξετάζοντας όλους αυτούς, φαίνεται ότι ο καθένας από αυτούς διέκρινε τουλάχιστον ένα από τα τέσσερα γένη αρχών, αλλά κανείς δεν τις διέκρινε όλες μαζί και προπάντων κανείς δεν εφηύρε αιτίες διαφορετικές από αυτές τις τέσσερις. Έτσι λοιπόν, καταλήγει ο Αριστοτέλης, έχουμε την επιβεβαίωση ότι μόνον αυτός είναι τα τέσσερα γένη αιτίων μέσα στα οποία πρέπει να κατευθύνουμε την έρευνά μας για τις πρώτες Αρχές (988α 18-23, 988 b 16-19).
Έχουν γραφεί βιβλία επί βιβλίων πάνω στην ερμηνεία που έδωσε ο Αριστοτέλης στους προσωκρατικούς, ακόμη και στον Πλάτωνα. Δεν διαθέτουμε τα έργα των προσωκρατικών και δυστυχώς αυτό το λίγο που γνωρίζουμε έρχεται από την Ερμηνεία του Αριστοτέλη, και γι’ αυτό πρέπει να λάβουμε στα σοβαρά την Ερμηνεία του. Όμως στην περίπτωση του Πλάτωνα η κατάσταση είναι διαφορετική, γιατί διαθέτουμε τα έργα του Πλάτωνος, διαθέτουμε αυτό το θαυμάσιο σύνολο των 36 διαλόγων, αυτών των 36 έργων τέχνης, όπου μπορούμε να διαβάσουμε τόσα πολλά πράγματα.
Έτσι λοιπόν ο τρόπος που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης τον Πλάτωνα, σε τούτο το πρώτο βιβλίο της Μεταφυσικής, κατά ένα μέρος αντιστοιχεί, αλλά σε πολλά άλλα δεν αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των διαλόγων. Υπάρχει βεβαίως η θεωρία των Ιδεών, σαν η βασική θεωρία του Πλάτωνος, η οποία συναντάται και στους διαλόγους, αλλά ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται πως οι Ιδέες δεν είναι οι πρώτες Αρχές για τον Πλάτωνα, διότι και οι Ιδέες εξαρτώνται από τις Αρχές, οι οποίες είναι οι Αρχές του παντός, είναι δηλ. οι αληθινές πρώτες Αρχές. Έτσι ο Αριστοτέλης παρουσιάζει δύο, τις οποίες αποδίδει στον Πλάτωνα: το ΕΝΑ, το οποίο πρέπει να ταυτίσουμε με το ΑΓΑΘΟ και την αόριστη Δυάδα, η οποία δεν είναι το νούμερο δύο, αλλά η δυαδικότητα, η οποία πρέπει να ταυτιστεί με το κακό (988 α 8-17). Αυτής της θεωρίας όμως υπάρχει ίσως κάποιο ίχνος, κάποια αναφορά, μέσα στους διαλόγους του Πλάτωνος, αλλά δεν υπάρχει μια καθαρή έκθεση. Τόσο που ανάγκασε μερικούς σήμερα να ισχυρίζονται πως ο Αριστοτέλης καθώς έμεινε για είκοσι χρόνια στη σχολή του Πλάτωνος δεν γνώριζε τη φιλοσοφία του Πλάτωνος μέσα από τους διαλόγους, τους οποίους αναφέρει παρ’ όλα αυτά – όπως π.χ. τον Φαίδωνα, τον Τίμαιο, την Πολιτεία – αλλά γνώριζε και την προφορική διδασκαλία του Πλάτωνος, δηλ. αυτά που ο Αριστοτέλης ονομάζει «άγραφα δόγματα», τις άγραφες θεωρίες του Πλάτωνος (Φυσικά IV 2, 209 b (5))
Η πιο σπουδαία από αυτές τις θεωρίες είναι ακριβώς εκείνη η οποία θέλει σαν δύο υπέρτατες Αρχές το Ένα και την αόριστη Δυάδα. Ακόμη και σ’ αυτό το θέμα υπάρχει μια απέραντη βιβλιογραφία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τελειώνει το πρώτο βιβλίο της Μεταφυσικής, δηλ. η κατοχύρωση της σοφίας σαν της Επιστήμης των πρώτων Αρχών και επιβεβαίωση πως οι πρώτες αρχές πρέπει να ερευνηθούν στο εσωτερικό των τεσσάρων διακεκριμένων γενών της Φυσικής: την ύλη, τη μορφή, το ποιητικό και το τελικό αίτιο, επειδή αυτά τα γένη θεωρήθηκαν από τους προηγηθέντες φιλοσόφους, οι οποίοι δε βρήκαν και δεν έδειξαν κανένα άλλο. Έτσι μπορούμε με σιγουριά να ερευνήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Βιβλία Α, α, Β, -Ι, ΙΙ, ΙΙΙ
Μια παραδειγματική περίπτωση είναι αυτή του Θαλή. Λέει ο Αριστοτέλης πως το νερό, θεωρημένο από τον Θαλή σαν Αρχή, σαν πρώτη αιτία του παντός, είναι μια υλική αιτία, δηλ. υπεισέρχεται στο γένος των υλικών αιτίων. Αυτό ο Θαλής δεν το είχε πει ποτέ του. Ο Θαλής δεν διέθετε καν την έννοια της ύλης. Για τον Θαλή το νερό ήταν το παν. Υπάρχει μια μαρτυρία, την οποία μας μεταφέρει ο Πλάτων και η οποία αποδίδεται στον Θαλή, κατά την οποία ο Θαλής είχε πει: «Όλα τα πράγματα είναι γεμάτα από Θεούς» (οι Νόμοι, Χ833b). Και μας τυλίγει αμέσως η υποψία πως και το νερό είναι κάποιο πράγμα θείο, αφού επιπλέον είναι η πηγή της ζωής, η συνθήκη της ζωής. Δεν είναι αλήθεια επομένως πως για το Θαλή το νερό ήταν ύλη. Δεν είναι ακριβώς το νερό που πίνουμε ή με το οποίο πλυνόμαστε. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Αλλά κρίνοντάς την με το σχήμα που υιοθέτησε ο Αριστοτέλης το μοναδικό γένος στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί, είναι η υλική αιτία. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Θαλής είχε ανακαλύψει την υλική αρχή, παρότι δεν το γνώριζε.
Οι Πυθαγόρειοι ισχυρίζοντο πως όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα από αριθμούς, αλλά οι αριθμοί δεν φαίνονται να είναι ύλη, έτσι λοιπόν, λέει ο Αριστοτέλης, ίσως εννοούσαν την ποιητική αρχή, δηλ. τη δομή, όλα εκείνα τα σύνολα σχέσεων τα οποία επιτρέπουν σε ένα πράγμα να είναι αυτό που είναι (987 α 13-19). Όταν στη συνέχεια ο Εμπεδοκλής λέει πως η αγάπη και το μίσος καθορίζουν όλα τα πράγματα, ανακαλύπτει την κινητική αιτία, αυτό που κινεί (985 α 29-29). Υπάρχει δε, ακόμη η τελική αρχή, αυτή που δεν εντοπίστηκε από κανέναν πριν απ’ αυτόν, κατά τον Αριστοτέλη, γιατί εκείνος που την πλησίασε περισσότερο από όλους υπήρξε ο Αναξαγόρας, όταν είπε πως υπάρχει ένας ΝΟΥΣ που κυβερνά τα πάντα.
Όμως ο Αναξαγόρας περιορίστηκε μόνον σ’ αυτό και δεν χρησιμοποίησε τον ΝΟΥ για να εξηγήσει πως υπάρχουν στ’ αλήθεια τα πράγματα (985 α 18-21). Αυτή την κριτική έκανε και ο Πλάτων στον Αναξαγόρα. Και μάλιστα μπορούμε να δούμε στην ιδέα του Αγαθού, μια τελική αιτία. Καταλήγοντας λοιπόν το αποτέλεσμα της έρευνας είναι πως εξετάζοντας όλους τους προηγηθέντες φιλοσόφους, εκείνους που εμείς ονομάζουμε προσωκρατικούς – άλλη μία λέξη που δεν υπάρχει στον Αριστοτέλη, εκείνος τους ονόμαζε «φυσικούς» διότι έψαχναν τη Φύση, δηλ. την καταγωγή – και κατόπιν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Εξετάζοντας όλους αυτούς, φαίνεται ότι ο καθένας από αυτούς διέκρινε τουλάχιστον ένα από τα τέσσερα γένη αρχών, αλλά κανείς δεν τις διέκρινε όλες μαζί και προπάντων κανείς δεν εφηύρε αιτίες διαφορετικές από αυτές τις τέσσερις. Έτσι λοιπόν, καταλήγει ο Αριστοτέλης, έχουμε την επιβεβαίωση ότι μόνον αυτός είναι τα τέσσερα γένη αιτίων μέσα στα οποία πρέπει να κατευθύνουμε την έρευνά μας για τις πρώτες Αρχές (988α 18-23, 988 b 16-19).
Έχουν γραφεί βιβλία επί βιβλίων πάνω στην ερμηνεία που έδωσε ο Αριστοτέλης στους προσωκρατικούς, ακόμη και στον Πλάτωνα. Δεν διαθέτουμε τα έργα των προσωκρατικών και δυστυχώς αυτό το λίγο που γνωρίζουμε έρχεται από την Ερμηνεία του Αριστοτέλη, και γι’ αυτό πρέπει να λάβουμε στα σοβαρά την Ερμηνεία του. Όμως στην περίπτωση του Πλάτωνα η κατάσταση είναι διαφορετική, γιατί διαθέτουμε τα έργα του Πλάτωνος, διαθέτουμε αυτό το θαυμάσιο σύνολο των 36 διαλόγων, αυτών των 36 έργων τέχνης, όπου μπορούμε να διαβάσουμε τόσα πολλά πράγματα.
Έτσι λοιπόν ο τρόπος που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης τον Πλάτωνα, σε τούτο το πρώτο βιβλίο της Μεταφυσικής, κατά ένα μέρος αντιστοιχεί, αλλά σε πολλά άλλα δεν αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των διαλόγων. Υπάρχει βεβαίως η θεωρία των Ιδεών, σαν η βασική θεωρία του Πλάτωνος, η οποία συναντάται και στους διαλόγους, αλλά ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται πως οι Ιδέες δεν είναι οι πρώτες Αρχές για τον Πλάτωνα, διότι και οι Ιδέες εξαρτώνται από τις Αρχές, οι οποίες είναι οι Αρχές του παντός, είναι δηλ. οι αληθινές πρώτες Αρχές. Έτσι ο Αριστοτέλης παρουσιάζει δύο, τις οποίες αποδίδει στον Πλάτωνα: το ΕΝΑ, το οποίο πρέπει να ταυτίσουμε με το ΑΓΑΘΟ και την αόριστη Δυάδα, η οποία δεν είναι το νούμερο δύο, αλλά η δυαδικότητα, η οποία πρέπει να ταυτιστεί με το κακό (988 α 8-17). Αυτής της θεωρίας όμως υπάρχει ίσως κάποιο ίχνος, κάποια αναφορά, μέσα στους διαλόγους του Πλάτωνος, αλλά δεν υπάρχει μια καθαρή έκθεση. Τόσο που ανάγκασε μερικούς σήμερα να ισχυρίζονται πως ο Αριστοτέλης καθώς έμεινε για είκοσι χρόνια στη σχολή του Πλάτωνος δεν γνώριζε τη φιλοσοφία του Πλάτωνος μέσα από τους διαλόγους, τους οποίους αναφέρει παρ’ όλα αυτά – όπως π.χ. τον Φαίδωνα, τον Τίμαιο, την Πολιτεία – αλλά γνώριζε και την προφορική διδασκαλία του Πλάτωνος, δηλ. αυτά που ο Αριστοτέλης ονομάζει «άγραφα δόγματα», τις άγραφες θεωρίες του Πλάτωνος (Φυσικά IV 2, 209 b (5))
Η πιο σπουδαία από αυτές τις θεωρίες είναι ακριβώς εκείνη η οποία θέλει σαν δύο υπέρτατες Αρχές το Ένα και την αόριστη Δυάδα. Ακόμη και σ’ αυτό το θέμα υπάρχει μια απέραντη βιβλιογραφία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τελειώνει το πρώτο βιβλίο της Μεταφυσικής, δηλ. η κατοχύρωση της σοφίας σαν της Επιστήμης των πρώτων Αρχών και επιβεβαίωση πως οι πρώτες αρχές πρέπει να ερευνηθούν στο εσωτερικό των τεσσάρων διακεκριμένων γενών της Φυσικής: την ύλη, τη μορφή, το ποιητικό και το τελικό αίτιο, επειδή αυτά τα γένη θεωρήθηκαν από τους προηγηθέντες φιλοσόφους, οι οποίοι δε βρήκαν και δεν έδειξαν κανένα άλλο. Έτσι μπορούμε με σιγουριά να ερευνήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
Βρε Αμέθυστε
σου εχω πει, αν γραφεις τον ίδιον τιτλο, βαλε μια 'διαφοροποιηση', Ι,ΙΙ, ή 1-2 κλπ...
Δημοσίευση σχολίου