ΠΗΓΉ : ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
(αναρτάται πρώτη φορά στο διαδίκτυο)
1. Από τη φύση της κάθε ζωντανή ύπαρξη, με την ανώτερη φυσική ενέργειά της μεταλαμβάνει και ανάπαυση και ανάλογη ηδονή. Και από αυτή δοκιμάζει χαρά και είναι προσηλωμένη σ' αυτά. Και ο άνθρωπος λοιπόν, επειδή έχει νου κι έχει εκ φύσεως ζωή του τη νόηση, δοκιμάζει μεγάλη ηδονή και μετέχει πραγματικά σε ανάπαυση όταν νοεί τα ανώτερα και τα αγαθά η καλά —όπως θέλει καθένας ας τα πει— για τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει αληθινά όταν έχει στο νου του το Θεό και συλλογίζεται τις αρετές Του, ο οποίος είναι πραγματικά το άκρο και πάνω από νου νοητό και αγαπά άκρως και πέρα από νου τον άνθρωπο και που ετοιμάζει άκρα βραβεία και πάνω από νου αγαθά και καλά για τους δικούς Του, κι αυτά μάλιστα στους αιώνες.
1. Από τη φύση της κάθε ζωντανή ύπαρξη, με την ανώτερη φυσική ενέργειά της μεταλαμβάνει και ανάπαυση και ανάλογη ηδονή. Και από αυτή δοκιμάζει χαρά και είναι προσηλωμένη σ' αυτά. Και ο άνθρωπος λοιπόν, επειδή έχει νου κι έχει εκ φύσεως ζωή του τη νόηση, δοκιμάζει μεγάλη ηδονή και μετέχει πραγματικά σε ανάπαυση όταν νοεί τα ανώτερα και τα αγαθά η καλά —όπως θέλει καθένας ας τα πει— για τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει αληθινά όταν έχει στο νου του το Θεό και συλλογίζεται τις αρετές Του, ο οποίος είναι πραγματικά το άκρο και πάνω από νου νοητό και αγαπά άκρως και πέρα από νου τον άνθρωπο και που ετοιμάζει άκρα βραβεία και πάνω από νου αγαθά και καλά για τους δικούς Του, κι αυτά μάλιστα στους αιώνες.
2. Κάθε γέννηση κάνει ό,τι γεννιέται να μοιάζει με αυτό που το γέννησε, όπως είπε ο Κύριος ότι «το γεννημένο από τη σάρκα είναι σάρκα και το γεννημένο από το Πνεύμα είναι πνεύμα». Αν λοιπόν είναι πνεύμα εκείνος που γεννήθηκε από το Πνεύμα, είναι φανερό ότι θα είναι και θεός, όπως και το Πνεύμα που τον γέννησε, γιατί είναι Θεός αληθινός το Πνεύμα από το οποίο έχει γεννηθεί κατά χάρη ο μέτοχος του Πνεύματος. Και αν ο άνθρωπος αυτός είναι θεός, ολοφάνερα θα είναι και θεωρητικός. Γιατί ο Θεός ονομάστηκε Θεός επειδή θεωρεί. Ώστε λοιπόν εκείνος που δεν είναι θεωρητικός, η δεν επέτυχε ακόμη την πνευματική γέννηση και μετοχή, η την έχει πετύχει, αλλά από αμάθεια κλείνει την οπτική του δύναμη και αποστρέφεται σαν απαίδευτος τις νοητές θείες ακτίνες του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης. Και ενώ έγινε μέτοχος θεωρητικής δυνάμεως, στερείται δυστυχώς από την ενέργειά της, αν και ανυψώνεται προς την αγιοσύνη.
3. Όλα τα όντα έλαβαν την κίνηση και το φυσικό ιδίωμά τους από Αυτόν που τα δημιούργησε κατά λόγον συνεπώς και ο νους. Αλλά η κίνηση του νου έχει ως ιδίωμά της το «αεί», είναι δηλαδή αδιάκοπη· και το «αεί» είναι άπειρο και απεριόριστο. Άρα θα είναι κατώτερο από την αξία και τη φύση του νου αν αυτός κινείται κατά τρόπο πεπερασμένο ή περιορισμένο. Και αυτό θα το πάθαινε αν είχε την κίνησή του σε πράγματα πεπερασμένα και περιορισμένα. Γιατί δεν είναι δυνατό, ενώ ένα πράγμα είναι πεπερασμένο και περιορισμένο, η κίνηση του νου γι' αυτό ή γύρω από αυτό να προχωρεί στο άπειρο. Έχει λοιπόν ανάγκη και η αεικινησία του νου από κάποιο άπειρο και απεριόριστο προς το οποίο να κινείται κατά λόγον και κατά την ίδια τη φύση της. Άπειρο ωστόσο και απεριόριστο πραγματικά δεν είναι κανένα άλλο, παρά ο Θεός, ο οποίος φύσει και κυρίως είναι Ένα. Πρέπει λοιπόν ο νους να πετά και να ατενίζει και να κινείται προς το κυρίως άπειρο Ένα, το Θεό. Γιατί τούτο κυρίως είναι το φυσικό για το νου.
4. Άπειρα και απεριόριστα είναι όσα σκεπτόμαστε σχετικά με το Θεό. Ούτε σ' αυτά εντούτοις δεν μπορεί να δοκιμάσει την τέλεια χαρά ο νους, ο οποίος ζητά Αυτόν από τον οποίο προέρχεται. Γιατί το κάθε τι χαίρεται εκ φύσεως με το όμοιό του. Επειδή ο νους είναι ένας κατά τη φύση, αλλά πολλά σε σχέση με τα νοήματα, όταν τείνει και κατά κάποιο τρόπο κινείται προς το Θεό, ο οποίος είναι Ένα στη φύση και πολλά στην ενέργεια, είναι αδύνατο να χαίρεται ολοκληρωτικά πριν φτάσει στο εκ φύσεως απεριόριστο Ένα μέσω του Πνεύματος, αφού διαβεί κατά κάποιο τρόπο από τα πολλά. Άρα ο νους από τη φύση του μόνο στο Θεό χαίρεται ολοκληρωτικά. Αλλά και από τα όντα το καθένα χαίρεται κυρίως με το φυσικό του ιδίωμα· και φυσικό ιδίωμα του νου είναι να κινείται και να τείνει και να φτάνει και να χαίρεται ολοκληρωτικά μέσα στο Θεό μόνο, που είναι το απλώς και απεριορίστως Ένα.
5. Όλη η κίνηση οποιουδήποτε κτίσματος και μάλιστα του ίδιου του νου τείνει και αποβλέπει προς τη στάση και την ηρεμία, και το να σταθεί από την κίνηση του και να ηρεμήσει είναι σκοπός και παράλληλα και ανάπαυση για το κτίσμα. Ο νους όμως, όντας ένα από τα κτίσματα, όταν κινείται μέσα στα κτίσματα δεν μπορεί να κερδίσει τη στάση και την ηρεμία. Επειδή το κτιστό, κατάλληλα με τη φύση του, έχει δεχτεί την περάτωση αφού έχει λάβει αρχή, η αεικινησία του νου δίκαια θα υστερήσει και κατ' ακολουθίαν θα ζητήσει που να κινηθεί. Κι έτσι ο νους κάθε άλλο παρά θα ηρεμήσει ή θα επιτύχει το σκοπό του, ή θα πάψει να τον συνοδεύει η αεικινησία καθώς θα έχει εγκλεισθεί μέσα στα περιορισμένα και πεπερασμένα, πράγμα που απέχει πολύ από τη φυσική κατάσταση του νου που είναι ολοφάνερα αεικίνητος. Επομένως δεν είναι εύλογο να βρει ο νους ηρεμία ή να σταθεί, όταν βρίσκεται στα κτιστά. Πού λοιπόν θα χρησιμοποιήσει ο νους την ιδιότητά του, να στέκεται δηλαδή μέσω της κινήσεως κι έτσι να ηρεμεί και να ειρηνεύει και να δέχεται τη σίγουρη αίσθηση της ανάπαυλας, αν δέ βρεθεί μέσα σε κάτι άκτιστο και απεριόριστο; Και τούτο είναι ο Θεός, ο οποίος είναι το αληθινό και υπερκόσμιο Ένα. Σε αυτό λοιπόν το Ένα, το απεριόριστο, πρέπει ο νους να φτάσει με την κίνησή του, ώστε να βρει όπως πρέπει τη φυσική του ηρεμία μέσα σε νοερή ανάπαυση. Γιατί εκεί είναι η πνευματική στάση, η ξενότροπη ανάπαυση και το άπειρο πέρας όλων, και δέ λείπει διόλου η κίνηση σε κάθε νου που θα βρεθεί σ' εκείνο το Ένα αφού γίνει αόριστος και απέραντος και απεριόριστος και άμορφος και ασχημάτιστος και απολύτως απλός. Γιατί τέτοιο είναι το Ένα που λέμε, δηλαδή ο Θεός.
6. Αν ο Θεός, κατά τον Δαβίδ, κάνει τους Αγγέλους Του πνεύματα και αν όσους ανθρώπους γεννά το Πνεύμα τούς κάνει πνεύματα, όπως είπε ο Κύριος, άρα άγγελος γίνεται ο άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα μέσω της πραγματικής μετοχής του Πνεύματος. Αλλά βέβαια, έργο των Αγγέλων είναι να βλέπουν συνεχώς το πρόσωπο του Πατέρα μας στους ουρανούς, όπως είπε και τούτο ο Κύριος. Κι εκείνος λοιπόν που είναι ολοφάνερα μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, κατ' ανάγκην όταν ανυψώνεται όπως πρέπει, θα θεωρεί το πρόσωπο του Θεού. Γι' αυτό και ο Δαβίδ διδάσκει: «Ζητήσετε τον Κύριο και πάρετε δύναμη· αναζητήσετε το πρόσωπό Του συνεχώς». Δεν τηρεί λοιπόν το εύλογο και πρέπον εκείνος που έγινε μέτοχος του Αγίου και ζωοποιού και φωτιστικού και ερωτοποιού Πνεύματος, που έλαβε πείρα της άρρητης γεννήσεως από το Πνεύμα και που ανέβηκε σε αξία Αγγέλου κι έπειτα, από περιττή ευλάβεια, κάνει τη νοερή αίσθησή του προς το Θεό να κλείνει και να μη θέλει να ανυψώνεται προς το Θεό και τα θεία. Και αυτό, ενώ ο Κύριος προστάζει να μείνομε μέσα Του, αφού κι αυτός μένει μέσα σ' εμάς, και ο Δαβίδ λέει: «Πλησιάστε προς Αυτόν και φωτιστείτε». Και πράγματι αν έχομε πρόθεση να πράξομε τα πρέποντα και με συνέπεια προς αυτά, μέσα στο φως του Θεού Πατέρα, εννοώ το Άγιο Πνεύμα, θα δούμε το γύρω από το Θεό φως, δηλαδή τη θεία αλήθεια. Εκτός αν προτιμούμε από αμάθεια να μη στρεφόμαστε προς τις θείες ακτίνες.
7. Με τρεις τρόπους ανεβαίνει ο νους στη θεωρία του Θεού· με τρόπο αυτοκίνητο, ετεροκίνητο και μικτό. Ο πρώτος τρόπος εκτελείται με το νου, με χρήση της θελήσεώς του συνοδευμένης από τη φαντασία· η κατάληξή του είναι η θεωρία των σχετικών με το Θεό, τα οποία και οι αρχαίοι Έλληνες κάπως φαντάστηκαν. Ο δεύτερος τρόπος είναι υπερφυσικός και τελείται μόνο με τη θέληση και το φωτισμό του Θεοϋ· και τότε ο νους βρίσκεται ολόκληρος υπό την θεία κατοχή και αρπάζεται σε θειες αποκαλύψεις και γεύεται απόρρητα μυστήρια του Θεού και βλέπει την έκβαση των μελλόντων. Ο μικτός τρόπος συνάπτεται εν μέρει και με τούς δύο τρόπους. Όσο εργάζεται με τη δική του θέληση και φαντασία, είναι σύμφωνος με τον αυτοκίνητο τρόπο· και μετέχει στόν ετεροκίνητο, όσο ενώνεται με τον εαυτό του μέσω της θείας ελλάμψεως και βλέπει άρρητα το Θεό πέρα από τη νοερή ένωση με τον εαυτό του. Γιατί εκείνη την ώρα βγαίνει έξω άπ' όλα όσα θεωρούμε και λέμε σχετικά με το Θεό, καθώς δεν βλέπει ούτε την αγαθαρχία ή τη θέωση, ούτε τη σοφία ή τη δυναμοποιητική ισχύ ή την πρόνοια, ούτε άλλο τίποτε από τα θεία, αλλά είναι όλος γεμάτος από νοερό φώς και χαρά, την οποία ενεργεί το θεϊκό πυρ αναμιγμένο με αγάπη.
8. Ο νους που χρησιμοποιεί τη φαντασία του για να θεωρεί τα άρρητα, οδηγείται από την πίστη. Όταν δέχεται την έλλαμψη της χάρης, βεβαιώνεται με την ελπίδα. Και όταν τον αρπάζει το θείο φως, γίνεται ταμείο αγάπης προς τους ανθρώπους και πολύ περισσότερο προς το Θεό. Έτσι η τριπλή τάξη και κίνηση του νου με την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη γίνεται τέλεια και θεοποιός, βέβαιη και αμετάτρεπτη. Και όταν φτάσει σε αυτή την ευρυχωρία της ακροπόλεως, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, έχει ασφαλίσει τον εαυτό του στο φρούριο της αγάπης. Και τότε γίνεται ό,τι λέει ο Παύλος: «Η αγάπη όλα τα σκεπάζει, όλα τα υπομένει» για χάρη του αγαθού της πίστεως και της ελπίδας· «η αγάπη δεν πέφτει ποτέ», χάρη στη φλογερή ένωση και τον άρρητο σύνδεσμό της με το Θεό.
9. Σε κανένα κτιστό δε διακρίνεται το να είναι ένα. Ότι διαφέρουν το ένα από το άλλο, κατά κάποια διαφορά Ιδιότητας, αυτό το γνωρίζομε. Ως κτιστά όμως, δε διαφέρουν το ένα από το άλλο, επειδή καθένα έχει αρχή και πέρας και τελούν υπό την φύση και δεν είναι στην κυριολεξία απλό ένα. Γιατί μόνο το άκτιστο είναι πραγματικά Ένα, ως απλό, ως άναρχο, ως ατελεύτητο και απεριόριστο και γι' αυτό άπειρο, το οποίο είναι ο Θεός. Αν ο νους ατενίζει σ' Αυτό με τη μετοχή και τη βοήθεια του ζωοποιού Πνεύματος, δέχεται μέρα τη μέρα την αύξηση που πρέπει, καθώς έγινε ένας και απλός μέσα σε μια θεουργική κατάσταση. Γνωρίζει καλά ότι δίχως το Ένα και την ενατένιση προς Αυτό με τη χάρη του Πνεύματος, είναι αδύνατο να αποκτήσει τελειότερο νου. Και τούτο γιατί ο νους διασκορπίστηκε υποχωρώντας στον πολυσχιδή κόσμο και στα πάθη κι επομένως έχει ανάγκη από μια υπερκόσμια δύναμη —συνεπώς και από το υπερφυσικό Ένα στο οποίο να ατενίζει—, έτσι ώστε, αφού αρπαγεί από τον κόσμο των μεριστών (των κτιστών), να ξεφύγει από τα πάθη και τη διάσπαση και να επιτύχει τη θεοείδεια. Γι' αυτό και ο Κύριος παρακαλεί τον Πατέρα να είμαστε ένα οι πιστοί με τον Πατέρα και τον Υιό με τη χάρη του Πνεύματος, και μάλιστα έτσι, όπως Αυτοί είναι ένα (όχι όπως κακόδοξα εννοεί το ένα ο Σαβέλλιος), για να είμαστε τέλειοι, και με τη χάρη του ενοποιού Πνεύματος και με την ενοειδή θεωρία, μέσα στον ένα Θεό. Αυτό είναι για μας ολοφάνερα η πραγματική τελείωση, και αυτό είναι ο σκοπός και η αληθινή και μόνη ανάπαυση. Γι' αυτό και η φθονερή και μισάνθρωπη δαιμονική συμμορία, σπέρνοντας στο νου την πλάνη, διασκόρπισε την ενότητά του, όπως δεν έπρεπε, σε λατρεία πολλών θεών και δεν τον άφησε να έχει τη φαντασία του υπερκοσμίου Ενός, ώστε με τη λατρεία, την απόβλεψη και τη διαίρεση σε πολλά, να παρασύρει το νου να κινείται έξω από τη φύση του και να τον κάνει να επιθυμεί κάθε λογής πάθη και ψεύδη αντί την αλήθεια και την αρετή. Γι' αυτό το Άγιο Πνεύμα συμβουλεύει μέσω του Προφήτη: «Πλησιάστε προς Αυτόν —δηλαδή τον Ένα— και φωτιστείτε». Και άλλου λέει: «Εγώ είμαι ο Θεός ο πρώτος κι εγώ ο μετά από αυτά· δεν υπάρχει θεός εκτός από μένα». Και πάλι: «Άκουγε Ισραήλ· ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος». Γιατί το τρισυπόστατο της μιας Θεότητας δεν διαιρεί τη μία Κυριότητα, αλλά και τρία ακριβώς είναι τα Πρόσωπα, και πάλι όμως δεν είναι καθόλου λιγότερο Ένα κατά την ουσία, τη δύναμη, τη θέληση, την ενέργεια και τα άλλα ουσιώδη αγαθά. Άρα το να λατρεύομε το ενιαίο του Θεού και σ' αυτό να αποβλέπομε και να συναγόμαστε από τα πολλά με όλη μας τη δύναμη, είναι το θέλημα του Θεού και η τελείωση του νου, γιατί είναι εύρημα της αλήθειας και του θείου έρωτα κι επομένως είναι γέννημα της θεώσεως.
10. Αν το ψεύδος είναι πολυσχιδές ενώ η αλήθεια είναι ένα, άρα ο νους που ανυψώνεται με τη χάρη του Πνεύματος στο Ένα, το υπερκόσμιο, το ανώτερο απ' όλα, από το οποίο προήλθαν τα πολλά, αυτός ανυψώνεται στην ίδια την αλήθεια. Αλλά ο νους δεν μπορεί να ελευθερωθεί από τα πάθη, αν δεν τον ελευθερώσει η αλήθεια. Άρα ο νους ελευθερώνεται ανανεύοντας και τείνοντας με ενιαίο τρόπο προς το υπερκόσμιο Ένα. Και είναι η ελευθερία που αρμόζει πάρα πολύ στο νου για την απόκτηση απάθειας και θεόμορφης καταστάσεως και πνευματικής υιοθεσίας, και καθόλου η δουλεία. Γιατί ο δούλος, όπως λέει η Γραφή, δε γνωρίζει τι κάνει ο κύριός του. Και αν η άγνοια είναι γνώρισμα του δούλου, είναι φανερό ότι ο ελεύθερος γνωρίζει τα μυστήρια του Πατέρα και ότι επέτυχε να ανεβεί καλά και ωραία στο αξίωμα της υιοθεσίας. Γιατί όπως η άγνοια είναι ολοφάνερα το αντίθετο της γνώσεως, ετσι και η τάξη του δούλου είναι φανερά αντίθετη με την τάξη του υιού. Και αν όποιος αγνοεί είναι δούλος, άρα όποιος γνωρίζει είναι ελεύθερος ή, να πω, υιός· γιατί το Πνεύμα της αλήθειας, ελευθερώνοντας πραγματικά εκείνους στους οποίους θα έρθει, τους κάνει υιούς Θεού, όπως λέει ο Απόστολος: «Όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού». Αν λοιπόν το να ατενίζομε προς το υπερούσιο Ένα είναι η αλήθεια, και η αλήθεια χορηγεί στο νου την ελευθερία, και η ελευθερία είναι σαφές σημείο της θείας υιοθεσίας, και από το δώρο της υιοθεσίας ούτε μεγαλύτερο υπάρχει ούτε άλλο που να αρμόζει περισσότερο στη λογική φύση, άρα είναι πολύ λογικό και πάρα πολύ αναγκαίο ν' ανυψώνεται ο νους και να ενατενίζει και να συγκεντρώνεται με όλη του τη δύναμη προς το υπερκόσμιο Ένα, δηλαδή το Θεό.
11. «Ο Κύριος ο Θεός σου, λέει το Άγιο Πνεύμα, είναι ένας Κύριος». Έτσι εξάπαντος φροντίδα μας να είναι ν' ανυψώνομε με τη βοήθεια του θείου Πνεύματος το νου προς το υπερκόσμιο Ένα. Και μάλιστα δεν είναι θεμιτό να κηρύττει κανείς το Ένα αλλά ν' αποφεύγει τη στροφή και ενατένιση του νου σ' Αυτό. Γιατί ό,τι λέει το Άγιο Πνεύμα, αυτό και θέλει να νοούμε· και ό,τι νοείται, προς αυτό θέλει και να στρέφεται ο νους. Γιατί όταν δεν υπάρχει στροφή του νου προς το νοητό, ό,τι και να νοήσει ο νους είναι απόν, οπότε αναγκαστικά θα είναι μάταιη η διδασκαλία για το Ένα και γι' αυτό και η πίστη. Κι αν αυτό είναι άτοπο, είναι άρα άτοπο να μη διανοείται ο νους το Ένα με το να στρέφεται και ν' ανυψώνεται σ' Αυτό.
12. Αν είναι φυσικό εκείνα που προήλθαν από κάποια αιτία, και μάλιστα τα λογικά όντα, να ανυψώνονται και να αποβλέπουν στην αιτία τους με τάση επιστροφής, κι αφού όλα έχουν ως αιτία της δημιουργίας τους το Θεό, και ανάμεσα τους και ο νους, και αφού ο Θεός είναι το κορυφαίο και απλό Ένα, είναι λοιπόν φυσικό ο νους να στρέφεται και ν' ανυψώνεται και ν' ατενίζει πρός το κορυφαίο και απλό Ένα, την αιτία του.
13. Αν τα πάντα υπάρχουν από Αυτόν (το Θεό) και μέσω Αυτού και σε Αυτόν αποβλέπουν, και είναι και ο νους ένα από τα πάντα, άρα και ο νους δημιουργήθηκε από Αυτόν και μέσω Αυτού· και τούτο μάλιστα ισχύει περισσότερο απ' όλα για το νου, επειδή είναι εικόνα του Θεού. Γι' αυτό λοιπόν και ο νους οφείλει περισσότερο απ' όλα ν' ατενίζει σε Αυτόν. Η έκφραση «σε Αυτόν» σημαίνει ότι πρέπει να ατενίζει με τάση επιστροφής στο υπερκόσμιο Ένα. Άρα ο νους οφείλει ν' ατενίζει στο Ένα.
14. Από το Ένα προέρχονται τα πολλά κι όχι από τα πολλά το Ένα. Η κτίση είναι τα πολλά, άρα φανερά η κτίση προήλθε από Ένα. Κι εκείνο το Ένα είναι πάνω από την κτίση, ως Κτίστης και Δημιουργός. Όποιος λοιπόν θεωρεί την κτίση όπως πρέπει, θα καταλήξει με τη θεωρία του αναγκαστικά στο υπερκόσμιο Ένα. Γιατί στα αιτιατά, τα κτίσματα, υπάρχουν πάρα πολλά ίχνη της Αιτίας, με τα οποία αναγνωρίζεται Εκείνος που με τέχνη, σοφία, δύναμη και αγαθότητα παρήγαγε προνοητικώς τα πάντα όπως θέλησε. Γι' αυτό και ο Ησαΐας με έμπνευση του Πνεύματος λέει: «Σηκώστε τα μάτια σας και δείτε, ποιος τα έδειξε όλα αυτά». Το «όλα αυτά» το λέει για τα πολλά αιτιατά, ενώ το «ποιος» το λέει για να υψώσει το νου μας προς Εκείνον από τον οποίο προήλθαν αυτά, ο οποίος είναι κατά τη φύση Του απλό Ένα.
15. Συναθροίζεται και η κτίση σε ένα, αλλά αυτό είναι σύνθετο και πολυμερές και όχι άναρχο, αφού είναι κτιστό. Αυτό που δημιουργεί όμως είναι Ένα· κι όχι μόνο είναι ένα ως πρόξενο της συμφωνίας των πολλών και διαφόρων σε μια συνένωση του παντός και ένα σκοπό, αλλά επίσης είναι και άκτιστο ως πρωταρχική Αιτία. Ανεβαίνοντας διαδοχικά ο νους είναι ανάγκη να φτάσει σε κάτι που είναι η αρχή και η τάξη για τη φαινόμενη διάταξη και γένεση των όντων, την αρμονία και τη συνένωσή τους σε ένα· διαφορετικά θα προχωρεί επ' άπειρον, πράγμα άτοπο. Γιατί κάθε τι που κινείται και γίνεται, κάποτε δεν υπήρχε· κι ενώ δεν υπήρχε, έλαβε αρχή. Αν έλαβε αρχή και κινήθηκε, πρέπει ν' αναζητήσομε ποιο είναι εκείνο που το κίνησε και το έφερε στην ύπαρξη, το οποίο θα είναι και ακίνητο, αφού αυτό δίνει την κίνηση. Γιατί αν δεν είναι ακίνητο, ποιο κινεί αυτό που δε διατελεί κάτω από άλλη αρχή, αφού είναι άναρχο; Αν λοιπόν είναι ακίνητο, άρα είναι και αμετάβλητο, οπότε θα είναι πάντως και απλό, γιατί το σύνθετο υπόκειται στη μεταβολή, ενώ αποδείξαμε πώς αυτό είναι αμετάβλητο. Η σύνθεση είναι η αρχή της στάσεως και η στάση της διαλύσεως, η οποία είναι η έσχατη φάση της κινήσεως. Δεν υπάρχει λοιπόν εκεί σύνθεση, για να μην υπάρξει και στάση· ούτε στάση, για να μην υπάρξει και διάλυση· ούτε διάλυση, για να μην παρουσιαστεί μεταβολή και κίνηση γύρω από αυτό που είναι αμετάβλητο και ακίνητο, επειδή κινεί και αυτό δεν κινείται, οδηγεί στην ύπαρξη και αυτό δεν έγινε ούτε γίνεται. Αν λοιπόν είναι αμετάβλητο και ακίνητο, αναγκαστικά είναι ασύνθετο κι επομένως απλούστατο και απόλυτο υπερκόσμιο Ένα. Ανεβαίνοντας προς Αυτό ο νους, βγαίνει με όλους τους τρόπους έξω από όλα, επειδή αποβλέπει προς το Υπέρκαλο και επιθυμεί το πάνω απ' όλα, ή μάλλον Αυτό από το οποίο προήλθε το παν και προς το οποίο τείνουν όλα από τη φύση τους. Και όταν γίνει αυτό με τον τρόπο που πρέπει, τότε βέβαια ο νους ελευθερώνεται από τα πάθη. Γιατί εκείνος που υπερεκτείνεται και φτάνει πάνω και από τα υπέρκαλα, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να μείνει στο αίσχος των παθών. Γι' αυτό και ο ιερός Νόμος λέει: «Αυτό μόνο θα λατρεύσεις», δηλαδή το Ένα. Πρέπει επομένως να υψωνόμαστε προς το κορυφαίο Ένα, αν θέλομε και το νόμο του Θεού να εκπληρώνομε και από τα πάθη να είμαστε ελεύθεροι.
16. «Ο Κύριος μόνο τους οδηγούσε και δεν ήταν μαζί τους ξένος θεός». Βλέπεις τη δύναμη του Ενιαίου και Μοναδικού, πώς δεν ήταν μαζί τους άλλος θεός, αφού μόνος ο Κύριος τους οδηγούσε; Αλλά ο Κύριος οδηγεί εκείνους που ακολουθούν, όχι εκείνους που στρέφονται πίσω. Όποιον ακολουθεί κανείς, προς αυτόν και είναι στραμμένος. Αν ενδιαφερόμαστε λοιπόν να μην έχομε μαζί μας άλλο θεό, δηλαδή δαίμονα ή πάθος, ας ακολουθήσομε τον Ένα και Μοναδικό, με νοερή στροφή σ' Αυτόν, για να ειπωθεί δίκαια και για μας ότι «ο Κύριος μόνο τους οδηγεί, κι έτσι άλλος θεός δεν είναι μαζί τους».
17. Αν και προέρχονται τα πολλά από Ένα, προέρχονται όμως κατά διάφορο τρόπο το καθένα, επειδή και κατά διάφορο τρόπο προήλθαν τα όντα από την πρώτη Μονάδα. Άλλα από αυτά έχουν αρχή και είναι κτιστά, κι άλλα είναι άκτιστα και χωρίς χρονική αρχή. Αιτία βέβαια όλων με κάθε τρόπο είναι το υπερούσιο Ένα, αλλά στα πρώτα με τρόπο δημιουργικό και στα αλλά με τρόπο φυσικό. Και γι' αυτό δεν πρέπει με τον ίδιο τρόπο και σε ίσο βαθμό να τα πλησιάζομε και να δενόμαστε μ' αυτά. Αλλά όσα έλαβαν αρχή και δημιουργήθηκαν, πρέπει να τα πλησιάζομε όχι για αυτά καθ' εαυτά· όπως π.χ. στον καθρέφτη πλησιάζομε όχι για τον καθρέφτη, αλλά για τη μορφή και την εικόνα που δείχνει. Γιατί δεν μπορούμε να πλησιάζομε την κτίση προς τελείωσή μας για άλλο λόγο, παρά μόνο για το άκρο Ένα που προβάλλει μέσα σ' αυτή. Σε όσα πάλι είναι άναρχα και προήλθαν από το Ένα με τρόπο φυσικό, πλησιάζομε όχι για κάτι αλλο, αλλά γι' αυτά τα ίδια και για Εκείνο από το οποίο προέρχονται. Αυτά είναι που αξίζει πράγματι να πλησιάζομε καθ' εαυτά, και αυτών είναι κατά τρόπο άμεσο και φυσικό το κορυφαίο Ένα· ή μάλλον, αυτά ανήκουν στο άκρο και κορυφαίο Ένα κατά τρόπο άμεσο και, όπως είπαμε, φυσικό. Αυτά λοιπόν δεν πρέπει μόνο να τα πλησιάζομε, αλλά και να προσκολλόμαστε σ' αυτά και διά μέσου αυτών να σπεύδομε να μιμούμαστε και να αποτυπώσομε το πρώτο και ένα Καλό, ώστε έτσι με τη συνεργεία και τη βοήθεια της χάρης ν' αποκτήσομε το αξίωμα της κατ' εικόνα και ομοίωση δόξας του Θεού. Γι' αυτό, όταν παρατηρούμε ορθά τα όντα που προήλθαν από την Αιτία με τη δημιουργία, συμβαίνει να ανυψώνομε το νου μας στη θέα του Ενός και να τον ενώνομε με την ενιαία έννοια του υπερκοσμίου Ενός απόλυτα και απλά, αν βέβαια ο νους τα ατενίζει αυτά όπως πρέπει. Στην περίπτωση τώρα αυτών που προήλθαν από την Αιτία με τρόπο φυσικό, όταν ο νους πράττει σύμφωνα με αυτά ή παίρνει μορφή σύμφωνη με αυτά, είναι δυνατό μέσω αυτών να ενώνεται μ' εκείνο το απόλυτο Ένα. Γι' αυτό, από το σύνολο όσων προήλθαν από την Αιτία, είτε με τρόπο φυσικό είτε με δημιουργικό, ο νους συνηθίζει να συνάγεται προς το διάφορο από αυτά Ένα, φυσικώς ή πρακτικώς ή και θεωρητικώς βέβαια. Και ό,τι χρησιμοποιώντας ο νους, είτε ένα είτε πολλά, φυσικά ή δημιουργημένα, δεν το χρησιμοποιεί για το Ένα, ούτε για να συγκεντρώσει τον εαυτό του πρός το πρώτο Ένα και να ατενίσει προς Εκείνο με αγία μετοχή και βοήθεια του φωτίζοντος Πνεύματος κατά τρόπο απλό, ενοειδή και μονοειδή, αυτό του λογαριάζεται ως αμαρτία, ακόμη και αν η χρήση αυτή του φαίνεται σαν κάτι καλό. Γιατί όλα όσα δημιουργήθηκαν από το Ένα, οδηγούν στο Ένα όταν τα μεταχειριζόμαστε όπως πρέπει, όπως λέει ο μέγας Διονύσιος: «Κάθε φωτοφάνεια που δίνεται σ' εμάς από τον Πατέρα με αγαθότητα, μας ανυψώνει ως ενοποιός δύναμη και μας γεμίζει και μας επαναφέρει προς την ενότητα και τη θεοποιό απλότητα του συναγωγού Πατέρα· γιατί από Αυτόν προήλθαν τα πάντα και Αυτόν έχουν σκοπό τους». Αν όμως δεν οδηγούν στο Ένα, τότε είναι παρά τη φύση τους· και η χρήση τους, όταν δεν γίνεται όπως είπαμε, γίνεται έξω από τη λογική.
18. Υπάρχει πράξη που προηγείται της θεωρίας και υπάρχει πράξη που ακολουθεί τη θεωρία. Η μία εκτελείται σωματικά με σκοπό να χαλιναγωγήσει τις ορμές του σώματος και να το ασκήσει σιγά σιγά να φέρεται εύτακτα, για να δώσει τη δύναμη στο νου να περάσει ελεύθερα στα δικά του, τα οποία είναι τα νοητά, κι εκεί να εργάζεται με επιτυχία το ωφέλιμο σ' αυτόν. Η δεύτερη αρχίζει από το νου και την πνευματική νόηση και συνάγεται προς το υπέρ νουν, που είναι ο Θεός. Όταν προσεγγίσει σ' Αυτόν ο νους, φτάνει στό ένα, γιατί ο Θεός είναι Ένα. Και ο νους λοιπόν ενώνεται με τον εαυτό του σε ένα και γίνεται αδιαίρετος. Γιατί το Ένα, οταν το θεωρούμε, γίνεται πρόξενο της ενότητας και της θεόμορφης απλότητας, καθώς είναι ασυμβίβαστο να θεωρεί ο νους το Ένα και να μην είναι και αυτός απλό ένα. Όταν όμως ο νους βλέπει όντα χωρισμένα και σύνθετα, αναγκαστικά διαιρείται και γίνεται ποικίλος. Απλό Ένα είπα αυτό που υφίσταται καθ' εαυτό απλό. Επειδή ό,τι είναι ο νους, υπόκειται σε μεταβολή κατά την ενέργεια, ενώ στην ουσία του είναι απλός, είναι ανάγκη ο νους να είναι ένα και κατά την ενέργεια όταν βλέπει το Ένα. Αν όμως ο νους βλέπει το Ένα, αλλά ο ίδιος έχει διαιρεθεί τουλάχιστο σε δύο, τι θα κάνει το σκέλος εκείνο που είναι χωρισμένο από το άλλο που βλέπει το Ένα; Ή βλέπει δηλαδή κάτι άλλο, ή δεν βλέπει· κι αν δεν βλέπει, αυτό συμβαίνει ή γιατί δε θέλει, ή γιατί είναι αμβλυμένο, ή ίσως γιατί είναι φτιαγμένο για άλλο είδος δράσεως και όχι για την δράση. Αν υποθέσει κανείς ότι βλέπει κάτι άλλο, τότε είναι φανερό ότι ο νους δε βλέπει το απλώς Ένα, αλλά παράλογα βλέπει δύο- κι αφού βλέπει δύο, δεν μπορεί ο ίδιος να είναι ένα, γιατί χωρίζεται, όπως δείξαμε, σ' εκείνα που θεωρεί. Ας δούμε τώρα την περίπτωση, όπου το ένα σκέλος του νου να μη βλέπει, είτε γιατί δε θέλει, είτε γιατί είναι αμβλυμένο, είτε γιατί είναι στραμμένο σε άλλο είδος ενέργειας. Το πρώτο είναι αδύνατο, γιατί δεν είναι δυνατό να βρεθεί σε αργία ούτε ακαριαία για μια βραχύτατη στιγμή ο λογικός νους· το δεύτερο είναι άτοπο, γιατί αν ένα σκέλος είναι αμβλυμένο και άλλο οξύ, ο νους θα ήταν σύνθετος και όχι απλός, αφού θα αποτελούνταν από ανόμοια μέρη· το ίδιο θα συμβεί και αν το ένα σκέλος του βλέπει, ενώ το άλλο είναι στραμμένο σε κάποια άλλη ενέργεια, γιατί και τούτο παρατηρείται στα σύνθετα, μα είναι ολότελα απαράδεκτο να λεχθεί για το νου που είναι απλός. Γι' αυτό λοιπόν, αν ο ενιαίος και απλός νους παρατηρήσει το απλώς Ένα, είναι ένα κι αυτός κατά την ενέργεια· κι αν είναι απλώς ένα, τότε βλέπει το απλό Ένα. Οποιαδήποτε λοιπόν πράξη ή θεωρία οφείλει αναγκαστικά να κατευθύνεται προς το υπέρ νουν Ένα. Διαφορετικά, δε θα επιτύχει τίποτε, αλλά θα αποδειχτεί και μάταιη η πράξη και η θεωρία του νου. Θα φανεί δηλαδή ο νους πρόξενος παθών, καθώς θα βρίσκεται σε διαίρεση και δε θα κινείται ενοειδώς με αίσθηση ψυχής προς την ένωση με το υπέρ νουν Ένα. Η ένωση αυτή γνωρίζει να λαμπικάρει και να καθαίρει τη θεωρητική δύναμη του νου, η οποία ανυψώνεται και αποβλέπει προς το Ένα και προσηλώνεται σ' Εκείνο, από το οποίο και μέσω του οποίου προήλθαν και μέσα στο οποίο είναι τα πάντα, και μέσα στο οποίο και γίνεται και είναι και υπάρχει.
19. Το ακρότατο από όλα τα επιθυμητά είναι η υπέρλογη ένωση της ψυχής με το Θεό. Για τη θεία αυτή ένωση είναι απαραίτητη η θεία ομοίωση· για τη θεία ομοίωση είναι απαραίτητο να ενεργεί κανείς νοερά, δηλαδή να θεωρεί. Γιατί τέτοιο είναι και το Θείο και από το «θεωρείν» του δόθηκε το όνομα Θεός. Αλλά η θεωρία ανεβαίνει ευθύς στην έννοια του Θεού. Γιατί παντού και σε όλα εμβάλλει ο Θεός ένα είδος ακτίνες για τον θεωρητικό νου, και ο θεωρός νους έχει αντικείμενό του το Θεό. Και Θεός είναι το υπερκόσμιο Ένα. Η δε φύση του νου είναι να γίνεται όμοιος, κατά την ενέργεια, μ' εκείνα που βλέπει. Το δηλώνει τούτο η θεολόγος γλώσσα του θειοτάτου Γρηγορίου που λέει «να δούμε και να πάθομε τη λαμπρότητα του Θεού». Γιατί ό,τι έχει δει ο νους, αυτό και έχει πάθει, ή μάλλον τέτοιος έχει γίνει. Γιατί, όπως λέει ο Πέτρος ο Δαμασκηνός, ο νους βάφεται σύμφωνα μ' εκείνα που θεωρεί. Και όπως όταν βλέπει τα διαιρεμένα και ποικίλα διαιρείται κι αυτός και ποικίλλεται, κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ανεβεί στην ενατένιση του υπερκοσμίου και απλού Ενός, γίνεται ακολούθως και αυτός ένα, όπως προείπα. Όταν τώρα εισέλθει στο Ένα, τότε βλέπει το άναρχο και άπειρο και ασχημάτιστο και απλό, γιατί τέτοιο είναι το Ένα· για τούτο λοιπόν γίνεται και αυτός κατά την ενέργεια άναρχος, άπειρος, ασχημάτιστος και απλός. και αφού «πάθει» αυτή την αλλοίωση, εξομοιώνεται με το Θείο, όσο είναι δυνατόν. Και από εκεί επεκτείνεται προς το κορυφαίο όλων των επιθυμητών, τη θεία και υπέρλογη και άρρητη ένωση, που είναι ο έσχατος κατά Θεόν σκοπός. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο να βιάζεται ο νους να ανυψώνεται και να αποβλέπει με τη βοήθεια του Πνεύματος προς τη θεωρία και την ενατένιση του υπερκοσμίου Ενός.
20. Όταν ο νους βρίσκεται μέσα σε πολλά ή έστω και σε δύο, είναι φανερό ότι δε βλέπει το απλώς Ένα. Γι' αυτό και είναι περιορισμένος και πεπερασμένος και θαμπός, γιατί τέτοια είναι όσα δεν είναι απολύτως απλά. Όταν όμως έρθει σε ανέπαφη επαφή με το πραγματικά Ένα, ατενίζοντάς το με τη χάρη του Πνεύματος νοερά και χωρίς αισθητά μάτια, τότε γίνεται άναρχος, άπειρος, αόριστος, ασχημάτιστος και άμορφος, περιβάλλεται την αφωνία και ασκεί σιωπή μέσα σε έκπληξη· γεμίζει από ευχαρίστηση και «πάσχει» τα ανεκλάλητα. Μην πεις όμως ότι λέω πως ο νους γίνεται άναρχος και άπειρος και αόριστος κατά την ουσία του· όχι, αλλά γίνεται κατά την ενέργεια, αφού εκείνο που αλλάζει στο νου δεν είναι η ουσία του αλλά η ενέργεια. Γιατί αν άλλαζε κατά την ουσία με το να δει και να «πάθει» τη θέωση, δηλαδή να θεωθεί από τη θεωρία του Θεού, θα ήταν θεός κατά την ουσία. αλλά το να είναι θεός κατά την ουσία δεν το έχει ούτε και κανένας από τους Αγγέλους, εκτός από τον μόνο και ύψιστο και ένα Θεό. Αν λοιπόν είναι άτοπο να πούμε ότι ο νους θεώνεται κατά την ουσία του, απομένει να πούμε ότι αυτό το πάσχει με την ίδια την δράση. Άρα ο νους έχει στη φύση του να αλλοιώνεται όχι στην ουσία του, αλλά στην ενέργειά του. Εξάλλου αν μεταβάλλεται από τη φύση του ο νους, όπως είπαμε, ανάλογα με αυτά που θεωρεί, και αφού θεωρεί όχι τη θεία ουσία αλλά τη θεία ενέργεια, άρα ούτε ο ίδιος δεν αλλοιώνεται κατά την ουσία, αλλά κατά την ενέργεια.
21. Τα πάντα, μετά την έκλαμψή τους, ας πούμε έτσι, από το υπερκόσμιο Ένα, δεν απομακρύνθηκαν ολότελα από Αυτό, από το οποίο πήραν τη γένεση, αλλά σ' Εκείνο μέσα όπως έγιναν, έτσι και συγκρατούνται και τελειοποιούνται. Και δεν υπάρχει κανένα απ' όλα τα όντα, στο οποίο να μην υπάρχει απόρροια και κάτι σαν οσμή εκείνου του δημιουργικού και απόλυτου Ενός. Και όλα όσα μετέχουν στο είναι, μόνο που δεν κραυγάζουν υποδεικνύοντας, όχι το υπερκόσμιο Ένα (γιατί αυτό είναι εγκατεστημένο πάνω από οποιαδήποτε θεωρία ή νόηση), αλλά κάποια ακτίνα του υπερκοσμίου Ενός. Επειδή λοιπόν όλα κηρύττουν μεγαλόφωνα το Ένα και όλα κλίνουν προς το Ένα, και αυτό το υπερκόσμιο Ένα προβάλλει τον εαυτό του δια μέσου όλων των όντων στο νου, γι' αυτό είναι ανάγκη ο νους να χειραγωγείται και να ποδηγετείται και να κατευθύνεται προς το υπερκόσμιο Ένα. Από τη μια τον αναγκάζουν τα πολλά όντα με την πειστική φωνή τους· από την αλλη, επειδή το δημιουργικό Ένα, για το οποίο ήδη γίνεται λόγος, θέλει από περίσσεια αγαθότητας να το βλέπει ο νους, για να δέχεται μέσα σ' Αυτό τη ζωή, όπως λέει το ίδιο το ανέκφραστο Ένα: «Εγώ είμαι η ζωή», και: «Αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό». Κι όπως λέει αλλού η Γραφή: «Αναζητήστε με θέρμη το Θεό και θα ζήσει η ψυχή σας»· γιατί από την αναζήτηση προέρχεται η όραση, κι από αυτήν η ζωή. Και ακόμη, για να χαίρεται ο νους και να φωτίζεται και να ευφραίνεται, όπως λέει ο Δαβίδ: «Όλοι όσοι ευφραίνονται, έχουν την κατοικία τους σ' Εσένα», και: «με το φως Σου θα δούμε φως». Αλλιώς, γιατί δημιούργησε το νου θεωρό Του και γιατί διέσπειρε τα σχετικά με τον εαυτό Του σε όλα τα όντα, δια μέσου των οποίων, σαν από θυρίδες, προβάλλει με νοερή λάμψη στο νου και τον θέλγει με την έλλαμψη, κινώντας τον προς τον εαυτό Του;
22. Ο Θεός, ο οποίος είναι το τριαδικό αγαθό Ένα, ό,τι δημιούργησε, το δημιούργησε με τη θέλησή Του. Και βέβαια, ό,τι θέλει ο Θεός, είναι άκρο αγαθό, γιατί η αγαθότητα είναι φύση του Θεού. Δημιούργησε λοιπόν το νου θεωρό του εαυτού Του και των ιδιωμάτων Του, πράγμα που συνάγει σε ένα αυτόν που θεωρεί. Ήθελε λοιπόν ο Θεός να είναι ο νους θεωρός Του, και γι' αυτό είναι τούτο άκρως αγαθό. Ο Θεός είναι το απόλυτο και απλό Ένα, και είναι άκρως αγαθό, όπως αποδείχτηκε, ν' ατενίζει και να συνάγεται ενοειδώς ο νους προς Αυτό.
23. Αν είναι ένας και συμπτυγμένος ο καθολικός έρωτας, κατά τη διδασκαλία των σοφών στα θεία, είναι φανερό ότι και το εραστό είναι ένα. Γιατί αν ήταν δύο τουλάχιστον τα εραστά, ή θα υπήρχαν δύο έρωτες, ή θα μοιραζόταν σε δύο ο ένας έρωτας και δε θα μπορούσε να ονομαστεί ένας και συμπτυγμένος. Τώρα όμως, αφού ο καθολικός έρωτας λέγεται πώς είναι ένας και συμπτυγμένος, είναι ευνόητο ότι ένα είναι και το εραστό. Αλλά βέβαια προϋπάρχει το εραστό από τον έρωτά του, και δεν υπάρχει τρόπος πριν θεωρήσει κανείς το εραστό, να δοκιμάσει τον έρωτά του. Και ο έρωτας είναι έντονη αγάπη, την οποία απαιτεί να έχομε προς το Θεό τόσο ο φυσικός, όσο και ο γραπτός νόμος του Θεού. Ο φυσικός νόμος δηλαδή, πείθει τελείως το νου που επιμελείται το αγαθό, να επιδιώκει το Ανώτερο, το οποίο είναι ο Θεός, ενώ ο γραπτός νόμος του Θεού λέει: «Να αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου με όλη την ψυχή σου και με όλη την καρδιά σου και με όλη τη διάνοιά σου. Ο Κύριος ο Θεός σου είναι ένας Κύριος». Άρα λοιπόν και το εραστό είναι Ένα, δηλαδή η τριαδική Μονάδα· Αυτή μάλιστα οφείλει να προϋπάρχει για το νου από τον προς Αυτήν έρωτά του. Άρα ο νους πρέπει να επιθυμεί ν' ανυψώνεται προς το υπερκόσμιο Ένα, ώστε με την εύρεση και τη θεωρία Του να αναλάμψει και ο έρωτάς του γι' Αυτό και να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει εκπληρωτής τόσο του φυσικού νόμου, όσο και της εντολής, αγαπώντας, όπως είπαμε, τον Κύριο το Θεό του.
24. Είναι αδύνατο, όταν ο νους ανεβεί στο υπέρ νουν Ένα, να μη γίνει εραστής Του. Γιατί συναντά κάλλος άρρητο και ακατανόητο που πηγάζει από Αυτό, όπως από παντοκρατορική ρίζα. Οπότε ο νους, από τις θείες ελλάμψεις, μοιάζει με δίχτυ που κινδυνεύει να σχιστεί από το βάρος των πολλών ψαριών που έπιασε, κι εκπλήσσεται θεωρώντας το υπέρ νουν κάλλος και μεθά σαν από κρασί και σαν τρελός εξίσταται και κυριαρχείται από θαυμασμό που ξεπερνά κάθε σκέψη, μην μπορώντας να βλέπει κατάματα το υπέρκαλλο θέαμα του εξαίσιου κάλλους. Γι' αυτό και δένεται με τα δεσμά της αγάπης και φλέγεται από τη δίψα. Γιατί το υπέρ νουν Ένα είναι μοναδικό και από όλους κηρύσσεται ως πρωταρχικό αίτιο των πάντων, ως αρχή, ως τέλος, ως δύναμη συνεκτική του παντός. Αυτό είναι που από ξεχείλισμα καλλοποιού και αγαθοποιού δυνάμεως παρήγαγε τις ωραιότητες και τις αγαθότητες όλων των ωραίων και των αγαθών, ενώ το ίδιο στέκεται άπειρες φορές άπειρα πάνω από οποιαδήποτε καλλονή και αγαθότητα, επειδή είναι το υπερκόσμιο, ασύγκριτο Ένα. Είναι το μόνο εραστό από τη φύση Του πάνω από κάθε εραστό, επειδή είναι το μόνο απόλυτα Ωραίο και Αγαθό που είναι πάνω από κάθε ωραίο και αγαθό, και το μόνο κατά τη φύση και την τάξη αληθινά αγαπητό, ως αίτιο των πάντων. Είναι τόσο μέγα, όσο έχει ξεπεράσει όλα τα αγαπητά και εραστά χάρη στην υπερβολική καλλονή και αγαθότητα. Και είναι αληθινά υπερκόσμιο Ένα, ως το μόνο που υπάρχει αληθινά και παρέχει το είναι σε όλα τα όντα. Με τη βοήθεια του Πνεύματος λοιπόν, ας στραφούμε με το καλό, που λένε, στην εύρεση και τη γνώση του μοναδικού Ενός, από το οποίο πηγάζουν οι αρχές όλων και όπου καταλήγουν τα τέλη όλων. Και τότε οπωσδήποτε θα μας ανοιχτεί αυτόματα με τη χάρη του Χριστού η πύλη της θείας αγάπης και θα μπούμε στον τόπο αναπαύσεως του Κυρίου με ευφροσύνη και μεγάλη αγαλλίαση και θα γνωρίσομε βαθιά την απόλαυση του Ενός και θα γευθούμε τη θεία τρυφή, έχοντας γίνει κι εμείς ένα χωρίς να χωριζόμαστε ή να διαιρούμαστε σε πολλά, σύμφωνα με την παράκληση του Σωτήρα προς τον Πατέρα: «Να είναι ένα, όπως κι εμείς είμαστε ένα». Τότε λοιπόν θα είμαστε και ακριβείς τηρητές της εντολής που λέει: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την ψυχή σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου», και θα φτάσομε στην τελειότητα, κατά το ανθρώπινο μέτρο, όσο είναι δυνατό. Γιατί η αγάπη είναι το τέλος του νόμου, από την οποία κρέμονται όχι μόνο όλος ο νόμος και οι Προφήτες, αλλά και όλοι όσοι τελειοποιήθηκαν κατά Θεόν με τη δύναμη του Χριστού.
25. Σε κάθε τι που έχει στη φύση του να γίνεται ένα από το Πνεύμα, η διαίρεση αποτελεί μείωση. Γι' αυτό και ο νους, αν υφίσταται κάποια διαίρεση κατά την ενέργεια, βρίσκεται έξω από την κατά χάρη κατάσταση που του αρμόζει. Αυτό το παθαίνει επειδή βλέπει μερικά διάφορα· και όταν βλέπει προς διάφορα, δεν μπορεί να παραμείνει αδιαίρετος. Γιατί αν κάνει κάποιος αυτή την υπόθεση, δε θα μπορέσει να εξηγήσει πολύ εύκολα, χάρη σε τι ο νους της ησυχίας είναι διάφορος από το νου της συγχύσεως, και το νου των θεοφόρων θα τον θεωρήσει όμοιο με το νου εκείνων που ενοχλούνται από τα πάθη, πράγμα άτοπο. Αφού δηλαδή ο νους γίνεται κατά την ενέργειά του όμοιος μ' εκείνα που θεωρεί, κατ' ανάγκην όταν θεωρεί σύνθετα ποικίλλεται κι αυτός, κι όταν εκπίπτει από την απλότητα, δεν μπορεί να είναι αδιαίρετος. Ο διαιρεμένος όμως είναι κάθε άλλο παρά καθαρός από αμαρτία, οπότε και η ίδια η διαίρεση καθ' αυτήν θεωρείται αμαρτία από εκείνους που μπορούν να εμβαθύνουν σ' αυτά. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη η νοερή δύναμη του νου, με την ενατένιση προς το ανώτατο και υπερκόσμιο Ένα, να έχει γευθεί κατά τρόπο ενοειδή με τη νοερή αίσθηση το υπερφυσικό καλό, η κατάσταση της διαιρέσεως είναι τελείως έξω από τη χάρη. Πρέπει λοιπόν να κρατιόμαστε από το υπερκόσμιο Ένα και να ατενίζομε ολόψυχα σ' Αυτό και μόνο και μοναδικά, αν θέλομε να αποφύγομε τη διαίρεση και την ετερότητα. Ωστόσο δε θα μπορέσει ο νους να παραμείνει αδιαίρετος ούτε αν στραφεί προς κάτι που είναι ένα, αλλά κτιστό. Γιατί το κτιστό δεν μπορεί να λέγεται στην κυριολεξία απλό, αλλά είναι περιορισμένο και σύνθετο και πεπερασμένο, και γι' αυτό ούτε απλό ένα έχει δικαίωμα να ονομάζεται, ούτε απλή και μονοειδής είναι η ενέργεια του νου όταν ατενίζει σ' αυτό. Γιατί η ενατένιση του νου θα είναι περιορισμένη και πεπερασμένη και σύνθετη, όπως είναι και αυτό που θεωρεί, οπότε και θα εκπέσει από τη θεόμορφη χάρη που τον κάνει απλό και άναρχο, απεριόριστο και απέραντο, και θα βρεθεί έξω από το μυστικά και υπέρ νουν Ένα. Στερείται έτσι τη δόξα του, που είναι η ενοειδώς πραγματοποιούμενη απόλαυση της ιδιαιτερότητας και της αναρχότητας του αρχικού Ενός, η απεριοριστία, η απλότητα και η αμορφία. Και έτσι δεν κατορθώνει να «πάθει» την όραση του υπερφυσικού και πανάρρητου κάλλους. Πρέπει λοιπόν ο νους να ατενίζει και να τείνει ψηλά προς το άναρχο, το απλό και απεριόριστο και αληθινά Ένα. Και από Αυτό να επιθυμεί πολύ να καταφωτίζεται και να ενώνεται με την αρχισυναγωγική Μονάδα και για την ένωση αυτή να ενώνεται και με τον εαυτό του. Και έτσι όχι μόνο θα κερδίσει την αγάπη του Ανωτέρου επειδή έχει ομοιωθεί με Αυτό, όσο είναι δυνατό, κατά την αοριστία και την απλότητα και την έλλειψη μορφής και σχήματος, αλλά θα μπορέσει και αυτός ο ίδιος να αγαπήσει το υπέρκαλο και υπερφυσικό θείο κάλλος, επειδή ανυψώθηκε, όπως είπαμε, στην ομοίωση με Αυτό. αφού δηλαδή είναι συνηθισμένο να γεννιέται μία αμοιβαία αγαπητική διάθεση ανάμεσα στα όμοια, είναι φανερό ότι θα αγαπηθεί και θα ανταγαπήσει ο νους το Θεό. Γιατί το όμοιο είναι όμοιο με το όμοιο· και όπως η ομοιότητα μπορεί ν' αντιστραφεί, θα έχει οπωσδήποτε αντιστάθμισμα της αγάπης του την αγάπη του άλλου. Μεγαλύτερο γεγονός από αυτό μεταξύ Θεού και ψυχής δεν υπάρχει κανένα.
26. Ο νους τότε υπερβαίνει τη φύση του, όταν φτάσει τελείως το υπέρ νουν και αφού γίνει άμορφος και ασχημάτιστος και γενικά όλος αδιαμόρφωτος κατά τρόπο ένθεο, άναρχος και άπειρος, και ξεπεράσει την ίδια του την ένωση, που λέει ο λόγος. Όσο έχει μαζί του τη διανοητική του δύναμη, ακόμη και αν αυτή ασχολείται με τα θεία και νοητά, λέμε ότι κινείται και ενεργεί φυσικά και είναι στα όρια της φύσεώς του. Το υπερφυσικό όμως είναι πολύ ανώτερο από το φυσικό και βρίσκεται πάρα πολύ ανώτερα. Πρέπει λοιπόν να επιθυμεί και να σπεύδει να φτάσει στο υπερφυσικό, το οποίο και είναι κατά πολύ καλύτερο, σύμφωνα με την εντολή που λέει να επιδιώκομε με ζήλο τα ανώτερα χαρίσματα. Αλλά είναι βέβαια φανερό ότι, αν ο νους βρίσκεται στο υπερφυσικό, βρίσκεται στο Θεό. Γιατί ο Θεός βέβαια είναι αληθινά έξω από ολόκληρη τη φύση, επειδή είναι το πρωταρχικό και απλό Ένα. Πρέπει λοιπόν ο νους να ανυψώνεται προς το πρωταρχικό και απλό Ένα και να σπεύδει να ατενίζει και να ανάγεται σ' Αυτό, ώστε, αφού ανεβεί στο υπερφυσικό Ένα ξεπερνώντας τη φυσική του ενέργεια, να γίνει τελειότερος από το να στέκεται στην κατά φύση κατάστασή του.
27. Το καθένα από τα όντα χαίρεται και αναπαύεται φυσικά με τα ιδιαίτερα φυσικά του στοιχεία, τα οποία όλα προϋπάρχουν στο πρωταρχικό αίτιο κατά μία ενιαία αιτία. Τότε λοιπόν ο νους θα δοκιμάσει φυσικά αληθινές ευφρόσυνες και θα έχει όχι λίγη ηδονή και θα αναπαυθεί ολότελα, όταν ξεπεράσει κι εγκαταλείψει τα πάντα και αναθέσει τον εαυτό του στην ενική, αρχική και πρώτιστη εκείνη Αιτία και φτάσει με νοερή στροφή σ' Αυτή, από την οποία έχουν γίνει όλα και οι ιδιότητες όλων, και οι αρχές και τα μέσα και τα τέλη, και μέσα στην οποία υπάρχουν και κρατούνται τα πάντα και μέσω της οποίας οδηγείται στο σκοπό του το καθένα από εκείνα που δέχονται την τελειοποίηση, και χάρη στην οποία ευδαιμονούν όσα ευδαιμονούν. Από Αυτήν έχει δημιουργηθεί και ο ίδιος ο νους τέτοιος που είναι. Γιατί κατά κάποιο τρόπο ο νους επιστρέφει προς τον εαυτό του όταν επιστρέφει προς εκείνη, την Κυρία και Αιτία των πάντων, που είναι το αληθινό πρωτότυπό του. Κι επειδή το καθένα αγαπά φυσικά τον εαυτό του και αυτό πιο πολύ συμβαίνει με το νου, ως εικόνα υπέρκαλλη του ασύλληπτου κάλλους του υπέρ νουν Ενός, αυτός επιθυμεί υπερβολικά να ατενίζει επιστρέφοντας στο Αίτιό του, γιατί καθώς είπαμε, βλέποντας εκεί βλέπει και υπεραγαπά τον εαυτό του. Εξάλλου υπάρχει στο καθένα μια φυσική αγαπητική στοργή προς εκείνο από το οποίο προέρχεται, όπως και αντίστροφα κατέχει τους γεννήτορες έρωτας προς αυτά που γέννησαν. Γι' αυτό, από την επιστροφή προς το Ένα, το αίτιο των πάντων, πηγάζει άφθονα κάποια άρρητη ηδονή. Γιατί έτσι, όπως είπαμε, ο νους επιστρέφει και προς τον εαυτό του. Αφού εκεί προϋπάρχουν οι όγοι όλων, επειδή είναι η αιτία τους, επομένως κι ο νους που και αυτός είναι ένα από όλα, ενυπάρχει στο πάνω από το νου Ένα, επειδή Αυτό είναι το αρχέτυπο αίτιό του.
28. Όπως από το υπερούσιο Ον προήλθε κάθε ουσία, και κάθε φύση από το υπέρ τη φύση, και από το άχρονο και ασύνθετο προήλθαν τα έγχρονα και τα σύνθετα, και από το άκτιστο δημιουργήθηκαν τα κτιστά, έτσι και κάθε μορφή δημιουργήθηκε από το άμορφο, και από το υπερκόσμιο Ένα έγιναν τα πολλά ορώμενα. Εκείνος λοιπόν που δεν ασχολείται και δεν ατενίζει προς το άμορφο Ένα σαν να κρέμεται από αυτό, αλλά προς κάτι άλλο απ' όσα είναι κτιστά κι έχουν μορφή, αυτός έβαλε το ασυγκρίτως κατώτερο παραπάνω από το υπερκείμενο και ίσως να πλησιάζει τους ειδωλολάτρες. Γιατί εκείνο με το οποίο ασχολείται κανείς και στο οποίο ατενίζει, αυτό και επιθυμεί· κι ό,τι επιθυμεί, από αυτό έχει νικηθεί. Σ' εκείνο όμως από το οποίο έχει κανείς νικηθεί, σ' εκείνο και έχει υποδουλωθεί. Και πράγματι αυτός λατρεύει την κτίση αντί τον Κτίστη. Γιατί ο νους του κάθε ανθρώπου έχει υποδουλωθεί και λατρεύει και αγαπά εκείνο στο οποίο ατενίζει και με το οποίο ασχολείται. Αν λοιπόν η ασχολία και ενατένιση πέρα από το απλό και άμορφο Ένα προκαλεί τέτοιο ολίσθημα, ας είναι όλη η σπουδή και η επίγνωσή μας προς το άμορφο και απλό Ένα με νοερή στροφή και ανάταση, όπου βρίσκονται οι θησαυροί όλης της γνώσεως. Και όταν φτάσομε εκεί, άρχεται η ανάπαυση ή η παύση κάθε θεωρίας και η στάση της νοήσεως και η υπέρλογη σιγή και η ανεκδιήγητη αγαλλίαση μέσα σε μεγάλο θαυμασμό.
29. Όλα τα όντα επιθυμούν το είναι, και η αιτία του είναι των πάντων, βρίσκεται στο Ένα που είναι πάνω από το είναι. Επομένως όλα τα όντα, και μάλιστα τα λογικά, όταν κινούνται ορθά και όπως πρέπει, επιθυμώντας το είναι, επιθυμούν το πάνω από το είναι Ένα. Άρα ο νους που δεν ανυψώνεται προς το πάνω από το είναι Ένα κι ούτε το επιθυμεί, κινείται με τρόπο διάστροφο και σφαλερό και εκπίπτει από το αξίωμά του, το οποίο είναι η επίγνωση του πάνω από το είναι Ενός και η προς αυτό ιερότατη υπέρλογη ενοειδής ένωση και αγάπη.
30. Τα αίτια έχουν πολύ περισσότερο τις καλλονές που έχουν τα αιτιατά τους. Αίτιο των πάντων γενικά είναι το υπερούσιο Ένα. Αν λοιπόν ο νους στραφεί σε κάποιο από τα μετά το υπερούσιο Ένα, νομίζοντάς το καλό ή με κάποιο τρόπο άξιο για νοερή έλξη, τότε φανερά ο σκοπός του απέτυχε, γιατί αγαπά βέβαια κάτι καλό, όμως από αγνωσία και ραθυμία δεν κινείται προς το πρώτο και κύριο υπερούσιο Ένα —με τη μετοχή του οποίου όλα τα καλά είναι καλά—, αλλά κινείται προς εκείνα που χάρη σε Αυτό μετέχουν στην καλλονή. Ο νους όμως που εξετάζει επιτυχώς, κατευθύνει την ανάβλεψη της διάνοιάς του προς το υπερούσιο Ένα, διακρίνοντας καθαρά ότι θα επιτύχει με περίσσεια εκείνο που ποθεί, γιατί με αυτή τη νοερή ενατένιση φτάνει στο αίτιο, και ότι κανένα άλλο έκτος από το υπερούσιο Ένα δεν μπορεί να του μεταδώσει κάτι από τα δικά του ή οποιοδήποτε άλλο καλό. Κι αν ακόμη νομίζει ότι υπάρχουν μερικά που έχουν τη δύναμη να του μεταδώσουν από τα δικά τους, κι αυτά όμως δεν είναι στη φύση τους να παραμένουν για πάντα μέσα στον εραστή νου. Τούτο είναι δοσμένο στο Άγιο Πνεύμα μόνο να το πράττει και να ενεργεί όπου θέλει και οπουδήποτε, επειδή έχει την κυριότητα και είναι φύση κυριαρχική και Πρόσωπο της τρισυπόστατης Μονάδας. Άρα λοιπόν ο νους πρέπει να στρέφεται προς το υπερούσιο Ένα, όπου υπάρχει όχι μόνο η πηγή κάθε αγαθού, αλλά και η αναφαίρετη διανομή των χαρισμάτων.
31. Όλα τα όντα από τη φύση τους επιθυμούν το αγαθό. Το πραγματικό όμως αγαθό είναι ένα, αν και πολλά λέγονται αγαθά. Ολότελα αγαθό και ας πούμε παντέλειο δε θα βρεις κανένα μέσα στα πολλά, αλλά λεγόμενο μόνο κατά κάποια μετοχή αγαθού, μετέχοντας δηλαδή στο αγαθό του υπερουσίου αγαθού Ενός και μη έχοντάς το από τον εαυτό του. Γιατί μόνο εκείνο το υπερούσιο Ένα είναι ολότελα αγαθό και υπεράγαθο και πηγή κάθε αγαθότητας και μεταδοτικό των χαρισμάτων Του και στρέφει φυσικά προς τον εαυτό Του κάθε ουσία και ύπαρξη, κάθε έξη, δύναμη, κίνηση, ενέργεια, ιδιότητα και οποιαδήποτε καλλονή και αγαθότητα. Και γενικά, όλα τα όντα και όσα θεωρούμε γύρω από τα όντα, φανερώθηκαν δημιουργικά από εκεί, από το υπερούσιο Ένα. Γι' αυτό, ο νους που κατευθύνεται προς κάτι άλλο και όχι προς το υπερούσιο απλό Ένα, κινείται σφαλερά. Γιατί κινείται ίσως προς κάποιο αγαθό, όχι όμως προς το κυρίως και τελείως Αγαθό, το οποίο με το υπερβολικό αγαθοποιό ξεχείλισμά Του κάνει αγαθά και τελειοποιεί όσα έχουν ανάγκη να γίνουν αγαθά και να τελειωθούν.
32. Ο νους των πολλών, καθώς από ανοησία βρίσκεται σε κατάσταση διαιρέσεως και διασπάσεως από πολλά, δε γνωρίζει το αγαθό, το απλώς Ένα, ούτε το ζητεί, ούτε ασχολείται με Αυτό. Γι' αυτούς λέει και το Πνεύμα μέσω του Δαβίδ: «Πολλοί ρωτούν, ποιος θα μας δείξει τα αγαθά;». Δε λένε «το αγαθό», και πολύ εύλογα, γιατί «μεριμνούν και τυρβάζουν» για πολλά, ενώ χρειάζεται ένα. Του Ενός αυτού η μερίδα είναι αγαθή, κατά τον άγιο λόγο του Θεού, αλλά ή την παρέβλεψαν από άγνοια ή τη ζημιώθηκαν από αμέλεια, κι ούτε καν διανοήθηκαν να ζητήσουν το πιο πολύτιμο απ' όλα. Εκείνοι όμως που είχαν οδηγό και παιδαγωγό το Δαβίδ και έκριναν πως έπρεπε ν' ακολουθήσουν τα ίχνη του, λένε: «Αποτυπώθηκε σ' εμάς το φως του προσώπου Σου, Κύριε», δηλαδή η γνώση Σου εικονίστηκε σ' εμάς όπως μέσα σε καθρέφτη. Έτσι λοιπόν, ο ακαλλιέργητος και πολύς λαός χαίρεται στα πολλά αγαθά. Και έτσι καταλάμπονται εκείνοι που ζουν πνευματικά, καθώς δέχονται υπερκόσμια το φωτισμό της γνώσεως για το ενιαίο και τέλειο Αγαθό.
33. Όπως η ορμή του νερού είναι μεγαλύτερη αν χύνεται όλο μαζί κι όχι διαιρεμένο και χωρισμένο σε πολλά ρεύματα, Ετσι και η ενατένιση του νου και η κίνησή του και η επιθυμία του θα είναι δυνατότερη, αν προχωρεί όχι χωρισμένη σε πολλούς και ποικίλους τρόπους, αλλά ενοειδώς και χωρίς διαίρεση. Αυτό γίνεται με τρόπο φυσικό στην ανύψωση και ενατένιση και θεωρία προς το υπερκόσμιο και τέλειο Ένα. Γιατί πράγματι το υπερκόσμιο και απλούστατο Ένα έχει την ιδιότητα να συνάγει. Και όταν αξιωθεί ο νους να το θεωρεί, είναι εύλογα αδύνατο να μην πάρει σαν άλλη εικόνα την ίδια μορφή με Αυτό και να μη γίνει μονοειδής, απλός, άχρωμος, άμορφος, άποιος, αψηλάφητος, αόριστος, άπειρος, ασχημάτιστος, και γενικά είναι αδύνατο να μη γίνει υπερκόσμιο ένα, ακτινοβολώντας από τις ακτίνες του θείου και υπερκόσμιου έρωτα, έχοντας άποκαλυμμένη τη μυστική γνώση, στεφανωμένος με την απουσία λέξεων και εννοιών που ξεπερνά το λόγο και τη νόηση, και απολαμβάνοντας πνευματική αγαλλίαση και ουράνια ευφροσύνη. Φυσικά αλλοιώνεται προς το θειότερο και ενδύεται θεία μορφή, παίρνοντας δηλαδή πνευματικά τη μορφή του απλού και ασχηματιστου και άμορφου και Ενός και όλων όσα προαναφέραμε. Αν όμως δε γίνει αυτό και δεν «πάθει» αυτή τη θεία αλλοίωση, δεν ήρθε ακόμη σε επαφή και φαντασία του υπερκοσμίου Ενός. Γιατί ο Θεός είναι Ενάδα ενοποιός και Νους πέρα από νόηση. Και τότε ο νους Τον φαντάζεται υπερκόσμια, όταν μαζί με όσα είπαμε παραπάνω γίνει και ένα πάνω από κάθε νόηση, κι αυτό του συμβεί με τη φαντασία του Θεού.
34. Η τριαδικότητα της υπερούσιας Θεότητας συνάχθηκε υπερφυσικά σε μοναδικότητα. Γιατί ο Θεός είναι Μονάδα τρισυπόστατη. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να γίνει η ψυχή τέλειο ομοίωμα του Θεού σαν εικόνα Του αν, ενώ είναι και αυτή τριμερής, δε γίνει υπερφυσικά ένα με τον εαυτό της. Λέω τριμερή την ψυχή όχι κατά τη διαίρεσή της σε λογιστικό, θυμικό και επιθυμητικό —δεν έγκειται σ' αυτό κυρίως το τριμερές της ψυχής. Γιατί δεν έχει μεγάλη οικειότητα η λογική ψυχή με την επιθυμία και το θυμό. Αυτά τα έχομε παραλάβει από το μη λογικό μέρος και υπάρχουν καταχρηστικά για την παρούσα ζωώδη βιοτή και είναι άλογα και σκοτεινά καθ' εαυτά, ενώ η ψυχή είναι λογική και η φύση της είναι γεμάτη από φώς νοερό. Πρέπει κυρίως να πούμε ότι στην ψυχή ανήκουν εκείνα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να ενεργήσει τα ιδιώματά της. Χωρίς θυμό όμως και χωρίς επιθυμία ενεργεί· και μάλιστα τότε ενεργεί αληθινά, όταν ενεργεί χωρίς αυτά. Δεν είναι λοιπόν πραγματικά αυτά μέρη της ψυχής, αλλά όπως είπα είναι δυνάμεις της ζωώδους και γήινης καταστάσεως που υφίστανται παράλληλα με αυτή. Γιατί η λογική ψυχή που βλέπει νοερά τα άνω και φαντάζεται τα νοητά και ανυψώνεται πάνω από τον εαυτό της και αναπηδάει ας πούμε προς τα άνω, απορρίπτει μακριά σαν μάταιη φλυαρία την επιθυμία και το θυμό, αφού δεν εχει που να τα μεταχειριστεί εκεί, όπου κυριαρχεί η απλότητα και το άμορφο και ασχημάτιστο, το άχρωμο και αδιαμόρφωτο και όλα τα άλλα, όσα απαιτούν νου ελεύθερο κι ολότελα απλό. Τριμερής είναι η ψυχή όχι ασύμφωνα με την απλότητά της, επειδή είναι νους και χρησιμοποιεί το λόγο και το πνεύμα, τα ολότελα ιδιαίτερα στοιχεία της που λιγότερο από κάθε άλλο φθείρουν την απλότητά της. Όπως και το τριαδικό της εναρχικής Θεότητας, της οποίας όμοια εικόνα αποτελεί η ψυχή, δεν είναι εμπόδιο στο ενιαίο Της και στην απλότητά Της, αλλά και απλό, υπερούσιο Ένα ακριβώς είναι η Θεότητα, και παρ' όλα αυτά ασφαλώς είναι Τριάδα. Όταν λοιπόν αυτά που είναι η ψυχή, δηλαδή ο νους (γιατί είναι νους, και νους στο σύνολό της η ψυχή), ο λόγος και το πνεύμα, γίνουν με τρόπο υπερφυσικό ένα, μας δίνουν την καθ' αυτό ομοίωση με την τρισυπόστατη μία Θεότητα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά μόνο από την ανάβλεψη και τη θεωρία της υπερφυσικής τριαδικής Μονάδας. Γιατί Αυτή είναι που δημιούργησε τέτοια και την ψυχή και πεσμένη την επαναφέρει σ' αυτή την κατάσταση. Χωρίς την ενατένιση και τη θεωρία προς Αυτή, είναι αδύνατο να γίνει τούτο στην ψυχή. Αν όμως αυτό δεν γίνει και δεν επανέλθει η θεία ομοίωση, θα είμαστε ελλιπείς. Αυτά λέγονται για το θεωρητικό μέρος και την αλήθεια, τα οποία μάλιστα είναι πιο άξια επιδιώξεως και χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατό να προχωρήσομε στην κατάσταση της απάθειας. Γιατί όπως πρέπει να είμαστε με την πράξη στο αγαθό, προκειμένου να είμαστε μεταξύ των απαθών, έτσι πρέπει να είμαστε με τη θεωρία στην αλήθεια, προκειμένου να είμαστε θεοειδείς, λατρεύοντας το Θεό των όλων και επιθυμώντας να γίνομε και να είμαστε θέσει θεοί με τη θεμιτή ομοιότητα του Αρχετύπου. Αφού βέβαια είναι ανάγκη να γίνομε ένα για την ομοίωση με το υπερκόσμιο πρωτότυπο Ένα, κι αυτό μπορεί να μας το προξενήσει η ανάβλεψη προς αυτό το υπερκόσμιο Ένα και η θεωρία και η ανάταση και η νοερή στροφή κι η αμετακίνητη ενατένιση προς αυτό το Ένα. Πρέπει επομένως με κάθε τρόπο να προσπαθούμε να ατενίζομε προς το πάνω από κάθε διάνοια υπερκόσμιο Ένα και από Αυτό να εξαρτούμε ολόκληρο τον εαυτό μας με κάθε επιμέλεια, με όλη την καρδιά και την ψυχή μας· να τρέφομε μέσα μας τον έρωτα του υπεραπλού, υπερκοσμίου Ενός και Μόνου, ώστε αυτός ο έρωτας να γίνει τα άγια φτερά της προς Αυτό νοερής ανωφορίας μας. Κι έτσι πάντοτε, μέσα σε μια άμορφη ενοειδή κατάσταση, σαν σε αέρα, θα είμαστε μαζί με τον Κύριο, τον πραγματικά Ένα, και θα υμνούμε την Τριάδα τριαδικά, νοερά δηλαδή, λογικά και πνευματικά, και προς Αυτήν θα μένομε, όπως είναι επόμενο, εκστατικοί και έκπληκτοι και διά μέσου της ενώσεως με τον εαυτό μας θα ενωνόμαστε ενοειδώς με το Ένα, με τρόπο που ξεπερνά κάθε ένωση.
35. Η αισθητή μονάδα είναι η αρχή κάθε πλήθους που μπορεί να αριθμηθεί. Και η υπερκόσμια Μονάδα είναι η αρχή κάθε δρωμένου και νοουμένου πλήθους και κάθε όντος. Όπως λοιπόν κάθε αριθμός έχει την αρχή του από τη μονάδα, έτσι και το οποιοδήποτε ον προέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο από το υπερκόσμιο Ένα, σύμφωνα με μια αιτία είτε φυσική είτε δημιουργική. Αλλά η θέση της αριθμητής μονάδας, αφού είναι αισθητή, είναι σύμφωνη με τη φύση της: αφού είναι η αρχή όλων όσα αριθμούνται, η αίσθηση όταν αριθμεί τη θέτει πρώτη. Όμως στο υπερκόσμιο Ένα, επειδή είναι υπέρ νουν, παρατηρείται το αντίθετο. ενώ είναι Μονάδα που προϋπάρχει από όλα, ο νους τη θέτει ύστερα από όλα. Γιατί κανένας νους δεν έχει μπορέσει να θέσει ως αρχή το υπερκόσμιο Ένα και από Αυτό να προχωρήσει στα πολλά, αλλά αντίθετα, από τα πολλά ανεβαίνει και συνάγεται προς Εκείνο. Στην προηγούμενη περίπτωση είναι αναγκαίο το αριθμητό ένα, για να προχωρήσει η αίσθηση στα πολλά, διαφορετικά δεν είναι δυνατό να αριθμεί ή να προχωρεί όπως θέλει. Εδώ όμως είναι αναγκαία στο νου τα πολλά, για την ανάβαση μέσω αυτών προς το υπερκόσμιο Ένα και τη σύμπτυξη κατά κάποιο τρόπο του εαυτού του, γιατί από πουθενά αλλού δεν μπορεί να ανεβεί όπως θέλει στη φαντασία του υπερκοσμίου Ενός. Έτσι λοιπόν ο νους, χρησιμοποιώντας οικεία τάξη και πορεία, κάνει αρχή από τα πολλά και καταλήγει στο υπερκόσμιο και κορυφαιότατο Ένα. Επειδή το σύμφωνο με την αίσθηση αριθμητό ένα είναι ευνόητο και ευκαθόριστο, η αίσθηση το βάζει και στη θέση πρώτο, όπως απαιτεί η φύση του. Η Μονάδα όμως που αναζητεί ο νους, επειδή είναι υπερκόσμια και υπερφυσική και διαφεύγει τη νόηση, είναι πολύ μακριά και από τη φυσική Της θέση, ώστε να αρχίσει από έκείνην ο νους, αλλά μάλλον, ως υπερφυσική, τη βρίσκει υπερφυσικά όχι ως αρχή αλλά ως τέλος, μετά τη διέλευσή του από τα πολλά και την ας πούμε αρίθμησή τους. Γιατί, αφού ο νους έχει ως φυσική ικανότητά του το νοείν, το υπερκόσμιο όμως Ένα είναι ακατάληπτο καθ' εαυτό και απρόσιτο, η δραστηριότητα του νου κλίνει προς τα πολλά και ακουσίως ακόμη, επειδή ο νους μήτε μπορεί να πάψει να νοεί, μήτε έχει τη δύναμη να συλλάβει το κορυφαίο και υπερκόσμιο Ένα. Κοιτώντας λοιπόν ο νους στα πολλά, στο καθένα από όλα αυτά τα πολλά ενορά κάτι νοητό, όχι τι είναι στην ουσία του, αλλά ότι είναι γνώρισμα κάποιου Ενός. Έπειτα, συγκεντρώνοντας από κάθε ορατό το νοητό στοιχείο που προβάλλεται και βλέποντάς τα μεταξύ τους ως ομόλογα κι όχι συγκρουόμενα και ότι όλα είναι όπως τα άνθη μιας ρίζας και ενός βλαστού, προχωρεί στη συνέχεια από τα πολλά στο κορυφαιότατο Ένα, από το οποίο προέρχονται τα πολλά και τα πάντα, και κατά φυσικό τρόπο ανεβαίνει από τα φυσικά όντα στην υπερφυσική τάξη, καθρεφτίζοντας μέσα του το υπερφυσικό και υπερούσιο Ένα, όσο βέβαια γίνεται να βλέπεται ενοειδώς το υπερφυσικό από τα φυσικά. Τότε λοιπόν, όταν ο νους ανείπωτα θεωρήσει την πηγαία ανάβλυση και πρόξενο όλων των αγαθών και των ωραίων κι αφού απολαύσει το υπερούσιο Ένα, δεν επιστρέφει πια με τη θέλησή του προς τα πολλά, αν και είναι καλά και μετέχουν στο αγαθό. Επειδή δηλαδή ο νους εκ φύσεως αγαπά υπερβολικά το καλό, δεν απομακρύνεται θέλοντας από το πάνω απ' όλα, εκτός αν αυτό του συμβεί από κάποιο περιστατικό. Αλλά επειδή κάθε ον συμπεριφέρεται διαφορετικά και η νοερή όρασή του είναι διαφορετική και με διάφορους τρόπους ανυψώνεται δια μέσου των όντων προς το υπερκόσμιο και υπερφυσικό Ένα, πρέπει, όπως νομίζω, να εκθέσω μεθοδικά ενα σύντομο τρόπο για την άνοδο από τα πολλά στο υπερούσιο και υπερφυσικό Ένα. Έτσι ώστε, ανεβαίνοντας ο νους σταδιακά, να εκτελεί την κίνησή του ασφαλέστατα και να αντιληφθεί σε τι η κίνηση του αυτή είναι ελλιπής, ή αν πραγματικά είναι σ' αυτό που πρέπει να είναι και πόσο αυτό το απολαμβάνει και ποιο είναι αυτό που τον κάνει να αστοχεί και τον απομακρύνει από εκείνη την καλλονή και την ανάβαση και το θείο συμπόσιο· και πώς πάλι θα γίνει να επιστρέψει κανείς εκεί από όπου εξέπεσε. από αυτό μάλιστα θα μάθει και την ομίχλη των παθών και τη διαύγεια της καθαρής καρδιάς, θα δει σαν μέσα σε καθρέφτη ποια είναι η επίγνωση της αλήθειας, θα μετάσχει στα επουράνια θεάματα, θα αισθανθεί τη θεία αίσθηση, δε θα του διαφύγει η πνευματική πρόοδός του ή ίσως η οπισθοδρόμησή του, θα αποκτήσει τη γνώση πολλών αξιοθαύμαστων και θα κατανοήσει ποιος είναι ο σκοπός της ησυχίας και του εγκλεισμού. Λέμε λοιπόν τα εξής: Όλα τα όντα διαιρούνται σε αισθητά κτιστά, νοητά κτιστά, νοητά άκτιστα και στο άκτιστο, υπερούσιο και υπέρ νουν Ένα. Καθώς το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, στρέφεται σ' αυτά και τα παρατηρεί με προσοχή και προτιμά την ησυχία κατά την άσκηση, από την πρέπουσα μοναστική πράξη ανυψώνεται, σαν να ανεβαίνει κάποια βαθμίδα, στη θεωρία και την απασχόληση με το όντως Όν και στο να απολαμβάνει τα ουράνια και να περιστρέφεται στις ακτίνες της αλήθειας και να αγάλλεται και να πλουτεί στο άπειρο με τα αιώνια και να νιώθει θαυμαστή ηδονή και γλυκύτητα. Ίσως ακόμη, με τη συνεργεία της χάρης, με την πάροδο του καιρού και με τη σταθεροποίηση της κατοχής του νοερού φωτός, και να αρπάζεται από τη γη και να γίνεται αναίσθητος ως προς τα γήινα χάρη στην κατοχή του υπέρνοου και τη φαντασία του ασύγκριτα ανωτέρου από κάθε καλό. Αυτή η ιερή κλίμακα διαιρείται σε πέντε βαθμίδες* κι ανεβαίνει έτσι στον άκρο σκοπό· δεν έχει όμως τοπική απόσταση η μία βαθμίδα από την άλλη, αλλά η διαφορά και η απόσταση της μιας από την άλλη είναι τάξη κάποιας ποιότητας ή ιδιαιτερότητας. Να τι εννοώ: Όντα είναι και τα αισθητά κτιστά και τα νοητά κτιστά, αλλά τα δεύτερα είναι πολύ ανώτερα από τα πρώτα, όσο διαφέρει και είναι καλύτερος ο νους από την αίσθηση. Επίσης είναι κατά πολύ ανώτερα τα άκτιστα νοητά από τα νοητά κτιστά, ενώ και τα δύο είδη ανήκουν εξακριβωμένα στα όντα. Ωστόσο τα άκτιστα νοητά όντα είναι κατώτερα από το υπέρ νουν Άκτιστο. Και από αυτά είναι βέβαια φανερό ότι το να στέκεται ο νους στο υπέρτατο Όν, αφού περάσει από την πράξη, και το να βρεθεί σ' εκείνη την απόκρυφη υπέρτατη Κορυφή, την υψηλότερη απ' όλα τα αισθητά και τα νοητά, αυτό είναι η ανώτερη ενατένιση και θεωρία του, όπως αντίθετα η κατώτερη είναι η προς τα αισθητά κτιστά, η ακόμη περισσότερο, η βαθμίδα του πρακτικού. Αφού λοιπόν ο νους αγαπά εκ φύσεως το καλό, πρέπει να επιθυμεί με κάθε τρόπο το ανώτερο, όχι μόνο για να το απολαύσει, αλλά και για να «πάθει» εύλογα την ανώτερη και υπέρλογη αλλοίωση, μια και, όπως είπαμε, ο νους αλλοιώνεται ανάλογα με ό,τι βλέπει και απολαμβάνει. Πλην όμως, η μεταβλητότητα που έχει συμπλεχθεί στη φύση του νου, δε θα τελειώσει ποτέ όσο συνεχίζεται το σήμερα και, όπως λέει κάποιος, έως ότου φύγουν οι σκιές, δηλαδή έως ότου αναχωρήσομε από την παρούσα ζωή, η οποία μας δείχνει σκιωδώς, σαν μέσα σε καθρέφτη και με αινίγματα την αλήθεια. Πρέπει λοιπόν, όταν μεταπίπτομε από τη θεωρία και ενατένιση του υπέρ νουν ακτίστου Ενός, να βρίσκομε τρόπο να στεκόμαστε όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα νοητά άκτιστα, για να γίνει το γρηγορότερο η επάνοδός μας στο άκτιστο υπέρ νουν Ένα. Κι όταν πέσει πιο πυκνή ομίχλη και σκοτίζει τη νόηση και περιλούει με ακηδία το νου σχετικά με τη θεωρία, τότε ας στρεφόμαστε στις προσευχές του πρακτικού με ταπεινή καρδιά. Και αφού με τη δύναμη της προσευχής και τα δάκρυα υποχωρήσει το σκότος, ας βάλομε ως υπόβαθρο πάλι τα αισθητά κτιστά, ενώ θα κατοικεί από πριν νοερό φως μέσα στην καρδιά με ενυπόστατη πνευματική ενέργεια και ο νους θα κατέχει ήδη με πολλή γνώση τη δύναμη της πρακτικής, με την οποία ανεβαίνει εκ φύσεως, όπως σε μιά κορυφή η σκοπιά, και θεωρεί εκείνα που για τους πολλούς είναι όχι μόνο αθέατα, αλλά και αζήτητα και ακατανόητα, και χωρίς την οποία κανείς δε θα δει ούτε τον εαυτό του, ούτε πολύ περισσότερο το Θεό. Δεν είναι λοιπόν μακριά από το σκοπό μας να πούμε τώρα επιτροχάδην γι' αυτή την πρακτική.
36. Η ψυχή έχει ανάγκη της πρακτικής για τρία στοιχεία μέσα της, το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό, και για τρία εξωτερικά, την έφεση της δόξας, της ηδονής και της αποκτήσεως περισσοτέρων. Βλέποντας η ψυχή με βαθιά γνώση τον τρόπο που έζησε ο Χριστός ως άνθρωπος, γιατρεύει με τη χάρη του Κυρίου Ιησού αυτές τις δύο τριάδες μέσω των τεσσάρων γενικών αρετών της, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας, και επιτρέπει στο νου της να ανυψώνεται ανεμπόδιστα και να παρατηρεί προσεκτικά τα θεία και να θεωρεί το Θεό. Όταν δηλαδή ο Κύριος Ιησούς οδηγήθηκε από το Πνεύμα στην έρημο για να νικήσει το διάβολο, το επιθυμητικό το θεράπευσε με τη νηστεία, το λογιστικό με αγρυπνία και ήσυχη προσευχή, το θυμικό με αντιλογία στο διάβολο. Επίσης, θεράπευσε τη φιληδονία με το να μη ζητήσει, αν και πεινούσε, να γίνουν οι πέτρες ψωμιά, όπως του έλεγε ο διάβολος· τη φιλοδοξία, με το να μη ριχτεί κάτω από το πτερύγιο του Ναού, για να δοξαστεί από τον όχλο, επειδή δε θα πάθαινε τίποτε· τη φιλαργυρία, με το να μην πεισθεί να προσκυνήσει το διάβολο με την υπόσχεση ότι θα λάβει τον πλούτο όλων των βασιλείων, αλλά με αντίρρηση του θυμοειδούς φρόνιμη και δίκαιη, σώφρονα και ανδρεία, απέκρουσε το σατανά, διδάσκοντας με αυτά κι εμάς τον τρόπο νίκης σε όλες τις εφόδους του εναντίον μας. Αυτό ακριβώς μπορεί να το δει και να το καταλάβει κανείς και στη σταύρωση του Σωτήρα. Προσεύχεται δηλαδή τότε ο Σωτήρας, αφού απομακρύνθηκε από τους μαθητές Του; Αυτό είναι θεραπεία του λογιστικού. Είναι σε εγρήγορση και αγρυπνεί και υποφέρει από δίψα πάνω στο σταυρό; Αυτό είναι φάρμακο του επιθυμητι-κού. Δεν αντιλέγει, δε φιλονεικεί, δε φωνάζει, παρ' όλο που τον κατηγορούν, και προσεύχεται για χάρη των διωκτών Του; Αυτό προξενεί την ευταξία του θυμικού- να αντιμετωπίζει δηλαδή το σατανά με αντίρρηση, τους ανθρώπους όμως που τον κακοποιούν, επειδή και αυτοί παρασύρονται στο κακό από το σατανά, να τους φέρεται με σιωπή και μακροθυμία και να τους αμείβει με προσευχή για χάρη τους. Τον φτύνουν, δέχεται ράπισμα, υπομένει ειρωνίες και εμπαιγμό; Αυτό είναι θεραπεία της φιλοδοξίας. Ποτίζεται ξύδι και χολή, σταυρώνεται και κεντρίζεται με τη λόγχη; Αυτό είναι θεραπεία της φιληδονίας. Καρφώνεται στο σταυρό γυμνός, σε ύπαιθρο τόπο, άστεγος, περιφρονημένος από όλους, σαν κάποιος φτωχός και άπορος; Αυτό είναι κατάργηση της φιλάργυρης διαθέσεως. Άρα ο Σωτήρας έχει δείξει δύο φορές τη θεραπεία των εσωτερικών και των εξωτερικών παθών. Μια φορά όταν άρχισε τη σωματική εμφάνισή Του στον κόσμο και άλλη μία όταν έμελλε ν' αναχωρήσει από τον κόσμο. Γι' αυτό, όποιος βλέπει προς Αυτόν και τη διδασκαλία Του και το σταυρό Του και τον μιμείται κατά το δυνατόν φρόνιμα και δίκαια, με σωφροσύνη και ανδρεία, όπως Εκείνος, θα καταργήσει μεν την ενέργεια αυτών των παθών προς το κακό, και με αυτά όλα τα άλλα, θα χρησιμοποιήσει δε ορθά και αυτά και τα αλλά και θα είναι αληθινά πρακτικός άνθρωπος, κατάλληλος να θεωρεί και ν' ανυψώνεται προς το Θεό με τη νοερή ενατένιση. Κι έτσι αφού κάνει αρχή ο νους από τα πολλά αισθητά κτιστά και κατανοήσει το καλό αποτέλεσμα της καλλιέργειάς τους κι αφού κατόπιν νοήσει τα κτιστά νοητά και προχωρήσει στα νοητά άκτιστα, θα έχει ήδη περάσει τέσσερις βαθμίδες της κλίμακας. 'Ύστερα από αυτά ακολουθεί η θεία και υπέρλογη αφωνία και σιγή και έκπληξη και γενικά η ενατένιση και η θεωρία του υπερκοσμίου Ενός και η πάνω από τη νόηση ένωση, η κορύφωση της ησυχίας, το άκρο και τέλειο επιθυμητό, όσο είναι εφικτό στην παρούσα ζωή, το πέρας της αλήθειας, η απόλαυση του καρπού της πίστεως, η διαυγής έλλαμψη της δόξας που ελπίζομε, το θεμέλιο της αγάπης, το αλφάδι του νου, η στάση της αεικινησίας του και η ακατανόητη παύση και η ενοειδής κατάστασή του, η πρόγευση της εργασίας της μέλλουσας ζωής, η αιτία της πνευματικής χαράς, το ταμείο της ειρήνης, το σβήσιμο των σαρκικών φρονημάτων, η αποστροφή αυτού του κόσμου και η σφοδρή αφοσίωση στον μέλλοντα, ο χωρισμός από τη ζωή της εμπάθειας, η συνάφεια με την απάθεια, η χαρά και η αγαλλίαση της ψυχής και η συναγωγή, η ανάπαυση και η φρουρά των κινήσεων και των δυνάμεών της· και γενικά, η θεία γνώση και η απάθεια. Πρέπει λοιπόν να εξετάζομε προσεκτικά, αν ποτέ ο νους αιχμαλωτιστεί από δική του οκνηρία ή από εξωτερικό περιστατικό, πώς θα τον επαναφέρομε στο αγαθό της θεωρίας, απομακρύνοντας το πάθος που στέκεται εμπόδιο και τον βγάζει από τον σκοπό του, και πόσο απέχει από το άκρο επιθυμητό και γιατί. Κι ακόμη, αν η θεωρητική του ενέργεια έχει στραφεί στα αισθητά κτιστά ή στα κτιστά νοητά ή στα νοητά άκτιστα· η μήπως με μάταιους λογισμούς ή από κάποια ανάγκη αποχωρίζεται από την επιδίωξή του, το μοναδικό πραγματικά και υπερκόσμιο Ένα, το πάνω από κάθε άλλο ένα. Και να του αφαιρούμε τα μεταξύ εμπόδια, για να επιστρέψει πάλι ενιαία, όπως απαιτεί αυτή η βαθμίδα, στη θεωρία και την ενατένιση του υπερκοσμίου Ενός. Όταν ο νους βρίσκεται κάπου έξω από το υπερκόσμιο, άκτιστο και υπέρ νουν Ένα, τότε είναι σε διαίρεση κι όχι στο κυρίως καλό, κι αν ακόμη κινείται στο καλό, αφού το κορυφαίο καλό είναι το υπέρ νουν, υπερούσιο, άκτιστο και απλό Ένα, και Αυτό είναι το πραγματικό άκρο αντικείμενο πέρας του νου. Όταν λοιπόν ο νους κινείται υγιώς, ανεβαίνει αυτού με όσα προείπαμε και ζει την ένωσή του με το Θεό, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια. Ας επιδιώκομε λοιπόν με ολη μας τη δύναμη το Άπειρο κι ας ερευνούμε το Υπέρ νουν κι ας θεωρούμε το άμορφο Ένα κι ας καταλάβομε εξ εφόδου το Ακατάληπτο, για να επιτύχομε την ενιαία κληρονομιά του Ενός, του άκρου Θεού, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και του ζωοποιού Πνεύματος, με την έλλαμψη των οποίων γινόμαστε άξιοι για τη χάρη της θεωρίας και θέσει θεοί που θεουργηθήκαμε με τη δωρεά του Θεού.
37. Όταν ο νους ανεβεί στη χώρα της θείας Κρυφιότητας, σωπαίνει φυσικώς, ενοποιημένος με την απλότητα και συνεπώς φωτιζόμενος ενοειδώς από το υπέρ νουν Ένα με τη μετοχή του Πνεύματος. Τι μπορεί δηλαδή να πει, αφού έχει φτάσει πάνω από τη νοερότητά του και βγήκε έξω από κάθε νόημα κι έμεινε γυμνός, ως ανώτερος πια από τη νόηση; Γιατί βέβαια, αν ακόμη έχει κάτι να πει, είναι φανερό οτι και νοεί, αφού ο λόγος ακολουθεί το νόημα. Και αν νοεί κάτι, πώς στέκεται στη χώρα της Κρυφιότητας; Δεν είναι στην κυριολεξία κρυφό εκείνο που άλλος δεν το βλέπει, το βλέπει εντούτοις ο νους. Έτσι πολλά θα μπορούσαν να ονομάζονται κρυφά, αφού πάμπολλα ή, για να πω έτσι, όλα όσα βλέπει ο νους, τα βλέπει χωρίς να γνωρίζει άλλος ότι τα βλέπει. Έτσι λοιπόν τα κρυφά θα πλησίαζαν και το άπειρο, πράγμα άτοπο. Γιατί Ένα είναι το κρύφιο στην κυριολεξία, στο οποίο ο νους ανεβαίνει ύστερα απ' όλα, από το οποίο προέρχεται το παν, είτε είναι ορώμενο είτε νοούμενο. Και μάλιστα και αυτός, επειδή ανέβηκε πάνω απ' όλα τα ορώμενα και λεγόμενα και νοούμενα, φτάνει σε κατάσταση έξω και από τη νόηση και την όραση και το λόγο. Όσο όμως μπορεί και μιλά, δεν έχει ακόμη ανεβεί τόσο πολύ, ούτε έφτασε στη θεία Κρυφιότητα. Γιατί αυτό σημαίνει ότι νοεί· αλλά βέβαια το κρυφό είναι ακατανόητο κι επομένως υπερβαίνει και το λόγο. Άρα ο νους, όταν ανεβεί στη χώρα της θείας Κρυφιότητας και γίνει ενιαίος, ασκεί σιωπή, όχι θεληματικά, αλλά φυσικά, φωτιζόμενος ενιαία από το υπέρλογο Ένα.
38. Αν οι λόγοι από τη φύση τους κάνουν το νου να προχωρεί και να προοδεύει, άρα όταν προκόψει τον ανεβάζουν εκεί όπου δε φτάνει λόγος, δηλαδή σε κάτι που τελείται στη σιωπή. Αν οι λόγοι ήταν πάντοτε στο νου κι αν η ψυχή έχει πάντοτε την ανάγκη τους, εγώ δε βλέπω ποια είναι η νοερή προκοπή από το λόγο. Γιατί ο λόγος δεν είναι ωφέλιμος μόνο στην πράξη, αλλά εξίσου και στη θεωρία. Όταν όμως ο νους ανεβαίνει από τους σχηματισμένους κατά τα όντα λόγους προς το απλό και υπέρλογο και ασχημάτιστο, το απολύτως και κυρίως Ένα, τότε κάθε λόγος φαίνεται περιττός, ή, για να πούμε πιο αληθινά, είναι εμπόδιο. Οι λόγοι αποτελούν γενικά μετάβαση από το ένα νόημα στο άλλο. Αλλά το απλό και απόλυτο και απεριόριστο και ασχημάτιστο και ολωσδιόλου Ένα, με την κύρια και υπέρλογη ύπαρξή Του, πώς θα έχει ανάγκη από λόγους; Για να μεταβεί που; Ή πώς θα περιληφθεί κάπου; Γιατί ο λόγος κατά κάποιο τρόπο περιλαμβάνει. Αυτό όμως είναι απερίληπτο, ως απεριόριστο και ασχημάτιστο. Αν λοιπόν δεν αρμόζει λόγος στο υπέρ νουν κρύφιο Ένα, επειδή είναι απερίληπτο και ασχημάτιστο, άρα του αρμόζει σιωπή. Όσοι άρα προκόψουν με το λόγο, πρέπει να καταλήξουν στη σιωπή, εφόσον έφτασαν στο να θεωρούν απλά, αδιαμόρφωτα και ασχημάτιστα.
39. Αν οι λόγοι αναφέρονται σε γνωστά, ενώ το Κρύφιο είναι άγνωστο, άρα είναι πέρα από λόγο. Και αν η αγνωσία του Κρυφίου είναι ανώτερη από κάθε γνώση και το ανώτερο από γνώση δεν έχει καθόλου ανάγκη από γνώση, πολύ λιγότερο θα έχει ανάγκη από λόγο. Ο νους λοιπόν που ανέβηκε στο κρύφιο απλό Ένα, ασκεί φυσικά τη σιωπή. Και αν δε σωπαίνει φυσικά και απροσποίητα, δεν ανέβηκε και δεν έφτασε ακόμη στο κρύφιο και υπέραπλο Ένα.
40. Όπως εκείνοι που ασκούν την ησυχία, βγαίνουν κάποτε από το κελί τους, και γνωρίζουν εκ πείρας τη διαφορά του εγκλεισμού στο κελί από την έξοδο, έτσι κι όσοι έζησαν τη σιωπή που λέμε κι αρχίζουν πάλι να μιλούν. Εκείνοι δηλαδή που επιμένουν να θεωρούν τη δόξα του Θεού, γνωρίζουν σε ποια κατάσταση όταν είναι τους κυριεύει η σιωπή φυσικά κι όχι προαιρετικά, και σε ποιά κατάσταση είναι όταν κλίνουν στην ομιλία. Και βέβαια όταν τους κυριέψει η σιωπή, εύχονται να μην είχαν ανοίξει ποτέ το στόμα τους, αλλά να μένουν στην κατάσταση αυτή. Τότε είναι άλλοι επίγειοι άγγελοι και ενώνονται με την αλήθεια ενιαία, χωρίς μορφή, χωρίς όραση, χωρίς σχήμα και γενικά με αμετακίνητες ενατενίσεις του νου, έχοντας μαζί τους μόνο την έκπληξη και το θαυμασμό, χωρίς να νοούν τίποτε, ή μάλλον βλέποντας χωρίς όραση τις άναρχες και θείες ελλάμψεις. Όταν ο νους κατεβεί από εκεί, ως μεταβλητός, καταλήγουν στο λόγο και στις νοερές μεταβάσεις σε πολλά και ποικίλα. Και για να επανέλθει πάλι η κατάσταση της σιωπής, επειδή είναι πολύ καλύτερη από το λόγο, ασπάζονται την ησυχία και φυλάγουν τις αισθήσεις από τα αισθητά και χρησιμοποιούν κάθε μέσο, ώστε να ξεφύγουν μαζί με το λόγο και αυτή τη νόηση, για να μπορούν κι αυτοί να λένε μαζί με το Δαβίδ: «Έγινα κωφός και ταπεινώθηκα και σιώπησα ακόμη και για αγαθά». Γιατί βέβαια, και αγαθά να λέει κανείς, είναι κατώτερο από την έλλογη σιγή.
41. Το Θειο ούτε είναι εντελώς φανερό, ούτε πάλι και εντελώς κρύφιο. Ότι υπάρχει, είναι φανερό και μάλιστα πάρα πολύ καθαρά. Τι όμως είναι, αυτό είναι κρυφό. Διαφέρει πάρα πολύ να γνωρίζομε το τι είναι ο Θεός, από το ότι υπάρχει· γιατί το δεύτερο φανερώνεται από την ενέργεια του Θεού, ενώ το πρώτο αναφέρεται στην ουσία Του, το οποίο και οι Άγγελοι αδυνατούν να ξέρουν. Γιατί ο Θεός υπάρχει άπειρες φορές άπειρα πάνω από κάθε ύπαρξη και πάνω από κάθε νου και κάθε νόηση. Όταν λοιπόν ο νους ασχολείται με εκείνα που φανερώνουν ότι ο Θεός υπάρχει, τότε έχει να λέει πολλά και να φιλοσοφεί άριστα. Και τότε μπορεί να λέγεται φιλόσοφος και θεολόγος. Όταν όμως ο νους ανακύψει και ανεβεί πάνω από το ότι υπάρχει, περικυκλωμένος από τη θεία κρυφιότητα και ενεργούμενος από τη φαντασία του τι είναι ο Θεός, και γίνει με τη χάρη, όπως είναι φυσικό, τελείως χωρίς μορφή και αφή και όραση, τότε κάθε λόγος που μπορεί να λέει κάτι περί Θεού μένει αργός, και ακινητοποιείται ο νους γινόμενος ενιαίος, γιατί εισχώρησε στη χώρα του ακατανόητου. Και τότε ενώνεται ολόκληρος με τον πάνω και πέρα από τα πάντα, όπου δε χωρεί ούτε λόγος, ούτε νόημα, ούτε καμιά σκέψη που να τον ποικίλλει, αλλά μόνο απλότητα και ακαταληψία, σιωπή και έκπληξη, το ασχημάτιστο και άπειρο και απεριόριστο· και βλέπει κατά παράδοξο τρόπο τη θέα του Αοράτου και τη μορφή του Αμόρφου, καθώς έγινε και ο ίδιος απόλυτος και άμορφος αληθινά. Και σύμφωνα με όσα θεώρησε αόρατα και αντίκρισε χωρίς μάτια, για να το πούμε με δύο λόγια, αναχρωματίζει στον εαυτό του το θείο και υπερφυσικό κάλλος και δοξάζει το Θεό που τον έπλασε τέτοιον.
42. Ο Θεός λέγεται Ένα όχι μόνο γιατί είναι απλός και πάνω από κάθε σύνθεση, αλλά και διότι μόνο Αυτός είναι κυρίως ο Ων, ανάμεσα σε όλα τα λεγόμενα όντα που έχουν την ύπαρξή τους από Αυτόν. Γιατί αυτό που δεν υπάρχει κυρίως και απλώς, ούτε κυρίως και απλώς είναι ένα. Επίσης, γιατί βρίσκεται παντού ο Ιδιος χωρίς να περικλείεται πουθενά και είναι μόνος ανόμοιος από όλα και καθαρά έξω από όλα· και γιατί είναι αιώνιος, που δεν Εχει ούτε αρχή ούτε τέλος· και γιατί ρίχνει τη θεία ακτίνα της πρόνοίας Του σε όλα τα κτίσματα εξίσου, χωρίς βέβαια να μολύνεται, αν και όλα τα όντα δεν τη δέχονται με όμοιο τρόπο· επιπλέον και γιατί γίνεται γνωστός σε όλα χωρίς να κατέχεται από αυτά, για την κάποια όμως ενοειδή και πάνω από νοερή ένωση θέασή Του, απαιτεί νου αποίκιλο, άμορφο, ασχημάτιστο, άχρωμο, ανέγγιχτο από όλα γενικώς τα όντα και ολότελα ελεύθερο, άπειρα απεριόριστο και ανώτερο χρόνου, τόπου, φύσεως και των σχετικών με τη φύση.
43. Επειδή η μεταξύ Θεού και νου πνευματική συνάφεια γίνεται πάνω από τη νόηση, γι' αυτό λέγεται τότε ότι ο νους είναι πάνω από τη φυση του, φανταζόμενος απόλυτα το υπερφυσικό απόκρυφο Ένα με νοερή αίσθηση. Αυτό όμως που πάσχει τότε ο νους είναι σύμφωνο με τη φύση του, η οποία έχει καθαρθεί με τη χάρη. Γιατί ό,τι είναι για το μάτι να βλέπει, αυτό είναι για το νου το να νοεί. Εκείνος λοιπόν που βλέπει μέσα στο σκοτάδι, δε βλέπει τίποτε, βλέπει όμως σαν ένα όλο εκείνο το σκότος, και βλέπει ότι δε βλέπει. Γιατί αν είχε σκεπασμένα τα μάτια του, ίσως και να νόμιζε ότι υπάρχει φως και κάποια πράγματα γύρω του. Τώρα όμως βλέποντας, βλέπει καθαρά ότι δε βλέπει. Και το να εισδύσει η οπτική του δύναμη μέσα στο σκότος και να δει τα κρυμμένα, αυτό υπερβαίνει τη φύση του ματιού, όχι όμως και το να βλέπει ότι δε βλέπει. Έτσι λοιπόν και όταν πρόκειται για το νου· όταν υψωθεί στη θεία αποκρυφιότητα και φτάσει πέρα από τη νόηση, δε βλέπει τίποτε —από που να δει;— εντούτοις βλέπει ότι δε βλέπει, και ότι εκείνο που δε βλέπει είναι Ένα, κρυμμένο σε κάποιο γνόφο, από το οποίο Ένα προέρχεται οποιοδήποτε ον, ή βλεπόμενο ή νοούμενο, είτε συναριθμείται με την κτίση είτε είναι αιώνιο και άκτιστο. Και αν δεν έβλεπε, δε θα έβλεπε βέβαια τον εαυτό του να υπερεκτείνεται πέρα από τον εαυτό του. Τώρα όμως θεωρώντας, θεωρεί ολοκάθαρα ότι δε θεωρεί, γιατί είναι πάνω από το θεωρείν, και ότι είναι αδύνατο να θεωρείται Εκείνο που θεωρεί. Το να εισδύσει μέσα στη θεία και υπέρλογη ενική απλή αποκρυφιότητα και να θεωρήσει, αυτό υπερβαίνει τη φύση του νου· το να ατενίσει όμως στο θείο γνόφο εκείνης της αποκρυφιότητας και να φαντασιωθεί την άρρητη Μονάδα, η οποία βρίσκεται πάνω απ' όλα μέσα σε ανεκλάλητο μυστήριο, και να θεωρήσει ότι δε θεωρεί τίποτε μέσα στο θείο γνόφο, αυτό είναι οπωσδήποτε ιδίωμα καθαρού νου που θεωρεί με τη χάρη του Πνεύματος. Γιατί δεν έχει σφαλισμένη και αργή τη νοερή όραση ο νους όταν θεωρεί ότι δε θεωρεί τίποτε, παρά το θείο και απλό Ένα στην αποκρυφιότητα· τούτο θα ήταν σημείο αμάθειας. Αλλά όταν θεωρήσει καθαρότερα, τότε υψώνεται στο υπέρ νουν και τότε θεωρεί την αβλεψία του, όταν θεωρεί μέσα στην αποκρυφιότητα του απλούστατου Ενός. Αν και βέβαια, ότι είναι Ένα αυτό από το οποίο προήλθαν τα πάντα και ότι είναι κρυφό, αυτό το θεωρεί πολύ καθαρά· τι όμως είναι, δε θεωρεί. Γι' αυτό λέμε τότε ότι ο νους βρίσκεται πάνω από τη φύση του, όσο ατενίζει στην απλούστατη αποκρυφιότητα του Θεού· αυτό όμως είναι σύμφωνο με τη φύση του νου όταν έχει γίνει καθαρός. Και μπορούμε να πούμε ότι είναι στη φύση του νου να υπερβαίνει τη φύση θεωρώντας χωρίς να βλέπει, δηλαδή χωρίς να νοεί, τη θεία και παναπλούστατη και υπέρ νουν ενική αποκρυφιότητα. Τότε δεν έχει οποιαδήποτε αντίληψη και γνώση παρά μόνο του Ενός, το οποίο δε βγαίνει από τον εαυτό Του. Κι όταν φτάσει εκεί με νοερή κίνηση, καταλήγει στη στάση και την παύση. Δε λέω στάση από το να θεωρεί, γιατί αυτό είναι μανιώδες πάθος, αλλά εννοώ στάση και παύση από το να μεταβαίνει από νόημα σε άλλο νόημα ή θεωρία. Γιατί βέβαια ο νους, όταν υψωθεί εκεί, επειδή πέφτει στο βυθό του απείρου και απεριορίστου, τον ολόφωτο από νοερό φως, συναντώντας την αχώρητη εκείνη και απερίβλεπτη, να πω έτσι, θεία αποκρυφιότητα, χάνεται και σταματά και δεν πάσχει τίποτε άλλο, παρά μια έκσταση μέσα σε νοερή φαιδρότητα. Και αν και δεν μετακινείται, όμως δέχεται την ενέργεια του νοερού φωτισμού ατενίζοντας ασάλευτα μέσα στην υπερούσια αποκρυφιότητα με τρόπο ενικό και μονοειδή και απορεί για την απρόσιτη εσωτερικότητα της ανεκφοίτητης φεγγοβολής και λαμπρύνεται από αυτή. Αν όμως ήταν αργός από το να θεωρεί, πώς θα έπασχε την έκσταση και τη λαμπρότητα; Το ότι στέκεται ο νους όταν φτάσει εκεί, λέγεται με αυτό το νόημα· ότι είναι αμετακίνητος θεωρώντας το Ένα και με τη λάμψη του Ενός αλλοιώνεται και χαίρεται και λαμπρύνεται και στέκεται χωρίς να κινείται. Δε σημαίνει δηλαδή ότι αποκρούει, κλείνοντας τα μάτια, την απόλαυση της θεωρίας Του. Αυτό το πάθος πρέπει να αποφεύγεται και να μην επαινείται και είναι γεμάτο από σκότος άγνοιας, το να μη θεωρεί δηλαδή διόλου. Η στάση του νου που είπαμε, γίνεται με απρόσιτη έλλαμψη του φωτός και είναι θεωρία που δε ζητεί μετάβαση, αλλά παύση και στάση. Γιατί είναι άπειρο εκείνο το υπερφυσικό και κρύφιο και μυστηριώδες υπερούσιο Ένα και ασύλληπτο από κάθε νου. Και δεν επιτρέπει στο νου που το θεωρεί, να θεωρεί πουθενά άλλου, στο βαθμό βέβαια που έγινε μέτοχος της καθάρσεως που του αρμόζει και της θείας βοήθειας. Και ο νους δεν ξεπέφτει αλλιώς από τη θεία αυτή θεωρία και υπέρκαλλη λαμπρότητα και απειρία, παρά αν παρασυρθεί ή από αντίθετη έλξη κάποιου πράγματος ή πάθους, ή εξαιτίας της φυσικής μεταβλητότητας από την οποία πάσχει.
44. Η φύση του νου είναι να νοεί, και η νόηση εκδηλώνεται με κίνηση και μετάβαση. Επειδή όμως ο νους όταν φτάσει στο Θεό είναι πάνω από νόηση και κίνηση, εύλογα μπορεί να λεχθεί ότι ο νους υπερβαίνει τη φύση του με το να φαντάζεται απόλυτα το Θεό. Γιατί είναι γνωστό ότι κάθε νόημα γίνεται από κάποιο πράγμα. Όπου όμως δε θεωρείται ένα πράγμα, νόημα ούτε γεννιέται, ούτε καν βρίσκεται. Ο Θεός λοιπόν, επειδή με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να γίνει ορατός πραγματικά, δημιουργεί στο νου την πρέπουσα φαντασία από τα σχετικά με Αυτόν, από εκείνα δηλαδή που ενεργεί· αυτά έχουν θέση δυνάμεως που προέρχεται από κάποιο δυνατό. Εφόσον λοιπόν ο νους σε όλα τα άλλα συνηθίζει να θεωρεί τις δυνάμεις μαζί με τα δυνατά, το ίδιο επιδιώκει να αισθανθεί κι όταν πρόκειται για το Θεό. Κι επειδή του είναι τελείως αδύνατο, γιατί αυτό υπερβαίνει τη φύση κάθε κτιστού νου, θεωρεί τα σχετικά με το Θεό και φαντάζεται χωρίς όραση, όπως λέγεται, το Θεό με απλή και άμεση ενατένιση. Και αφού ησυχάσει κι επιτύχει θεία ευμένεια κι ενεργήσει μέσα του το θείο και προσκυνητό Πνεύμα, από τη συνεχέστερη νόηση αρπάζεται σε μια κατάσταση άμορφη και χωρίς ποιότητα και απλή, εισδύοντας το ταχύτερο μέσα στην καρδιά με την υπερφυσική δύναμη του Πνεύματος και σταματώντας στη φαντασία του Θεού χωρίς να νοεί τίποτε, αλλά υπερβαίνοντας τη νόηση. Από το να νοεί επομένως τα σχετικά με το Θεό, υψώνεται στη φαντασία του Θείου, όπως είπαμε, αφού αποκατασταθεί η απλότητά του, και λέγεται ότι είναι πάνω από τη φύση του, γιατί ξεπερνά τη νόηση.
45. Ο,τιδήποτε ονομάζεται κρύφιο, είναι ανάγκη να έχει κάτι φανερό, που να υποδηλώνει την κρυφιότητά του. Αν όχι, είναι όμοιο με το μη ον. Γιατί εκείνο που δε δίνει ολότελα κανένα σημείο της υπάρξεώς του, μπορεί να νομιστεί ίσο με το ολότελα ανύπαρκτο. Και βέβαια, και στην κρυφιότητα του Θεού συνυπάρχουν μερικά σημεία φανερά, που ιχνηλατώντάς τα, θα λέγαμε, ο νους, αισθάνεται τη θεία αποκρυφιότητα, και από το καταληπτό του Θεού ανεβαίνει στο ακατάληπτο. Κι όταν φτάσει σ' αυτό, γνωρίζει με ακρίβεια ότι υπάρχει κάτι, το οποίο διαφεύγει τη φυσική του αντιληπτικότητα και, ως υπέρφωτο, είναι πάνω από κάθε δυνατότητα κατανοήσεως, ακόμη και αγγελικής. Είναι αίτιο και αρχή και πέρας κάθε φύσεως και ουσίας και όντος, ενώ το ίδιο είναι υπερφυσικό και υπερούσιο, άπειρα υψηλότερο από κάθε ύπαρξη, αγέννητο και άναρχο και απεριόριστο και γενικά απερίληπτο στη φύση και στον τόπο και στο χρόνο. Αυτό είναι το απόκρυφο υπέρ νουν Ένα. Και η θεία κατανόηση, που προέρχεται από Αυτό, είναι φυσικά άφθονη και μας ελκύει και πάλι προς Αυτό και κατά κάποιο τρόπο μας ανακυκλώνει με νοερές χειραγωγίες και επιστροφές και ανυψώσεις προς το αρχικό απόκρυφο υπερφυσικό Ένα.. Μας ενώνει μαζί Του, στο βαθμό μόνο που θα νοήσομε ότι υπάρχει και ότι είναι Ένα, κι ακόμη ότι είναι οπωσδήποτε αδιανόητο να μάθομε τι είναι στην ουσία Του αυτό το απόκρυφο Ένα. Εκείνο που είναι πάνω από το νου και ξεφεύγει τη διάνοια, πώς θα μπορούσε ο λόγος να το περιγράψει; Το νοητό όμως που δεν μπόρεσε ο λόγος να περιγράψει, το ατενίζει ο νους άφωνα και ανείπωτα και σιωπηλά με τρόπο ενοειδή και πέρα από έννοια, ως απόκρυφο, και χαίρεται γι' Αυτό που είναι ο Αίτιος και ο Προνοητής και καταλαμβάνεται από έκπληξη γιατί είναι υπέρφωτο και υπεράγαθο, υπέρσοφο και υπερδύναμο, και απολαμβάνει έτσι θεία αγαλλίαση, επειδή είναι άπειροι και απεριόριστοι όλοι εκείνοι από τους οποίους βλέπεται το υπερούσιο απόκρυφο Ένα· αυτό είναι βεβαιότατα κάτι το ακόλουθο στη λογική φύση. Το ανακόλουθο είναι, ενώ βρίσκεται σε αυτά ο νους, να χρησιμοποιεί λόγια και να εκφράζεται μεταβαίνοντας από νόημα σε νόημα. Εκείνος λοιπόν που δεν ασκεί τη σιωπή αλλά χρησιμοποιεί τα λόγια, στερείται από την κορυφαία κατάσταση του νου. Αυτή η κατάσταση, όπως θα ομολογούσαν κι εκείνοι που δε βάζουν στο νου τους διόλου την αλήθεια, είναι ότι ο νους έχει φτάσει στο ακρότατο όριο της ενέργειάς του. Και ακρότατο όριο είναι η ενατένισή του προς το Ακρότατο, η οποία, όπως λένε, γίνεται χωρίς όραση και πολύ περισσότερο χωρίς λόγια.
46. Καθώς ο νους θεωρεί χωρίς όραση τη θειότατη ενική και υπεραρχική και ακρότατη αποκρυφιότητα, έρχεται από εκεί ενέργεια παραδοχής προς το νου, δίχως όραση και αυτή, ενοειδής και μονοειδής, γεμάτη από υπέρκαλλη και υπέρφωτη και ανέκφραστη λάμψη, και προκαλεί τη βύθιση του νου σε σιωπηλό θαυμασμό και έκπληξη, κατέχοντας από πριν την καρδιά με πνευματική ενέργεια και γλυκιά χαρά. Αυτή η παραδοχή γίνεται στο νου νοερός φωτισμός, έλλαμψη και ανάλογος θείος έρωτας και λαμπρή αγαλλίαση, και έχει αφορμή το Θεό, από τον οποίο προέρχεται κάθε ωφέλιμη δωρεά, χάρη στην καθαρότητα του νου, και υλικό της έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, το περιεχόμενο των επιμέρους θείων φανερώσεων των Γραφών και των όντων, που θεωρήθηκαν με σύνεση και ευθύτητα, με ησυχία και προσευχή. Γιατί δεν μπορεί να κοιτάξει κανείς όπως τύχει το υπέρ νουν απόκρυφο εσώτατο Ένα της θεότητας, αλλά με ενοειδή λάμψη που προέρχεται από εκεί και πλημμυρίζει τη νοερή ενατένιση και θεωρία. Όποιος δεν το «έπαθε» αυτό, ανεβαίνει εξωτερικά, λογικά δηλαδή και γνωστικά, προς το υπερφυσικό, απόκρυφο, απλό Ένα, και όχι μέσω πνευματικής ενέργειας στην καρδιά, ούτε και νοερής ελλάμψεως.
47. Η διαυγέστατη ενοειδής και μονοειδής θεωρία του Θεού από το νου, η οποία θεωρεί την ενική θεία Αποκρυφιότητα και τη λάμψη που εκπέμπεται από Αυτή και δέχεται τη θεία ακτινοβολία της άναρχης και άπειρης φωτοβολής, απαιτεί σιωπή όχι μόνο του στόματος, αλλά και του νου. Γιατί είναι δυνατό, ενώ τηρεί κανείς σιωπή του στόματος, εσωτερικά ο νους να σχηματίζει διάθεση και να μεταβαίνει σε λογισμούς και νοήματα και να ποικίλλεται, πράγμα που είναι λειτουργία του ενδιάθετου λόγου. Από αυτό απέχει πολύ ο νους εκείνος που ανέβηκε στην υπέραπλη άμορφη κρυφιότητα της θείας Μονάδας. Γιατί άλλο είναι η θεωρητική δύναμη του νου και άλλο να έχει μία διάθεση και να διανοείται, το οποίο είναι του ενδιάθετου λόγου. Γι' αυτό, όταν πλησιάσει ο νους σε κτιστά και σύνθετα ή άλλα ποικίλα πράγματα, πρώτα θεωρεί και κατόπιν διανοείται και ποικίλλεται. Και πολλές φορές βέβαια μπορεί να βρει σε ένα πράγμα πολλά νοήματα. Σ' εκείνη όμως την ενική και μονοειδή και εσώτατη θεία αποκρυφιότητα υψώνει και ανοίγει το θεωρητικό βλέμμα του και καταφωτίζεται από την απλότητα του θείου φωτός, δεν είναι όμως καθόλου σε κατάσταση να διανοείται. Γιατί η ενιαία απλότητα διαφεύγει την οποιαδήποτε νοερή μετάβαση ή ποικίλη διάθεση του νου, και η κρυφιότητα διαφεύγει τη δυνατότητα του νου να διανοηθεί και να εκφράσει κάτι με τη διάθεση και το στόμα. Γι' αυτό ο άνθρωπος που ανέβηκε νοερά στην πανένδοξη ενική θεία Αποκρυφιότητα, τηρεί φυσικώς σιωπή και με το στόμα και με το νου.
48. Όταν η στροφή του νου νεύσει ολοκληρωτικά προς το Θεό και η θεωρητική του δύναμη καταποθεί από τις πάμφωτες και διαυγέστατες ακτίνες του θείου κάλλους και υψωθεί ασχημάτιστος στην απλότητα και την αοριστία του απόκρυφου και άμορφου Ενός και γίνει και αυτός ένα με τον εαυτό του μέσω της ανυψώσεως και της ενατενίσεώς του προς το Ένα με την πνοή του Πνεύματος, ζει τότε φανερά την κατάσταση του νηπίου κατά το φρόνημά του και γεύεται το ανέκφραστο και υπερφυσικό της βασιλείας του Θεού, κατά το λόγο του Κυρίου που λέει: «Αν δε στραφείτε και δε γίνετε όπως τα παιδιά, δε θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών». Γιατί τότε ο νους απελευθερώνεται και διακόπτει κάθε σχέση με όλα, έχοντας υπερβεί τους όρους κάθε γνώσεως, οποιασδήποτε νοήσεως και κάθε συνθέσεως και ποικιλίας, και ανατείνεται στο άρρητο και υπέρ νουν Άγνωστο. Γι' αυτό βέβαια και σωπαίνει φυσικώς, γιατί τότε η κατάστασή του είναι όχι μόνο πάνω από λόγο, αλλά και πάνω από τη νοερή ενέργεια και συνδυάζει το κρύφιο και άμορφο με το θαυμαστό και χαριτωμένο και γλυκύ, όσον αφορά στη νοερή απόλαυση.
49. Με άμορφη μορφή και υπερφυσικότατο, άυλο και ασύνθετο κάλλος και απλούστατο πρόσωπο θεωρούν το Θεό οι θεωρητικοί ενιαία ως Ένα, καταστολισμένο με άπειρα αγαθά και καταυγασμένο από αναρίθμητα καλά, σαν να λούζει στο φως κάθε νου με ακτινοβολία φωτοειδών καλλονών πλούτο άρρητο και ανεκδιήγητο, αφθονία αγαθών και καλών σαν από άπειρη και αστείρευτη πηγή, θησαυρό δόξας ανεξάντλητο, απύθμενο, ακένωτο, που γεμίζει τους δίχως μάτια νόες υπεράφθονη χαρά και ιλαρότητα και αθάνατη ευφροσύνη, σαν ποτάμι αείροο που πηγάζει μυστικά από τη θεία εκείνη και υπερφυσική Ενάδα, η οποία βρίσκεται πάνω από τα πάντα, μέσα στην άβατη αποκρυφιότητα. Επιπλέον, το πόσο μεγάλο και πόσο ανεξιχνίαστο χύνεται από Αυτήν πέλαγος απερίληπτο άφατης αγαθότητας και αγάπης ανερμήνευτης και πρόνοιας ανεπινόητης με δύναμη απεριόριστη και σοφία ανέκφραστη, είναι κάτι το ακατανόητο και στους Αγγέλους, και σ' αυτά ακόμη τα Σεραφείμ, γιατί βρίσκεται πάνω από κάθε νου. Το ίδιο κι εκείνα τα οποία από την παρούσα ζωή συλλαμβάνομε, θα λέγαμε, με άρρητο λόγο και πραγματοποιούνται και κατά κάποιο τρόπο γεννιούνται τελικά και ολοκληρώνονται στο μέλλον, τα οποία και χερουβικό νου ακόμη ρίχνουν σε έκσταση, και αμυδρά ακόμη αν ήθελε κάπως να τα διανοηθεί. Ω αγαθότητα και βουλή Θεού και αγάπη και καλωσύνη, δύναμη και σοφία και θεία πρόνοια! Αληθινά, είναι μακάριοι εκείνοι που τους συγχωρήθηκαν οι ανομίες τους και εκείνοι που σκεπάστηκαν οι αμαρτίες τους. Και είναι μακάριος ο άνθρωπος που θα τον παιδαγωγησει ο Κύριος και θα τον διδάξει με το νόμο και το Πνεύμα Του.
50. Με τη δύναμη του Πνεύματος και της αλήθειας αποκαλύπτονται εκείνα που είναι αθέατα για όσους ζούνε στον κόσμο και δεν μπορούν να λάβουν το Πνεύμα το Άγιο, όπως είπε ο Κύριος. Για εκείνους όμως που κρίνουν σημαντικότερη την αναχώρηση και τη διαβίωση μακριά από τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, και που έλαμψε με τη θεία χάρη νοερό φως στους οφθαλμούς της καρδιάς τους από την εξ ύψους ανατολή του νοητού Ηλίου και τους ήρθε βοήθεια από το Θεό, ώστε να πραγματοποιούν αναβάσεις μέσα στις καρδιές τους και να καταλαμπρύνονται από τις θεοπτικές ελλάμψεις, από αυτούς, όπως είναι φυσικό, βλέπονται και μάλιστα ευκρινέστατα και αλλά πάμπολλα θεία και νοητά και άξια για πνευματική εποψία, αλλά επιπλέον και η μέλλουσα αιώνια και απαρασάλευτη αποκατάσταση όσων έζησαν οσιακά, όπως θα είναι όχι μόνο πάνω από την αίσθηση, αλλά και πάνω από το νου. Γιατί τότε θα αλλοιωθούν ολότελα, περνώντας με όλη την ύπαρξή τους στην πέρα από το νου κατάσταση και στη ζωή και τρυφή που υπερβαίνει κάθε έννοια, και ως θέσει θεοί ενώπιον τού φύσει Θεού θα τρυφούν και θα χαίρονται με τα υπερφυσικά αγαθά που προσφέρει ο άκρος και μόνος φύσει Θεός. Θα στέκονται γύρω από Αυτόν τελώντας πανίερα και όσο γίνεται αγιότερα τη θεία εκείνη και υπέρλογη εορτή και στήνοντας τη μία πανευφρόσυνη χαρά και πανήγυρη της πανένδοξης εκείνης απολαύσεως μαζί με όλες τις νοητές τάξεις των Αγγέλων. Και είναι μεγάλος και ασύλληπτος ο ποταμός εκείνος της αθάνατης αγαλλιάσεως των πανωραίων αγαθών. Αν δηλαδή η αισθητή καλλονή που φτάνει στο νου μέσω των αισθητηρίων, η περιορισμένη και ρευστή και όχι απλή, ούτε άκτιστη, έχει εντούτοις στην ψυχή τόσο ευχάριστη απήχηση, δεν είναι δύσκολο να δουν και να αντιληφθούν οί φρόνιμοι, αναλογιζόμενοι κατ' αναλογίαν, τι γίνεται όταν φτάσομε στα νοητά και σε όσα υπερβαίνουν τη νόηση, τα αόριστα κι όχι ρευστά, που πηγάζουν όπως όλα τα καλά και αγαθά από το Θεό και είναι άκτιστα και άναρχα, προορισμένα για ευφροσύνη και αγαλλίαση και θεία ζωή αντάξια εκείνου του αιώνα κι εκείνης της καταστάσεως.
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Ε΄
4. Άπειρα και απεριόριστα είναι όσα σκεπτόμαστε σχετικά με το Θεό. Ούτε σ' αυτά εντούτοις δεν μπορεί να δοκιμάσει την τέλεια χαρά ο νους, ο οποίος ζητά Αυτόν από τον οποίο προέρχεται. Γιατί το κάθε τι χαίρεται εκ φύσεως με το όμοιό του. Επειδή ο νους είναι ένας κατά τη φύση, αλλά πολλά σε σχέση με τα νοήματα, όταν τείνει και κατά κάποιο τρόπο κινείται προς το Θεό, ο οποίος είναι Ένα στη φύση και πολλά στην ενέργεια, είναι αδύνατο να χαίρεται ολοκληρωτικά πριν φτάσει στο εκ φύσεως απεριόριστο Ένα μέσω του Πνεύματος, αφού διαβεί κατά κάποιο τρόπο από τα πολλά. Άρα ο νους από τη φύση του μόνο στο Θεό χαίρεται ολοκληρωτικά. Αλλά και από τα όντα το καθένα χαίρεται κυρίως με το φυσικό του ιδίωμα· και φυσικό ιδίωμα του νου είναι να κινείται και να τείνει και να φτάνει και να χαίρεται ολοκληρωτικά μέσα στο Θεό μόνο, που είναι το απλώς και απεριορίστως Ένα.
5. Όλη η κίνηση οποιουδήποτε κτίσματος και μάλιστα του ίδιου του νου τείνει και αποβλέπει προς τη στάση και την ηρεμία, και το να σταθεί από την κίνηση του και να ηρεμήσει είναι σκοπός και παράλληλα και ανάπαυση για το κτίσμα. Ο νους όμως, όντας ένα από τα κτίσματα, όταν κινείται μέσα στα κτίσματα δεν μπορεί να κερδίσει τη στάση και την ηρεμία. Επειδή το κτιστό, κατάλληλα με τη φύση του, έχει δεχτεί την περάτωση αφού έχει λάβει αρχή, η αεικινησία του νου δίκαια θα υστερήσει και κατ' ακολουθίαν θα ζητήσει που να κινηθεί. Κι έτσι ο νους κάθε άλλο παρά θα ηρεμήσει ή θα επιτύχει το σκοπό του, ή θα πάψει να τον συνοδεύει η αεικινησία καθώς θα έχει εγκλεισθεί μέσα στα περιορισμένα και πεπερασμένα, πράγμα που απέχει πολύ από τη φυσική κατάσταση του νου που είναι ολοφάνερα αεικίνητος. Επομένως δεν είναι εύλογο να βρει ο νους ηρεμία ή να σταθεί, όταν βρίσκεται στα κτιστά. Πού λοιπόν θα χρησιμοποιήσει ο νους την ιδιότητά του, να στέκεται δηλαδή μέσω της κινήσεως κι έτσι να ηρεμεί και να ειρηνεύει και να δέχεται τη σίγουρη αίσθηση της ανάπαυλας, αν δέ βρεθεί μέσα σε κάτι άκτιστο και απεριόριστο; Και τούτο είναι ο Θεός, ο οποίος είναι το αληθινό και υπερκόσμιο Ένα. Σε αυτό λοιπόν το Ένα, το απεριόριστο, πρέπει ο νους να φτάσει με την κίνησή του, ώστε να βρει όπως πρέπει τη φυσική του ηρεμία μέσα σε νοερή ανάπαυση. Γιατί εκεί είναι η πνευματική στάση, η ξενότροπη ανάπαυση και το άπειρο πέρας όλων, και δέ λείπει διόλου η κίνηση σε κάθε νου που θα βρεθεί σ' εκείνο το Ένα αφού γίνει αόριστος και απέραντος και απεριόριστος και άμορφος και ασχημάτιστος και απολύτως απλός. Γιατί τέτοιο είναι το Ένα που λέμε, δηλαδή ο Θεός.
6. Αν ο Θεός, κατά τον Δαβίδ, κάνει τους Αγγέλους Του πνεύματα και αν όσους ανθρώπους γεννά το Πνεύμα τούς κάνει πνεύματα, όπως είπε ο Κύριος, άρα άγγελος γίνεται ο άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα μέσω της πραγματικής μετοχής του Πνεύματος. Αλλά βέβαια, έργο των Αγγέλων είναι να βλέπουν συνεχώς το πρόσωπο του Πατέρα μας στους ουρανούς, όπως είπε και τούτο ο Κύριος. Κι εκείνος λοιπόν που είναι ολοφάνερα μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, κατ' ανάγκην όταν ανυψώνεται όπως πρέπει, θα θεωρεί το πρόσωπο του Θεού. Γι' αυτό και ο Δαβίδ διδάσκει: «Ζητήσετε τον Κύριο και πάρετε δύναμη· αναζητήσετε το πρόσωπό Του συνεχώς». Δεν τηρεί λοιπόν το εύλογο και πρέπον εκείνος που έγινε μέτοχος του Αγίου και ζωοποιού και φωτιστικού και ερωτοποιού Πνεύματος, που έλαβε πείρα της άρρητης γεννήσεως από το Πνεύμα και που ανέβηκε σε αξία Αγγέλου κι έπειτα, από περιττή ευλάβεια, κάνει τη νοερή αίσθησή του προς το Θεό να κλείνει και να μη θέλει να ανυψώνεται προς το Θεό και τα θεία. Και αυτό, ενώ ο Κύριος προστάζει να μείνομε μέσα Του, αφού κι αυτός μένει μέσα σ' εμάς, και ο Δαβίδ λέει: «Πλησιάστε προς Αυτόν και φωτιστείτε». Και πράγματι αν έχομε πρόθεση να πράξομε τα πρέποντα και με συνέπεια προς αυτά, μέσα στο φως του Θεού Πατέρα, εννοώ το Άγιο Πνεύμα, θα δούμε το γύρω από το Θεό φως, δηλαδή τη θεία αλήθεια. Εκτός αν προτιμούμε από αμάθεια να μη στρεφόμαστε προς τις θείες ακτίνες.
7. Με τρεις τρόπους ανεβαίνει ο νους στη θεωρία του Θεού· με τρόπο αυτοκίνητο, ετεροκίνητο και μικτό. Ο πρώτος τρόπος εκτελείται με το νου, με χρήση της θελήσεώς του συνοδευμένης από τη φαντασία· η κατάληξή του είναι η θεωρία των σχετικών με το Θεό, τα οποία και οι αρχαίοι Έλληνες κάπως φαντάστηκαν. Ο δεύτερος τρόπος είναι υπερφυσικός και τελείται μόνο με τη θέληση και το φωτισμό του Θεοϋ· και τότε ο νους βρίσκεται ολόκληρος υπό την θεία κατοχή και αρπάζεται σε θειες αποκαλύψεις και γεύεται απόρρητα μυστήρια του Θεού και βλέπει την έκβαση των μελλόντων. Ο μικτός τρόπος συνάπτεται εν μέρει και με τούς δύο τρόπους. Όσο εργάζεται με τη δική του θέληση και φαντασία, είναι σύμφωνος με τον αυτοκίνητο τρόπο· και μετέχει στόν ετεροκίνητο, όσο ενώνεται με τον εαυτό του μέσω της θείας ελλάμψεως και βλέπει άρρητα το Θεό πέρα από τη νοερή ένωση με τον εαυτό του. Γιατί εκείνη την ώρα βγαίνει έξω άπ' όλα όσα θεωρούμε και λέμε σχετικά με το Θεό, καθώς δεν βλέπει ούτε την αγαθαρχία ή τη θέωση, ούτε τη σοφία ή τη δυναμοποιητική ισχύ ή την πρόνοια, ούτε άλλο τίποτε από τα θεία, αλλά είναι όλος γεμάτος από νοερό φώς και χαρά, την οποία ενεργεί το θεϊκό πυρ αναμιγμένο με αγάπη.
8. Ο νους που χρησιμοποιεί τη φαντασία του για να θεωρεί τα άρρητα, οδηγείται από την πίστη. Όταν δέχεται την έλλαμψη της χάρης, βεβαιώνεται με την ελπίδα. Και όταν τον αρπάζει το θείο φως, γίνεται ταμείο αγάπης προς τους ανθρώπους και πολύ περισσότερο προς το Θεό. Έτσι η τριπλή τάξη και κίνηση του νου με την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη γίνεται τέλεια και θεοποιός, βέβαιη και αμετάτρεπτη. Και όταν φτάσει σε αυτή την ευρυχωρία της ακροπόλεως, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, έχει ασφαλίσει τον εαυτό του στο φρούριο της αγάπης. Και τότε γίνεται ό,τι λέει ο Παύλος: «Η αγάπη όλα τα σκεπάζει, όλα τα υπομένει» για χάρη του αγαθού της πίστεως και της ελπίδας· «η αγάπη δεν πέφτει ποτέ», χάρη στη φλογερή ένωση και τον άρρητο σύνδεσμό της με το Θεό.
9. Σε κανένα κτιστό δε διακρίνεται το να είναι ένα. Ότι διαφέρουν το ένα από το άλλο, κατά κάποια διαφορά Ιδιότητας, αυτό το γνωρίζομε. Ως κτιστά όμως, δε διαφέρουν το ένα από το άλλο, επειδή καθένα έχει αρχή και πέρας και τελούν υπό την φύση και δεν είναι στην κυριολεξία απλό ένα. Γιατί μόνο το άκτιστο είναι πραγματικά Ένα, ως απλό, ως άναρχο, ως ατελεύτητο και απεριόριστο και γι' αυτό άπειρο, το οποίο είναι ο Θεός. Αν ο νους ατενίζει σ' Αυτό με τη μετοχή και τη βοήθεια του ζωοποιού Πνεύματος, δέχεται μέρα τη μέρα την αύξηση που πρέπει, καθώς έγινε ένας και απλός μέσα σε μια θεουργική κατάσταση. Γνωρίζει καλά ότι δίχως το Ένα και την ενατένιση προς Αυτό με τη χάρη του Πνεύματος, είναι αδύνατο να αποκτήσει τελειότερο νου. Και τούτο γιατί ο νους διασκορπίστηκε υποχωρώντας στον πολυσχιδή κόσμο και στα πάθη κι επομένως έχει ανάγκη από μια υπερκόσμια δύναμη —συνεπώς και από το υπερφυσικό Ένα στο οποίο να ατενίζει—, έτσι ώστε, αφού αρπαγεί από τον κόσμο των μεριστών (των κτιστών), να ξεφύγει από τα πάθη και τη διάσπαση και να επιτύχει τη θεοείδεια. Γι' αυτό και ο Κύριος παρακαλεί τον Πατέρα να είμαστε ένα οι πιστοί με τον Πατέρα και τον Υιό με τη χάρη του Πνεύματος, και μάλιστα έτσι, όπως Αυτοί είναι ένα (όχι όπως κακόδοξα εννοεί το ένα ο Σαβέλλιος), για να είμαστε τέλειοι, και με τη χάρη του ενοποιού Πνεύματος και με την ενοειδή θεωρία, μέσα στον ένα Θεό. Αυτό είναι για μας ολοφάνερα η πραγματική τελείωση, και αυτό είναι ο σκοπός και η αληθινή και μόνη ανάπαυση. Γι' αυτό και η φθονερή και μισάνθρωπη δαιμονική συμμορία, σπέρνοντας στο νου την πλάνη, διασκόρπισε την ενότητά του, όπως δεν έπρεπε, σε λατρεία πολλών θεών και δεν τον άφησε να έχει τη φαντασία του υπερκοσμίου Ενός, ώστε με τη λατρεία, την απόβλεψη και τη διαίρεση σε πολλά, να παρασύρει το νου να κινείται έξω από τη φύση του και να τον κάνει να επιθυμεί κάθε λογής πάθη και ψεύδη αντί την αλήθεια και την αρετή. Γι' αυτό το Άγιο Πνεύμα συμβουλεύει μέσω του Προφήτη: «Πλησιάστε προς Αυτόν —δηλαδή τον Ένα— και φωτιστείτε». Και άλλου λέει: «Εγώ είμαι ο Θεός ο πρώτος κι εγώ ο μετά από αυτά· δεν υπάρχει θεός εκτός από μένα». Και πάλι: «Άκουγε Ισραήλ· ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος». Γιατί το τρισυπόστατο της μιας Θεότητας δεν διαιρεί τη μία Κυριότητα, αλλά και τρία ακριβώς είναι τα Πρόσωπα, και πάλι όμως δεν είναι καθόλου λιγότερο Ένα κατά την ουσία, τη δύναμη, τη θέληση, την ενέργεια και τα άλλα ουσιώδη αγαθά. Άρα το να λατρεύομε το ενιαίο του Θεού και σ' αυτό να αποβλέπομε και να συναγόμαστε από τα πολλά με όλη μας τη δύναμη, είναι το θέλημα του Θεού και η τελείωση του νου, γιατί είναι εύρημα της αλήθειας και του θείου έρωτα κι επομένως είναι γέννημα της θεώσεως.
10. Αν το ψεύδος είναι πολυσχιδές ενώ η αλήθεια είναι ένα, άρα ο νους που ανυψώνεται με τη χάρη του Πνεύματος στο Ένα, το υπερκόσμιο, το ανώτερο απ' όλα, από το οποίο προήλθαν τα πολλά, αυτός ανυψώνεται στην ίδια την αλήθεια. Αλλά ο νους δεν μπορεί να ελευθερωθεί από τα πάθη, αν δεν τον ελευθερώσει η αλήθεια. Άρα ο νους ελευθερώνεται ανανεύοντας και τείνοντας με ενιαίο τρόπο προς το υπερκόσμιο Ένα. Και είναι η ελευθερία που αρμόζει πάρα πολύ στο νου για την απόκτηση απάθειας και θεόμορφης καταστάσεως και πνευματικής υιοθεσίας, και καθόλου η δουλεία. Γιατί ο δούλος, όπως λέει η Γραφή, δε γνωρίζει τι κάνει ο κύριός του. Και αν η άγνοια είναι γνώρισμα του δούλου, είναι φανερό ότι ο ελεύθερος γνωρίζει τα μυστήρια του Πατέρα και ότι επέτυχε να ανεβεί καλά και ωραία στο αξίωμα της υιοθεσίας. Γιατί όπως η άγνοια είναι ολοφάνερα το αντίθετο της γνώσεως, ετσι και η τάξη του δούλου είναι φανερά αντίθετη με την τάξη του υιού. Και αν όποιος αγνοεί είναι δούλος, άρα όποιος γνωρίζει είναι ελεύθερος ή, να πω, υιός· γιατί το Πνεύμα της αλήθειας, ελευθερώνοντας πραγματικά εκείνους στους οποίους θα έρθει, τους κάνει υιούς Θεού, όπως λέει ο Απόστολος: «Όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού». Αν λοιπόν το να ατενίζομε προς το υπερούσιο Ένα είναι η αλήθεια, και η αλήθεια χορηγεί στο νου την ελευθερία, και η ελευθερία είναι σαφές σημείο της θείας υιοθεσίας, και από το δώρο της υιοθεσίας ούτε μεγαλύτερο υπάρχει ούτε άλλο που να αρμόζει περισσότερο στη λογική φύση, άρα είναι πολύ λογικό και πάρα πολύ αναγκαίο ν' ανυψώνεται ο νους και να ενατενίζει και να συγκεντρώνεται με όλη του τη δύναμη προς το υπερκόσμιο Ένα, δηλαδή το Θεό.
11. «Ο Κύριος ο Θεός σου, λέει το Άγιο Πνεύμα, είναι ένας Κύριος». Έτσι εξάπαντος φροντίδα μας να είναι ν' ανυψώνομε με τη βοήθεια του θείου Πνεύματος το νου προς το υπερκόσμιο Ένα. Και μάλιστα δεν είναι θεμιτό να κηρύττει κανείς το Ένα αλλά ν' αποφεύγει τη στροφή και ενατένιση του νου σ' Αυτό. Γιατί ό,τι λέει το Άγιο Πνεύμα, αυτό και θέλει να νοούμε· και ό,τι νοείται, προς αυτό θέλει και να στρέφεται ο νους. Γιατί όταν δεν υπάρχει στροφή του νου προς το νοητό, ό,τι και να νοήσει ο νους είναι απόν, οπότε αναγκαστικά θα είναι μάταιη η διδασκαλία για το Ένα και γι' αυτό και η πίστη. Κι αν αυτό είναι άτοπο, είναι άρα άτοπο να μη διανοείται ο νους το Ένα με το να στρέφεται και ν' ανυψώνεται σ' Αυτό.
12. Αν είναι φυσικό εκείνα που προήλθαν από κάποια αιτία, και μάλιστα τα λογικά όντα, να ανυψώνονται και να αποβλέπουν στην αιτία τους με τάση επιστροφής, κι αφού όλα έχουν ως αιτία της δημιουργίας τους το Θεό, και ανάμεσα τους και ο νους, και αφού ο Θεός είναι το κορυφαίο και απλό Ένα, είναι λοιπόν φυσικό ο νους να στρέφεται και ν' ανυψώνεται και ν' ατενίζει πρός το κορυφαίο και απλό Ένα, την αιτία του.
13. Αν τα πάντα υπάρχουν από Αυτόν (το Θεό) και μέσω Αυτού και σε Αυτόν αποβλέπουν, και είναι και ο νους ένα από τα πάντα, άρα και ο νους δημιουργήθηκε από Αυτόν και μέσω Αυτού· και τούτο μάλιστα ισχύει περισσότερο απ' όλα για το νου, επειδή είναι εικόνα του Θεού. Γι' αυτό λοιπόν και ο νους οφείλει περισσότερο απ' όλα ν' ατενίζει σε Αυτόν. Η έκφραση «σε Αυτόν» σημαίνει ότι πρέπει να ατενίζει με τάση επιστροφής στο υπερκόσμιο Ένα. Άρα ο νους οφείλει ν' ατενίζει στο Ένα.
14. Από το Ένα προέρχονται τα πολλά κι όχι από τα πολλά το Ένα. Η κτίση είναι τα πολλά, άρα φανερά η κτίση προήλθε από Ένα. Κι εκείνο το Ένα είναι πάνω από την κτίση, ως Κτίστης και Δημιουργός. Όποιος λοιπόν θεωρεί την κτίση όπως πρέπει, θα καταλήξει με τη θεωρία του αναγκαστικά στο υπερκόσμιο Ένα. Γιατί στα αιτιατά, τα κτίσματα, υπάρχουν πάρα πολλά ίχνη της Αιτίας, με τα οποία αναγνωρίζεται Εκείνος που με τέχνη, σοφία, δύναμη και αγαθότητα παρήγαγε προνοητικώς τα πάντα όπως θέλησε. Γι' αυτό και ο Ησαΐας με έμπνευση του Πνεύματος λέει: «Σηκώστε τα μάτια σας και δείτε, ποιος τα έδειξε όλα αυτά». Το «όλα αυτά» το λέει για τα πολλά αιτιατά, ενώ το «ποιος» το λέει για να υψώσει το νου μας προς Εκείνον από τον οποίο προήλθαν αυτά, ο οποίος είναι κατά τη φύση Του απλό Ένα.
15. Συναθροίζεται και η κτίση σε ένα, αλλά αυτό είναι σύνθετο και πολυμερές και όχι άναρχο, αφού είναι κτιστό. Αυτό που δημιουργεί όμως είναι Ένα· κι όχι μόνο είναι ένα ως πρόξενο της συμφωνίας των πολλών και διαφόρων σε μια συνένωση του παντός και ένα σκοπό, αλλά επίσης είναι και άκτιστο ως πρωταρχική Αιτία. Ανεβαίνοντας διαδοχικά ο νους είναι ανάγκη να φτάσει σε κάτι που είναι η αρχή και η τάξη για τη φαινόμενη διάταξη και γένεση των όντων, την αρμονία και τη συνένωσή τους σε ένα· διαφορετικά θα προχωρεί επ' άπειρον, πράγμα άτοπο. Γιατί κάθε τι που κινείται και γίνεται, κάποτε δεν υπήρχε· κι ενώ δεν υπήρχε, έλαβε αρχή. Αν έλαβε αρχή και κινήθηκε, πρέπει ν' αναζητήσομε ποιο είναι εκείνο που το κίνησε και το έφερε στην ύπαρξη, το οποίο θα είναι και ακίνητο, αφού αυτό δίνει την κίνηση. Γιατί αν δεν είναι ακίνητο, ποιο κινεί αυτό που δε διατελεί κάτω από άλλη αρχή, αφού είναι άναρχο; Αν λοιπόν είναι ακίνητο, άρα είναι και αμετάβλητο, οπότε θα είναι πάντως και απλό, γιατί το σύνθετο υπόκειται στη μεταβολή, ενώ αποδείξαμε πώς αυτό είναι αμετάβλητο. Η σύνθεση είναι η αρχή της στάσεως και η στάση της διαλύσεως, η οποία είναι η έσχατη φάση της κινήσεως. Δεν υπάρχει λοιπόν εκεί σύνθεση, για να μην υπάρξει και στάση· ούτε στάση, για να μην υπάρξει και διάλυση· ούτε διάλυση, για να μην παρουσιαστεί μεταβολή και κίνηση γύρω από αυτό που είναι αμετάβλητο και ακίνητο, επειδή κινεί και αυτό δεν κινείται, οδηγεί στην ύπαρξη και αυτό δεν έγινε ούτε γίνεται. Αν λοιπόν είναι αμετάβλητο και ακίνητο, αναγκαστικά είναι ασύνθετο κι επομένως απλούστατο και απόλυτο υπερκόσμιο Ένα. Ανεβαίνοντας προς Αυτό ο νους, βγαίνει με όλους τους τρόπους έξω από όλα, επειδή αποβλέπει προς το Υπέρκαλο και επιθυμεί το πάνω απ' όλα, ή μάλλον Αυτό από το οποίο προήλθε το παν και προς το οποίο τείνουν όλα από τη φύση τους. Και όταν γίνει αυτό με τον τρόπο που πρέπει, τότε βέβαια ο νους ελευθερώνεται από τα πάθη. Γιατί εκείνος που υπερεκτείνεται και φτάνει πάνω και από τα υπέρκαλα, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να μείνει στο αίσχος των παθών. Γι' αυτό και ο ιερός Νόμος λέει: «Αυτό μόνο θα λατρεύσεις», δηλαδή το Ένα. Πρέπει επομένως να υψωνόμαστε προς το κορυφαίο Ένα, αν θέλομε και το νόμο του Θεού να εκπληρώνομε και από τα πάθη να είμαστε ελεύθεροι.
16. «Ο Κύριος μόνο τους οδηγούσε και δεν ήταν μαζί τους ξένος θεός». Βλέπεις τη δύναμη του Ενιαίου και Μοναδικού, πώς δεν ήταν μαζί τους άλλος θεός, αφού μόνος ο Κύριος τους οδηγούσε; Αλλά ο Κύριος οδηγεί εκείνους που ακολουθούν, όχι εκείνους που στρέφονται πίσω. Όποιον ακολουθεί κανείς, προς αυτόν και είναι στραμμένος. Αν ενδιαφερόμαστε λοιπόν να μην έχομε μαζί μας άλλο θεό, δηλαδή δαίμονα ή πάθος, ας ακολουθήσομε τον Ένα και Μοναδικό, με νοερή στροφή σ' Αυτόν, για να ειπωθεί δίκαια και για μας ότι «ο Κύριος μόνο τους οδηγεί, κι έτσι άλλος θεός δεν είναι μαζί τους».
17. Αν και προέρχονται τα πολλά από Ένα, προέρχονται όμως κατά διάφορο τρόπο το καθένα, επειδή και κατά διάφορο τρόπο προήλθαν τα όντα από την πρώτη Μονάδα. Άλλα από αυτά έχουν αρχή και είναι κτιστά, κι άλλα είναι άκτιστα και χωρίς χρονική αρχή. Αιτία βέβαια όλων με κάθε τρόπο είναι το υπερούσιο Ένα, αλλά στα πρώτα με τρόπο δημιουργικό και στα αλλά με τρόπο φυσικό. Και γι' αυτό δεν πρέπει με τον ίδιο τρόπο και σε ίσο βαθμό να τα πλησιάζομε και να δενόμαστε μ' αυτά. Αλλά όσα έλαβαν αρχή και δημιουργήθηκαν, πρέπει να τα πλησιάζομε όχι για αυτά καθ' εαυτά· όπως π.χ. στον καθρέφτη πλησιάζομε όχι για τον καθρέφτη, αλλά για τη μορφή και την εικόνα που δείχνει. Γιατί δεν μπορούμε να πλησιάζομε την κτίση προς τελείωσή μας για άλλο λόγο, παρά μόνο για το άκρο Ένα που προβάλλει μέσα σ' αυτή. Σε όσα πάλι είναι άναρχα και προήλθαν από το Ένα με τρόπο φυσικό, πλησιάζομε όχι για κάτι αλλο, αλλά γι' αυτά τα ίδια και για Εκείνο από το οποίο προέρχονται. Αυτά είναι που αξίζει πράγματι να πλησιάζομε καθ' εαυτά, και αυτών είναι κατά τρόπο άμεσο και φυσικό το κορυφαίο Ένα· ή μάλλον, αυτά ανήκουν στο άκρο και κορυφαίο Ένα κατά τρόπο άμεσο και, όπως είπαμε, φυσικό. Αυτά λοιπόν δεν πρέπει μόνο να τα πλησιάζομε, αλλά και να προσκολλόμαστε σ' αυτά και διά μέσου αυτών να σπεύδομε να μιμούμαστε και να αποτυπώσομε το πρώτο και ένα Καλό, ώστε έτσι με τη συνεργεία και τη βοήθεια της χάρης ν' αποκτήσομε το αξίωμα της κατ' εικόνα και ομοίωση δόξας του Θεού. Γι' αυτό, όταν παρατηρούμε ορθά τα όντα που προήλθαν από την Αιτία με τη δημιουργία, συμβαίνει να ανυψώνομε το νου μας στη θέα του Ενός και να τον ενώνομε με την ενιαία έννοια του υπερκοσμίου Ενός απόλυτα και απλά, αν βέβαια ο νους τα ατενίζει αυτά όπως πρέπει. Στην περίπτωση τώρα αυτών που προήλθαν από την Αιτία με τρόπο φυσικό, όταν ο νους πράττει σύμφωνα με αυτά ή παίρνει μορφή σύμφωνη με αυτά, είναι δυνατό μέσω αυτών να ενώνεται μ' εκείνο το απόλυτο Ένα. Γι' αυτό, από το σύνολο όσων προήλθαν από την Αιτία, είτε με τρόπο φυσικό είτε με δημιουργικό, ο νους συνηθίζει να συνάγεται προς το διάφορο από αυτά Ένα, φυσικώς ή πρακτικώς ή και θεωρητικώς βέβαια. Και ό,τι χρησιμοποιώντας ο νους, είτε ένα είτε πολλά, φυσικά ή δημιουργημένα, δεν το χρησιμοποιεί για το Ένα, ούτε για να συγκεντρώσει τον εαυτό του πρός το πρώτο Ένα και να ατενίσει προς Εκείνο με αγία μετοχή και βοήθεια του φωτίζοντος Πνεύματος κατά τρόπο απλό, ενοειδή και μονοειδή, αυτό του λογαριάζεται ως αμαρτία, ακόμη και αν η χρήση αυτή του φαίνεται σαν κάτι καλό. Γιατί όλα όσα δημιουργήθηκαν από το Ένα, οδηγούν στο Ένα όταν τα μεταχειριζόμαστε όπως πρέπει, όπως λέει ο μέγας Διονύσιος: «Κάθε φωτοφάνεια που δίνεται σ' εμάς από τον Πατέρα με αγαθότητα, μας ανυψώνει ως ενοποιός δύναμη και μας γεμίζει και μας επαναφέρει προς την ενότητα και τη θεοποιό απλότητα του συναγωγού Πατέρα· γιατί από Αυτόν προήλθαν τα πάντα και Αυτόν έχουν σκοπό τους». Αν όμως δεν οδηγούν στο Ένα, τότε είναι παρά τη φύση τους· και η χρήση τους, όταν δεν γίνεται όπως είπαμε, γίνεται έξω από τη λογική.
18. Υπάρχει πράξη που προηγείται της θεωρίας και υπάρχει πράξη που ακολουθεί τη θεωρία. Η μία εκτελείται σωματικά με σκοπό να χαλιναγωγήσει τις ορμές του σώματος και να το ασκήσει σιγά σιγά να φέρεται εύτακτα, για να δώσει τη δύναμη στο νου να περάσει ελεύθερα στα δικά του, τα οποία είναι τα νοητά, κι εκεί να εργάζεται με επιτυχία το ωφέλιμο σ' αυτόν. Η δεύτερη αρχίζει από το νου και την πνευματική νόηση και συνάγεται προς το υπέρ νουν, που είναι ο Θεός. Όταν προσεγγίσει σ' Αυτόν ο νους, φτάνει στό ένα, γιατί ο Θεός είναι Ένα. Και ο νους λοιπόν ενώνεται με τον εαυτό του σε ένα και γίνεται αδιαίρετος. Γιατί το Ένα, οταν το θεωρούμε, γίνεται πρόξενο της ενότητας και της θεόμορφης απλότητας, καθώς είναι ασυμβίβαστο να θεωρεί ο νους το Ένα και να μην είναι και αυτός απλό ένα. Όταν όμως ο νους βλέπει όντα χωρισμένα και σύνθετα, αναγκαστικά διαιρείται και γίνεται ποικίλος. Απλό Ένα είπα αυτό που υφίσταται καθ' εαυτό απλό. Επειδή ό,τι είναι ο νους, υπόκειται σε μεταβολή κατά την ενέργεια, ενώ στην ουσία του είναι απλός, είναι ανάγκη ο νους να είναι ένα και κατά την ενέργεια όταν βλέπει το Ένα. Αν όμως ο νους βλέπει το Ένα, αλλά ο ίδιος έχει διαιρεθεί τουλάχιστο σε δύο, τι θα κάνει το σκέλος εκείνο που είναι χωρισμένο από το άλλο που βλέπει το Ένα; Ή βλέπει δηλαδή κάτι άλλο, ή δεν βλέπει· κι αν δεν βλέπει, αυτό συμβαίνει ή γιατί δε θέλει, ή γιατί είναι αμβλυμένο, ή ίσως γιατί είναι φτιαγμένο για άλλο είδος δράσεως και όχι για την δράση. Αν υποθέσει κανείς ότι βλέπει κάτι άλλο, τότε είναι φανερό ότι ο νους δε βλέπει το απλώς Ένα, αλλά παράλογα βλέπει δύο- κι αφού βλέπει δύο, δεν μπορεί ο ίδιος να είναι ένα, γιατί χωρίζεται, όπως δείξαμε, σ' εκείνα που θεωρεί. Ας δούμε τώρα την περίπτωση, όπου το ένα σκέλος του νου να μη βλέπει, είτε γιατί δε θέλει, είτε γιατί είναι αμβλυμένο, είτε γιατί είναι στραμμένο σε άλλο είδος ενέργειας. Το πρώτο είναι αδύνατο, γιατί δεν είναι δυνατό να βρεθεί σε αργία ούτε ακαριαία για μια βραχύτατη στιγμή ο λογικός νους· το δεύτερο είναι άτοπο, γιατί αν ένα σκέλος είναι αμβλυμένο και άλλο οξύ, ο νους θα ήταν σύνθετος και όχι απλός, αφού θα αποτελούνταν από ανόμοια μέρη· το ίδιο θα συμβεί και αν το ένα σκέλος του βλέπει, ενώ το άλλο είναι στραμμένο σε κάποια άλλη ενέργεια, γιατί και τούτο παρατηρείται στα σύνθετα, μα είναι ολότελα απαράδεκτο να λεχθεί για το νου που είναι απλός. Γι' αυτό λοιπόν, αν ο ενιαίος και απλός νους παρατηρήσει το απλώς Ένα, είναι ένα κι αυτός κατά την ενέργεια· κι αν είναι απλώς ένα, τότε βλέπει το απλό Ένα. Οποιαδήποτε λοιπόν πράξη ή θεωρία οφείλει αναγκαστικά να κατευθύνεται προς το υπέρ νουν Ένα. Διαφορετικά, δε θα επιτύχει τίποτε, αλλά θα αποδειχτεί και μάταιη η πράξη και η θεωρία του νου. Θα φανεί δηλαδή ο νους πρόξενος παθών, καθώς θα βρίσκεται σε διαίρεση και δε θα κινείται ενοειδώς με αίσθηση ψυχής προς την ένωση με το υπέρ νουν Ένα. Η ένωση αυτή γνωρίζει να λαμπικάρει και να καθαίρει τη θεωρητική δύναμη του νου, η οποία ανυψώνεται και αποβλέπει προς το Ένα και προσηλώνεται σ' Εκείνο, από το οποίο και μέσω του οποίου προήλθαν και μέσα στο οποίο είναι τα πάντα, και μέσα στο οποίο και γίνεται και είναι και υπάρχει.
19. Το ακρότατο από όλα τα επιθυμητά είναι η υπέρλογη ένωση της ψυχής με το Θεό. Για τη θεία αυτή ένωση είναι απαραίτητη η θεία ομοίωση· για τη θεία ομοίωση είναι απαραίτητο να ενεργεί κανείς νοερά, δηλαδή να θεωρεί. Γιατί τέτοιο είναι και το Θείο και από το «θεωρείν» του δόθηκε το όνομα Θεός. Αλλά η θεωρία ανεβαίνει ευθύς στην έννοια του Θεού. Γιατί παντού και σε όλα εμβάλλει ο Θεός ένα είδος ακτίνες για τον θεωρητικό νου, και ο θεωρός νους έχει αντικείμενό του το Θεό. Και Θεός είναι το υπερκόσμιο Ένα. Η δε φύση του νου είναι να γίνεται όμοιος, κατά την ενέργεια, μ' εκείνα που βλέπει. Το δηλώνει τούτο η θεολόγος γλώσσα του θειοτάτου Γρηγορίου που λέει «να δούμε και να πάθομε τη λαμπρότητα του Θεού». Γιατί ό,τι έχει δει ο νους, αυτό και έχει πάθει, ή μάλλον τέτοιος έχει γίνει. Γιατί, όπως λέει ο Πέτρος ο Δαμασκηνός, ο νους βάφεται σύμφωνα μ' εκείνα που θεωρεί. Και όπως όταν βλέπει τα διαιρεμένα και ποικίλα διαιρείται κι αυτός και ποικίλλεται, κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ανεβεί στην ενατένιση του υπερκοσμίου και απλού Ενός, γίνεται ακολούθως και αυτός ένα, όπως προείπα. Όταν τώρα εισέλθει στο Ένα, τότε βλέπει το άναρχο και άπειρο και ασχημάτιστο και απλό, γιατί τέτοιο είναι το Ένα· για τούτο λοιπόν γίνεται και αυτός κατά την ενέργεια άναρχος, άπειρος, ασχημάτιστος και απλός. και αφού «πάθει» αυτή την αλλοίωση, εξομοιώνεται με το Θείο, όσο είναι δυνατόν. Και από εκεί επεκτείνεται προς το κορυφαίο όλων των επιθυμητών, τη θεία και υπέρλογη και άρρητη ένωση, που είναι ο έσχατος κατά Θεόν σκοπός. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο να βιάζεται ο νους να ανυψώνεται και να αποβλέπει με τη βοήθεια του Πνεύματος προς τη θεωρία και την ενατένιση του υπερκοσμίου Ενός.
20. Όταν ο νους βρίσκεται μέσα σε πολλά ή έστω και σε δύο, είναι φανερό ότι δε βλέπει το απλώς Ένα. Γι' αυτό και είναι περιορισμένος και πεπερασμένος και θαμπός, γιατί τέτοια είναι όσα δεν είναι απολύτως απλά. Όταν όμως έρθει σε ανέπαφη επαφή με το πραγματικά Ένα, ατενίζοντάς το με τη χάρη του Πνεύματος νοερά και χωρίς αισθητά μάτια, τότε γίνεται άναρχος, άπειρος, αόριστος, ασχημάτιστος και άμορφος, περιβάλλεται την αφωνία και ασκεί σιωπή μέσα σε έκπληξη· γεμίζει από ευχαρίστηση και «πάσχει» τα ανεκλάλητα. Μην πεις όμως ότι λέω πως ο νους γίνεται άναρχος και άπειρος και αόριστος κατά την ουσία του· όχι, αλλά γίνεται κατά την ενέργεια, αφού εκείνο που αλλάζει στο νου δεν είναι η ουσία του αλλά η ενέργεια. Γιατί αν άλλαζε κατά την ουσία με το να δει και να «πάθει» τη θέωση, δηλαδή να θεωθεί από τη θεωρία του Θεού, θα ήταν θεός κατά την ουσία. αλλά το να είναι θεός κατά την ουσία δεν το έχει ούτε και κανένας από τους Αγγέλους, εκτός από τον μόνο και ύψιστο και ένα Θεό. Αν λοιπόν είναι άτοπο να πούμε ότι ο νους θεώνεται κατά την ουσία του, απομένει να πούμε ότι αυτό το πάσχει με την ίδια την δράση. Άρα ο νους έχει στη φύση του να αλλοιώνεται όχι στην ουσία του, αλλά στην ενέργειά του. Εξάλλου αν μεταβάλλεται από τη φύση του ο νους, όπως είπαμε, ανάλογα με αυτά που θεωρεί, και αφού θεωρεί όχι τη θεία ουσία αλλά τη θεία ενέργεια, άρα ούτε ο ίδιος δεν αλλοιώνεται κατά την ουσία, αλλά κατά την ενέργεια.
21. Τα πάντα, μετά την έκλαμψή τους, ας πούμε έτσι, από το υπερκόσμιο Ένα, δεν απομακρύνθηκαν ολότελα από Αυτό, από το οποίο πήραν τη γένεση, αλλά σ' Εκείνο μέσα όπως έγιναν, έτσι και συγκρατούνται και τελειοποιούνται. Και δεν υπάρχει κανένα απ' όλα τα όντα, στο οποίο να μην υπάρχει απόρροια και κάτι σαν οσμή εκείνου του δημιουργικού και απόλυτου Ενός. Και όλα όσα μετέχουν στο είναι, μόνο που δεν κραυγάζουν υποδεικνύοντας, όχι το υπερκόσμιο Ένα (γιατί αυτό είναι εγκατεστημένο πάνω από οποιαδήποτε θεωρία ή νόηση), αλλά κάποια ακτίνα του υπερκοσμίου Ενός. Επειδή λοιπόν όλα κηρύττουν μεγαλόφωνα το Ένα και όλα κλίνουν προς το Ένα, και αυτό το υπερκόσμιο Ένα προβάλλει τον εαυτό του δια μέσου όλων των όντων στο νου, γι' αυτό είναι ανάγκη ο νους να χειραγωγείται και να ποδηγετείται και να κατευθύνεται προς το υπερκόσμιο Ένα. Από τη μια τον αναγκάζουν τα πολλά όντα με την πειστική φωνή τους· από την αλλη, επειδή το δημιουργικό Ένα, για το οποίο ήδη γίνεται λόγος, θέλει από περίσσεια αγαθότητας να το βλέπει ο νους, για να δέχεται μέσα σ' Αυτό τη ζωή, όπως λέει το ίδιο το ανέκφραστο Ένα: «Εγώ είμαι η ζωή», και: «Αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό». Κι όπως λέει αλλού η Γραφή: «Αναζητήστε με θέρμη το Θεό και θα ζήσει η ψυχή σας»· γιατί από την αναζήτηση προέρχεται η όραση, κι από αυτήν η ζωή. Και ακόμη, για να χαίρεται ο νους και να φωτίζεται και να ευφραίνεται, όπως λέει ο Δαβίδ: «Όλοι όσοι ευφραίνονται, έχουν την κατοικία τους σ' Εσένα», και: «με το φως Σου θα δούμε φως». Αλλιώς, γιατί δημιούργησε το νου θεωρό Του και γιατί διέσπειρε τα σχετικά με τον εαυτό Του σε όλα τα όντα, δια μέσου των οποίων, σαν από θυρίδες, προβάλλει με νοερή λάμψη στο νου και τον θέλγει με την έλλαμψη, κινώντας τον προς τον εαυτό Του;
22. Ο Θεός, ο οποίος είναι το τριαδικό αγαθό Ένα, ό,τι δημιούργησε, το δημιούργησε με τη θέλησή Του. Και βέβαια, ό,τι θέλει ο Θεός, είναι άκρο αγαθό, γιατί η αγαθότητα είναι φύση του Θεού. Δημιούργησε λοιπόν το νου θεωρό του εαυτού Του και των ιδιωμάτων Του, πράγμα που συνάγει σε ένα αυτόν που θεωρεί. Ήθελε λοιπόν ο Θεός να είναι ο νους θεωρός Του, και γι' αυτό είναι τούτο άκρως αγαθό. Ο Θεός είναι το απόλυτο και απλό Ένα, και είναι άκρως αγαθό, όπως αποδείχτηκε, ν' ατενίζει και να συνάγεται ενοειδώς ο νους προς Αυτό.
23. Αν είναι ένας και συμπτυγμένος ο καθολικός έρωτας, κατά τη διδασκαλία των σοφών στα θεία, είναι φανερό ότι και το εραστό είναι ένα. Γιατί αν ήταν δύο τουλάχιστον τα εραστά, ή θα υπήρχαν δύο έρωτες, ή θα μοιραζόταν σε δύο ο ένας έρωτας και δε θα μπορούσε να ονομαστεί ένας και συμπτυγμένος. Τώρα όμως, αφού ο καθολικός έρωτας λέγεται πώς είναι ένας και συμπτυγμένος, είναι ευνόητο ότι ένα είναι και το εραστό. Αλλά βέβαια προϋπάρχει το εραστό από τον έρωτά του, και δεν υπάρχει τρόπος πριν θεωρήσει κανείς το εραστό, να δοκιμάσει τον έρωτά του. Και ο έρωτας είναι έντονη αγάπη, την οποία απαιτεί να έχομε προς το Θεό τόσο ο φυσικός, όσο και ο γραπτός νόμος του Θεού. Ο φυσικός νόμος δηλαδή, πείθει τελείως το νου που επιμελείται το αγαθό, να επιδιώκει το Ανώτερο, το οποίο είναι ο Θεός, ενώ ο γραπτός νόμος του Θεού λέει: «Να αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου με όλη την ψυχή σου και με όλη την καρδιά σου και με όλη τη διάνοιά σου. Ο Κύριος ο Θεός σου είναι ένας Κύριος». Άρα λοιπόν και το εραστό είναι Ένα, δηλαδή η τριαδική Μονάδα· Αυτή μάλιστα οφείλει να προϋπάρχει για το νου από τον προς Αυτήν έρωτά του. Άρα ο νους πρέπει να επιθυμεί ν' ανυψώνεται προς το υπερκόσμιο Ένα, ώστε με την εύρεση και τη θεωρία Του να αναλάμψει και ο έρωτάς του γι' Αυτό και να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει εκπληρωτής τόσο του φυσικού νόμου, όσο και της εντολής, αγαπώντας, όπως είπαμε, τον Κύριο το Θεό του.
24. Είναι αδύνατο, όταν ο νους ανεβεί στο υπέρ νουν Ένα, να μη γίνει εραστής Του. Γιατί συναντά κάλλος άρρητο και ακατανόητο που πηγάζει από Αυτό, όπως από παντοκρατορική ρίζα. Οπότε ο νους, από τις θείες ελλάμψεις, μοιάζει με δίχτυ που κινδυνεύει να σχιστεί από το βάρος των πολλών ψαριών που έπιασε, κι εκπλήσσεται θεωρώντας το υπέρ νουν κάλλος και μεθά σαν από κρασί και σαν τρελός εξίσταται και κυριαρχείται από θαυμασμό που ξεπερνά κάθε σκέψη, μην μπορώντας να βλέπει κατάματα το υπέρκαλλο θέαμα του εξαίσιου κάλλους. Γι' αυτό και δένεται με τα δεσμά της αγάπης και φλέγεται από τη δίψα. Γιατί το υπέρ νουν Ένα είναι μοναδικό και από όλους κηρύσσεται ως πρωταρχικό αίτιο των πάντων, ως αρχή, ως τέλος, ως δύναμη συνεκτική του παντός. Αυτό είναι που από ξεχείλισμα καλλοποιού και αγαθοποιού δυνάμεως παρήγαγε τις ωραιότητες και τις αγαθότητες όλων των ωραίων και των αγαθών, ενώ το ίδιο στέκεται άπειρες φορές άπειρα πάνω από οποιαδήποτε καλλονή και αγαθότητα, επειδή είναι το υπερκόσμιο, ασύγκριτο Ένα. Είναι το μόνο εραστό από τη φύση Του πάνω από κάθε εραστό, επειδή είναι το μόνο απόλυτα Ωραίο και Αγαθό που είναι πάνω από κάθε ωραίο και αγαθό, και το μόνο κατά τη φύση και την τάξη αληθινά αγαπητό, ως αίτιο των πάντων. Είναι τόσο μέγα, όσο έχει ξεπεράσει όλα τα αγαπητά και εραστά χάρη στην υπερβολική καλλονή και αγαθότητα. Και είναι αληθινά υπερκόσμιο Ένα, ως το μόνο που υπάρχει αληθινά και παρέχει το είναι σε όλα τα όντα. Με τη βοήθεια του Πνεύματος λοιπόν, ας στραφούμε με το καλό, που λένε, στην εύρεση και τη γνώση του μοναδικού Ενός, από το οποίο πηγάζουν οι αρχές όλων και όπου καταλήγουν τα τέλη όλων. Και τότε οπωσδήποτε θα μας ανοιχτεί αυτόματα με τη χάρη του Χριστού η πύλη της θείας αγάπης και θα μπούμε στον τόπο αναπαύσεως του Κυρίου με ευφροσύνη και μεγάλη αγαλλίαση και θα γνωρίσομε βαθιά την απόλαυση του Ενός και θα γευθούμε τη θεία τρυφή, έχοντας γίνει κι εμείς ένα χωρίς να χωριζόμαστε ή να διαιρούμαστε σε πολλά, σύμφωνα με την παράκληση του Σωτήρα προς τον Πατέρα: «Να είναι ένα, όπως κι εμείς είμαστε ένα». Τότε λοιπόν θα είμαστε και ακριβείς τηρητές της εντολής που λέει: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την ψυχή σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου», και θα φτάσομε στην τελειότητα, κατά το ανθρώπινο μέτρο, όσο είναι δυνατό. Γιατί η αγάπη είναι το τέλος του νόμου, από την οποία κρέμονται όχι μόνο όλος ο νόμος και οι Προφήτες, αλλά και όλοι όσοι τελειοποιήθηκαν κατά Θεόν με τη δύναμη του Χριστού.
25. Σε κάθε τι που έχει στη φύση του να γίνεται ένα από το Πνεύμα, η διαίρεση αποτελεί μείωση. Γι' αυτό και ο νους, αν υφίσταται κάποια διαίρεση κατά την ενέργεια, βρίσκεται έξω από την κατά χάρη κατάσταση που του αρμόζει. Αυτό το παθαίνει επειδή βλέπει μερικά διάφορα· και όταν βλέπει προς διάφορα, δεν μπορεί να παραμείνει αδιαίρετος. Γιατί αν κάνει κάποιος αυτή την υπόθεση, δε θα μπορέσει να εξηγήσει πολύ εύκολα, χάρη σε τι ο νους της ησυχίας είναι διάφορος από το νου της συγχύσεως, και το νου των θεοφόρων θα τον θεωρήσει όμοιο με το νου εκείνων που ενοχλούνται από τα πάθη, πράγμα άτοπο. Αφού δηλαδή ο νους γίνεται κατά την ενέργειά του όμοιος μ' εκείνα που θεωρεί, κατ' ανάγκην όταν θεωρεί σύνθετα ποικίλλεται κι αυτός, κι όταν εκπίπτει από την απλότητα, δεν μπορεί να είναι αδιαίρετος. Ο διαιρεμένος όμως είναι κάθε άλλο παρά καθαρός από αμαρτία, οπότε και η ίδια η διαίρεση καθ' αυτήν θεωρείται αμαρτία από εκείνους που μπορούν να εμβαθύνουν σ' αυτά. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη η νοερή δύναμη του νου, με την ενατένιση προς το ανώτατο και υπερκόσμιο Ένα, να έχει γευθεί κατά τρόπο ενοειδή με τη νοερή αίσθηση το υπερφυσικό καλό, η κατάσταση της διαιρέσεως είναι τελείως έξω από τη χάρη. Πρέπει λοιπόν να κρατιόμαστε από το υπερκόσμιο Ένα και να ατενίζομε ολόψυχα σ' Αυτό και μόνο και μοναδικά, αν θέλομε να αποφύγομε τη διαίρεση και την ετερότητα. Ωστόσο δε θα μπορέσει ο νους να παραμείνει αδιαίρετος ούτε αν στραφεί προς κάτι που είναι ένα, αλλά κτιστό. Γιατί το κτιστό δεν μπορεί να λέγεται στην κυριολεξία απλό, αλλά είναι περιορισμένο και σύνθετο και πεπερασμένο, και γι' αυτό ούτε απλό ένα έχει δικαίωμα να ονομάζεται, ούτε απλή και μονοειδής είναι η ενέργεια του νου όταν ατενίζει σ' αυτό. Γιατί η ενατένιση του νου θα είναι περιορισμένη και πεπερασμένη και σύνθετη, όπως είναι και αυτό που θεωρεί, οπότε και θα εκπέσει από τη θεόμορφη χάρη που τον κάνει απλό και άναρχο, απεριόριστο και απέραντο, και θα βρεθεί έξω από το μυστικά και υπέρ νουν Ένα. Στερείται έτσι τη δόξα του, που είναι η ενοειδώς πραγματοποιούμενη απόλαυση της ιδιαιτερότητας και της αναρχότητας του αρχικού Ενός, η απεριοριστία, η απλότητα και η αμορφία. Και έτσι δεν κατορθώνει να «πάθει» την όραση του υπερφυσικού και πανάρρητου κάλλους. Πρέπει λοιπόν ο νους να ατενίζει και να τείνει ψηλά προς το άναρχο, το απλό και απεριόριστο και αληθινά Ένα. Και από Αυτό να επιθυμεί πολύ να καταφωτίζεται και να ενώνεται με την αρχισυναγωγική Μονάδα και για την ένωση αυτή να ενώνεται και με τον εαυτό του. Και έτσι όχι μόνο θα κερδίσει την αγάπη του Ανωτέρου επειδή έχει ομοιωθεί με Αυτό, όσο είναι δυνατό, κατά την αοριστία και την απλότητα και την έλλειψη μορφής και σχήματος, αλλά θα μπορέσει και αυτός ο ίδιος να αγαπήσει το υπέρκαλο και υπερφυσικό θείο κάλλος, επειδή ανυψώθηκε, όπως είπαμε, στην ομοίωση με Αυτό. αφού δηλαδή είναι συνηθισμένο να γεννιέται μία αμοιβαία αγαπητική διάθεση ανάμεσα στα όμοια, είναι φανερό ότι θα αγαπηθεί και θα ανταγαπήσει ο νους το Θεό. Γιατί το όμοιο είναι όμοιο με το όμοιο· και όπως η ομοιότητα μπορεί ν' αντιστραφεί, θα έχει οπωσδήποτε αντιστάθμισμα της αγάπης του την αγάπη του άλλου. Μεγαλύτερο γεγονός από αυτό μεταξύ Θεού και ψυχής δεν υπάρχει κανένα.
26. Ο νους τότε υπερβαίνει τη φύση του, όταν φτάσει τελείως το υπέρ νουν και αφού γίνει άμορφος και ασχημάτιστος και γενικά όλος αδιαμόρφωτος κατά τρόπο ένθεο, άναρχος και άπειρος, και ξεπεράσει την ίδια του την ένωση, που λέει ο λόγος. Όσο έχει μαζί του τη διανοητική του δύναμη, ακόμη και αν αυτή ασχολείται με τα θεία και νοητά, λέμε ότι κινείται και ενεργεί φυσικά και είναι στα όρια της φύσεώς του. Το υπερφυσικό όμως είναι πολύ ανώτερο από το φυσικό και βρίσκεται πάρα πολύ ανώτερα. Πρέπει λοιπόν να επιθυμεί και να σπεύδει να φτάσει στο υπερφυσικό, το οποίο και είναι κατά πολύ καλύτερο, σύμφωνα με την εντολή που λέει να επιδιώκομε με ζήλο τα ανώτερα χαρίσματα. Αλλά είναι βέβαια φανερό ότι, αν ο νους βρίσκεται στο υπερφυσικό, βρίσκεται στο Θεό. Γιατί ο Θεός βέβαια είναι αληθινά έξω από ολόκληρη τη φύση, επειδή είναι το πρωταρχικό και απλό Ένα. Πρέπει λοιπόν ο νους να ανυψώνεται προς το πρωταρχικό και απλό Ένα και να σπεύδει να ατενίζει και να ανάγεται σ' Αυτό, ώστε, αφού ανεβεί στο υπερφυσικό Ένα ξεπερνώντας τη φυσική του ενέργεια, να γίνει τελειότερος από το να στέκεται στην κατά φύση κατάστασή του.
27. Το καθένα από τα όντα χαίρεται και αναπαύεται φυσικά με τα ιδιαίτερα φυσικά του στοιχεία, τα οποία όλα προϋπάρχουν στο πρωταρχικό αίτιο κατά μία ενιαία αιτία. Τότε λοιπόν ο νους θα δοκιμάσει φυσικά αληθινές ευφρόσυνες και θα έχει όχι λίγη ηδονή και θα αναπαυθεί ολότελα, όταν ξεπεράσει κι εγκαταλείψει τα πάντα και αναθέσει τον εαυτό του στην ενική, αρχική και πρώτιστη εκείνη Αιτία και φτάσει με νοερή στροφή σ' Αυτή, από την οποία έχουν γίνει όλα και οι ιδιότητες όλων, και οι αρχές και τα μέσα και τα τέλη, και μέσα στην οποία υπάρχουν και κρατούνται τα πάντα και μέσω της οποίας οδηγείται στο σκοπό του το καθένα από εκείνα που δέχονται την τελειοποίηση, και χάρη στην οποία ευδαιμονούν όσα ευδαιμονούν. Από Αυτήν έχει δημιουργηθεί και ο ίδιος ο νους τέτοιος που είναι. Γιατί κατά κάποιο τρόπο ο νους επιστρέφει προς τον εαυτό του όταν επιστρέφει προς εκείνη, την Κυρία και Αιτία των πάντων, που είναι το αληθινό πρωτότυπό του. Κι επειδή το καθένα αγαπά φυσικά τον εαυτό του και αυτό πιο πολύ συμβαίνει με το νου, ως εικόνα υπέρκαλλη του ασύλληπτου κάλλους του υπέρ νουν Ενός, αυτός επιθυμεί υπερβολικά να ατενίζει επιστρέφοντας στο Αίτιό του, γιατί καθώς είπαμε, βλέποντας εκεί βλέπει και υπεραγαπά τον εαυτό του. Εξάλλου υπάρχει στο καθένα μια φυσική αγαπητική στοργή προς εκείνο από το οποίο προέρχεται, όπως και αντίστροφα κατέχει τους γεννήτορες έρωτας προς αυτά που γέννησαν. Γι' αυτό, από την επιστροφή προς το Ένα, το αίτιο των πάντων, πηγάζει άφθονα κάποια άρρητη ηδονή. Γιατί έτσι, όπως είπαμε, ο νους επιστρέφει και προς τον εαυτό του. Αφού εκεί προϋπάρχουν οι όγοι όλων, επειδή είναι η αιτία τους, επομένως κι ο νους που και αυτός είναι ένα από όλα, ενυπάρχει στο πάνω από το νου Ένα, επειδή Αυτό είναι το αρχέτυπο αίτιό του.
28. Όπως από το υπερούσιο Ον προήλθε κάθε ουσία, και κάθε φύση από το υπέρ τη φύση, και από το άχρονο και ασύνθετο προήλθαν τα έγχρονα και τα σύνθετα, και από το άκτιστο δημιουργήθηκαν τα κτιστά, έτσι και κάθε μορφή δημιουργήθηκε από το άμορφο, και από το υπερκόσμιο Ένα έγιναν τα πολλά ορώμενα. Εκείνος λοιπόν που δεν ασχολείται και δεν ατενίζει προς το άμορφο Ένα σαν να κρέμεται από αυτό, αλλά προς κάτι άλλο απ' όσα είναι κτιστά κι έχουν μορφή, αυτός έβαλε το ασυγκρίτως κατώτερο παραπάνω από το υπερκείμενο και ίσως να πλησιάζει τους ειδωλολάτρες. Γιατί εκείνο με το οποίο ασχολείται κανείς και στο οποίο ατενίζει, αυτό και επιθυμεί· κι ό,τι επιθυμεί, από αυτό έχει νικηθεί. Σ' εκείνο όμως από το οποίο έχει κανείς νικηθεί, σ' εκείνο και έχει υποδουλωθεί. Και πράγματι αυτός λατρεύει την κτίση αντί τον Κτίστη. Γιατί ο νους του κάθε ανθρώπου έχει υποδουλωθεί και λατρεύει και αγαπά εκείνο στο οποίο ατενίζει και με το οποίο ασχολείται. Αν λοιπόν η ασχολία και ενατένιση πέρα από το απλό και άμορφο Ένα προκαλεί τέτοιο ολίσθημα, ας είναι όλη η σπουδή και η επίγνωσή μας προς το άμορφο και απλό Ένα με νοερή στροφή και ανάταση, όπου βρίσκονται οι θησαυροί όλης της γνώσεως. Και όταν φτάσομε εκεί, άρχεται η ανάπαυση ή η παύση κάθε θεωρίας και η στάση της νοήσεως και η υπέρλογη σιγή και η ανεκδιήγητη αγαλλίαση μέσα σε μεγάλο θαυμασμό.
29. Όλα τα όντα επιθυμούν το είναι, και η αιτία του είναι των πάντων, βρίσκεται στο Ένα που είναι πάνω από το είναι. Επομένως όλα τα όντα, και μάλιστα τα λογικά, όταν κινούνται ορθά και όπως πρέπει, επιθυμώντας το είναι, επιθυμούν το πάνω από το είναι Ένα. Άρα ο νους που δεν ανυψώνεται προς το πάνω από το είναι Ένα κι ούτε το επιθυμεί, κινείται με τρόπο διάστροφο και σφαλερό και εκπίπτει από το αξίωμά του, το οποίο είναι η επίγνωση του πάνω από το είναι Ενός και η προς αυτό ιερότατη υπέρλογη ενοειδής ένωση και αγάπη.
30. Τα αίτια έχουν πολύ περισσότερο τις καλλονές που έχουν τα αιτιατά τους. Αίτιο των πάντων γενικά είναι το υπερούσιο Ένα. Αν λοιπόν ο νους στραφεί σε κάποιο από τα μετά το υπερούσιο Ένα, νομίζοντάς το καλό ή με κάποιο τρόπο άξιο για νοερή έλξη, τότε φανερά ο σκοπός του απέτυχε, γιατί αγαπά βέβαια κάτι καλό, όμως από αγνωσία και ραθυμία δεν κινείται προς το πρώτο και κύριο υπερούσιο Ένα —με τη μετοχή του οποίου όλα τα καλά είναι καλά—, αλλά κινείται προς εκείνα που χάρη σε Αυτό μετέχουν στην καλλονή. Ο νους όμως που εξετάζει επιτυχώς, κατευθύνει την ανάβλεψη της διάνοιάς του προς το υπερούσιο Ένα, διακρίνοντας καθαρά ότι θα επιτύχει με περίσσεια εκείνο που ποθεί, γιατί με αυτή τη νοερή ενατένιση φτάνει στο αίτιο, και ότι κανένα άλλο έκτος από το υπερούσιο Ένα δεν μπορεί να του μεταδώσει κάτι από τα δικά του ή οποιοδήποτε άλλο καλό. Κι αν ακόμη νομίζει ότι υπάρχουν μερικά που έχουν τη δύναμη να του μεταδώσουν από τα δικά τους, κι αυτά όμως δεν είναι στη φύση τους να παραμένουν για πάντα μέσα στον εραστή νου. Τούτο είναι δοσμένο στο Άγιο Πνεύμα μόνο να το πράττει και να ενεργεί όπου θέλει και οπουδήποτε, επειδή έχει την κυριότητα και είναι φύση κυριαρχική και Πρόσωπο της τρισυπόστατης Μονάδας. Άρα λοιπόν ο νους πρέπει να στρέφεται προς το υπερούσιο Ένα, όπου υπάρχει όχι μόνο η πηγή κάθε αγαθού, αλλά και η αναφαίρετη διανομή των χαρισμάτων.
31. Όλα τα όντα από τη φύση τους επιθυμούν το αγαθό. Το πραγματικό όμως αγαθό είναι ένα, αν και πολλά λέγονται αγαθά. Ολότελα αγαθό και ας πούμε παντέλειο δε θα βρεις κανένα μέσα στα πολλά, αλλά λεγόμενο μόνο κατά κάποια μετοχή αγαθού, μετέχοντας δηλαδή στο αγαθό του υπερουσίου αγαθού Ενός και μη έχοντάς το από τον εαυτό του. Γιατί μόνο εκείνο το υπερούσιο Ένα είναι ολότελα αγαθό και υπεράγαθο και πηγή κάθε αγαθότητας και μεταδοτικό των χαρισμάτων Του και στρέφει φυσικά προς τον εαυτό Του κάθε ουσία και ύπαρξη, κάθε έξη, δύναμη, κίνηση, ενέργεια, ιδιότητα και οποιαδήποτε καλλονή και αγαθότητα. Και γενικά, όλα τα όντα και όσα θεωρούμε γύρω από τα όντα, φανερώθηκαν δημιουργικά από εκεί, από το υπερούσιο Ένα. Γι' αυτό, ο νους που κατευθύνεται προς κάτι άλλο και όχι προς το υπερούσιο απλό Ένα, κινείται σφαλερά. Γιατί κινείται ίσως προς κάποιο αγαθό, όχι όμως προς το κυρίως και τελείως Αγαθό, το οποίο με το υπερβολικό αγαθοποιό ξεχείλισμά Του κάνει αγαθά και τελειοποιεί όσα έχουν ανάγκη να γίνουν αγαθά και να τελειωθούν.
32. Ο νους των πολλών, καθώς από ανοησία βρίσκεται σε κατάσταση διαιρέσεως και διασπάσεως από πολλά, δε γνωρίζει το αγαθό, το απλώς Ένα, ούτε το ζητεί, ούτε ασχολείται με Αυτό. Γι' αυτούς λέει και το Πνεύμα μέσω του Δαβίδ: «Πολλοί ρωτούν, ποιος θα μας δείξει τα αγαθά;». Δε λένε «το αγαθό», και πολύ εύλογα, γιατί «μεριμνούν και τυρβάζουν» για πολλά, ενώ χρειάζεται ένα. Του Ενός αυτού η μερίδα είναι αγαθή, κατά τον άγιο λόγο του Θεού, αλλά ή την παρέβλεψαν από άγνοια ή τη ζημιώθηκαν από αμέλεια, κι ούτε καν διανοήθηκαν να ζητήσουν το πιο πολύτιμο απ' όλα. Εκείνοι όμως που είχαν οδηγό και παιδαγωγό το Δαβίδ και έκριναν πως έπρεπε ν' ακολουθήσουν τα ίχνη του, λένε: «Αποτυπώθηκε σ' εμάς το φως του προσώπου Σου, Κύριε», δηλαδή η γνώση Σου εικονίστηκε σ' εμάς όπως μέσα σε καθρέφτη. Έτσι λοιπόν, ο ακαλλιέργητος και πολύς λαός χαίρεται στα πολλά αγαθά. Και έτσι καταλάμπονται εκείνοι που ζουν πνευματικά, καθώς δέχονται υπερκόσμια το φωτισμό της γνώσεως για το ενιαίο και τέλειο Αγαθό.
33. Όπως η ορμή του νερού είναι μεγαλύτερη αν χύνεται όλο μαζί κι όχι διαιρεμένο και χωρισμένο σε πολλά ρεύματα, Ετσι και η ενατένιση του νου και η κίνησή του και η επιθυμία του θα είναι δυνατότερη, αν προχωρεί όχι χωρισμένη σε πολλούς και ποικίλους τρόπους, αλλά ενοειδώς και χωρίς διαίρεση. Αυτό γίνεται με τρόπο φυσικό στην ανύψωση και ενατένιση και θεωρία προς το υπερκόσμιο και τέλειο Ένα. Γιατί πράγματι το υπερκόσμιο και απλούστατο Ένα έχει την ιδιότητα να συνάγει. Και όταν αξιωθεί ο νους να το θεωρεί, είναι εύλογα αδύνατο να μην πάρει σαν άλλη εικόνα την ίδια μορφή με Αυτό και να μη γίνει μονοειδής, απλός, άχρωμος, άμορφος, άποιος, αψηλάφητος, αόριστος, άπειρος, ασχημάτιστος, και γενικά είναι αδύνατο να μη γίνει υπερκόσμιο ένα, ακτινοβολώντας από τις ακτίνες του θείου και υπερκόσμιου έρωτα, έχοντας άποκαλυμμένη τη μυστική γνώση, στεφανωμένος με την απουσία λέξεων και εννοιών που ξεπερνά το λόγο και τη νόηση, και απολαμβάνοντας πνευματική αγαλλίαση και ουράνια ευφροσύνη. Φυσικά αλλοιώνεται προς το θειότερο και ενδύεται θεία μορφή, παίρνοντας δηλαδή πνευματικά τη μορφή του απλού και ασχηματιστου και άμορφου και Ενός και όλων όσα προαναφέραμε. Αν όμως δε γίνει αυτό και δεν «πάθει» αυτή τη θεία αλλοίωση, δεν ήρθε ακόμη σε επαφή και φαντασία του υπερκοσμίου Ενός. Γιατί ο Θεός είναι Ενάδα ενοποιός και Νους πέρα από νόηση. Και τότε ο νους Τον φαντάζεται υπερκόσμια, όταν μαζί με όσα είπαμε παραπάνω γίνει και ένα πάνω από κάθε νόηση, κι αυτό του συμβεί με τη φαντασία του Θεού.
34. Η τριαδικότητα της υπερούσιας Θεότητας συνάχθηκε υπερφυσικά σε μοναδικότητα. Γιατί ο Θεός είναι Μονάδα τρισυπόστατη. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να γίνει η ψυχή τέλειο ομοίωμα του Θεού σαν εικόνα Του αν, ενώ είναι και αυτή τριμερής, δε γίνει υπερφυσικά ένα με τον εαυτό της. Λέω τριμερή την ψυχή όχι κατά τη διαίρεσή της σε λογιστικό, θυμικό και επιθυμητικό —δεν έγκειται σ' αυτό κυρίως το τριμερές της ψυχής. Γιατί δεν έχει μεγάλη οικειότητα η λογική ψυχή με την επιθυμία και το θυμό. Αυτά τα έχομε παραλάβει από το μη λογικό μέρος και υπάρχουν καταχρηστικά για την παρούσα ζωώδη βιοτή και είναι άλογα και σκοτεινά καθ' εαυτά, ενώ η ψυχή είναι λογική και η φύση της είναι γεμάτη από φώς νοερό. Πρέπει κυρίως να πούμε ότι στην ψυχή ανήκουν εκείνα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να ενεργήσει τα ιδιώματά της. Χωρίς θυμό όμως και χωρίς επιθυμία ενεργεί· και μάλιστα τότε ενεργεί αληθινά, όταν ενεργεί χωρίς αυτά. Δεν είναι λοιπόν πραγματικά αυτά μέρη της ψυχής, αλλά όπως είπα είναι δυνάμεις της ζωώδους και γήινης καταστάσεως που υφίστανται παράλληλα με αυτή. Γιατί η λογική ψυχή που βλέπει νοερά τα άνω και φαντάζεται τα νοητά και ανυψώνεται πάνω από τον εαυτό της και αναπηδάει ας πούμε προς τα άνω, απορρίπτει μακριά σαν μάταιη φλυαρία την επιθυμία και το θυμό, αφού δεν εχει που να τα μεταχειριστεί εκεί, όπου κυριαρχεί η απλότητα και το άμορφο και ασχημάτιστο, το άχρωμο και αδιαμόρφωτο και όλα τα άλλα, όσα απαιτούν νου ελεύθερο κι ολότελα απλό. Τριμερής είναι η ψυχή όχι ασύμφωνα με την απλότητά της, επειδή είναι νους και χρησιμοποιεί το λόγο και το πνεύμα, τα ολότελα ιδιαίτερα στοιχεία της που λιγότερο από κάθε άλλο φθείρουν την απλότητά της. Όπως και το τριαδικό της εναρχικής Θεότητας, της οποίας όμοια εικόνα αποτελεί η ψυχή, δεν είναι εμπόδιο στο ενιαίο Της και στην απλότητά Της, αλλά και απλό, υπερούσιο Ένα ακριβώς είναι η Θεότητα, και παρ' όλα αυτά ασφαλώς είναι Τριάδα. Όταν λοιπόν αυτά που είναι η ψυχή, δηλαδή ο νους (γιατί είναι νους, και νους στο σύνολό της η ψυχή), ο λόγος και το πνεύμα, γίνουν με τρόπο υπερφυσικό ένα, μας δίνουν την καθ' αυτό ομοίωση με την τρισυπόστατη μία Θεότητα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά μόνο από την ανάβλεψη και τη θεωρία της υπερφυσικής τριαδικής Μονάδας. Γιατί Αυτή είναι που δημιούργησε τέτοια και την ψυχή και πεσμένη την επαναφέρει σ' αυτή την κατάσταση. Χωρίς την ενατένιση και τη θεωρία προς Αυτή, είναι αδύνατο να γίνει τούτο στην ψυχή. Αν όμως αυτό δεν γίνει και δεν επανέλθει η θεία ομοίωση, θα είμαστε ελλιπείς. Αυτά λέγονται για το θεωρητικό μέρος και την αλήθεια, τα οποία μάλιστα είναι πιο άξια επιδιώξεως και χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατό να προχωρήσομε στην κατάσταση της απάθειας. Γιατί όπως πρέπει να είμαστε με την πράξη στο αγαθό, προκειμένου να είμαστε μεταξύ των απαθών, έτσι πρέπει να είμαστε με τη θεωρία στην αλήθεια, προκειμένου να είμαστε θεοειδείς, λατρεύοντας το Θεό των όλων και επιθυμώντας να γίνομε και να είμαστε θέσει θεοί με τη θεμιτή ομοιότητα του Αρχετύπου. Αφού βέβαια είναι ανάγκη να γίνομε ένα για την ομοίωση με το υπερκόσμιο πρωτότυπο Ένα, κι αυτό μπορεί να μας το προξενήσει η ανάβλεψη προς αυτό το υπερκόσμιο Ένα και η θεωρία και η ανάταση και η νοερή στροφή κι η αμετακίνητη ενατένιση προς αυτό το Ένα. Πρέπει επομένως με κάθε τρόπο να προσπαθούμε να ατενίζομε προς το πάνω από κάθε διάνοια υπερκόσμιο Ένα και από Αυτό να εξαρτούμε ολόκληρο τον εαυτό μας με κάθε επιμέλεια, με όλη την καρδιά και την ψυχή μας· να τρέφομε μέσα μας τον έρωτα του υπεραπλού, υπερκοσμίου Ενός και Μόνου, ώστε αυτός ο έρωτας να γίνει τα άγια φτερά της προς Αυτό νοερής ανωφορίας μας. Κι έτσι πάντοτε, μέσα σε μια άμορφη ενοειδή κατάσταση, σαν σε αέρα, θα είμαστε μαζί με τον Κύριο, τον πραγματικά Ένα, και θα υμνούμε την Τριάδα τριαδικά, νοερά δηλαδή, λογικά και πνευματικά, και προς Αυτήν θα μένομε, όπως είναι επόμενο, εκστατικοί και έκπληκτοι και διά μέσου της ενώσεως με τον εαυτό μας θα ενωνόμαστε ενοειδώς με το Ένα, με τρόπο που ξεπερνά κάθε ένωση.
35. Η αισθητή μονάδα είναι η αρχή κάθε πλήθους που μπορεί να αριθμηθεί. Και η υπερκόσμια Μονάδα είναι η αρχή κάθε δρωμένου και νοουμένου πλήθους και κάθε όντος. Όπως λοιπόν κάθε αριθμός έχει την αρχή του από τη μονάδα, έτσι και το οποιοδήποτε ον προέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο από το υπερκόσμιο Ένα, σύμφωνα με μια αιτία είτε φυσική είτε δημιουργική. Αλλά η θέση της αριθμητής μονάδας, αφού είναι αισθητή, είναι σύμφωνη με τη φύση της: αφού είναι η αρχή όλων όσα αριθμούνται, η αίσθηση όταν αριθμεί τη θέτει πρώτη. Όμως στο υπερκόσμιο Ένα, επειδή είναι υπέρ νουν, παρατηρείται το αντίθετο. ενώ είναι Μονάδα που προϋπάρχει από όλα, ο νους τη θέτει ύστερα από όλα. Γιατί κανένας νους δεν έχει μπορέσει να θέσει ως αρχή το υπερκόσμιο Ένα και από Αυτό να προχωρήσει στα πολλά, αλλά αντίθετα, από τα πολλά ανεβαίνει και συνάγεται προς Εκείνο. Στην προηγούμενη περίπτωση είναι αναγκαίο το αριθμητό ένα, για να προχωρήσει η αίσθηση στα πολλά, διαφορετικά δεν είναι δυνατό να αριθμεί ή να προχωρεί όπως θέλει. Εδώ όμως είναι αναγκαία στο νου τα πολλά, για την ανάβαση μέσω αυτών προς το υπερκόσμιο Ένα και τη σύμπτυξη κατά κάποιο τρόπο του εαυτού του, γιατί από πουθενά αλλού δεν μπορεί να ανεβεί όπως θέλει στη φαντασία του υπερκοσμίου Ενός. Έτσι λοιπόν ο νους, χρησιμοποιώντας οικεία τάξη και πορεία, κάνει αρχή από τα πολλά και καταλήγει στο υπερκόσμιο και κορυφαιότατο Ένα. Επειδή το σύμφωνο με την αίσθηση αριθμητό ένα είναι ευνόητο και ευκαθόριστο, η αίσθηση το βάζει και στη θέση πρώτο, όπως απαιτεί η φύση του. Η Μονάδα όμως που αναζητεί ο νους, επειδή είναι υπερκόσμια και υπερφυσική και διαφεύγει τη νόηση, είναι πολύ μακριά και από τη φυσική Της θέση, ώστε να αρχίσει από έκείνην ο νους, αλλά μάλλον, ως υπερφυσική, τη βρίσκει υπερφυσικά όχι ως αρχή αλλά ως τέλος, μετά τη διέλευσή του από τα πολλά και την ας πούμε αρίθμησή τους. Γιατί, αφού ο νους έχει ως φυσική ικανότητά του το νοείν, το υπερκόσμιο όμως Ένα είναι ακατάληπτο καθ' εαυτό και απρόσιτο, η δραστηριότητα του νου κλίνει προς τα πολλά και ακουσίως ακόμη, επειδή ο νους μήτε μπορεί να πάψει να νοεί, μήτε έχει τη δύναμη να συλλάβει το κορυφαίο και υπερκόσμιο Ένα. Κοιτώντας λοιπόν ο νους στα πολλά, στο καθένα από όλα αυτά τα πολλά ενορά κάτι νοητό, όχι τι είναι στην ουσία του, αλλά ότι είναι γνώρισμα κάποιου Ενός. Έπειτα, συγκεντρώνοντας από κάθε ορατό το νοητό στοιχείο που προβάλλεται και βλέποντάς τα μεταξύ τους ως ομόλογα κι όχι συγκρουόμενα και ότι όλα είναι όπως τα άνθη μιας ρίζας και ενός βλαστού, προχωρεί στη συνέχεια από τα πολλά στο κορυφαιότατο Ένα, από το οποίο προέρχονται τα πολλά και τα πάντα, και κατά φυσικό τρόπο ανεβαίνει από τα φυσικά όντα στην υπερφυσική τάξη, καθρεφτίζοντας μέσα του το υπερφυσικό και υπερούσιο Ένα, όσο βέβαια γίνεται να βλέπεται ενοειδώς το υπερφυσικό από τα φυσικά. Τότε λοιπόν, όταν ο νους ανείπωτα θεωρήσει την πηγαία ανάβλυση και πρόξενο όλων των αγαθών και των ωραίων κι αφού απολαύσει το υπερούσιο Ένα, δεν επιστρέφει πια με τη θέλησή του προς τα πολλά, αν και είναι καλά και μετέχουν στο αγαθό. Επειδή δηλαδή ο νους εκ φύσεως αγαπά υπερβολικά το καλό, δεν απομακρύνεται θέλοντας από το πάνω απ' όλα, εκτός αν αυτό του συμβεί από κάποιο περιστατικό. Αλλά επειδή κάθε ον συμπεριφέρεται διαφορετικά και η νοερή όρασή του είναι διαφορετική και με διάφορους τρόπους ανυψώνεται δια μέσου των όντων προς το υπερκόσμιο και υπερφυσικό Ένα, πρέπει, όπως νομίζω, να εκθέσω μεθοδικά ενα σύντομο τρόπο για την άνοδο από τα πολλά στο υπερούσιο και υπερφυσικό Ένα. Έτσι ώστε, ανεβαίνοντας ο νους σταδιακά, να εκτελεί την κίνησή του ασφαλέστατα και να αντιληφθεί σε τι η κίνηση του αυτή είναι ελλιπής, ή αν πραγματικά είναι σ' αυτό που πρέπει να είναι και πόσο αυτό το απολαμβάνει και ποιο είναι αυτό που τον κάνει να αστοχεί και τον απομακρύνει από εκείνη την καλλονή και την ανάβαση και το θείο συμπόσιο· και πώς πάλι θα γίνει να επιστρέψει κανείς εκεί από όπου εξέπεσε. από αυτό μάλιστα θα μάθει και την ομίχλη των παθών και τη διαύγεια της καθαρής καρδιάς, θα δει σαν μέσα σε καθρέφτη ποια είναι η επίγνωση της αλήθειας, θα μετάσχει στα επουράνια θεάματα, θα αισθανθεί τη θεία αίσθηση, δε θα του διαφύγει η πνευματική πρόοδός του ή ίσως η οπισθοδρόμησή του, θα αποκτήσει τη γνώση πολλών αξιοθαύμαστων και θα κατανοήσει ποιος είναι ο σκοπός της ησυχίας και του εγκλεισμού. Λέμε λοιπόν τα εξής: Όλα τα όντα διαιρούνται σε αισθητά κτιστά, νοητά κτιστά, νοητά άκτιστα και στο άκτιστο, υπερούσιο και υπέρ νουν Ένα. Καθώς το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, στρέφεται σ' αυτά και τα παρατηρεί με προσοχή και προτιμά την ησυχία κατά την άσκηση, από την πρέπουσα μοναστική πράξη ανυψώνεται, σαν να ανεβαίνει κάποια βαθμίδα, στη θεωρία και την απασχόληση με το όντως Όν και στο να απολαμβάνει τα ουράνια και να περιστρέφεται στις ακτίνες της αλήθειας και να αγάλλεται και να πλουτεί στο άπειρο με τα αιώνια και να νιώθει θαυμαστή ηδονή και γλυκύτητα. Ίσως ακόμη, με τη συνεργεία της χάρης, με την πάροδο του καιρού και με τη σταθεροποίηση της κατοχής του νοερού φωτός, και να αρπάζεται από τη γη και να γίνεται αναίσθητος ως προς τα γήινα χάρη στην κατοχή του υπέρνοου και τη φαντασία του ασύγκριτα ανωτέρου από κάθε καλό. Αυτή η ιερή κλίμακα διαιρείται σε πέντε βαθμίδες* κι ανεβαίνει έτσι στον άκρο σκοπό· δεν έχει όμως τοπική απόσταση η μία βαθμίδα από την άλλη, αλλά η διαφορά και η απόσταση της μιας από την άλλη είναι τάξη κάποιας ποιότητας ή ιδιαιτερότητας. Να τι εννοώ: Όντα είναι και τα αισθητά κτιστά και τα νοητά κτιστά, αλλά τα δεύτερα είναι πολύ ανώτερα από τα πρώτα, όσο διαφέρει και είναι καλύτερος ο νους από την αίσθηση. Επίσης είναι κατά πολύ ανώτερα τα άκτιστα νοητά από τα νοητά κτιστά, ενώ και τα δύο είδη ανήκουν εξακριβωμένα στα όντα. Ωστόσο τα άκτιστα νοητά όντα είναι κατώτερα από το υπέρ νουν Άκτιστο. Και από αυτά είναι βέβαια φανερό ότι το να στέκεται ο νους στο υπέρτατο Όν, αφού περάσει από την πράξη, και το να βρεθεί σ' εκείνη την απόκρυφη υπέρτατη Κορυφή, την υψηλότερη απ' όλα τα αισθητά και τα νοητά, αυτό είναι η ανώτερη ενατένιση και θεωρία του, όπως αντίθετα η κατώτερη είναι η προς τα αισθητά κτιστά, η ακόμη περισσότερο, η βαθμίδα του πρακτικού. Αφού λοιπόν ο νους αγαπά εκ φύσεως το καλό, πρέπει να επιθυμεί με κάθε τρόπο το ανώτερο, όχι μόνο για να το απολαύσει, αλλά και για να «πάθει» εύλογα την ανώτερη και υπέρλογη αλλοίωση, μια και, όπως είπαμε, ο νους αλλοιώνεται ανάλογα με ό,τι βλέπει και απολαμβάνει. Πλην όμως, η μεταβλητότητα που έχει συμπλεχθεί στη φύση του νου, δε θα τελειώσει ποτέ όσο συνεχίζεται το σήμερα και, όπως λέει κάποιος, έως ότου φύγουν οι σκιές, δηλαδή έως ότου αναχωρήσομε από την παρούσα ζωή, η οποία μας δείχνει σκιωδώς, σαν μέσα σε καθρέφτη και με αινίγματα την αλήθεια. Πρέπει λοιπόν, όταν μεταπίπτομε από τη θεωρία και ενατένιση του υπέρ νουν ακτίστου Ενός, να βρίσκομε τρόπο να στεκόμαστε όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα νοητά άκτιστα, για να γίνει το γρηγορότερο η επάνοδός μας στο άκτιστο υπέρ νουν Ένα. Κι όταν πέσει πιο πυκνή ομίχλη και σκοτίζει τη νόηση και περιλούει με ακηδία το νου σχετικά με τη θεωρία, τότε ας στρεφόμαστε στις προσευχές του πρακτικού με ταπεινή καρδιά. Και αφού με τη δύναμη της προσευχής και τα δάκρυα υποχωρήσει το σκότος, ας βάλομε ως υπόβαθρο πάλι τα αισθητά κτιστά, ενώ θα κατοικεί από πριν νοερό φως μέσα στην καρδιά με ενυπόστατη πνευματική ενέργεια και ο νους θα κατέχει ήδη με πολλή γνώση τη δύναμη της πρακτικής, με την οποία ανεβαίνει εκ φύσεως, όπως σε μιά κορυφή η σκοπιά, και θεωρεί εκείνα που για τους πολλούς είναι όχι μόνο αθέατα, αλλά και αζήτητα και ακατανόητα, και χωρίς την οποία κανείς δε θα δει ούτε τον εαυτό του, ούτε πολύ περισσότερο το Θεό. Δεν είναι λοιπόν μακριά από το σκοπό μας να πούμε τώρα επιτροχάδην γι' αυτή την πρακτική.
36. Η ψυχή έχει ανάγκη της πρακτικής για τρία στοιχεία μέσα της, το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό, και για τρία εξωτερικά, την έφεση της δόξας, της ηδονής και της αποκτήσεως περισσοτέρων. Βλέποντας η ψυχή με βαθιά γνώση τον τρόπο που έζησε ο Χριστός ως άνθρωπος, γιατρεύει με τη χάρη του Κυρίου Ιησού αυτές τις δύο τριάδες μέσω των τεσσάρων γενικών αρετών της, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας, και επιτρέπει στο νου της να ανυψώνεται ανεμπόδιστα και να παρατηρεί προσεκτικά τα θεία και να θεωρεί το Θεό. Όταν δηλαδή ο Κύριος Ιησούς οδηγήθηκε από το Πνεύμα στην έρημο για να νικήσει το διάβολο, το επιθυμητικό το θεράπευσε με τη νηστεία, το λογιστικό με αγρυπνία και ήσυχη προσευχή, το θυμικό με αντιλογία στο διάβολο. Επίσης, θεράπευσε τη φιληδονία με το να μη ζητήσει, αν και πεινούσε, να γίνουν οι πέτρες ψωμιά, όπως του έλεγε ο διάβολος· τη φιλοδοξία, με το να μη ριχτεί κάτω από το πτερύγιο του Ναού, για να δοξαστεί από τον όχλο, επειδή δε θα πάθαινε τίποτε· τη φιλαργυρία, με το να μην πεισθεί να προσκυνήσει το διάβολο με την υπόσχεση ότι θα λάβει τον πλούτο όλων των βασιλείων, αλλά με αντίρρηση του θυμοειδούς φρόνιμη και δίκαιη, σώφρονα και ανδρεία, απέκρουσε το σατανά, διδάσκοντας με αυτά κι εμάς τον τρόπο νίκης σε όλες τις εφόδους του εναντίον μας. Αυτό ακριβώς μπορεί να το δει και να το καταλάβει κανείς και στη σταύρωση του Σωτήρα. Προσεύχεται δηλαδή τότε ο Σωτήρας, αφού απομακρύνθηκε από τους μαθητές Του; Αυτό είναι θεραπεία του λογιστικού. Είναι σε εγρήγορση και αγρυπνεί και υποφέρει από δίψα πάνω στο σταυρό; Αυτό είναι φάρμακο του επιθυμητι-κού. Δεν αντιλέγει, δε φιλονεικεί, δε φωνάζει, παρ' όλο που τον κατηγορούν, και προσεύχεται για χάρη των διωκτών Του; Αυτό προξενεί την ευταξία του θυμικού- να αντιμετωπίζει δηλαδή το σατανά με αντίρρηση, τους ανθρώπους όμως που τον κακοποιούν, επειδή και αυτοί παρασύρονται στο κακό από το σατανά, να τους φέρεται με σιωπή και μακροθυμία και να τους αμείβει με προσευχή για χάρη τους. Τον φτύνουν, δέχεται ράπισμα, υπομένει ειρωνίες και εμπαιγμό; Αυτό είναι θεραπεία της φιλοδοξίας. Ποτίζεται ξύδι και χολή, σταυρώνεται και κεντρίζεται με τη λόγχη; Αυτό είναι θεραπεία της φιληδονίας. Καρφώνεται στο σταυρό γυμνός, σε ύπαιθρο τόπο, άστεγος, περιφρονημένος από όλους, σαν κάποιος φτωχός και άπορος; Αυτό είναι κατάργηση της φιλάργυρης διαθέσεως. Άρα ο Σωτήρας έχει δείξει δύο φορές τη θεραπεία των εσωτερικών και των εξωτερικών παθών. Μια φορά όταν άρχισε τη σωματική εμφάνισή Του στον κόσμο και άλλη μία όταν έμελλε ν' αναχωρήσει από τον κόσμο. Γι' αυτό, όποιος βλέπει προς Αυτόν και τη διδασκαλία Του και το σταυρό Του και τον μιμείται κατά το δυνατόν φρόνιμα και δίκαια, με σωφροσύνη και ανδρεία, όπως Εκείνος, θα καταργήσει μεν την ενέργεια αυτών των παθών προς το κακό, και με αυτά όλα τα άλλα, θα χρησιμοποιήσει δε ορθά και αυτά και τα αλλά και θα είναι αληθινά πρακτικός άνθρωπος, κατάλληλος να θεωρεί και ν' ανυψώνεται προς το Θεό με τη νοερή ενατένιση. Κι έτσι αφού κάνει αρχή ο νους από τα πολλά αισθητά κτιστά και κατανοήσει το καλό αποτέλεσμα της καλλιέργειάς τους κι αφού κατόπιν νοήσει τα κτιστά νοητά και προχωρήσει στα νοητά άκτιστα, θα έχει ήδη περάσει τέσσερις βαθμίδες της κλίμακας. 'Ύστερα από αυτά ακολουθεί η θεία και υπέρλογη αφωνία και σιγή και έκπληξη και γενικά η ενατένιση και η θεωρία του υπερκοσμίου Ενός και η πάνω από τη νόηση ένωση, η κορύφωση της ησυχίας, το άκρο και τέλειο επιθυμητό, όσο είναι εφικτό στην παρούσα ζωή, το πέρας της αλήθειας, η απόλαυση του καρπού της πίστεως, η διαυγής έλλαμψη της δόξας που ελπίζομε, το θεμέλιο της αγάπης, το αλφάδι του νου, η στάση της αεικινησίας του και η ακατανόητη παύση και η ενοειδής κατάστασή του, η πρόγευση της εργασίας της μέλλουσας ζωής, η αιτία της πνευματικής χαράς, το ταμείο της ειρήνης, το σβήσιμο των σαρκικών φρονημάτων, η αποστροφή αυτού του κόσμου και η σφοδρή αφοσίωση στον μέλλοντα, ο χωρισμός από τη ζωή της εμπάθειας, η συνάφεια με την απάθεια, η χαρά και η αγαλλίαση της ψυχής και η συναγωγή, η ανάπαυση και η φρουρά των κινήσεων και των δυνάμεών της· και γενικά, η θεία γνώση και η απάθεια. Πρέπει λοιπόν να εξετάζομε προσεκτικά, αν ποτέ ο νους αιχμαλωτιστεί από δική του οκνηρία ή από εξωτερικό περιστατικό, πώς θα τον επαναφέρομε στο αγαθό της θεωρίας, απομακρύνοντας το πάθος που στέκεται εμπόδιο και τον βγάζει από τον σκοπό του, και πόσο απέχει από το άκρο επιθυμητό και γιατί. Κι ακόμη, αν η θεωρητική του ενέργεια έχει στραφεί στα αισθητά κτιστά ή στα κτιστά νοητά ή στα νοητά άκτιστα· η μήπως με μάταιους λογισμούς ή από κάποια ανάγκη αποχωρίζεται από την επιδίωξή του, το μοναδικό πραγματικά και υπερκόσμιο Ένα, το πάνω από κάθε άλλο ένα. Και να του αφαιρούμε τα μεταξύ εμπόδια, για να επιστρέψει πάλι ενιαία, όπως απαιτεί αυτή η βαθμίδα, στη θεωρία και την ενατένιση του υπερκοσμίου Ενός. Όταν ο νους βρίσκεται κάπου έξω από το υπερκόσμιο, άκτιστο και υπέρ νουν Ένα, τότε είναι σε διαίρεση κι όχι στο κυρίως καλό, κι αν ακόμη κινείται στο καλό, αφού το κορυφαίο καλό είναι το υπέρ νουν, υπερούσιο, άκτιστο και απλό Ένα, και Αυτό είναι το πραγματικό άκρο αντικείμενο πέρας του νου. Όταν λοιπόν ο νους κινείται υγιώς, ανεβαίνει αυτού με όσα προείπαμε και ζει την ένωσή του με το Θεό, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια. Ας επιδιώκομε λοιπόν με ολη μας τη δύναμη το Άπειρο κι ας ερευνούμε το Υπέρ νουν κι ας θεωρούμε το άμορφο Ένα κι ας καταλάβομε εξ εφόδου το Ακατάληπτο, για να επιτύχομε την ενιαία κληρονομιά του Ενός, του άκρου Θεού, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και του ζωοποιού Πνεύματος, με την έλλαμψη των οποίων γινόμαστε άξιοι για τη χάρη της θεωρίας και θέσει θεοί που θεουργηθήκαμε με τη δωρεά του Θεού.
37. Όταν ο νους ανεβεί στη χώρα της θείας Κρυφιότητας, σωπαίνει φυσικώς, ενοποιημένος με την απλότητα και συνεπώς φωτιζόμενος ενοειδώς από το υπέρ νουν Ένα με τη μετοχή του Πνεύματος. Τι μπορεί δηλαδή να πει, αφού έχει φτάσει πάνω από τη νοερότητά του και βγήκε έξω από κάθε νόημα κι έμεινε γυμνός, ως ανώτερος πια από τη νόηση; Γιατί βέβαια, αν ακόμη έχει κάτι να πει, είναι φανερό οτι και νοεί, αφού ο λόγος ακολουθεί το νόημα. Και αν νοεί κάτι, πώς στέκεται στη χώρα της Κρυφιότητας; Δεν είναι στην κυριολεξία κρυφό εκείνο που άλλος δεν το βλέπει, το βλέπει εντούτοις ο νους. Έτσι πολλά θα μπορούσαν να ονομάζονται κρυφά, αφού πάμπολλα ή, για να πω έτσι, όλα όσα βλέπει ο νους, τα βλέπει χωρίς να γνωρίζει άλλος ότι τα βλέπει. Έτσι λοιπόν τα κρυφά θα πλησίαζαν και το άπειρο, πράγμα άτοπο. Γιατί Ένα είναι το κρύφιο στην κυριολεξία, στο οποίο ο νους ανεβαίνει ύστερα απ' όλα, από το οποίο προέρχεται το παν, είτε είναι ορώμενο είτε νοούμενο. Και μάλιστα και αυτός, επειδή ανέβηκε πάνω απ' όλα τα ορώμενα και λεγόμενα και νοούμενα, φτάνει σε κατάσταση έξω και από τη νόηση και την όραση και το λόγο. Όσο όμως μπορεί και μιλά, δεν έχει ακόμη ανεβεί τόσο πολύ, ούτε έφτασε στη θεία Κρυφιότητα. Γιατί αυτό σημαίνει ότι νοεί· αλλά βέβαια το κρυφό είναι ακατανόητο κι επομένως υπερβαίνει και το λόγο. Άρα ο νους, όταν ανεβεί στη χώρα της θείας Κρυφιότητας και γίνει ενιαίος, ασκεί σιωπή, όχι θεληματικά, αλλά φυσικά, φωτιζόμενος ενιαία από το υπέρλογο Ένα.
38. Αν οι λόγοι από τη φύση τους κάνουν το νου να προχωρεί και να προοδεύει, άρα όταν προκόψει τον ανεβάζουν εκεί όπου δε φτάνει λόγος, δηλαδή σε κάτι που τελείται στη σιωπή. Αν οι λόγοι ήταν πάντοτε στο νου κι αν η ψυχή έχει πάντοτε την ανάγκη τους, εγώ δε βλέπω ποια είναι η νοερή προκοπή από το λόγο. Γιατί ο λόγος δεν είναι ωφέλιμος μόνο στην πράξη, αλλά εξίσου και στη θεωρία. Όταν όμως ο νους ανεβαίνει από τους σχηματισμένους κατά τα όντα λόγους προς το απλό και υπέρλογο και ασχημάτιστο, το απολύτως και κυρίως Ένα, τότε κάθε λόγος φαίνεται περιττός, ή, για να πούμε πιο αληθινά, είναι εμπόδιο. Οι λόγοι αποτελούν γενικά μετάβαση από το ένα νόημα στο άλλο. Αλλά το απλό και απόλυτο και απεριόριστο και ασχημάτιστο και ολωσδιόλου Ένα, με την κύρια και υπέρλογη ύπαρξή Του, πώς θα έχει ανάγκη από λόγους; Για να μεταβεί που; Ή πώς θα περιληφθεί κάπου; Γιατί ο λόγος κατά κάποιο τρόπο περιλαμβάνει. Αυτό όμως είναι απερίληπτο, ως απεριόριστο και ασχημάτιστο. Αν λοιπόν δεν αρμόζει λόγος στο υπέρ νουν κρύφιο Ένα, επειδή είναι απερίληπτο και ασχημάτιστο, άρα του αρμόζει σιωπή. Όσοι άρα προκόψουν με το λόγο, πρέπει να καταλήξουν στη σιωπή, εφόσον έφτασαν στο να θεωρούν απλά, αδιαμόρφωτα και ασχημάτιστα.
39. Αν οι λόγοι αναφέρονται σε γνωστά, ενώ το Κρύφιο είναι άγνωστο, άρα είναι πέρα από λόγο. Και αν η αγνωσία του Κρυφίου είναι ανώτερη από κάθε γνώση και το ανώτερο από γνώση δεν έχει καθόλου ανάγκη από γνώση, πολύ λιγότερο θα έχει ανάγκη από λόγο. Ο νους λοιπόν που ανέβηκε στο κρύφιο απλό Ένα, ασκεί φυσικά τη σιωπή. Και αν δε σωπαίνει φυσικά και απροσποίητα, δεν ανέβηκε και δεν έφτασε ακόμη στο κρύφιο και υπέραπλο Ένα.
40. Όπως εκείνοι που ασκούν την ησυχία, βγαίνουν κάποτε από το κελί τους, και γνωρίζουν εκ πείρας τη διαφορά του εγκλεισμού στο κελί από την έξοδο, έτσι κι όσοι έζησαν τη σιωπή που λέμε κι αρχίζουν πάλι να μιλούν. Εκείνοι δηλαδή που επιμένουν να θεωρούν τη δόξα του Θεού, γνωρίζουν σε ποια κατάσταση όταν είναι τους κυριεύει η σιωπή φυσικά κι όχι προαιρετικά, και σε ποιά κατάσταση είναι όταν κλίνουν στην ομιλία. Και βέβαια όταν τους κυριέψει η σιωπή, εύχονται να μην είχαν ανοίξει ποτέ το στόμα τους, αλλά να μένουν στην κατάσταση αυτή. Τότε είναι άλλοι επίγειοι άγγελοι και ενώνονται με την αλήθεια ενιαία, χωρίς μορφή, χωρίς όραση, χωρίς σχήμα και γενικά με αμετακίνητες ενατενίσεις του νου, έχοντας μαζί τους μόνο την έκπληξη και το θαυμασμό, χωρίς να νοούν τίποτε, ή μάλλον βλέποντας χωρίς όραση τις άναρχες και θείες ελλάμψεις. Όταν ο νους κατεβεί από εκεί, ως μεταβλητός, καταλήγουν στο λόγο και στις νοερές μεταβάσεις σε πολλά και ποικίλα. Και για να επανέλθει πάλι η κατάσταση της σιωπής, επειδή είναι πολύ καλύτερη από το λόγο, ασπάζονται την ησυχία και φυλάγουν τις αισθήσεις από τα αισθητά και χρησιμοποιούν κάθε μέσο, ώστε να ξεφύγουν μαζί με το λόγο και αυτή τη νόηση, για να μπορούν κι αυτοί να λένε μαζί με το Δαβίδ: «Έγινα κωφός και ταπεινώθηκα και σιώπησα ακόμη και για αγαθά». Γιατί βέβαια, και αγαθά να λέει κανείς, είναι κατώτερο από την έλλογη σιγή.
41. Το Θειο ούτε είναι εντελώς φανερό, ούτε πάλι και εντελώς κρύφιο. Ότι υπάρχει, είναι φανερό και μάλιστα πάρα πολύ καθαρά. Τι όμως είναι, αυτό είναι κρυφό. Διαφέρει πάρα πολύ να γνωρίζομε το τι είναι ο Θεός, από το ότι υπάρχει· γιατί το δεύτερο φανερώνεται από την ενέργεια του Θεού, ενώ το πρώτο αναφέρεται στην ουσία Του, το οποίο και οι Άγγελοι αδυνατούν να ξέρουν. Γιατί ο Θεός υπάρχει άπειρες φορές άπειρα πάνω από κάθε ύπαρξη και πάνω από κάθε νου και κάθε νόηση. Όταν λοιπόν ο νους ασχολείται με εκείνα που φανερώνουν ότι ο Θεός υπάρχει, τότε έχει να λέει πολλά και να φιλοσοφεί άριστα. Και τότε μπορεί να λέγεται φιλόσοφος και θεολόγος. Όταν όμως ο νους ανακύψει και ανεβεί πάνω από το ότι υπάρχει, περικυκλωμένος από τη θεία κρυφιότητα και ενεργούμενος από τη φαντασία του τι είναι ο Θεός, και γίνει με τη χάρη, όπως είναι φυσικό, τελείως χωρίς μορφή και αφή και όραση, τότε κάθε λόγος που μπορεί να λέει κάτι περί Θεού μένει αργός, και ακινητοποιείται ο νους γινόμενος ενιαίος, γιατί εισχώρησε στη χώρα του ακατανόητου. Και τότε ενώνεται ολόκληρος με τον πάνω και πέρα από τα πάντα, όπου δε χωρεί ούτε λόγος, ούτε νόημα, ούτε καμιά σκέψη που να τον ποικίλλει, αλλά μόνο απλότητα και ακαταληψία, σιωπή και έκπληξη, το ασχημάτιστο και άπειρο και απεριόριστο· και βλέπει κατά παράδοξο τρόπο τη θέα του Αοράτου και τη μορφή του Αμόρφου, καθώς έγινε και ο ίδιος απόλυτος και άμορφος αληθινά. Και σύμφωνα με όσα θεώρησε αόρατα και αντίκρισε χωρίς μάτια, για να το πούμε με δύο λόγια, αναχρωματίζει στον εαυτό του το θείο και υπερφυσικό κάλλος και δοξάζει το Θεό που τον έπλασε τέτοιον.
42. Ο Θεός λέγεται Ένα όχι μόνο γιατί είναι απλός και πάνω από κάθε σύνθεση, αλλά και διότι μόνο Αυτός είναι κυρίως ο Ων, ανάμεσα σε όλα τα λεγόμενα όντα που έχουν την ύπαρξή τους από Αυτόν. Γιατί αυτό που δεν υπάρχει κυρίως και απλώς, ούτε κυρίως και απλώς είναι ένα. Επίσης, γιατί βρίσκεται παντού ο Ιδιος χωρίς να περικλείεται πουθενά και είναι μόνος ανόμοιος από όλα και καθαρά έξω από όλα· και γιατί είναι αιώνιος, που δεν Εχει ούτε αρχή ούτε τέλος· και γιατί ρίχνει τη θεία ακτίνα της πρόνοίας Του σε όλα τα κτίσματα εξίσου, χωρίς βέβαια να μολύνεται, αν και όλα τα όντα δεν τη δέχονται με όμοιο τρόπο· επιπλέον και γιατί γίνεται γνωστός σε όλα χωρίς να κατέχεται από αυτά, για την κάποια όμως ενοειδή και πάνω από νοερή ένωση θέασή Του, απαιτεί νου αποίκιλο, άμορφο, ασχημάτιστο, άχρωμο, ανέγγιχτο από όλα γενικώς τα όντα και ολότελα ελεύθερο, άπειρα απεριόριστο και ανώτερο χρόνου, τόπου, φύσεως και των σχετικών με τη φύση.
43. Επειδή η μεταξύ Θεού και νου πνευματική συνάφεια γίνεται πάνω από τη νόηση, γι' αυτό λέγεται τότε ότι ο νους είναι πάνω από τη φυση του, φανταζόμενος απόλυτα το υπερφυσικό απόκρυφο Ένα με νοερή αίσθηση. Αυτό όμως που πάσχει τότε ο νους είναι σύμφωνο με τη φύση του, η οποία έχει καθαρθεί με τη χάρη. Γιατί ό,τι είναι για το μάτι να βλέπει, αυτό είναι για το νου το να νοεί. Εκείνος λοιπόν που βλέπει μέσα στο σκοτάδι, δε βλέπει τίποτε, βλέπει όμως σαν ένα όλο εκείνο το σκότος, και βλέπει ότι δε βλέπει. Γιατί αν είχε σκεπασμένα τα μάτια του, ίσως και να νόμιζε ότι υπάρχει φως και κάποια πράγματα γύρω του. Τώρα όμως βλέποντας, βλέπει καθαρά ότι δε βλέπει. Και το να εισδύσει η οπτική του δύναμη μέσα στο σκότος και να δει τα κρυμμένα, αυτό υπερβαίνει τη φύση του ματιού, όχι όμως και το να βλέπει ότι δε βλέπει. Έτσι λοιπόν και όταν πρόκειται για το νου· όταν υψωθεί στη θεία αποκρυφιότητα και φτάσει πέρα από τη νόηση, δε βλέπει τίποτε —από που να δει;— εντούτοις βλέπει ότι δε βλέπει, και ότι εκείνο που δε βλέπει είναι Ένα, κρυμμένο σε κάποιο γνόφο, από το οποίο Ένα προέρχεται οποιοδήποτε ον, ή βλεπόμενο ή νοούμενο, είτε συναριθμείται με την κτίση είτε είναι αιώνιο και άκτιστο. Και αν δεν έβλεπε, δε θα έβλεπε βέβαια τον εαυτό του να υπερεκτείνεται πέρα από τον εαυτό του. Τώρα όμως θεωρώντας, θεωρεί ολοκάθαρα ότι δε θεωρεί, γιατί είναι πάνω από το θεωρείν, και ότι είναι αδύνατο να θεωρείται Εκείνο που θεωρεί. Το να εισδύσει μέσα στη θεία και υπέρλογη ενική απλή αποκρυφιότητα και να θεωρήσει, αυτό υπερβαίνει τη φύση του νου· το να ατενίσει όμως στο θείο γνόφο εκείνης της αποκρυφιότητας και να φαντασιωθεί την άρρητη Μονάδα, η οποία βρίσκεται πάνω απ' όλα μέσα σε ανεκλάλητο μυστήριο, και να θεωρήσει ότι δε θεωρεί τίποτε μέσα στο θείο γνόφο, αυτό είναι οπωσδήποτε ιδίωμα καθαρού νου που θεωρεί με τη χάρη του Πνεύματος. Γιατί δεν έχει σφαλισμένη και αργή τη νοερή όραση ο νους όταν θεωρεί ότι δε θεωρεί τίποτε, παρά το θείο και απλό Ένα στην αποκρυφιότητα· τούτο θα ήταν σημείο αμάθειας. Αλλά όταν θεωρήσει καθαρότερα, τότε υψώνεται στο υπέρ νουν και τότε θεωρεί την αβλεψία του, όταν θεωρεί μέσα στην αποκρυφιότητα του απλούστατου Ενός. Αν και βέβαια, ότι είναι Ένα αυτό από το οποίο προήλθαν τα πάντα και ότι είναι κρυφό, αυτό το θεωρεί πολύ καθαρά· τι όμως είναι, δε θεωρεί. Γι' αυτό λέμε τότε ότι ο νους βρίσκεται πάνω από τη φύση του, όσο ατενίζει στην απλούστατη αποκρυφιότητα του Θεού· αυτό όμως είναι σύμφωνο με τη φύση του νου όταν έχει γίνει καθαρός. Και μπορούμε να πούμε ότι είναι στη φύση του νου να υπερβαίνει τη φύση θεωρώντας χωρίς να βλέπει, δηλαδή χωρίς να νοεί, τη θεία και παναπλούστατη και υπέρ νουν ενική αποκρυφιότητα. Τότε δεν έχει οποιαδήποτε αντίληψη και γνώση παρά μόνο του Ενός, το οποίο δε βγαίνει από τον εαυτό Του. Κι όταν φτάσει εκεί με νοερή κίνηση, καταλήγει στη στάση και την παύση. Δε λέω στάση από το να θεωρεί, γιατί αυτό είναι μανιώδες πάθος, αλλά εννοώ στάση και παύση από το να μεταβαίνει από νόημα σε άλλο νόημα ή θεωρία. Γιατί βέβαια ο νους, όταν υψωθεί εκεί, επειδή πέφτει στο βυθό του απείρου και απεριορίστου, τον ολόφωτο από νοερό φως, συναντώντας την αχώρητη εκείνη και απερίβλεπτη, να πω έτσι, θεία αποκρυφιότητα, χάνεται και σταματά και δεν πάσχει τίποτε άλλο, παρά μια έκσταση μέσα σε νοερή φαιδρότητα. Και αν και δεν μετακινείται, όμως δέχεται την ενέργεια του νοερού φωτισμού ατενίζοντας ασάλευτα μέσα στην υπερούσια αποκρυφιότητα με τρόπο ενικό και μονοειδή και απορεί για την απρόσιτη εσωτερικότητα της ανεκφοίτητης φεγγοβολής και λαμπρύνεται από αυτή. Αν όμως ήταν αργός από το να θεωρεί, πώς θα έπασχε την έκσταση και τη λαμπρότητα; Το ότι στέκεται ο νους όταν φτάσει εκεί, λέγεται με αυτό το νόημα· ότι είναι αμετακίνητος θεωρώντας το Ένα και με τη λάμψη του Ενός αλλοιώνεται και χαίρεται και λαμπρύνεται και στέκεται χωρίς να κινείται. Δε σημαίνει δηλαδή ότι αποκρούει, κλείνοντας τα μάτια, την απόλαυση της θεωρίας Του. Αυτό το πάθος πρέπει να αποφεύγεται και να μην επαινείται και είναι γεμάτο από σκότος άγνοιας, το να μη θεωρεί δηλαδή διόλου. Η στάση του νου που είπαμε, γίνεται με απρόσιτη έλλαμψη του φωτός και είναι θεωρία που δε ζητεί μετάβαση, αλλά παύση και στάση. Γιατί είναι άπειρο εκείνο το υπερφυσικό και κρύφιο και μυστηριώδες υπερούσιο Ένα και ασύλληπτο από κάθε νου. Και δεν επιτρέπει στο νου που το θεωρεί, να θεωρεί πουθενά άλλου, στο βαθμό βέβαια που έγινε μέτοχος της καθάρσεως που του αρμόζει και της θείας βοήθειας. Και ο νους δεν ξεπέφτει αλλιώς από τη θεία αυτή θεωρία και υπέρκαλλη λαμπρότητα και απειρία, παρά αν παρασυρθεί ή από αντίθετη έλξη κάποιου πράγματος ή πάθους, ή εξαιτίας της φυσικής μεταβλητότητας από την οποία πάσχει.
44. Η φύση του νου είναι να νοεί, και η νόηση εκδηλώνεται με κίνηση και μετάβαση. Επειδή όμως ο νους όταν φτάσει στο Θεό είναι πάνω από νόηση και κίνηση, εύλογα μπορεί να λεχθεί ότι ο νους υπερβαίνει τη φύση του με το να φαντάζεται απόλυτα το Θεό. Γιατί είναι γνωστό ότι κάθε νόημα γίνεται από κάποιο πράγμα. Όπου όμως δε θεωρείται ένα πράγμα, νόημα ούτε γεννιέται, ούτε καν βρίσκεται. Ο Θεός λοιπόν, επειδή με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να γίνει ορατός πραγματικά, δημιουργεί στο νου την πρέπουσα φαντασία από τα σχετικά με Αυτόν, από εκείνα δηλαδή που ενεργεί· αυτά έχουν θέση δυνάμεως που προέρχεται από κάποιο δυνατό. Εφόσον λοιπόν ο νους σε όλα τα άλλα συνηθίζει να θεωρεί τις δυνάμεις μαζί με τα δυνατά, το ίδιο επιδιώκει να αισθανθεί κι όταν πρόκειται για το Θεό. Κι επειδή του είναι τελείως αδύνατο, γιατί αυτό υπερβαίνει τη φύση κάθε κτιστού νου, θεωρεί τα σχετικά με το Θεό και φαντάζεται χωρίς όραση, όπως λέγεται, το Θεό με απλή και άμεση ενατένιση. Και αφού ησυχάσει κι επιτύχει θεία ευμένεια κι ενεργήσει μέσα του το θείο και προσκυνητό Πνεύμα, από τη συνεχέστερη νόηση αρπάζεται σε μια κατάσταση άμορφη και χωρίς ποιότητα και απλή, εισδύοντας το ταχύτερο μέσα στην καρδιά με την υπερφυσική δύναμη του Πνεύματος και σταματώντας στη φαντασία του Θεού χωρίς να νοεί τίποτε, αλλά υπερβαίνοντας τη νόηση. Από το να νοεί επομένως τα σχετικά με το Θεό, υψώνεται στη φαντασία του Θείου, όπως είπαμε, αφού αποκατασταθεί η απλότητά του, και λέγεται ότι είναι πάνω από τη φύση του, γιατί ξεπερνά τη νόηση.
45. Ο,τιδήποτε ονομάζεται κρύφιο, είναι ανάγκη να έχει κάτι φανερό, που να υποδηλώνει την κρυφιότητά του. Αν όχι, είναι όμοιο με το μη ον. Γιατί εκείνο που δε δίνει ολότελα κανένα σημείο της υπάρξεώς του, μπορεί να νομιστεί ίσο με το ολότελα ανύπαρκτο. Και βέβαια, και στην κρυφιότητα του Θεού συνυπάρχουν μερικά σημεία φανερά, που ιχνηλατώντάς τα, θα λέγαμε, ο νους, αισθάνεται τη θεία αποκρυφιότητα, και από το καταληπτό του Θεού ανεβαίνει στο ακατάληπτο. Κι όταν φτάσει σ' αυτό, γνωρίζει με ακρίβεια ότι υπάρχει κάτι, το οποίο διαφεύγει τη φυσική του αντιληπτικότητα και, ως υπέρφωτο, είναι πάνω από κάθε δυνατότητα κατανοήσεως, ακόμη και αγγελικής. Είναι αίτιο και αρχή και πέρας κάθε φύσεως και ουσίας και όντος, ενώ το ίδιο είναι υπερφυσικό και υπερούσιο, άπειρα υψηλότερο από κάθε ύπαρξη, αγέννητο και άναρχο και απεριόριστο και γενικά απερίληπτο στη φύση και στον τόπο και στο χρόνο. Αυτό είναι το απόκρυφο υπέρ νουν Ένα. Και η θεία κατανόηση, που προέρχεται από Αυτό, είναι φυσικά άφθονη και μας ελκύει και πάλι προς Αυτό και κατά κάποιο τρόπο μας ανακυκλώνει με νοερές χειραγωγίες και επιστροφές και ανυψώσεις προς το αρχικό απόκρυφο υπερφυσικό Ένα.. Μας ενώνει μαζί Του, στο βαθμό μόνο που θα νοήσομε ότι υπάρχει και ότι είναι Ένα, κι ακόμη ότι είναι οπωσδήποτε αδιανόητο να μάθομε τι είναι στην ουσία Του αυτό το απόκρυφο Ένα. Εκείνο που είναι πάνω από το νου και ξεφεύγει τη διάνοια, πώς θα μπορούσε ο λόγος να το περιγράψει; Το νοητό όμως που δεν μπόρεσε ο λόγος να περιγράψει, το ατενίζει ο νους άφωνα και ανείπωτα και σιωπηλά με τρόπο ενοειδή και πέρα από έννοια, ως απόκρυφο, και χαίρεται γι' Αυτό που είναι ο Αίτιος και ο Προνοητής και καταλαμβάνεται από έκπληξη γιατί είναι υπέρφωτο και υπεράγαθο, υπέρσοφο και υπερδύναμο, και απολαμβάνει έτσι θεία αγαλλίαση, επειδή είναι άπειροι και απεριόριστοι όλοι εκείνοι από τους οποίους βλέπεται το υπερούσιο απόκρυφο Ένα· αυτό είναι βεβαιότατα κάτι το ακόλουθο στη λογική φύση. Το ανακόλουθο είναι, ενώ βρίσκεται σε αυτά ο νους, να χρησιμοποιεί λόγια και να εκφράζεται μεταβαίνοντας από νόημα σε νόημα. Εκείνος λοιπόν που δεν ασκεί τη σιωπή αλλά χρησιμοποιεί τα λόγια, στερείται από την κορυφαία κατάσταση του νου. Αυτή η κατάσταση, όπως θα ομολογούσαν κι εκείνοι που δε βάζουν στο νου τους διόλου την αλήθεια, είναι ότι ο νους έχει φτάσει στο ακρότατο όριο της ενέργειάς του. Και ακρότατο όριο είναι η ενατένισή του προς το Ακρότατο, η οποία, όπως λένε, γίνεται χωρίς όραση και πολύ περισσότερο χωρίς λόγια.
46. Καθώς ο νους θεωρεί χωρίς όραση τη θειότατη ενική και υπεραρχική και ακρότατη αποκρυφιότητα, έρχεται από εκεί ενέργεια παραδοχής προς το νου, δίχως όραση και αυτή, ενοειδής και μονοειδής, γεμάτη από υπέρκαλλη και υπέρφωτη και ανέκφραστη λάμψη, και προκαλεί τη βύθιση του νου σε σιωπηλό θαυμασμό και έκπληξη, κατέχοντας από πριν την καρδιά με πνευματική ενέργεια και γλυκιά χαρά. Αυτή η παραδοχή γίνεται στο νου νοερός φωτισμός, έλλαμψη και ανάλογος θείος έρωτας και λαμπρή αγαλλίαση, και έχει αφορμή το Θεό, από τον οποίο προέρχεται κάθε ωφέλιμη δωρεά, χάρη στην καθαρότητα του νου, και υλικό της έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, το περιεχόμενο των επιμέρους θείων φανερώσεων των Γραφών και των όντων, που θεωρήθηκαν με σύνεση και ευθύτητα, με ησυχία και προσευχή. Γιατί δεν μπορεί να κοιτάξει κανείς όπως τύχει το υπέρ νουν απόκρυφο εσώτατο Ένα της θεότητας, αλλά με ενοειδή λάμψη που προέρχεται από εκεί και πλημμυρίζει τη νοερή ενατένιση και θεωρία. Όποιος δεν το «έπαθε» αυτό, ανεβαίνει εξωτερικά, λογικά δηλαδή και γνωστικά, προς το υπερφυσικό, απόκρυφο, απλό Ένα, και όχι μέσω πνευματικής ενέργειας στην καρδιά, ούτε και νοερής ελλάμψεως.
47. Η διαυγέστατη ενοειδής και μονοειδής θεωρία του Θεού από το νου, η οποία θεωρεί την ενική θεία Αποκρυφιότητα και τη λάμψη που εκπέμπεται από Αυτή και δέχεται τη θεία ακτινοβολία της άναρχης και άπειρης φωτοβολής, απαιτεί σιωπή όχι μόνο του στόματος, αλλά και του νου. Γιατί είναι δυνατό, ενώ τηρεί κανείς σιωπή του στόματος, εσωτερικά ο νους να σχηματίζει διάθεση και να μεταβαίνει σε λογισμούς και νοήματα και να ποικίλλεται, πράγμα που είναι λειτουργία του ενδιάθετου λόγου. Από αυτό απέχει πολύ ο νους εκείνος που ανέβηκε στην υπέραπλη άμορφη κρυφιότητα της θείας Μονάδας. Γιατί άλλο είναι η θεωρητική δύναμη του νου και άλλο να έχει μία διάθεση και να διανοείται, το οποίο είναι του ενδιάθετου λόγου. Γι' αυτό, όταν πλησιάσει ο νους σε κτιστά και σύνθετα ή άλλα ποικίλα πράγματα, πρώτα θεωρεί και κατόπιν διανοείται και ποικίλλεται. Και πολλές φορές βέβαια μπορεί να βρει σε ένα πράγμα πολλά νοήματα. Σ' εκείνη όμως την ενική και μονοειδή και εσώτατη θεία αποκρυφιότητα υψώνει και ανοίγει το θεωρητικό βλέμμα του και καταφωτίζεται από την απλότητα του θείου φωτός, δεν είναι όμως καθόλου σε κατάσταση να διανοείται. Γιατί η ενιαία απλότητα διαφεύγει την οποιαδήποτε νοερή μετάβαση ή ποικίλη διάθεση του νου, και η κρυφιότητα διαφεύγει τη δυνατότητα του νου να διανοηθεί και να εκφράσει κάτι με τη διάθεση και το στόμα. Γι' αυτό ο άνθρωπος που ανέβηκε νοερά στην πανένδοξη ενική θεία Αποκρυφιότητα, τηρεί φυσικώς σιωπή και με το στόμα και με το νου.
48. Όταν η στροφή του νου νεύσει ολοκληρωτικά προς το Θεό και η θεωρητική του δύναμη καταποθεί από τις πάμφωτες και διαυγέστατες ακτίνες του θείου κάλλους και υψωθεί ασχημάτιστος στην απλότητα και την αοριστία του απόκρυφου και άμορφου Ενός και γίνει και αυτός ένα με τον εαυτό του μέσω της ανυψώσεως και της ενατενίσεώς του προς το Ένα με την πνοή του Πνεύματος, ζει τότε φανερά την κατάσταση του νηπίου κατά το φρόνημά του και γεύεται το ανέκφραστο και υπερφυσικό της βασιλείας του Θεού, κατά το λόγο του Κυρίου που λέει: «Αν δε στραφείτε και δε γίνετε όπως τα παιδιά, δε θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών». Γιατί τότε ο νους απελευθερώνεται και διακόπτει κάθε σχέση με όλα, έχοντας υπερβεί τους όρους κάθε γνώσεως, οποιασδήποτε νοήσεως και κάθε συνθέσεως και ποικιλίας, και ανατείνεται στο άρρητο και υπέρ νουν Άγνωστο. Γι' αυτό βέβαια και σωπαίνει φυσικώς, γιατί τότε η κατάστασή του είναι όχι μόνο πάνω από λόγο, αλλά και πάνω από τη νοερή ενέργεια και συνδυάζει το κρύφιο και άμορφο με το θαυμαστό και χαριτωμένο και γλυκύ, όσον αφορά στη νοερή απόλαυση.
49. Με άμορφη μορφή και υπερφυσικότατο, άυλο και ασύνθετο κάλλος και απλούστατο πρόσωπο θεωρούν το Θεό οι θεωρητικοί ενιαία ως Ένα, καταστολισμένο με άπειρα αγαθά και καταυγασμένο από αναρίθμητα καλά, σαν να λούζει στο φως κάθε νου με ακτινοβολία φωτοειδών καλλονών πλούτο άρρητο και ανεκδιήγητο, αφθονία αγαθών και καλών σαν από άπειρη και αστείρευτη πηγή, θησαυρό δόξας ανεξάντλητο, απύθμενο, ακένωτο, που γεμίζει τους δίχως μάτια νόες υπεράφθονη χαρά και ιλαρότητα και αθάνατη ευφροσύνη, σαν ποτάμι αείροο που πηγάζει μυστικά από τη θεία εκείνη και υπερφυσική Ενάδα, η οποία βρίσκεται πάνω από τα πάντα, μέσα στην άβατη αποκρυφιότητα. Επιπλέον, το πόσο μεγάλο και πόσο ανεξιχνίαστο χύνεται από Αυτήν πέλαγος απερίληπτο άφατης αγαθότητας και αγάπης ανερμήνευτης και πρόνοιας ανεπινόητης με δύναμη απεριόριστη και σοφία ανέκφραστη, είναι κάτι το ακατανόητο και στους Αγγέλους, και σ' αυτά ακόμη τα Σεραφείμ, γιατί βρίσκεται πάνω από κάθε νου. Το ίδιο κι εκείνα τα οποία από την παρούσα ζωή συλλαμβάνομε, θα λέγαμε, με άρρητο λόγο και πραγματοποιούνται και κατά κάποιο τρόπο γεννιούνται τελικά και ολοκληρώνονται στο μέλλον, τα οποία και χερουβικό νου ακόμη ρίχνουν σε έκσταση, και αμυδρά ακόμη αν ήθελε κάπως να τα διανοηθεί. Ω αγαθότητα και βουλή Θεού και αγάπη και καλωσύνη, δύναμη και σοφία και θεία πρόνοια! Αληθινά, είναι μακάριοι εκείνοι που τους συγχωρήθηκαν οι ανομίες τους και εκείνοι που σκεπάστηκαν οι αμαρτίες τους. Και είναι μακάριος ο άνθρωπος που θα τον παιδαγωγησει ο Κύριος και θα τον διδάξει με το νόμο και το Πνεύμα Του.
50. Με τη δύναμη του Πνεύματος και της αλήθειας αποκαλύπτονται εκείνα που είναι αθέατα για όσους ζούνε στον κόσμο και δεν μπορούν να λάβουν το Πνεύμα το Άγιο, όπως είπε ο Κύριος. Για εκείνους όμως που κρίνουν σημαντικότερη την αναχώρηση και τη διαβίωση μακριά από τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, και που έλαμψε με τη θεία χάρη νοερό φως στους οφθαλμούς της καρδιάς τους από την εξ ύψους ανατολή του νοητού Ηλίου και τους ήρθε βοήθεια από το Θεό, ώστε να πραγματοποιούν αναβάσεις μέσα στις καρδιές τους και να καταλαμπρύνονται από τις θεοπτικές ελλάμψεις, από αυτούς, όπως είναι φυσικό, βλέπονται και μάλιστα ευκρινέστατα και αλλά πάμπολλα θεία και νοητά και άξια για πνευματική εποψία, αλλά επιπλέον και η μέλλουσα αιώνια και απαρασάλευτη αποκατάσταση όσων έζησαν οσιακά, όπως θα είναι όχι μόνο πάνω από την αίσθηση, αλλά και πάνω από το νου. Γιατί τότε θα αλλοιωθούν ολότελα, περνώντας με όλη την ύπαρξή τους στην πέρα από το νου κατάσταση και στη ζωή και τρυφή που υπερβαίνει κάθε έννοια, και ως θέσει θεοί ενώπιον τού φύσει Θεού θα τρυφούν και θα χαίρονται με τα υπερφυσικά αγαθά που προσφέρει ο άκρος και μόνος φύσει Θεός. Θα στέκονται γύρω από Αυτόν τελώντας πανίερα και όσο γίνεται αγιότερα τη θεία εκείνη και υπέρλογη εορτή και στήνοντας τη μία πανευφρόσυνη χαρά και πανήγυρη της πανένδοξης εκείνης απολαύσεως μαζί με όλες τις νοητές τάξεις των Αγγέλων. Και είναι μεγάλος και ασύλληπτος ο ποταμός εκείνος της αθάνατης αγαλλιάσεως των πανωραίων αγαθών. Αν δηλαδή η αισθητή καλλονή που φτάνει στο νου μέσω των αισθητηρίων, η περιορισμένη και ρευστή και όχι απλή, ούτε άκτιστη, έχει εντούτοις στην ψυχή τόσο ευχάριστη απήχηση, δεν είναι δύσκολο να δουν και να αντιληφθούν οί φρόνιμοι, αναλογιζόμενοι κατ' αναλογίαν, τι γίνεται όταν φτάσομε στα νοητά και σε όσα υπερβαίνουν τη νόηση, τα αόριστα κι όχι ρευστά, που πηγάζουν όπως όλα τα καλά και αγαθά από το Θεό και είναι άκτιστα και άναρχα, προορισμένα για ευφροσύνη και αγαλλίαση και θεία ζωή αντάξια εκείνου του αιώνα κι εκείνης της καταστάσεως.
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Ε΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου